Περπατώ μπροστά στο φως του ήλιου.
Κρατώ ένα μάτσο λουλούδια,
αγριολούλουδα.
Μπλε κίτρινα μενεξεδένια χρώματα στα
λεπτά μικρά πέταλα.
Οι ευλύγιστοι μίσχοι τους ανεμοδαρμένοι.
Αυτά
Θέλω να σου χαρίσω να τα ακουμπήσω στα
ακροδάχτυλα σου.
Με την ελπίδα να πάρω την καρδιά σου
να τη στολίσω με αγριολούλουδα.
Μπορείς να κοιτάξεις το αστέρι της μέρας.
Η επαφή μαζί του στο αγνάντι του πέλαγου
ζεσταίνει τη θέληση.
Το φιλί απαλό, το χάδι το βλέμμα
απόμακρο, τριάντα μοίρες αριστερά του
χθες.
24 / Νοέμβρη / 2017
Καθάρια λόγια βγαίνουν από το στόμα τους.
Κλείνουν τα μάτια κι ονειρεύονται.
Πρωτοπόροι οι οργανωμένοι εργάτες.
Κρατούν την καρδιά τους στα χέρια τους.
Δώρο στα μάτια του κόσμου.
Σ’ αυτά που κοιτούν το καλό το όμορφο το άδολο.
Δε κάνουν καμιά προσπάθεια να ξεχωρίσουν
αυτό συμβαίνει μόνο του.
Η εκμετάλλευση η υπεραξία υπάρχει έντονα.
Η πάλη με το άδικο σχεδιάζεται επίμονα.
Ο άλλος κόσμος . . .
ο κόσμος του ονείρου προβάλει πιο καθαρά.
Μας καλεί να πάρει τη θέση του στην ανάγκη μας.
Τα πρωινά κάθε μέρα στα πλάτη του κόσμου χιλιάδες
νεκροί εργάτες σακατεμένοι αγράμματοι άρρωστοι
πεινασμένα παιδιά.
Στα μεγάλα στρογγυλά τους μάτια ακουμπάν το όνειρο.
Εκεί το σμιλεύουν το χρωματίζουν το κατανοούν.
Κι είναι η φωτιά που ανάβει το μπαρούτι
η μουσική που μας κάνει να χορεύουμε.
χωρίς αφεντικά με κοινωνική ιδιοκτησία
και κεντρικό σχεδιασμό.
Όνειρο μα κι ανάγκη
Οι ιδιοκτήτες απαράδεκτες φιγούρες του χθες.
Αγκυλώνουν τους αρμούς του κόσμου
αιμοβόροι άκαρδοι τσιγκούνηδες
κανείς δε μπορεί να αναπνεύσει μαζί τους.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι