Σήμερα θέλω να σας μιλήσω για την «φυλή»των μουσικών. Δεν ανήκουν όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται με την μουσική σ’ αυτήν την φυλή. Ανήκουν οι επαγγελματίες, ή «σεσιονάδες», που η δουλειά τους είναι η μουσική. Αυτή η μυστηριώδης, γοητευτική φυλή ανθρώπων, που κοιμούνται τα πρωινά (εκτός από τους καθηγητές μουσικής, ίσως, αν και υπάρχουν και κάποιοι που τα καταφέρνουν συγχρόνως και στην μέρα και στην νύχτα, οπότε ανήκουν σίγουρα) και ξυπνούν το μεσημέρι, αράζουν και το βράδυ βγαίνουν, σαν να ήταν πρωί, και πηγαίνουν είτε σε πρόβα, είτε σε sound-check, είτε σε συναυλία, είτε σε κανένα μαγαζί για «σκάψιμο».
Θα μιλήσω γι’ αυτούς, που αντέχουν επί 5-6 ώρες, και μάλιστα νυχτερινές, να παίζουν συνεχώς τις ίδιες συγχορδίες, τους ίδιους ρυθμούς ή τις ίδιες εισαγωγές (στην καλύτερη των περιπτώσεων).
Αυτούς, που χρησιμοποιούν περίεργες εκφράσεις, όπως η λέξη «γαλλία» για το πρόχειρο παίξιμο, στο περίπου, στην τύχη ή απ’το μυαλό τους, ή τις λέξεις «μπροστά» ή «πίσω» για πιο γρήγορο ή πιο αργό παίξιμο αντίστοιχα, ή τη λέξη «τζαλκάντζα» για τα γυρίσματα της φωνής ή «αρπαχτή» (εκδήλωση, συναυλία που δεν είναι στο πρόγραμμα, είναι extra, πληρώνει συνήθως καλά και γίνεται πάντα χωρίς καμία πρόβα -παρακαλώ αν κάνω λάθος διορθώστε με-) και άλλα παρόμοια.
Αυτούς τους αγαπημένους χαρακτήρες που κάνουν αέναη πλάκα, στο πατάρι (ε... στο πάλκο, ήθελα να πω) και κοροϊδεύουν τους πάντες και τα πάντα, από τους πελάτες, τον μαγαζάτορα μέχρι τους τραγουδιστές ή ο ένας τον άλλον.
Αυτούς που κάποιες φορές (ειδικά όταν δεν βαριούνται) το παίξιμό τους είναι τόσο συγκινητικό, που φεύγεις λέγοντας: «καταπληκτικός αυτός ο πληκτράς» ή «αυτός ο κρουστός», χωρίς να έχεις καταφέρει να συγκρατήσεις το όνομά του.
Αυτούς που, αδικημένοι σχεδόν πάντα, στηρίζουν, τον εκάστοτε μεγάλο ερμηνευτή, που, χωρίς αυτούς, ίσως και να μην φάνταζε και τόσο μεγάλος. Αυτούς που παίζουν όταν τραγουδάς και σε βοηθούν να βγάλεις την ψυχή σου με τα «φευγάτα» σόλα ή το καταπληκτικό παίξιμο. Που μαζί τους νοιώθεις την ασφάλεια, ότι ό,τι και να γίνει θα σε «βρούν» αυτοί...
Αυτούς που γράφουν δικά τους τραγούδια (σχεδόν όλοι), και δουλεύουν σε σκυλάδικα ή άλλου τύπου μαγαζιά, παίζοντας συνεχώς τραγούδια άλλων, συχνά πεθαμένων (με κάθε σεβασμό στους μεγάλους συνθέτες μας), ενώ οι ίδιοι είναι τόσο ζωντανοί...
Βέβαια, κάποιοι είναι άνθρωποι με πολύ ασθενή μνήμη όσον αφορά τα πρόσωπα, τουλάχιστον. Ίσως αυτό είναι ένα ελάττωμα. Μπορεί να δούλεψες μαζί τους πριν δυο τρεις μήνες και να μην σε θυμούνται.... Ε, ξενύχτι, κούραση, πληθώρα προσώπων κλπ, καταλαβαίνετε... Απλά το βλέπω λίγο συναισθηματικά το θέμα και με πληγώνει όταν συμβαίνει. Κάθε τι που έχει να κάνει με την μουσική, το βλέπω συναισθηματικά. Γι’ αυτούς είναι μια δουλειά σαν όλες τις άλλες, σκληραγωγούνται και έτσι προστατεύονται κι από τις κακοτοπιές...
Έχω πάρα πολλά ακόμα να πω γι’ αυτούς τους μυστηριώδεις ανθρώπους (γιατί δεν είναι απλοί άνθρωποι συνήθως), αλλά σταματώ για να μην σας κουράσω... Θέλω να πω απλώς ότι από τότε που άρχισα να μπαίνω στον κόσμο τους, έστω και ως κομήτης, έχω αρχίσει να κοιτάζω τα ονόματα των μουσικών που έχουν παίξει στα αγαπημένα μου cd, προσέχω σε κάθε συναυλία εκείνη την στιγμή που το πρώτο όνομα ανακοινώνει όλους τους συντελεστές (ακόμα και τους ηχολήπτες και τους φωτιστές, επίσης ανήκουν στην φυλή αυτή, κατά τη γνώμη μου, αλλά από μια άλλη θέση), όχι μόνο για να δω αν γνωρίζω κανέναν, αλλά για να τους ξέρω, να ξέρω ποιος συνετέλεσε στην συγκίνηση, ακόμα κι αν είναι ένας «απλός» σεσιονάς.
Έχω κάποιους φίλους, της φυλής των μουσικών και χαίρομαι πολύ γι’αυτό, γιατί με την μικρή σχετικά εμπειρία μου στον χώρο, νοιώθω ότι έχω γνωρίσει μερικούς πολύ σημαντικούς μουσικούς και ανθρώπους, που ίσως είναι άγνωστοι στο ευρύ κοινό.
Και τους ευχαριστώ, που με βοηθούν πάντα να μαθαίνω κάτι παραπάνω γι'αυτόν τον χώρο ή για τη μουσική...
5 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΑπό τότε που ξεκίνησα να ψηφίζω (πάνε τώρα αρκετά χρόνια), έχει εμφανιστεί μέσα μου ένα κενό, που έχει να κάνει με την πολιτική, κατά βάση και με την ιδεολογία κατ’ επέκταση. Δεν έχω γνώσεις πολιτικής θεωρίας και γι’ αυτό αν διαβάσετε κάτι που δεν ευσταθεί επιστημονικά, παρακαλώ διορθώστε με το συντομότερο. Θα προσπαθήσω να αποτυπώσω ακριβώς ό,τι νοιώθω σε σχέση με το θέμα χωρίς να έχω πρώτα κάνει πολιτική έρευνα, έχοντας την σιγουριά ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που φτάνουν στην κάλπη, φτάνουν με μια άποψη που έχει αναπτυχθεί μ’ έναν παρόμοιο τρόπο (αν όχι με την ομορφιά και τα νιάτα του παλικαριού, του Αλέξη Τσίπρα).
Το κενό αυτό έχει δύο κεφάλια. Απ’ τη μία είναι το θεωρητικό – ιδεολογικό και από την άλλη το πρακτικό-εκτελεστικό, μέσα από την πολιτική.
Όλες οι ιδεολογίες μοιάζουν είτε ουτοπικές, είτε υπερβολικά «φιλελεύθερες» για τη σύσταση του κυττάρου μου, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Ο κομμουνισμός - σοσιαλισμός στηρίζεται σε μια «θεωρία» που ακούγεται όμορφη και δίκαιη, όμως έχει αποδείξει ότι παρά τα επαναστατικά της ρούχα, εξελίχτηκε ως άκρως αυταρχική στο τέλος, γεγονός που αποδεικνύει ότι είναι αδύνατον να γίνει πράξη. Απ’ την άλλη, ο φιλελευθερισμός, είναι μια ιδεολογία που στηρίζεται σε μια ρεαλιστική άποψη της εξέλιξης των κοινωνιών, με το κεφάλαιο και τον ατομισμό να αποτελούν τους βασικούς άξονες της μηχανής. Λεω ότι είναι ρεαλιστικός, γιατί στο τριπάκι αυτό έχουμε πέσει όλοι ακόμα και αυτοί που νομίζουν ότι έχουν ξεφύγει, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων. Που θα φτάσει όμως αυτό; Στην απομόνωση, στην αναισθητοποίηση απέναντι στα κοινά και τον διπλανό, που δεν έχει ό,τι υλικό έχουμε εμείς; «Αν εγώ, δηλαδή, μένω στην Αγ. Παρασκευή δίπλα στο βουνό, δεν με απασχολεί αν στο κέντρο της Αθήνας, αντιστοιχεί 1/2 μέτρο (μισό; Μπορεί να λεω και πολύ!) πράσινο στον κάθε αθηναίο»; «Αν εγώ έχω λεφτά να στείλω το παιδί μου στο ιδιωτικό πανεπιστήμιο για να μπορέσω να διαιωνίσω την οικονομική μου άνεση, τι με νοιάζει αν έχει και ο γείτονάς μου; Ας μη σπουδάσει ποτέ το βρωμόπαιδο… Σιγά μην διαμαρτυρηθώ για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια».
Από την άλλη, έχουμε το πρακτικό του πράγματος, ίσως το σημαντικότερο. Να ψηφίσω, ναι, είναι δικαίωμα και υποχρέωση ταυτόχρονα. Δικαίωμα να εκφράζω τη γνώμη μου να επιλέγω όποιον θεωρώ σωστό και υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μου και τα παιδιά μου να μεριμνήσω (όσο μπορώ) για την εκπροσώπησή τους στην εξουσία. Εκ των πραγμάτων, όμως, δεν μπορεί να ισχύσει η άμεση δημοκρατία. Είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε ανάμεσα σε γιους και κόρες των παλαιότερων πολιτικών (όπως είπε κι ο antreas_dr), (που για μένα είναι αμφιβόλου αγωνιστικότητας και αποτελεσματικότητας), ή ανάμεσα σε ηθοποιούς επιθεωρήσεων και σήριαλ (που δεν με πείθουν για τη σοβαρότητά τους), για να μην μιλήσω για τους αθλητές (που κατά τη γνώμη μου, καλύτερα να παίζουν μπάσκετ, να ρίχνουν σφαίρα κλπ, παρά να ασχολούνται με την δική μου εκπροσώπηση, παρακαλώ).
Οπότε τι κάνουμε;;;
Ιδού η απορία!!!
Το υπέροχο εκλογικό μας σύστημα, μας προσφέρει το «λευκό», να ρίξω ένα λευκό, λοιπόν!!! Ωχ, το λευκό και το άκυρο πάνε στο πρώτο «κόμμα»...
Ε, όχι!!!! Και τώρα τι κάνουμε;;;
Ε, λοιπόν λεω να μην πάω καθόλου να ψηφίσω... και που θα οδηγήσει αυτό; Θα λάβουν το μήνυμα αυτοί που μας κοροϊδεύουν μέσ’τη μούρη και θα αρχίσουν να μας παίρνουν στα σοβαρά; Ή θα ψηφίζουν τα γερόντια με τις πλέον παθολογικές εμμονές στα κόμματα και διαιωνίζοντας την αυτή κατάσταση; Σ’αυτές τις εκλογές είχαμε 55% αποχή, οι άνω των «-ήντα» όμως, ψήφισαν από τις 7 ή ώρα το πρωΐ. Μέχρι και ανάπηροι γέροντες ήρθαν να ψηφίσουν. Θα ήθελα να μου δώσετε μια ιδέα, γιατί αυτό που μένει, μετά από όλες αυτές τις σκέψεις, είναι ένα μεγάλο κενό μέσα μου...
2 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΌταν πριν από 3-4 χρόνια πήγα να δω στο σινεμά την ταινία πάνω στην ζωή της Frida Kalho, βρέθηκα μπροστά σε μια προσωπική αποκάλυψη. Σε κάποια σκηνή της ταινίας εμφανίζεται μια ψηλόλιγνη μελαχρινή κοπέλα, με τα μαλλιά πιασμένα πίσω, και χρωματιστά ρούχα, και τραγουδάει ένα tango (Alcoba Azul). Η φωνή της ήταν δυνατή, γάργαρη, βαθιά και επιβλητική. Το ύφος της δε, είναι αυτό ακριβώς που έλεγε το τραγούδι... Ήταν η ίδια το τραγούδι. Το πρώτο που σκέφτηκα, που ένοιωσα στο κέντρο του εγκεφάλου μου ήταν ότι αυτός είναι ο σωστός τρόπος να τραγουδάει κανείς. Δεν είναι οι σωστές νότες, η έκταση, ο πλούτος του ρεπερτορίου, το αν θυμάσαι στίχους απ’έξω, η σκηνική παρουσία και άλλες τέτοιες βλακείες. Είναι αυτός ο τρόπος να φοράς το τραγούδι, να ακουμπάς την μελωδία πάνω σου και να την ζεσταίνεις με το σώμα σου, πριν την βγάλεις για να την δώσεις στον άλλον που βρίσκεται απέναντί σου. Δεν ξέρω αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Περίμενα να τελειώσει η ταινία (που παρεμπιπτόντως μου άρεσε πάρα πολύ) για να δω στους τίτλους το όνομά της. Lila Downs, παράξενο όνομα. Αγόρασα δύο cd κατευθείαν και άρχισα να ψάχνω τι είναι αυτό που με είχε εντυπωσιάσει τόσο.
Η Lila Downs είναι για μένα η προσωποποίηση της τέχνης. Είναι τέχνη από μόνη της, όλη της η ύπαρξη. Είναι από τις τραγουδίστριες που δεν έχουν μόνο μια φωνή. Τραγουδάει την παράδοση του Μεξικό με όλο της το σώμα, με όλη της την προσωπικότητα. Η φωνή της, που έχει κλασσικά στοιχεία, χαρακτηρίζεται από μια πολυμορφία, η οποία στα βιβλία της φωνητικής θεωρείται λάθος. Η φωνή θεωρητικά πρέπει να έχει ομοιομορφία σε όλη της την έκταση. Η Lila όμως απλά την κάνει ό,τι θέλει, είναι ένα όργανο έκφρασης συναισθημάτων, νοημάτων, που μπορεί να γίνει από βαθιά και αισθαντική, μερικές φορές σχεδόν τρομακτική, μέχρι ψιλή και σχεδόν παιδική. Σε ταξιδεύει από τα βουνά των ’νδεων, στις γειτονιές των μεταναστών στην Νέα Υόρκη. Σε πηγαίνει από την κουλτούρα των mixtecos στο Μεξικό, που έχουν την δική τους διάλεκτο, τραγουδώντας και στην γλώσσα τους, μέχρι την jazz, την reggae και την blues.
H Lila Downs έχει γεννηθεί από μητέρα ιθαγενή mixteca και πατέρα Σκωτσέζο αριστερών πεποιθήσεων. Μεγάλωσε στο στα βουνά της Sierra Madre της Oaxaca στο Νότιο Μεξικό και στην Μινεσότα, γεγονός που της έχει χαρίσει αυτήν την διττή υπόσταση και αυτό το «ταίριασμα» και με τις δύο κουλτούρες.
Από 8 χρονών τραγουδούσε τραγούδια των mariachi, (μουσικοί του δρόμου με κιθάρες, κιθαρόνια, βιολιά και τρομπέτες), ενώ στα 14 ξεκίνησε μαθήματα τραγουδιού στο Los Angeles, συνέχισε στην Oaxaca City, στην σχολή Καλών Τεχνών και επέστρεψε στην Μινεσότα, για να σπουδάσει φωνητική και ανθρωπολογία στο University of Minnesota. Τα πρώτα δύο χρόνια που σπούδαζε κλασσικό τραγούδι, άρχισε να αναρωτιέται και να ψάχνει τη δική της φωνή και να βιώνει τις απογοητεύσεις που βιώνουν συνήθως τα ανήσυχα πνεύματα.
Στην διαδικασία των προσωπικών της αναζητήσεων γύρισε την Αμερική ως hippy, έγινε Deadhead ακολουθώντας τους Grateful Dead και ζούσε φτιάχνοντας και πουλώντας κοσμήματα. Δεν τραγουδούσε καθόλου για δύο χρόνια.
Στην συνέχεια, γύρισε στο πανεπιστήμιο στην Μινεσότα, όπου πήρε τα δύο πτυχία, της ανθρωπολογίας και της φωνητικής, και άρχισε να ενθουσιάζεται με την κουλτούρα της μητέρας της, γεγονός που την έφερε και πίσω στη μουσική (ευτυχώς για μάς). Επέστρεψε στην Oaxaca, όπου ζούσε η μητέρα της, και άρχισε να αναζητά τις ρίζες της.
Εκεί γνώρισε τον jazz πιανίστα Paul Cohen, με τον οποίο ξεκίνησε «μουσικές» και προσωπικές σχέσεις. ’ρχισαν να φτιάχνουν μαζί μουσική. Μουσική με επιρροές από jazz, αλλά κυρίως παραδοσιακά στοιχεία του Μεξικό... Έχει ηχογραφήσει 5 προσωπικά album (1997 – La sandunga, 2000 – Tree of life –με στίχους στις τοπικές διαλέκτους mixtec και zapotec- 2001 – La linea -αφιερωμένο στους παράνομους λατίνους πρόσφυγες στις παρυφές των ΗΠΑ-, 2004 – Una Sangre και 2006 – La cantina – Με τραγούδια rancheras) και μια συμμετοχή στο soundtrack της ταινίας FRIDA, αφιερωμένο στην ζωή της μεξικανής ζωγράφου Frida Kalho. Σας παραθέτω κάποιους στίχους της και ένα link στην προσωπική της σελίδα, για να μπορέσετε να την γνωρίσετε...
www.liladowns.com
Malinche :
My Mother, color of earth wetness of ancient clay
Singing, singing cantinas
Little red mouth and spiky heels
Mother of free temptation and of my admiration
Mixtec foot, flat one, step is grounded
The masks of my mamawindsnake are proof
Of the warrior jaguar who inhabits her womb
Time is longer without her word of strength
Her ambition for being true to the internal animal
The one who swallows Dior, Ford Explorer and Palmolive soap by the box
Woman who sought to see herself in the wise eyes of ?the other?
The white man, bird of movement-from the wind that blows on the earth
Looking, asking, wrapping himself in the Indian sex
The orchid perfume poison of love
The fertility of mountain, black mountain
Friend of Weston, Scottish warrior mouth
Perverse, such as all men who do not hide
Their lust, the desire with no conscience, never, but so much to leave their sign
Momentary, with such radiance, as the splendorous cock in his chicken coop
Momentary?
As such, the voice permutates by its accents, in the times of a sad woman,
Woman of drinks,
Woman who sings the crying woman
As to Luther did the Inquisition
The arias forged the amplitude of the chords in the throat
But the loudspeaker forged the harmony of a conscience birthed in my neighborhood
Saint Nicholas, every day at five in the morning
In the cold of the mountain, my market city
There, where my umbilical chord is buried, under the cactus plant behind my mother's house, this is where I will always return, poor, little, daughter- this is grandmother's wisdom
by Lila Downs
Μηχανή ή αυτοκίνητο; Είμαι ένας άνθρωπος μπερδεμένος όσον αφορά τα μεταφορικά μέσα... Ξεκίνησα την εφηβεία μου καβαλώντας μηχανάκια όλων των ειδών με μεγάλο ενθουσιασμό για το μέσον αυτό. Δανειζόμουν παπιά από την πιτσαρία που δούλευα (δεν έκανα βέβαια delivery, σάντουιτς έφτιαχνα, αλλά ζητούσα όμως και μου έδιναν τα μηχανάκια με το κουτί για να κάνω βολτίτσες γιατί καθόλου δεν κρατιόμουν), οδηγούσα δανεικά enduro με ιδιαίτερη επιτυχία και με μανιβέλες που μου μαύριζαν το καλάμι, ανέβαινα ως συνοδηγός σε μεγάλες μηχανές (πχ GSXR 1100) και αφηνόμουν στις τρελές ταχύτητες που ανέπτυσσε ο εκάστοτε οδηγός τους και κολλητός. Ένοιωθα το δέρμα μου να τραβιέται πίσω απ’τον αέρα και έκλεινα τα μάτια με την σκέψη «κοριτσάκι τώρα μπορεί να μην γυρίσεις ποτέ ξανά στη γη, απόλαυσε όμως το αστρικό ταξίδι».
Μόλις ξεκίνησα τη σχολή, σχεδόν αυτόματα αγόρασα ένα παλιό στρογγυλοφάναρο μπλε Honda παπάκι που με έκανε να νοιώθω άρχοντας του δρόμου. Αργά αλλά σταθερά, στην Αθήνα, στα νησιά, σε ανηφόρες, χωματόδρομους, μεγάλες λεωφόρους ήμουν ανεξάρτητη. Χιόνια, βροχές με εκείνα τα αντιαισθητικά κίτρινα αδιάβροχα, και με ένα παλιό διαλυμένο κράνος, δεν το αποχωριζόμουν ποτέ.
Μετά από 11 χρόνια με το «παπουλίνι», ο πατέρας μου (που ποτέ δεν μου είχε χαρίσει-αγοράσει τίποτα) αποφάσισε αντί να πετάξει ένα παλιό FIAT PANDA, να μου το χαρίσει. Βρέθηκα λοιπόν εγώ με τα αδιάβροχα, τα κράνη, τα χοντρά μου μπουφάν με ένα γλυκό γκρι αυτοκινητάκι, που με κοιτούσε παραπονιάρικα, κι εγώ δεν είχα ιδέα πώς να το οδηγήσω.
«Θα πάρω δίπλωμα»!!! Αποφασισμένη ξεκίνησα μαθήματα, έσκασα ένα σωρό λεφτά, πολλές φορές (ακόμα και τώρα) είχα την αίσθηση ότι χωράω ανάμεσα στα αυτοκίνητα και ο δάσκαλος χτυπιότανε δίπλα «δεν οδηγείς μηχανάκι, πότε επιτέλους θα το καταλάβεις;» και διάφορα τέτοια ευτράπελα, και τελικά πριν ακριβώς δυο χρόνια (ζωή να’χουμε) βγήκα στο δρόμο, άλλη μία από τους χιλιάδες οδηγούς, που δεν ξέρω πολύ καλά να οδηγώ, αλλά κάνω φιλότιμες προσπάθειες.
Το αγάπησα αυτό το αυτοκινητάκι με τα βαθουλώματα στα πλάγια από τις κολώνες στην είσοδο του στενού μου, και όλα του. Ίδρωνα το καλοκαίρι και πάγωνα το χειμώνα γιατί δεν είχε aircondition και ενίοτε ούτε καλοριφέρ. Έβριζα που κόλλαγα στην κίνηση, κάτι που ποτέ δεν το είχα ζήσει με το μηχανάκι, αλλά είχε ένα ταβάνι, μια προστασία από την οργή του καιρού μια ασφάλεια σχετική. Κι ένα πράγμα που πραγματικά δεν μπορούσα να κάνω με το παπί ήταν το ταξίδι, η εθνική! Μεγάλος έρωτας η εθνική.
Ξημέρωμά στην Εθνική
Σ’αγαπάω ακόμα
Σε χρειάζομαι γιατί με σκορπάς με τρέφεις
όπως η βροχή το χώμα
Τώρα έχω καινούργιο αυτοκίνητο, ένα γλυκό πορτοκαλί που μοιάζει με πάστα (όπως λέει κι ο Κοσμάς) που το έχω διαλέξει και μου ταιριάζει σαν ζεστό πουλόβερ. Το παπουλίνι βρίσκεται παρκαρισμένο στο σπίτι από κάτω, γιατί λιποθύμησε πέρσι το χειμώνα και δεν ξανασηκώθηκε. Έχω σκοπό όμως όταν βρω χρόνο να το φτιάξω για να κυκλοφορώ το καλοκαίρι. Δεν μπορώ να αποφασίσω όμως ακόμα τι ταιριάζει καλύτερα στην ιδιοσυγκρασία μου. Ο αέρας να μου χτυπάει το πρόσωπο ή η δυνατότητα του ταξιδιού; Δεν μπορώ να προδώσω κανένα από τα δύο. Αλλά ίσως έτσι προδίδω και τα δύο...
9 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΌταν σηκώνομαι από το κρεβάτι το πρωί για να πάω στη δουλειά πάντα (μα πάντα) θέλω να κοιμηθώ κι άλλο. Σηκώνομαι με τα χίλια ζόρια και μπαίνω στο μπάνιο. Πλένοντας τα δόντια μου αναγκαστικά ρίχνω το πρώτο μου χαμόγελο. Το πρώτο χαμόγελο, πάντα απευθύνεται στον εαυτό μου, γιατί του αξίζει, που σηκώνεται από το ζεστό κρεβατάκι αδιαμαρτύρητα και είναι έτοιμος να πιάσει το τιμόνι και να αντιμετωπίσει τους υπόλοιπους μισοκοιμισμένους οδηγούς.
Όταν φτάνω στο γραφείο (μετά από μία ώρα και ένα τέταρτο στην Εθνική Αθηνών-Λαμίας) αρχίζω τις «καλημέρες»: καλημέρα στον αλβανό στην οικοδομή δίπλα, καλημέρα στον φύλακα στην είσοδο, καλημέρα στο λογιστήριο και τέλος σε όλους του συναδέλφους μου. Καλημέρες και χαμόγελα. Έχω ακούσει ότι το γέλιο ερεθίζει τα ίδια κέντρα του εγκεφάλου που ερεθίζει και η κοκαΐνη, αλλά σαφώς πιο υγιεινά και θετικά.
Ποτέ μου δεν θα καταλάβω τους ανθρώπους που μπαίνουν στο γραφείο και δεν λένε ούτε καλημέρα, ούτε χαμογελούν για τις επόμενες 8 τουλάχιστον ώρες που αναγκαστικά βρίσκονται εδώ. Είναι τόσο βαριά η καθημερινότητα και τόσο ανιαρή η ζωή τους; Δεν ξεχνάω βέβαια, ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν τα προβλήματά τους, άλλοι σοβαρά και άλλοι όχι τόσο, άλλα που αντιμετωπίζονται και άλλα όχι. Όμως, όταν αντιμετωπίζεις με κατήφεια και μιζέρια τη ζωή σου, βγαίνει; Περνάει; Και η κατήφεια προκαλεί μεγαλύτερη κατήφεια, και έτσι φεύγουν οι μέρες μιας ζωής που κάθε της λεπτό δεν ξαναγυρίζει. Γι’ αυτό χαμογέλα, δεν κοστίζει απολύτως τίποτα, και μπορεί να σε κάνει να νοιώσεις καλύτερα, ακόμα κι όταν θέλεις μόνο να χωθείς κάπου και να κρυφτείς...
Στο μονοπάτι σαν θα βγεις μιας ανοιξιάτικης αυγής
να μη ξεχάσεις να της πεις μια καλημέρα της ζωής
Μια καλημέρα είν’ αυτή, πες την κι ας πέσει χάμω
Παλάτια χτίζουν οι θεοί, κι εμείς πάνω στην άμμο
Με τα χαράματα σαν βγεις από την πόρτα της ζωής
μια καλημέρα να τής πεις κι ας είσαι μόνος μεσ’ στη γης
5 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΟ τίτλος του χώρου μου είναι παρμένος από ένα τραγουδάκι της Λιλιπούπολης... Το τραγούδησα πρόσφατα και μου έχει καρφωθεί γιατί μου θυμίζει που μας το έβαζε στο πικ απ ο πατέρας μου πριν από πολλά πολλά χρόνια... αχ Ρόζα, Ρόζα Ροζαλία...
’ραγε, ένα παιδάκι σήμερα θα μπορούσε να ακούσει τέτοια τραγούδια; Ίσως όχι τα συγκεκριμένα, αλλά κάτι αντίστοιχο, κάτι που να μην ανήκει στα χιλιάδες βλακώδη (κατά την ταπεινή μου γνώμη πάντα) τραγουδάκια που διαφημίζονται στο ALTER.
Έκανα μια προσπάθεια πριν λίγο καιρό να βάλω στον ανιψιό μου, ετών 4, να ακούσει τον Τεμπέλη Δράκο του Γ. Χατζηπιερή, που λατρεύω... Η προσπάθεια επιτυχής; Δεν θα το έλεγα ακριβώς, γιατί πέσαμε στην παγίδα να πρέπει να του εξηγώ τι ήθελε να πει ο Κύπριος ποιητής... τι είναι το "σκουλουκούϊν" και οι "πατσαρκές" και άλλα τέτοια της τοπικής διαλέκτου.
Όμως, μήπως είναι πολύπλοκη αυτή η μουσική για τα μυαλά των παιδιών, που έχουν μάθει από μωρά να βάζουν dvd και να ανοίγουν υπολογιστές και να παίζουν παιχνίδια; Μήπως παθαίνουν «υπερφόρτωση δικτύου» με όλες αυτές τις πληροφορίες που λαμβάνουν και δεν μπορούν να αφεθούν στη μαγεία της απλότητας και της μελωδίας; Ή απλά δεν έχουν συνηθίσει και αρκεί να επιλέγει ο γονιός (ή η θεία, στην προκειμένη περίπτωση) να το ωθεί στο να ακούει όμορφη και ουσιαστική μουσική και εκείνα θα λειτουργήσουν όπως κι εμείς κάποτε;
Και ίσως δεν περάσουν μεγαλώνοντας στα αναλώσιμα σουξέ της Πέγκυ Ζήνα, τη Δέσποινα Βανδή και την Έλλη Κοκκίνου.
Δεν ξέρω, πάει καιρός που ήμουν παιδάκι...
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο