(κείμενο της Μαρίας Πετρίτση)
Κοίταξε γύρω του. Άνθρωποι άγνωστοι, χωρίς παρελθόν και χωρίς σαφείς ιδιότητες. Με μάτια εκ γενετής τίγκα στους πλανήτες και τα σύννεφα. Με δάχτυλα εξασκημένα σε εξτρήμ χορευτικά. Γεμάτοι διάφανες φλέβες που μέσα τους κολυμπούν χρυσόψαρα και που εκβάλλουν σε ξένες θάλασσες, φτιαγμένες μόνο για διαδρομές πάνω σε γεωγραφικούς χάρτες. Θάλασσες και ποτάμια ακατοίκητα από ποταμόπλοια ή έστω απλές ξύλινες βάρκες. Έτσι τους φανταζόταν, τουλάχιστον. Τους ανθρώπους. Από τότε που από άντρας είχε γίνει antras και έφτυνε αβέρτα χρυσόσκονη που έμοιαζε με σάλιο αλλά δεν ήταν παρά φτηνό πλαστικό κομφετί για τις απόκριες. Φτηνοπράματα και οι νύχτες του, πιξελικά χαστουκάκια σε νοερούς κώλους, ποινικοποιημένες δημοκρατικές διαδικασίες χωρίς ονοματεπώνυμο, χάζι και πρόκληση ίσα για την καύλα της στιγμής. “Στήσου στα τέσσερα, γυναίκα σκυλίτσα”. Σκωτς αρίστης ποιότητας, κάμερα ονλάιν και κάμποσα τσιγάρα. “Κρύψου πίσω από την κουρτίνα κι άσε με να βλέπω μόνο τη σκιά σου”. Φανταζόταν πλυντήρια πιάτων γεμάτα ερωτικά παιχνίδια, χάδια πάνω στο σώμα του από χέρια που φορούσαν χειρουργικά γάντια, αποστειρωμένα φιλιά που υπό Κ.Σ. θα ξέκαναν και πολική αρκούδα. Σκέφτηκε μια κοπέλα να ποζάρει στην πλαζ αγκαλιά με ένα τόπι. Μιαν άλλη να κρέμεται γυμνή από ένα σκοινί στερεωμένο στο ταβάνι του δωματίου της. Μια τρίτη να διαβάζει Ανατομία και ταυτόχρονα να αναρωτιέται αν υπάρχουν εξωγήινοι και αν ναι, πόσο μεγάλο να τον έχουν. Μια τελευταία, που από τα μάτια της ξεπρόβαλλαν λουλούδια. Σκέφτηκε τον εαυτό του στο χείλος ενός γκρεμού να πηδιέται άγρια με τον έρωτα της ζωής του. Ω ναι, το είχε ζήσει κάποτε και αυτό. Τον έρωτα. Στο χείλος του γκρεμού. Τελικά τον κατάπιε. Ο γκρεμός – τον έρωτα. Κοίταξε και πάλι γύρω του. Άνθρωποι με χούγια και κεφάλι γάτας κρατούσαν στο στόμα τους τις στιγμές του. Οι ουρές εκείνων των στιγμών κρέμονταν στο πλάι σαν λιπόθυμα χέρια. Θυμήθηκε το λιμάνι της Χάβρης και την παραλία της Οστάνδης. Χρώματα πάνω σε αλλόφρονες καμβάδες κάποιων ζωγράφων που δεν τα κατάφεραν καλά. Θολές φωτογραφίες. Οραματίστηκε μια βόλτα πάνω στη ράχη ενός λιονταριού, κρατώντας το χέρι της μάνας του. Κι έπειτα ξανά, άγριο σεξ μέσα σε μια πισίνα. Τσαρούχι το στόμα του από τη νικοτίνη, στομάχι κομμάτια από το αλκοόλ. Τα φεγγάρια του εκείνη τη νύχτα κούτσαιναν βαριά. Κι ας έλεγαν όλοι πως είχε Πανσέληνο. Έκλεισε τους λογαριασμούς του και ξάπλωσε στον καναπέ. “Μια παρτούζα θα φαντασιωθώ απόψε, αυτό μου έχει λείψει αρκετά”. Είδε όμως το κορίτσι στη μέση να κλαίει, και χαλάστηκε. Δεν τα άντεχε τα όνειρά του όταν γίνονταν τρυφερά. Τα μισούσε. “Άντε γαμήσου”, φώναξε στο κενό και αφουγκράστηκε τη φωνή του να σκουντουφλάει στους τέσσερις τοίχους. Έκλεισε και το όνειρο και γύρισε πλευρό. Στο δεξί του. Φαντάστηκε πως κρατούσε μια γυναίκα αγκαλιά. Το ένα χέρι κάτω από το κεφάλι της, το άλλο να χαϊδεύει την κοιλιά της. “Σσσσσ… μη φοβάσαι τίποτα”, της είπε και βύθισε το κεφάλι στο μαξιλάρι του ακόμα πιο βαθιά. Όταν γινόταν συναισθηματικός σιχαινόταν τον εαυτό του. Λάσπη το συναίσθημα. “Άντε τώρα και γαμήσου με το αρκουδάκι σου, Billie Jean”, μουρμούρισε λίγο πριν βυθιστεί στον ύπνο του. Σε εκείνο το σιφώνι της μπανιέρας που κάθε βράδυ τον ρουφούσε σαν απόνερο και του έκοβε μαχαίρι την αναπνοή.
1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
....................................................................................................
....................................................................................................
Ένα πρωί ο κύριος Κρακ μελαγχόλησε.
Ανέβηκε σε ένα βαρέλι με ρέγγες και άρχισε να κοιτάει τον ουρανό. Του άρεσε να μετράει τα αεροπλάνα που πέφταν. Γύρω του η βλάστηση αραιή και γέροι να πετούν χαρταετούς. Και ένας λάκκος όπου καταλήγει η πιο βαθειά απορία, σφαγμένη, ή έστω ξέψυχη από το γαργαλητό.
Κάτι βήχει μες στο σκοτάδι και ο κύριος Κρακ νιώθει να χαμογελά πάντα τις πιο λάθος στιγμές...
Οι γέροι με τους χαρταετούς πιασμένους στα σύρματα παθάινουν ηλεκτροπληξία.
Ο κύριος Κρακ τους κοιτά. Τους κοιτά και τρώει μήλα.
(Θωμάς Τσαλαπάτης - Το ξημέρωμα είναι σφαγή κύριε Κρακ)
....................................................................................................
....................................................................................................
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
..........................................................................................................................................
..........................................................................................................................................
Ανάμεσα στην κραυγή από τα βάθη της ανθρώπινης ψυχής και στην απέραντη γαλήνη των άστρων,
υπάρχει μονάχα ο ανοιχτός ουρανός.
Τίποτε άλλο.
(Γιάννης Π. Σμυρλής - Κονσέρτο για σιωπή)
.........................................................................................................................................
.........................................................................................................................................
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
...................................................................
...................................................................
Κλοβ: Πιστεύεις στη μέλλουσα ζωή?
Χαμ: Η δική μου η ζωή ήταν πάντα μέλλουσα!!
...................................................................
...................................................................
(Σ. Μπεκετ - Το τέλος του παιχνιδιού)
Cheers..
2 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοI dare not rest my hands on my chest
to speak of such things as the sound of your wings