Προσπάθησα, αλήθεια, για καιρό
Κοίμισα στης παγωμένης αγκαλιάς τα χέρια την φωτιά μου
Έκλεισα στα βαθιά σπήλαια του χρόνου τη φωνή
Έντυσα με πέπλα λευκά τα σκοτάδια μου
Και φίμωσα τον πόθο του κορμιού μου μην και ακουστεί, μην κι ενοχλήσει τα αυτιά σας.
Μα είναι η φλόγα μου ηφαίστειο που βρυχάται, έτοιμο να κάνει στάχτη τις πέτρες της σπηλιάς, να κουρελιασει τα πέπλα της παρθένας.
Φοράει το σκοτάδι μου τα φτερά του γερακιού και το πνεύμα μου ατενίζει τις κορφές των ονείρων που μοιαζαν εφιάλτες.
Κοίτα με... γδερνω με τα νύχια μου το φως κι αφήνομαι στη νύχτα. Χορεύω πλάι στο κύμα, αγκαλιά με τον άνεμο, έχοντας μόνο ρούχο τις αισθήσεις. Γιατί το όνομά μου είναι Λίλιθ κι αγάπησα το φεγγάρι πιο πολύ από τον ηλιο.