Τα χρόνια μας περνούν - εικόνες ξεθωριασμένες,
στο άσυλο της λησμονιάς ένοικοι των ονείρων.
Λόγια που δεν ντραπήκανε λόγο πικρό να φτιάξουν,
άνθρωποι που ξεχάστηκαν και διάβηκαν το κατώφλι.
Μα μου σιγοψυθίρισε στ'αυτί μια μέρα ο χρόνος,
πως μην ανησυχείς - όλα καλά θα πάνε.
Η ζωή του ένας λαβύρινθος - το τέρας περιμένει,
για τη ζωή του Ανδρόγεω εκδίκηση να πάρει.
Εφτά κι εφτά ο φόρος του τη θάλασσα σαλπάρει,
μαύρο πανί ετύλιξε πάνω στο κατάρτι.
Μα όμως δεν φοβήθηκε να μπει μεσ'την αρένα,
ξετύλιξε τις θύμησες τον δρόμο να ξανάβρει.
Στο τέλος κι αν το πέτυχε χρυσό να βάλει στέμμα,
κενός ο θρόνος έμεινε κενή και η ζωή του.
Βλέπεις δεν θυμήθηκε λευκό να τον εβάψει.
Και χάθηκε...
- Στείλε ΣχόλιοΚίνησε για τα μαύρα τα νερά, απόγονος αιόλου,
το σκαρί του αργό - χρυσό το θήραμα του.
Σε μανιασμένη θάλασσα το όνειρο ξανοίγει,
το βέλος τον εχτύπησε πληγή χαράς στο δέρμα.
Κύμα ψηλό σηκώθηκε τον δρόμο να του φράξει,
με χίλια δυο τεχνάσματα να τον εκκαθαρίσει.
Άθλους του ζητήσανε στο στόχο του να φτάσει,
μήπως και τον κρατήσουνε θαμμένο στην ομίχλη.
Σταλμένος χρόνια μακριά από φόβο διωγμένος,
εχθρός του βασιλιά ο μονοσάνδαλος...