Σκέφτομαι πως κάθε στιγμή που περνά ένας άγγελος ίσως να είναι δίπλα μου.
Ένας άγγελος που θα περπατάει μαζί μου στην ζωή και θα ζει κάθε στιγμή της, κάθε περιστατικό της μαζί μου.
Ένας άγγελος που θα περπατάει μαζί μου στον δρόμο χαιρετώντας με ένα ζεστό χαμόγελο τους αγγέλους των άλλων ανθρώπων, ακόμη κι εκείνων που μόλις έστριψα στην πιο κοντινή γωνία για να μην τους συναντήσω.
Ένας άγγελος που θα σταματάει να θαυμάσει ένα ηλιοβασίλεμα ή ένα θαλασσινό τοπίο ενώ εγώ θα το προσπερνώ χωρίς να του ρίξω ούτε μια ματιά.
Ένας άγγελος που θα χαίρεται πρώτος για τις επιτυχίες μου και θα μου δίνει την πιο ζεστή και μεγάλη αγκαλιά.
Ένας άγγελος που θα μοιράζεται μαζί μου τις ανησυχίες μου και τους φόβους μου και θα μου δίνει διαρκώς κουράγιο στην διάρκεια των δοκιμασιών μου.
Ένας άγγελος που θα με παρηγορεί όταν θα είμαι στεναχωρημένος, ένας άγγελος που θα κλαίει μαζί μου όταν θα κλαίω, που θα είναι πάντα δίπλα μου, πρόθυμος να με αγκαλιάσει ακόμη κι όταν δεν θα έχω κανέναν για να του το ζητήσω.
Ένας άγγελος που θα γελάει όταν θα γελάω και που θα χαίρεται με την χαρά μου.
Ένας άγγελος που θα μεταφέρει στους αγγέλους των άλλων ανθρώπων την συμπαράστασή μου για τα πάθη τους όταν η απόσταση θα με εμποδίζει να τους δω.
Ένας άγγελος που θα θλίβεται και που πιθανότατα θα κρύβει με αποτροπιασμό το πρόσωπο του όταν θα αμαρτάνω, που θα έρχεται όμως ξανά να μου δώσει το χέρι και να με βοηθήσει να σηκωθώ για τον αγώνα μου, ψιθυρίζοντας μου κρυφά μια λέξη ελπίδας.
Τέλος, ένας άγγελος που θα ενώνει την φωνή του με την δική μου κάθε φορά που θα προσεύχομαι σε Σένα Κύριε, κάθε φορά που θα δοξολογώ και θα υμνώ το Άγιο Όνομά Σου και την Θεία Χάρη Σου.
ή
Μικρές ασήμαντες σκηνές ενός μεσημεριού
Την πρώτη υποψία της παρουσίας του, μια λεπτή δέσμη φωτός, την είδε όταν κοίταξε στον καθρέφτη. Είσοδο βρήκε από το μικρό παραθυράκι, που έτυχε να είναι ανοιχτό εκείνη την ώρα. Και ήταν τόσο ισχυρό το φως, που βγήκε αμέσως στην μικρή βεραντούλα του διαμερίσματος.
Με το που άνοιξε την μπαλκονόπορτα αισθάνθηκε το πρώτο κύμα ζεστασιάς στο παγωμένο του κορμί. Το πρόσωπό φωτίστηκε, τα μάγουλα ρόδισαν, τα μάτια τρεμόπαιξαν. Ο ήλιος ήταν εκεί, μεσημεριάτικος, ζεστός, γλυκός, ίσως όπως ακριβώς και την προηγούμενη μέρα. Μα πόσο διαφορετικό ήταν το χθες!
Τότε ο ήλιος τον ζάλιζε, τον τύφλωνε, δεν τον άφηνε να δει τίποτε από την διαδρομή. Και μέσα σε ένα αυτοκίνητο δεν έχεις πολλές επιλογές. Μάταια προσπαθούσε να τον αποφύγει, κουνώντας το κεφάλι του πέρα δώθε ή βάζοντας το χέρι του μπροστά στο πρόσωπό του. Και ο δρόμος δεν ήταν καθόλου συνεργάσιμος, μια ευθεία μονάχα. Μια ευθεία που άλλοτε ευγνωμονείς και άλλοτε καταριέσαι.
Ενώ τώρα, τον είχε δικό του, ολόδικό του, να τον χαρεί μέσα στην ηρεμία του μεσημεριού, για όσο τουλάχιστον μπορούσε. Πήρε τα παπούτσια του και τα πέταξε στο δάπεδο. Στην συνέχεια κάθισε και ο ίδιος στο σκαλοπατάκι για να τα φορέσει. Όπως παλιά, τότε που ήταν παιδί. Πήρε το δεξί παπούτσι και το φόρεσε. Έδεσε τα κορδόνια όσο πιο αργά μπορούσε, αναλύοντας την αυτόματη ασήμαντη συνήθεια σε μικρές κινήσεις. Μια ιεροτελεστία της στιγμής. Μήπως ήταν πολύ σφιχτά; Είχε και το λύσιμο λοιπόν την τιμητική του. Και έπειτα και το αριστερό, το ίδιο αργά και τελετουργικά.
Ο ήλιος βρισκόταν πάνω του, μπροστά του, γύρω του, με τις αχτίδες του δεμένες στην σημασία των στιγμών. Κι έπειτα το τεμπέλικο τέντωμα του ανθρώπινου σώματος, το τελευταίο ζεστό χαμόγελο και το μικρό κλείσιμο του ματιού. Και στην συνέχεια το άνοιγμα της εξώπορτας, η κλήση του ασανσέρ, ο δρόμος για την δουλειά. Κι όλα αυτά μια γλυκιά ανάμηνηση, ένα μικρό ευχάριστο διάλειμα πριν την ρουτίνα ενός ακόμη μεσημεριού.
Θες από διάθεση για πειραματισμό, θες από καπρίτσιο της στιγμής, βγήκε σε τρίτο πρόσωπο. Λίγο ξαφνικό βέβαια και κάπως βιαστικό.
4 σχόλιαΤους βλέπεις συχνά όταν περπατάς στον πεζόδρομο, στην πλατεία, στην παραλία, στον δρόμο. Είναι πάντοτε εκεί είτε έχει ήλιο είτε βροχή. Και παίζουν μουσική, καταθέτουν την ψυχή τους έτσι απλά και γενναιόδωρα.
Εσύ πάλι με το που τους βλέπεις ίσως δυσφορείς λίγο, ψάχνεσαι, λογαριάζεις πότε ήταν η τελευταία φορά και κάποιες φορές τους βοηθάς να προσθέσουν άλλο ένα ψίχουλο στο καρβέλι του δείπνου τους. Μα τις περισσότερες φορές τους προσπερνάς δήθεν πως δε τους πρόσεξες, χωρίς όμως να ξεγελάσεις κανέναν. Από πότε άλλωστε μας έγινε αδιάφορη η μουσική;
Κάποιες φορές μπορεί να παίζουν φάλτσα, κάποιες άλλες αριστουργηματικά. Συνήθως έχουν μια ταλαιπωρημένη κιθάρα, ένα γερασμένο ακορντεόν ή ένα βιολί, παρόλο που υπάρχουν και αρκετοί με σαξόφωνο, τρομπέτα, φυσαρμόνικα ή φλογέρα.
Βασικό στοιχείο κάθε φορά η απομόνωση. Στέκονται μόνοι τους, κανείς δεν τους θέλει κοντά του. Για τους περισσότερους δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια ακόμα μορφή ζητιανιάς.
Κι όμως, αναρωτιόμαστε ποτέ με τι κόπους μάθανε να παίζουν μουσική; Σκεφτόμαστε ποτέ πόσο θάρρος και πόση απελπισία χρειάζεται για να βγεις στον δρόμο και να κάνεις το ίδιο; Δεν χρειάζεται βέβαια να βγούμε κι εμείς στον δρόμο, αλλά ίσως το να τους βλέπουμε διαφορετικά να είναι αρκετό.
Δεν θέλω να το συνεχίσω άλλο γιατί δεν ξέρω που θα βγάλει και σε τι θα ωφελήσει, απλά θα ήθελα να τους αφιερώσω το παρακάτω ταιριαστό (νομίζω) απόσπασμα από το 1793 του Victor Hugo.
[Ο ζητιάνος Τελμάρ ενώ έχει βοηθήσει τον πρίγκιπα της περιοχής του να ξεφύγει από τους εχθρούς του]
«Όταν κατέβηκες, σε αναγνώρισα, με το φεγγάρι.»
«Κι όμως, εγώ δεν σε ξέρω.»
«Με είχες δει, μα δεν μ’ έβλεπες.»
Και ο Τελμάρ πρόσθεσε:
«Εγώ όμως σ’ έβλεπα. Ο ζητιάνος και ο διαβάτης δεν έχουν την ίδια ματιά.»
«Σε είχα συναντήσει άλλοτε;»
«Συχνά, αφού ήμουν ο ζητιάνος σου... Ήμουν ο ζητιάνος του πύργου σου. Μου ‘δινες πότε πότε ελεημοσύνη. Εκείνος που δίνει δεν κοιτάζει. Εκείνος όμως που παίρνει προσέχει. Ζητιάνος θα πει σπιούνος. Εγώ όμως, αν και συχνά θλιμμένος, προσπαθώ να μην είμαι σπιούνος. Σου άπλωνα το χέρι. Εσύ αυτό έβλεπες μονάχα και μου ‘δινες ελεημοσύνη, που χρειαζόμουν το πρωί για να μην πεθάνω το βράδυ. Ήταν φορές που έκανα εικοσιτέσσερις ώρες να φάω. Κάποτε η πεντάρα σημαίνει ζωή. Σου χρωστάω τη ζωή. Και τώρα ξοφλάω το χρέος μου.»
13 σχόλια