Ήταν το πέπλο του ονείρου σαν σακούλα πλαστική τυλιγμένη στο πρόσωπο
Μουδιασμένο το στόμα, μια γεύση αγευστη, λες κι έφαγε αγουρο κυδώνι.
Κάμερα κατάσκοπος σε μια θολή αποτυπωση μορφών άλλων διαστάσεων.
Οι δείκτες στο ρολόι χειρός εδειχναν δυο παρά πέντε.
Ο χρόνος φτάνει και δεν φτάνει για έναν καφε.
"Οπότε αντιο"
"Να μείνουμε μαζί σαββατοκυριακο;" Ένα χαμόγελο κι έπειτα κενό.
Μεταβολη στον δρόμο. Συννεφιασμενη μέρα φτύνει ομίχλη έξω από το ερείπιο της παλιάς αποθήκης.
"Μάνα, δεν θα γυρίσω σήμερα. Θα μείνω το βράδυ εδω"
Λεπτεπιλεπτα κορμιά κινούνται γοργά στο υπόγειο γκαράζ και στρίβουν σ έναν δαιδαλο από κολόνες γκρίζες.
Βλέπει πλέον πισω απ τον φακό του κινηματογραφιστη την αντανάκλαση του εγώ.
Ασφυκτικό κυνηγητό της στιγμής, μια αγωνιώδης καταδίωξη της ευτυχίας από μαριονέτες.
Χάθηκε το κτίριο. Οι διάδρομοι εξαφανίστηκαν. Αίσθηση εκπλήρωσης του ποθητού κι απογοήτευσης συνάμα.
Κομμένα καρέ οι εικόνες, χαμένη συνοχή.
Αφετηρία προς μια άλλη διαδρομή ένας δρόμος αγροτικός. Περνάει δίπλα από γκρεμούς, πάνω από το κύμα. Ένστικτο...κάπου οδηγειται λάθος. Δεν ήταν εκεί ο προορισμός. Το νιώθει σε όλο το κορμι. Ξάφνου μια πινακίδα επιβεβαιώνει την υποψία. Πρέπει να γυρίσει πίσω.
"Τι κάνεις εσύ εδω;" κάπου ξέρει αυτή τη μεσοκοπη γυναίκα
"Δεν είμαι εγω" απαρνιεται τρεις φορές το ειναι...προδοσια δίχως φιλι, γιατί κάνεις δεν πρέπει να ξέρει την αλήθεια.
Κι ήρθε η μέρα. Εισέβαλε από τα ανοιχτά παντζούρια το φως.
Μα η ομίχλη παραμένει στο μυαλό.