Μικρό αστέρι με την σπασμένη αχτίδα, δεν κουράστηκες τόσον καιρό να ψάχνεις τις ψυχές τους;
Δεν κουράστηκα κι ούτε θα κουραστώ, γιατί ξέρω πως κάπου εκεί κάτω οι μοναξιές στήνουν χορό μες στο σκοτάδι.
Δεν σε σταμάτα ο πόνος απ' το χτυπημένο άκρο σου; Δεν σε τραβάει πίσω το λειψό σου φως;
Δεν με εμποδίζει ούτε το μισοσκοταδο μου, ούτε οι πληγές μου, γιατί ελπίζω πως, μέσα στον καθρέφτη της λιμνης, η αντανάκλαση μου θα φτάσει για να φωτίσει τα χλωμά τους πρόσωπα.
Δεν φοβάσαι μήπως σε κλείσουν έξω απ' τις γρίλιες, μήπως σε διώξουν από το παράθυρο τους;
Δεν φοβάμαι, γιατί πάντα εκείνη η ελάχιστη λάμψη μου διεισδύει στις ανάσες τους, ακόμη κι όταν τα μάτια ειναι τυφλά.
Δεν θα θέλες να σε κοιτούν αγκαλιασμένα δυο κορμιά ερωτευμενα, αντί να πασχίζεις να ξεκλειδώσεις τα κρυμμένα μυστικα των πληγωμένων;
Οι ερωτευμένοι δεν με χρειάζονται. Έχουν το χάδι και το φιλι, έχουν το φως των ματιών τους. Οι πληγωμένες καρδιές δεν έχουν πού να γειρουν για να κοιμηθούν τα βραδιά της παγωνιάς τους....
Όσα χρόνια κι αν περάσουν, κάποιες στιγμές τις θυμάσαι σαν να συνέβησαν το προηγούμενο λεπτό. Θυμάσαι κάθε εικόνα, κάθε κίνηση που έκανες, κάθε ήχο που άκουσες. Νιώθεις μέχρι και το ίδιο απαλό αεράκι -κι ας είναι σημερα ένα θλιμμένο πρωινό με βροχή και κρύο - την ίδια αγωνία, όπως τότε. Ακούς την ίδια φωνή, τις ίδιες λέξεις. Βλέπεις το ίδιο χαμόγελο, σε ακουμπά το ίδιο χάδι. Ξαναζείς τα πάντα... Ξανααισθανεσαι τα πάντα.... Κι είναι - πόσο αλήθεια μυστήριο - πως παρά τα χρόνια το καρδιοχτύπι είναι ίδιο ... Φαίνεται σαν το χθες να έγινε σήμερα. ...
Ξέρεις ότι είναι απλά μια (παρ) αίσθηση. Αλλά δεν πειράζει... Στην υγειά των αναμνήσεων....
Πάνω απ'την κορυφογραμμή τα πρώτα σύννεφα του πρωινού ξεχωρίζουν τις μορφές τους. Αποσύρεται το σκοτάδι από τη σκηνή και η ομίχλη καταλαγιάζει, καθώς η Νύχτα σβήνει το τελευταίο σέρτικο τσιγάρο.
Τρεμοσβήνουν τα αστέρια φοβισμένα στο πρώτο χάδι του φθινοπωρινου ήλιου. Γραπωνονται γερά στις μαύρες φτερούγες της θεάς και χάνονται πίσω απ'το βουνό.
Μια λάμψη ριγαει τα νερά του κόλπου. Αναστέναξε το νερό και έκλεισε μέσα του τις τελευταίες αχτίδες του φεγγαριού πριν τις καταπιεί η μερα.
Πάνω και κάτω η διάθεση των ημερών.... Ε και; Ακόμη μια φορά θα βγω.... θα τα καταφέρω... Έμαθα να αγωνίζομαι εκεί που ο αγώνας έχει τελειώσει. Κι ας έχω σπασμένα πια και τα δυο μου φτερά.
Δεν το βλέπει κανένας αλλά έχω μέσα μου εκείνη τη σπηλιά με τα μαγικά μου πλάσματα που δεν με εγκαταλείπουν... έστω κι αν συχνά βράχοι την σφραγίζουν.... βρίσκουν πάντα τον δρόμο προς την καρδιά μου, το μυαλό, τα χέρια και τη φωνή μου... Με κρατούν ζωντανή στο πιο καυτό φως, το πιο σκληρό σκοτάδι, στο πιο τραχύ χάος.
Και το μαύρο πλάσμα μου είναι ένα μου. Σκίζουν την πλάτη μου τα φτερά του που φυτρώνουν στη θέση των παλιών ονείρων μου. Και τα μαγικά μου πλάσματα μεταμορφώνονται.
Δεν έχω ανάγκη τίποτα από όσα νόμιζα πως χρειάζομαι. Αγαπάω την μοναξιά του πλήθους που με περιβάλλει, παρόλο που κάποιες στιγμές η ανάγκη της συνήθειας με λυγίζει. Μπορεί πλέον να μην μπορώ να καβαλήσω ένα κόκκινο άλογο, αλλά μπορώ να καβαλήσω ακόμη τον άνεμο της ψυχής μου, μοναχική καβαλάρισσα της ανάγκης μου για δημιουργία.
Η μεταμόρφωση έχει αρχίσει εδώ και καιρό.... Είναι βασανιστική και επίπονη.... Περνάει από τη δύναμη στην αδυναμία, από το γέλιο στο δάκρυ.... Πού θα πάει, θα την ολοκληρώσω και τότε μια μαύρη πεταλούδα με γαλάζιες ρίγες θα πετάξει στο φεγγάρι....
Σε ένα παιχνίδι συνειρμών στο όνομα Δημήτρης, ποιος θα σας ερχόταν πρώτος στο μυαλό;
Στο δικό μου... Χορν...
Ένας από εκείνους που θα ΄θελα να είχα προλάβει να δω ζωντανά στο θέατρο...
Ένας από τους λίγους που θεωρώ πραγματικό "ιερό τέρας", όχι γιατί το υπαγορεύει κάποιο βιβλίο ιστορίας του ελληνικού θεάτρου, αλλά γιατί αισθάνομαι κάτι σαν ανατριχίλα, όποτε βλέπω μία φωτογραφία του, ακούω μια απαγγελία του ή βλέπω ακόμη και την πιο ανάλαφρη ταινία που έχει κάνει.
Παρουσία επιβλητική, φωνή υποβλητική, ερμηνεία καθηλωτική... Κάθε ήρωάς του, μία διαφορετική ζωή... Ξεχωριστοί τύποι, τόσο ανόμοιοι μεταξύ τους και τόσο ολοκληρωμένοι. Από τις σύγχρονες οθόνες μία ασπρόμαυρη αύρα παρελθόντος, τόσο φρέσκια και ζωντανή σαν να γεννήθηκε πριν λίγα δευτερόλεπτα.
Ταξίδι στις εικόνες και τη φωνή του Δημήτρη για σήμερα το βράδυ...συντροφιά για την αποψινή μοναχική, φθινοπωρινή νύχτα.
Σκισμενα χαρτιά, τσαλακωμενες σελίδες.... Μουτζουρες σκέψης, διαγραμμενες εικόνες.. Ματωμένα κομμάτια και λέξεις πεταμένα στο κάδο. Σε έναν τοίχο σβησμενα συνθηματατα, γδαρμένα απ τα νύχια του τέρατος που λεγεται ζωή. Τετράδια πεταμένα στη λάσπη, σπασμένα μολύβια, κομμένες γομολαστιχες. Κάθε δημιούργημα εκσφενδονίζεται με δύναμη στον γκρεμό.
Μπροστά η μάσκα γαληνια, ήρεμη πειθαρχημένη. Οργανώνει, ακομη καταφέρει να στέκεται στο κενό. Γράφει, γράφει.. Τακτοποιημενα, οριοθετημενα, επιστημονικά...
Πίσω της η ανταρα - ωραία λέξη ταιριαζει με το μαντάρα, όπως τα χω κανει τελευταία - και το χάος. Κι εκεί τι θαύμα! Ακόμη υπάρχει επιβιωση. Ίσως γιατί η τρέλα μου και η αλήθεια μου ειναι ένα.
Παραπαίει το πρόσωπο κρυμμενο από το προσωπείο. Χαμογελαει ειρωνικα και σκίζει για άλλη μια φορά τη σελίδα...
Με το βάρος στον στηθος που χε καιρό να εμφανιστει.
Με την πίεση στο μέτωπο που την έχω συνηθίσει.
Με τη φουρτούνα στο μυαλό,
Με την ελπίδα στην καρδιά ότι θα επιβιώσω άλλη μια μέρα και θα δημιουργήσω μέσα στον βάλτο.
Ο ήχος της βροχής συνοδεύει το ξυπνημα.
Το φως του ηλεκτρικού διώχνει τα σκοτάδια του εφιάλτη.
Το σβήνω. Δεν είναι το σκοταδι που με τρομάζει αλλά οι φωτεινοί τάφοι....
Θα καθισω τρία λεπτά, όσο σχεδόν διαρκεί ένα τραγούδι, να βρω τις ανάσες μου και μετά θα αρχίσει η μέρα. Κι αν όλα πάλι στραβώσουν όπως χθες, δεν πειράζει... Θα βρω τον τρόπο ξανά μέσα στη λάσπη...
Μολυβιές χαραγμένες σε σκόρπιες σελίδες από ημερολόγια ζωής..
Τα βαθύτερα θέλω μας είναι εκείνα που ξεδιπλώνονται τις νύχτες.
Εκείνα που μας λείπουν ακόμη κι όταν όλα μοιάζουν ιδανικά.
Εκείνα που γεμίζουν την καρδιά κι αδειάζουν την ψυχή.
Εκείνα που μας αφήνουν χωρίς ανάσα.
Εκείνα που ποτέ δεν τελειώνουν.