Την ύστερον την φήμη δεν ε σκέφθεις ποτέ.
Το μέγα χρήμα δεν φίλησες.
Το κρέμιον και το σκόρδιον συνεχεί παρέα έχουσει
ομού με τα της σκληρής κουραμάνας.
Ποτέ στα τυχερά παιχνίδια δε στάθηκες.
Τα κρυφά στολίδια της καρδιάς σου
όμοιο στεφάνι Χλομό, η αβρότητα της συμπεριφοράς σου.
Στα Καθαρά χέρια σου η εφημερίδα και καφεδάκι στην αυλή.
Εκεί κάτω απ το πλατάνι μετά το λιόγερμα της Κυριακής
ουζάκι κι ελιές με στουμπιστά κρεμμυδόφυλλα.
Τα χαδιάρικα μάτια της Ουρανίας λάμπουν ευτυχισμένα.
Καθώς ο ύπνος κοντοζυγώνει, το ζαλισμένο κεφάλι τους
στο κρεβάτι τους οδηγεί, το πρωινό φρέσκους να τους βρει.
Στην δουλειά κρεμάνε τα εργαλεία μιας και το σωματείο τραβά για απεργία.
Κι είναι το πράγμα σοβαρό το μεροκάματο φτωχό
Θέλουν ξύλα για τη φωτιά να χουν σχολειό για τα παιδιά.
Είναι η αγάπη στήριγμά τους μα έχουν τα αφεντικά μπροστά τους.