Το ρολόι χτυπά αντιστροφα... Προσευχησου -είπαν - για ένα θαυμα.Φοβαμαι να προσευχηθω...Η δεν θέλω... η διστάζω μην και απογοητευτώ... Όλο αυτό δεν αφορά εμένα. Αφορά άλλη. Και εκεινη κουβαλαει πάνω στο ματωμένο κορμί το σταυρό. Εγώ κοιτάω και το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να της δροσιζω τα χείλη. Να ανακουφιζω στιγμιαία τις πληγές.
Δεν έχει σημασία, λοιπόν, τι ζητάω ή τι θελω. Έτσι κι αλλιώς αν η υπέρτατη δύναμη που δημιουργεί τα θαύματα ορίζει πως πρέπει να γίνει ένα τέτοιο θα το κάνει ανεξάρτητα. Η απόφαση είναι αλλουνού και πέρα από οποιαδήποτε άλλη θέληση.
Ένα μόνο ελπίζω...για ένα μόνο προσεύχομαι...να είναι μικρή η πορεία προς το τέλος, οποιο και να είναι. Να μην χαραχτει πολύ μεγάλο μονοπάτι με το αίμα.
Το να καταρρεύσεις δε βοηθά -μου ειπαν. Χαίρω πολύ. Γι αυτο και δεν έχω καταρρεύσει. Αν ειχα δεν θα μουν εδώ...ούτε θα συνεχιζα όσα συνεχιζω. Αλλά δεν γίνεται να προσποιούμαι κιόλας πως το θαύμα θα έρθει... Απλά προχωρώ με μια στάση αναμονης εκει που τιποτα δεν γινεται να αλλάξω, με σπόρους νέους να φυτεύω όπου οραματίζομαι έναν κήπο.
Χθες βράδυ... Είχαμε καιρο να βρεθούμε οι δυο μας και απλά να αραξουμε. Να φάμε στο ίδιο τραπέζι, να τα πούμε πρόσωπο με προσωπο. Πόσο διαφορετικές και πόσο ομοιες οι καταστάσεις και οι ζωές μας.
Πριν καιρό μια τέτοια συνάντηση θα είχε δημιουργία, θα είχε γέλιο, πειράγματα και πολύωρες ανταλλαγές απόψεων... Πως τα φέρνει η ζωή, ομως; Να παλεύουμε η καθεμια να ανέβει το δικό της βουνό, το δύσκολο και παρόλα αυτά να είμαστε δίπλα, να αφήνουμε η μια την αλλη να αδειάζει την ψυχή της...
Σε λίγες μέρες φευγεις. Το μισομαζεμενο σπίτι μαρτυρα ότι η ώρα πλησιάζει. Δεν ξέρω αν θα σε ξαναδώ μεχρι τότε. Όπως και να χει... Ευχαριστώ που ήσουν δίπλα μου...
Λιγο πριν αρχίσει η νέα εβδομάδα. Το πρωτο ραντεβού της ημερας -ιατρικής φυσεως- τελείωσε γρήγορα και έχω τον χρόνο να καθίσω με ηρεμία για έναν καφέ και ζεστά κουλουράκια. Για προγραμματισμό κι ανασκόπηση.
Το φθινοπωρινό σκηνικό δρα αναζωογονητικα. Φύλλα που πέφτουν απαλά από το δέντρο του παρτεριου, αλλα που τρέχουν να ξεφυγουν από την σκούπα του οδοκαθαριστή. Φορτωμένα γκριζα συννεφα προμηνυουν βροχή. -να πάρω ένα πανωφόρι... Η πόλη ξύπνησε για τα καλά κι άρχισαν οι άνθρωποι τον καθημερινό αγώνα. Άραγε πόσες φορές αποφασίζουμε να κάνουμε παύση και να κοιτάξουμε ψηλά και πέρα κι όχι κατω την άσφαλτο και το πεζοδρομιο. Να αναπνεύσουμε....
Η ζωή μας... Εναλλαγές πόνου και χαράς. Αν μεινουμε μόνο στο ένα το χάσαμε το παιχνίδι...
Τελείωσε το διημερακι. Ήταν μια καλή επαναφορτιση. Δεν ξεχάστηκαν τα προβληματα, δεν κρύφτηκαν πίσω από κουιντες όμορφων στιγμών. Απλά γέμισε δύναμη το σώμα κι η ψυχή για να συνεχισει...να συνεχίσει να αντιμετωπιζει, να προχωράει.
Νεες ιδεες, εποικοδομητικες συζητήσεις, γονιμος διάλογος κι ανταλλαγή απόψεων, εν δυνάμει συνεργασίες.
Όμορφες βόλτες στην Αθήνα, ένα ποτό σε νέα μερη, διαδρομές σε άδειες σχεδόν λεωφορους...
Χάραγμα νέων αναμνήσεων...μέχρι την επόμενη φορά. Κάπου αλλού... Δεν αργεί πολυ. Αυτός ο Νοέμβρης, τελικά, προμηνυεται ενδιαφέρων...
Το χρειάζομουν αυτό το διάλειμμα... Μακριά για λίγο απο την καθημερινότητα. Μια βόλτα στο κέντρο της πολης, δίπλα στα αγαπημένα κτίρια με τις αναμνήσεις που με κάνουν να χαμογελώ. Με τα ακουστικά στα αυτιά και τα πόδια σχεδόν να χορεύουν καθως διέσχιζα τη λεωφοορο. Με ένα ουρανιο τόξο από νότες να στεφανωνει τις πολυκατοικίες και το χλωμό φεγγάρι δειλά να ξεπροβάλλει πίσω από τις ταράτσες. Τελικά ξέρω ποιο είναι το ego μου και ποιο το alter....
Αγαπώ τις Παρασκευές. Όχι γιατί τελειωνει η εργάσιμη εβδομάδα - εξαλλου συχνά δουλεύω και Σαββαροκυριακα- αλλά για τα όσα φέρνουν. Για αυτό το βραδινό τρίωρο που ο κόσμος αλλάζει και πλημμυριζει ήχους και μουσικές. Για εκείνες τις βόλτες στα σκοτεινά σοκάκια της πόλης μου, τα κρυμμενα από το πολυ πλήθος. Για εκείνο το γωνιακο ησυχο καφέ που απολαμβάνω ένα ζεστό ρόφημα στο διάλειμμα μου χαζεύοντας τους ζωγραφισμένους τοίχους και ξεφυλλίζοντας βιβλία. Για τις στιγμες που καταφέρνω να κουλουριάζομαι στο είναι μου και να αφουγκράζομαι τους χτυπους μου.
Η είσοδος στο προαύλιο του κτιριου ήταν κλεισμένη με μια τεράστια καγκελοπορτα. Μια μικρότερη είσοδος στο πλαι έδινε την προσβαση, ωστόσο κι αυτή είχε τρία ορθογωνια κάγκελα μπροστά της ως εμπόδια-αγνωστο για ποιο λόγο - τα οποια σε υποχρεωναν να διασχίσεις με ζιγκ ζαγκ το πεζοδρόμιο για να μπεις.
Η πρωινή νεροποντή είχε αφήσει τα σημάδια της στο οδοστρωμα. Φύλλα, λάσπες και λακκούβες με νερό που μετατρέπονται σε παγίδες για τον αφηρημενο. Μια από αυτές δίπλα ακριβώς στα δυο από τα προαναφερθεντα εμπόδια. Ο πρώτος πεζός που θέλησε να διαβει την μικρή πορτα μοιραία βούτηξε μέσα της. Περιεργως, όμως, το ίδιο έκανε και ο δεύτερος και ο τριτος. Λες και κάποια αόρατη αλυσίδα υποχρέωνε τα πόδια τους να συντονιζονται σε έναν κοινό βηματισμό, με μόνο σκοπό τη βουτια στα βρωμονερα. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η σκέψη ότι η διάταξη των καγκελων ήταν τέτοια που οδηγούσε απαρεγκλιτα στη λακκούβα και άρα έπρεπε με κάποιον τρόπο να ανοίξω τον διασκελισμο μου περισσότερο - ίσως και να κανω ένα "χαριτωμενο" άλμα- προκειμένου να γλιτώσω τα ποδια μου από το λασπολουτρο.
Κι όμως... Φτάνοντας στο καγκελακι ειδα οτι όλα αυτα ήταν περιττές κι ανούσιες σκεψεις. Το μόνο που χρειαζοταν ήταν να διαφοροποιηθω από το "κοπαδι". Με αλλα λόγια να κάνω το ζιγκ ζαγκ προς την αντιθετη κατεύθυνση και την εσωτερική μεριά του πεζοδρομιου, όπου νερά, φύλλα και λακκούβες δεν " καταδέχθηκαν" να "κατασκηνώσουν."
Όχι δεν μιλάω για το τραγούδι των cure. Μιλάω για τις Παρασκευές μου που έχουν κάτι από έρωτα. Έρωτα με την ευρεία έννοια των αισθήσεων. Έρωτα με την έννοια του δοσίματος, του πάθους που κατακλύζει. Δεν πρόκειται για πρόσωπο...πρόκειται για αισθηση. Πρόκειται για εσωτερική καταιγίδα που φορτίζει με κεραυνους, που προκαλει ηλεκτρικές εκκενωσεις ψυχής.
Το όμορφο ξεκίνημα της μέρας με χαλαρό καφέ πριν τη δουλεια, η νέα θεατρική δραστηριότητα με την ομαδα αλλάζει τελείως το άχαρο επαγγελματικό προφίλ που επιβάλλει η κοινωνία και γεμίζει γέλια τις κρύες αίθουσες. Το απογευμα φτάνει η ωρα για την οποία ζω και αναπνεω όλη την εβδομάδα :πανω από το πιάνο να νιώθω επιτελους αργά και σταθερά το ονειρο να παιρνει σάρκα και οστα!! Και το κλεισιμο της μέρας έρχεται χορεύοντας μπροστά σε δυο καθρέφτες, ισορροπώντας σε δυο πουεντ!
Άλλη αίσθηση αυτό το σαββατοκυρικο που μόλις τελείωσε. Γιατί απλά η Παρασκευή γέμισε με έρωτα.
Τριτη μέρα ταλαιπωρίας από την ιωση. Εξαντληση κυριως και υπερένταση. Χρειαζομαι κάτι να ηρεμήσω.
Τσάι με μέλι και κανέλα. Γενικά δεν είμαι θιασώτης του συγκεκριμένου ροφηματος αλλά αυτήν την στιγμή το νιώθω ευεργετικο. Πικρογλυκη γεύση και μυρωδια χειμώνα. Βαθιά εισπνοη των ατμων, ταξίδι όσφρησης σε ένα κόσμο αρωματων. Κάθε γουλιά κυλαει αργά στον λαιμό, ζεσταινει τον θωρακα, χαλαρώνει το σώμα. Σαν χάδι, εσωτερικό...
Κλειστά μάτια... Κλειστά φώτα. Ένα πορτατίφ μόνο να φωτίσει το δωμάτιο. Λίγη μουσικη και το βιβλίο μου. Ο δικός μου τρόπος.
Οι υδρατμοι υγραινουν τα δάχτυλα. Διαγραφω στην κούπα σχήματα διαδρομές. Μια ζωγραφιά στα χείλη, ζεστό φιλί γιατρεύει την ξηρασία. Μαλακωνει τα σκισίματα... Αλλάζει τις υφες. Μικροκοσμος απομονωσης.
Τραβηξε για λίγο τις κουρτινες του γκρίζου ουρανού η μέρα, για να κοιτάξει κλεφτά τη γη. Έστειλε φιλιά παγωμένα πάνω από την πόλη καλωσορισμα στις πρώτες ώρες του νεου χρόνου. Κι αυτός, παράτολμος παιχνιδιαρης εφηβος, ανέβηκε στο σκειτμπορντ του Βορια, έτοιμος για κόλπα και ακροβατικα σε πιστες-ζωες των θνητων.
Στο πράσινο μπαουλο περιστέρια και σπουργιτια αντιμαχονται για τα ψιχουλα μιας μπουκιας ψωμιου. Τιτιβίσματα ανερμηνευτα στα αυτιά των ζωντανών ταξιδευουν με τον ανεμο. Έμαθαν οι άνθρωποι να εξηγούν ταχα τους ήχους τους. Χαιρονται που βρήκαν φαγητό, λένε, μέσα στον χιονια. Και κάπως έτσι ικανοποιούν τον εγωισμό και την ματαιοδοξία τους, πως δήθεν, βοηθούν τα αδύναμα πλάσματα του Θεού.
Μόνο που αυτά τα πλάσματα δεν έχουν καμιά ανάγκη τα ψίχουλα που τους πετουν. Είναι ελεύθεροι ταξιδευτες και μονομαχοι του αιθέρα. Ισως και να περιγελουν τα κόκκινα πρόσωπα που στέκονται στα τζάμια και τους κοιτούν. Ισως και να ανιχνευουν μια κάποια δόση ζήλιας στα άδεια μάτια τους.
Η μέρα συνέχισε να κοιτάζει κλεφτά από τις χαραμαδες. Ξεκαρδιστηκε στα γέλια κοιτώντας τους ανθρώπους να τρέχουν βιαστικοί, για να προλαβουν γιορτινα τραπεζια γεματα με ευχές τόσο τετριμμενες που φαντάζουν κουρελακια σε σώματα ανδρεικελων σκιαχτρων.
Σε εκείνο το μπαουλο απομεινε μόνο το ψωμι. Και πίσω απ το τζάμι, το γεμάτο με στίγματα από τη βροχή, δυο μάτια καίνε κουλουριασμενα στη γωνία του καναπέ, τυλιγμένα σε μια γκρι-σομον ζακέτα. Δυο χέρια κρατούν σφιχτά την πράσινη κούπα με τον χιονάνθρωπο κι ένα μυαλό ταξιδεύει σε κόσμους καμωμενους από λεξεις. Περιμένει να γυρίσουν πίσω τα σπουργίτια. Δεν βάζει το ψωμί για να τα χορτασει. Πληρώνει απλά το αντίτιμο για να κρεμάσει στις φτερούγες τους ονειρα καμωμένα από νότες χαλκινες, σφυρηλατημενα σε φλόγινες ανάσες του δράκου που κοιμάται στην ψυχή της.
Μολυβιές χαραγμένες σε σκόρπιες σελίδες από ημερολόγια ζωής..
Τα βαθύτερα θέλω μας είναι εκείνα που ξεδιπλώνονται τις νύχτες.
Εκείνα που μας λείπουν ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν ιδανικά.
Εκείνα που γεμίζουν την καρδιά κι αδειάζουν την ψυχή.
Εκείνα που μας αφήνουν χωρίς ανάσα.
Εκείνα που ποτέ δεν τελειώνουν.