Κομματιάστηκε η σιγαλιά της νύχτας απ’ την επουράνια μελωδία της φωνής Σου κι έλαμψε η ματιά Σου σαν όλα τα άστρα του ουρανού στο ναό Σου και φώτισε και ξεσκέπασε τα σκοτεινά συμφέροντα και το πνευματικό σκυρόδεμα Γραμματέων και Φαρισαίων σκορπίζοντας στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα το εμπορικό σκυλολόι της σάρκας και της ψυχής από κει που η αγάπη έψαχνε να βρει το ΄΄μάνα της΄΄ την αιωνιότητά της Κι έφτασε ψηλά ο ύμνος της ανακούφισης κι έλαμψαν τα άσματα της μεγαλοσύνης Σου τότε σαν ήλιος δικαιοσύνης για να μαυρίσει και πάλι σήμερα να καταχνιάσει να κρυφτεί πίσω απ’ την σκιά της καμπάνας που μάταια προσπαθεί να σκεπάσει τον ήχο της λατέρνας και τους αλαλαγμούς της πραμάτειας έξω από την πόρτα Σου εκεί που λεκιαστήκαν από το χρήμα οι εικόνες Σου εκεί που οι λαμπάδες Σου μοιάζουν με κέρινα αλαζωνικά ομοιώματα του κάθε τεχνολογικού Ιούδα και αντί φλόγα βγάζουν εικόνα και ήχο εκεί που τα εσώρουχα και τα DVD γιορτάζουν μεγαλοπρεπέστερα από τη μνήμη κάθε Αγίου Μόνο μην ανησυχείς Εσύ είναι δω οι εκπρόσωποί Σου δεν είναι στολισμένοι σαν χριστουγεννιάτικα δέντρα δεν κρατούν χρυσούς σταυρούς και σκήπτρα μόνο φορούν την χλαμύδα Σου κι ούτε έχουν μετατρέψει το όρος των ελαιών σε όρος Βατοπεδίου γιαυτό λοιπόν καλέ Μου μη λυπάσαι άσε μας στα Σόδομα και Γόμορά μας άσε μας στούς πολέμους και στην δικαιοσύνη μας λιγόστεψε επιτέλους τις δέκα εντολές Σου και κράτα γιά αργότερα τον κατακλυσμό Σου όταν έρθουν άλλοι κακοί να διώξουν εμάς τους ΄΄καλούς΄΄
Σαν αύρα ανεμόμυλου παλλόταν τα όνειρά του σπαθί ξυλένιο ανέμιζε κραυγές πολέμου ψέλλιζε πετροβολούσε τ’ άψυχα που έβρισκε μπροστά του
στο πειραγμένο του μυαλό φοιτούσαν παραμύθια ιππότη τον στολίζανε παλάτια όλο του χτίζανε στην τύχη του αφέθηκε να μάθει την αλήθεια
πως μέσ’την σκόνη στις σκιές στης γνώσης τις σελίδες θαύτηκε κεί το παρελθόν έσβησε η φλόγα των κεριών και στάμπες λήθης μπήκανε στης δόξας της ασπίδες
ο Δον Κιχώτης ξέμεινε και ζει ανάμεσά μας στα τούβλα του μαντρότειχου στην πλάνη του καλότυχου ντυμένος μέσα στ’ άσπρα του ραγίζει την καρδιά μας
τέτοιον καημό δεν τον ποθείς ούτε για τον εχθρό σου ο καλπασμός κι η πανοπλία του γίνονται θλίψη και ανία του όταν φωνάζει ο φρουρός΄΄εμπρός στο θάλαμό σου΄΄
φαρμάκι προσκλητήριο και άγευστο το δείπνο με φίλο τον χιτώνα του στον παγερό κοιτώνα του παράκληση στη μοίρα του να ΄΄φύγει΄΄ μέσ’ τον ύπνο
Σε σκαλοπάτια παγερά όλο περίμενα στης λησμονιάς το άπονο τευτέρι στο θερισμό δρεπάνιζα ξεθύμαινα και έκοβα αγγάθια με το χέρι
σαν ακροβάτης σε κατάρτι αναριχήθηκα και παλινδρόμησαν τα σπλάχνα μέσα έξω με λίθους στα όνειρά μου κυνηγήθηκα μα τόλμησα και ξέρω πως θ’ αντέξω
με χαλινάρια και δεσμά στη φυλακή κι ούτε με πόλεμο μοντέρνο στο μυαλό μου δεν θα λυγίσει της καρδιάς μου η προσμονή γιαυτή την είδηση γιαυτό το ριζικό μου
το νιώθω αύρα σεισμική ιεροτελεστία σαν μετρονόμος γρηγορότερης τροχιάς κάτι στις φλέβες στης ψυχής μου τα αγγεία σαν μια καμπάνα που τον ήχο της ζητάς
της νομοτέλειας το άγγιγμα σαλπάρισε καιρός να πάψω να ζυμώνω ψευδαισθήσεις της παγωνιάς το παραλήρημα ξεψύχησε με περιστέρια θέλω να’ ρθουν οι ειδήσεις
ηλιοβασίλεμα σαν έρθεις θέλω να’ναι μυροστολίσματα στου πόνου μου το χώρο αντίλαλοι να ηχούν να κελαηδάνε να τραγουδούν για της αγάπης σου το δώρο
Λες νάναι άγγελοςτραγούδι παραδείσου λες πυροτέχνημα που λάμπει μια στιγμή μήπως προσκύνημα πριν πάρω το φιλί σου η μήπως άγγιγμα με δίψα αμαρτωλή
όλα τ’ απόκρυμνα λουλούδια θα μαζέψω μα και ζητιάνος για έναν στίχο του γλυκό δείξε μαέστρο με την άρπα πως να παίξω πως να συνθέσω της αγάπης τον ψαλμό
τον ήχο του ν’ ακούς και ν’ ανασαίνεις τις νότες του να γράφεις στην ψυχή στα άβατα λημέρια του να μπαίνεις στα χείλη να τον έχεις προσευχή
να είναι πέρασμα σ’ ερωτικά λειβάδια να είν’ αγνάντεμα κατάρτι λυγερό φάρος ακλόνητος σε βράχια και σκοτάδια μακάρι να’ τανε κι αθάνατο νερό
μ’ αραχνούφαντες κλωστές σαν το μετάξι σαν το λιοπύρι μαγεμένος πυρετός χίλιες μια νύχτες πως θα φέρει να μου τάξει στην αγκαλιά μου κεντημένος θησαυρός
αυτόν τον ύμνο τα άστρα τον φωτίζουν μ' αυτού τα λόγια γιατρεύουν τις πληγές το άρωμά του ψάχνουν μα όσοι δεν το πίνουν
Στης παπαρούνας σου το κόκκινο το χάδι στου δαντελένιου σου φιλιού τη βελονιά στα βοσκοτόπια του κορμιού σου ένα βράδι μ΄ ένα σπιρτόξυλο ζητούσα συντροφιά
ένα χαμόγελο στον χρόνο αν δολώσεις με δυό κουβέντες κι αν χαράξεις μολυβιά υπογραφή χωρίς αχνάρι θα μου δώσεις με ευχολόγια δεν χτυπάει η καρδιά
σε παγανιά ερωτική όταν θα πέσεις ιστός αράχνης λίγο λίγο θ’ αγκαλιάζει κι από αγγίστρι κοφτερό δεν θα πονέσεις μα κάθε βήμα μέσ’ την άμμο θα βουλιάζει
και τι με νοιάζουν όλ’ αυτά τα παραμύθια ήρθε η ώρα σ’ αγκαλιά να κοιμηθώ έχω διαίσθηση που σφύριξε στα στήθεια κι είναι η αγάπη της σαν νόμισμα χρυσό
στο περιβόλι της για πάντα θα ξαπλώνω μου κλείσαν μάτια μα κατάφερα και μπήκα χορταίνω αλήθειες και ποτέ δεν μετανιώνω κι ας μέσ’ τα άνθη της περίμενε μια σφήκα
απελπισία κοίτ’ αμέσως να ξυπνήσεις είναι κηρύθρα από κηφήνες και κολλά Πρωτομαγιά με τα λουλούδια θα μεθύσεις καμιά αγάπη δεν ανθεί Πρωταπριλιά!!!!