Καρρέ Φιξ
Στημένα φιξ καρρέ του σινεμά φαντάζουν όλα...
29 Δεκεμβρίου 2008, 13:11
Ταμπελάκι
Εμμονές  

Οι φίλοι σ’ επισκέπτονται με δόσεις. Παράφοροι, ανυπόφοροι κι αδιάφοροι. Χαρά τους λένε, δική σου η χαρά τούς λες. Περνάνε από μία ώρα στον δερμάτινο καναπέ και πίνουν τον καφέ που έχεις ετοιμάσει για εκείνους. Υπέροχος καφές σου λένε. Ευχαριστείς και ξέρεις πως ο καφές σου ποτέ δεν είχε ωραία γεύση. Πάντοτε παραπάνω ο καφές από τη ζάχαρη, πάντα λιγότερο βρασμένος. Τρώνε και το μπισκοτάκι με τη λευκή σοκολάτα. Σου μιλούν για τον καιρό και για τα πολιτικά. Έχουν συμπαθητικές απόψεις για την παγκόσμια οικονομία. Σου μιλούν και για τους άλλους φίλους. Ο Δ. έβγαλε πολλά λεφτά στο χρηματιστήριο, ο Γ. έριξε τα λεφτά του στα αμοιβαία και αναμένει να περάσει η κρίση. Ο Π. συμμαθητής μας, τον θυμάσαι έτσι; χρωστά σε τοκογλύφους επειδή έπαιξε τα λεφτά στου στα χαρτιά. Μακριά από τα χαρτιά, λένε, λίγο μονάχα στις γιορτές για το καλό του χρόνου. Το καλό του χρόνου δεν έχει να κάνει με το αν κερδίσεις; Σώπα καημένε, όποιος χάνει στα χαρτιά κερδίζει στην αγάπη. Πάλι κερδισμένοι είμαστε, εκεί είναι η πονηριά.

Κι εσύ ακουμπάς τα δάχτυλα στην άκρη των χειλιών σκεπτόμενος πως η κουρτίνα ίσως να θέλει πλύσιμο, παρόλο που μπήκαν οι γιορτές και τέτοιες δουλειές θα έπρεπε να είχαν γίνει ήδη. Και το χαλί που φέτος δεν έστρωσες γιατί δεν βρήκες κέφι. Δεν ήξερα πως θέλει κέφι για να στρώσεις ένα χαλί. Και τη βιβλιοθήκη που αυξάνεται γεωμετρικά μειώνοντάς τις αντιστάσεις σου. Μια φωτογραφία ξεχασμένη, βουτηγμένη στις σελίδες ενός αδιάφορου μυθιστορήματος. Σκόνη και παγωνιά, πόσους χειμώνες ανέγγιχτο; Ένα βιβλίο χωρίς σημειώσεις από μολύβι, χωρίς τσακίσματα, χωρίς μυρωδιές από τις μέρες που διαβάστηκε. Ξανθά μαλλιά πιασμένα προς τα πίσω. Ένα φόρεμα μαύρο, καθημερινό και στο λαιμό να αχνοφαίνεται η αλυσίδα από το στρατιωτικό ταμπελάκι, αντίδωρο στη συντροφιά. Κι αν λιποθυμήσεις και δουν το ταμπελάκι; Τουλάχιστον θα καταλάβουν ότι δεν είμαι μόνη.

Μια λέξη σε ένα κείμενο του Κ. ανακινεί τα εντός και δίνει νέους προσανατολισμούς. Τραβέρσο ανάποδο. Ποιος όμως ο ορισμός της μνημορραγίας; Να’ ναι οι θύμισες ή η λησμονιά; Προς τα μέσα τρέχουν άραγε οι μνήμες και λιμνάζουν ή προς τα έξω και μας χαιρετούν; Μπερδεμένα μου τα λες, μάλλον δε σπούδασες την τέχνη του μυαλού. Κι εσύ που πέρσι μάζεψες όλο το καρέ σε χρήματα μην πιστεύοντας τα περί αγάπης, τώρα μαζεύεις τις δυνάμεις σου για να ρεφάρεις στην πονηριά. Γιατί εκεί είναι η πονηριά. Τι κι αν ποντάρεις τον εαυτό σου τριακόσιες εξήντα τέσσερις ημέρες τον χρόνο; Η τελευταία θα κλειστεί στις σελίδες ενός αδιάφορου βιβλίου για να την θρέψει η σκόνη και η παγωνιά κάποιων αμείλικτων χειμώνων.

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
21 Δεκεμβρίου 2008, 22:03
Υστερόγραφο
Καρρέ Φιξ  

Όλα γρήγορα. Θυμάμαι και σκαλίζω κείμενα που γράφτηκαν κάτω από ένα τίποτα που συνεχώς πιέζει. Πάντα ενεστώτας συνοδεύει το τίποτα που ξεθάψαμε κάποιο μεσημέρι κι έκτοτε δε λέει να φύγει από μέσα. Πώς γίνεται να πιέζει ένα τίποτα; Γίνεται. Λέξεις που μπήκαν στη σειρά από μια ανάγκη εξ ουρανού. Τα ξεσκονίζω και τα ξαναζώ. Δίχως αναγγελίες τούτες οι στιγμές που μας ορίζουν. Δίχως προειδοποιητικές βολές στον αέρα. Όλα γρήγορα λοιπόν. Τα γέλια και οι ματιές, αδιάφορες να κυματίζουν. Τα τρίτα πρόσωπα που μπήκανε στη μέση για καλό. Η μαρκίζα και η βροχή που γλύκαινε χωρίς ομπρέλα. Το φιλί στα μάτια και το σκουλαρίκι που βγήκε διακριτικά. Το δάκρυ για όσα μας τραβούν προς τα πίσω. Τα όχι και τα γιατί. Τα πρέπει και τα δεν μπορώ. Κι ένα τραγούδι στο repeat, απομεινάρι συμπιεσμένων καταστάσεων στο χρόνο. Για ένα «αχ», π’ ανάθεμά το, δεν κάνει να το ξεστομίζουμε κι όλο το πιπιλάμε με λαγνεία. Το λες, να μην το ξαναλές. Πάλι ο χρόνος, γνήσια παράμετρος να μας κόβει τις δικαιολογίες και να μας αφήνει έκθετους στους γύρω. Πόσος καιρός πέρασε; Πώς και γιατί κάνεις έτσι; Ακόμα να με μάθεις, άσε με. Άσε με να αναζητώ το θέμα που αγαπώ και να το αγκαλιάζω σαν το βρίσκω να ανθίζει. Ύστερα τα ξαφνικά, το καλάθι που άρπαξα μικρό, μα αρκετά μεγάλο για να δώσει την ορμή που απαιτούταν. Νύχτα με γέλιο και χαρά. Σχεδόν μια ανακούφιση. Ο Ζερβουδάκης να μην χαλά χατίρι. Με την κιθάρα να τραγουδά στην καρέκλα για να μην προδώσει, λέει, εκείνους που τον πιστεύουν κι ευχαριστεί. Μέσα στα μάτια της σέρνονταν τρένα. Κερνάτε ουισκάκι; Κι άλλο τραγούδι στο μυαλό, ακτινογραφία μιας γενιάς ολόκληρης μα τώρα στίχο- στίχο ραμμένο για την περίσταση που μας τυλίγει. Καλά τα λεν οι έγχρωμοί μου φίλοι, το πρόβλημά μου πάντα θα είναι η υπερβολή μου κι ό,τι αργεί απάντηση να στείλει.

Και να έχεις αφήσει εκείνο το post- it στον τοιχο, υστερόγρφο των προσδοκιών σου, να βαστάει ό,τι βαστιέται. Να περπατάς ξημερώματα, φορώντας το μαύρο σου παλτό, σε έναν δρόμο ασφυκτικά αδειανό, ειρωνικά μόνο. Να ψάχνεις το λάθος κι εκείνο να μην υπάρχει στην ακτίνα βολής. Να θυμώνεις και να χτυπάς δακρυσμένος κάδους και κουτάκια που έτυχε να συναντήσεις. Να μην τηρείς το φανάρι των πεζών. Να γυρνάς ξανά και ξανά τα τετράγωνα έχοντας παραπεταμένο στη μνήμη το σημείο που πάρκαρες το προηγούμενο βράδυ. Να βρίζεις. Κι ύστερα με το γυρισμό στο άλλο τίποτα, να ζητάς λύτρωση προ του τέλους κι εκείνη να σου κάνει νάζια. Κάτι δεν έχεις καταλάβει καλά, έτσι δεν είναι; Ακόμα πιστεύεις; Άσε τις γαμωγιορτές να περάσουν και βλέπουμε. Να φύγει αυτό το κόκκινο, ν’ ανοίξουν πάλι οι καρδιές που μελαγχολούν. Να ξεπλυθούμε μόνοι μας μες στον καιρό κι ό,τι αξίζει θα σωθεί. Ό,τι δεν, ας πάει στο καλό.

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
17 Δεκεμβρίου 2008, 00:56
Καράβι από χαρτί
Καρρέ Φιξ  Κλεμμένα  

Αυτό το αχ να μην το λες
το λες να μην το ξαναλές
για θα σου γίνει πάθος
γιατί θα γίνει τελικά
αυτό το αχ στην μοναξιά
το πιο βάρυ σου λάθος
γιατί θα γίνει τελικά
αυτό το αχ στην μοναξιά
το πιο βαρύ μας λάθος...

(κλικ)

- Στείλε Σχόλιο
12 Δεκεμβρίου 2008, 16:43
Μαρκίζα
Καρρέ Φιξ  

Καμένα μαγαζιά στην Ερμού, πόδια να κινούνται με μια καχυποψία, μάγουλα φλογωμένα απ’ την αέναη αρνησιά. Ανάμεσα τους μυρωδιές γνώριμες απ’ τα στενά του Ψυρρή και το Μοναστηράκι. Χρόνια σαν τριαντάφυλλα ξερά μες στα βιβλία, μια φράση έρχεται από ένα παιδί με ακουστικά και μαύρα σταράκια. Κορίτσια ντυμένα φάροι να δείχνουν τις πορείες που θέλεις και δεν θέλεις, με την ίδια ευκολία που σου κλείνουν τα μάτια σα νυστάξεις μα θέλεις να αντισταθείς. Η Πλάκα σαν πάντα φωτισμένη, θυμίζει πως υπάρχουν ακόμα αισθήματα να μάς ανθίζουν χειμώνα καλοκαίρι, καθένα με τον τρόπο του. Το «Αθηναίων Πολιτεία» μια ζεστασιά ανάμεσα σε τόσες παγωνιές, άνθρωποι να γελούν καπνίζοντας τις μοναξιές τους, άλλοι να κοιτούν διακριτικά τον διπλανό, άλλοι να φαίνονται όρθιο χώμα. Η Αποστόλου Παύλου να περπατείται απνευστί. Πόσα βήματα στο δρόμο και πόσα στον αέρα- ποτέ μου δε μετρώ; Ηρώδειο και μάρμαρα, μια ανάμνηση του δρόμου, με πασατέμπο και μπύρες και τραγούδια του Μπαγιαντέρα να αναμιγνύονται με τις κουβέντες των απ’ έξω. Ένα Κέντρο κεντημένο με αναμνήσεις.

Αθανασίου Διάκου και Καλλιρρόης γωνία. Πάλι πιάνο στο μυαλό. Ένας Κινέζος αλλάζει πορεία μόλις βλέπει πως υπάρχω. Άραγε ποιος είναι η απειλή; Τα σκαλιά μαρμάρινα αλλάζουν χρώματα στο φως, παπούτσια που χτυπάνε. Άργησα; Άρωμα και προσμονή και χέρια που απλώνουν. Κουβέντες μέσα σ’ ανάσες βιαστικές κι υφή από χειμώνα. Σου έχω πει ποτέ πόσο αγαπώ τη λεωφόρο Αμαλίας τη νύχτα; Θέλω να’ χει υγρασία και γύρω μου το μαύρο μου παλτό. Δρόμους πάντα θα’ χουμε να διασχίζουμε , φανάρια να αγνοούμε, χαμόγελα να πίνουμε. Κρυώνεις; Ποτό κι άλλο ποτό. Το ζευγαράκι απέναντι μοιάζει να προσδοκά πολλά απ’ τον έρωτά του, παρά το χρόνο που περνά. Τι είναι τα εβδομήντα χρόνια αν έχεις τον άλλο να σε κοιτάζει τόσο αγνά και να μοιράζεται μαζί σου ένα καλό κρασί; Ξανά εδώ, απέναντι ο καθρέφτης που μας αποκαλύπτει τρυφερά παρά τη θέλησή μας. Παρελθόν, παρόν και πάλι παρελθόν, τα στόματα λύνονται και οι καρδιές ζεσταίνουν. «Σου έτυχε ποτέ…;». Στα συν ένα η μουσική. Το’ ξερα από πέρσι, μα πάντα μουσική θα κάνει την εντύπωση.

Βροχή μετά, σαν ξαφνική, κάτω από μια μαρκίζα που ξέρει να μετρά τις δεκαετίες της με το νερό που πέφτει. Η ομπρέλα πεταμένη κάπου ανάμεσα σ’ αυτό που ζούμε και σ’ ό,τι φανταστήκαμε. Πώς μπλέκουν έτσι οι ιστορίες και των ανθρώπων οι τροχιές; Αλίμονο αν δεν μας έμπλεκαν μαζί τους τα τραγούδια. Δεν θα’ χαμε μαρκίζα να μας κρατά στεγνούς κι αγκαλιασμένους. Κι ας ξέρεις πια όσα η καταιγίδα που μας δρόσισε τις πρωινές ώρες. Εκείνο που ζητάω να μου πεις δεν θα’ χει να λογοδοτήσει στο παρόν σου. Κι ας έχει δυο όψεις το νόμισμα που πολεμάς. Η μια δική μου. Η άλλη της φυγής.

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
08 Δεκεμβρίου 2008, 19:00
Θάνατος
Καρρέ Φιξ  

video 

Πες μου πώς γίνεται;

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
05 Δεκεμβρίου 2008, 17:06
Άραγε
Γλυκό του κουταλιού  

Άραγε
θα μάθεις ποτέ
να μη γυρνάς την πλάτη
σ’ εκείνους που σε νοιάζονται
και 
μήτε ζητούν ανταλλάγματα,
μήτε έχουν απαιτήσεις;

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
02 Δεκεμβρίου 2008, 23:27
Συνειρμός
Καρρέ Φιξ  

Ερμού και πλατεία Συντάγματος γωνία. Όπως κοιτάμε δεξιά, να μην χαθείτε πάλι. Αναμονή με ακουστικά. Οι δρόμοι να γυαλίζουν απ’ την ψιχάλα που δροσίζει ανά μισάωρο και μες στα μάτια να κρατιέται μ’ αλυσίδες το ποτάμι. Πώς να δεθεί η Μεσόγειος και άλλα σχετικά. Ρομαντικά. Ήρθε ξαφνικά, κοιτούσες λάθος γωνία. Θέλει να αγοράσει ένα ρολόι τοίχου. Τι να το κάνει το ρολόι· μέσα μας μετρά αλλιώς ο χρόνος μάτια μου και δεν μας φτάνει. Πόσο καιρό έχεις να πεις ένα «μάτια μου»; Μήτε τώρα, στο χείλος σκάλωσε. Περπάτημα στην κατηφόρα με τα ζύγια χαλασμένα. Δεν το’ ξερες πως τα ζύγια σου χαλάν σαν περπατάς συνέχεια τις κατηφόρες; Το’ ξερες, ε και λοιπόν; Ως την Καπνικαρέα στο ίδιο μοτίβο. Τι σου θυμίζει αυτή η εκκλησία; Ένα βιβλίο με κάποια Νάντια να φαντασιώνεται την ευτυχία στα πεζούλια μες στο κατακαλόκαιρο. Χειμώνιασε όμως τώρα κι απ’ το κρύο δεν έχουμε νέα. Ο νους στο μαύρο σου παλτό. Στοά στα δεξιά, κρεμάς μπουφάν και τσάντα κάτω από το πάσο. Τσιγάρα, γέλια κι άλλες τέτοιες σταθερές. Πάρε και δώσε μου τις λέξεις που αναθρέφεις. Η ιστορία σου; Πονάς αλλά τη λες. Ακόμα δεν βαρέθηκες να λες τα ίδια και τα ίδια; Σκαλισμένη μέσα σου ετούτη η ιστορία. Βαριέται το βουνό τις χαραμάδες; Μνημορραγείς. Νερό στο ποτήρι και πάλι ρελαντί. Η δική της μια απλή με μπόλικα γελάκια. Δεν θέλεις να ακούς. Πονάς όσο ακούς. Πότε θα πάψεις να πονάς; Ξανά μανά, εκείνη δεν ξέρει τίποτα. Μονάχα υποθέτει- φαίνεται σου λέω. Αλήθεια, πότε θα ξέρει; Ποτέ. Τραβιέσαι πάλι, δύο μπουκάλια και άπειρο χαρτί. Βλέπεις παλιά βιβλία και ανασύρεις ξεφυσώντας. Πάντα οι μνήμες θα μας δίνουν την ανάσα. Κι αυτά τα μάτια μια ακόμα εισπνοή. Μια εκπνοή μετά μες στο μπουκάλι που αδειάζει. Εγώ δεν έχω άλλες ερωτήσεις. Και τραγουδάς στο γυρισμό τραγούδια ξεχασμένα, που μήτε οι ίδιοι οι στιχουργοί δεν τα θυμούνται. Πάλι ο συνειρμός στους στιχουργούς; Εκείνοι είναι που πεθαίνουν έχοντας προσκυνήσει πρώτα. Πάντα σ’ αυτούς λοιπόν.

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
aiolos_m
Χρήστος A. Μιχαήλ
Αιθεροβάμων
από Σαλαμίνα


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/aiolos_m

Κομμάτια της ζωής ξεκολλημένα, καθαρισμένα κι εκτεθειμένα σε βιτρίνα δίχως τζάμι. Όποιος θέλει απλώνει το χέρι και παίρνει.

Tags

Γλυκό του κουταλιού Εμμονές Καρρέ Φιξ Κλεμμένα Μνημορραγίες Σχέδια & εικασίες



Επίσημοι αναγνώστες (13)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr
Template design by Jorge