Την εορταστικήν ατμόσφαιραν τής προηγουμένης-είς νεαρός βιοπαλαιστής είχε τελέσει το γλέντι τής βαπτίσεως τού τέκνου του-είχεν αντικαταστήσει η θλίψις και η κατήφεια.Μόλις είχε λήξει η επικήδειος τελετή εις τον παρακείμενον ναόν και οι τεθλιμμένοι συγγενείς είχον συγκεντρωθεί εις το γειτονικόν οινομαγειρείον ίνα φάγωσι το γεύμα των και λάβωσι τα σακκούλια με τα κόλλυβα,τα οποία είχεν ετοιμάσει ενωρίτερον η οικογένεια τού εκλιπόντος.
Ο ξένος,όστις είχε πρό ολίγου εγκατασταθεί εις απόμερον τραπεζάκι τής αιθούσης,έτρωγε και αυτός το γεύμα του αθορύβως,σεβόμενος την περιρρέουσα θλίψιν και ο καταστηματάρχης επήγαινε και ήρχετο ακροποδητί,φέρων τα πινάκια και τα ποτήρια,ώς εάν συνησθάνετο και ούτος την τραγικότητα τού γεγονότος.
Οι συγγενείς ήσαν άπαντες σχεδόν υπερήλικες,είς δέ τούτων,ο γηραιότερος, εφαίνετο σχεδόν έτοιμος να ακολουθήση τον εκλιπόντα εις τάς αιωνίους μονάς καθώς υπό τάς λιποσάρκους παρειάς του εμάντευέ τις το ωραίον κρανίον.
Αίφνης,είς τών παρισταμένων,όστις έδειχνε να είναι ο νεώτερος τής συντροφίας,ύψωσε το ποτήριόν του,έπιε ολίγον οίνον και επαναθέσας το ποτήριον επί τής τραπέζης,είπε με βροντώδη φωνήν:
-Λοιπόν παιδιά,να σάς πώ τώρα ένα σόκιν ανεκδοτάκι που μού’ρθε φλασιά,να γελάσουμε;
Ο ξένος έστρεψε την κεφαλήν και τούς εκοίταξεν όλους,απορήσας με την ασέβειαν τού προτείναντος.
-Ναί,ναί,πές το!ανεφώνησαν εν χορώ άπαντες,προκαλούντες έτι μεγαλυτέραν απορίαν και έκπληξιν εις τον ξένον. Και ο ασεβής συγγενής ήρχισε διηγούμενος μίαν αισχράν ιστορίαν,το πέρας τής οποίας διεδέχθη ορυμαγδός γελώτων από την ομήγυριν.
-Κι’άλλο!κι’άλλο!εκραύγαζαν οι συνδαιτυμόνες.Και ο ασεβής γελωτοποιός εξηκολούθησεν επί ώραν πολλήν να διηγήται τολμηράς ιστορίας,προκαλών τον γέλωτα και την θυμηδίαν εις τα πρόσωπα τών ακροατών του έως ότου ήλθεν η ώρα να αποχωρήσωσι και έκαστος εξήγαγεν εκ τού θυλακίου του το πορτοφόλιον ίνα καταβάλλη το αντίτιμον τού γεύματος.
Τότε ο ξένος,όστις είχεν ήδη τακτοποιήσει την οφειλήν του πρός τον εστιάτορα,ηγέρθη εκ τού καθίσματός του και κατευθυνόμενος πρός την εξώθυραν,έστρεψε την κεφαλήν πρός τους τεθλιμμένους συγγενείς-οίτινες είχον και πάλιν φορέσει το προσωπείον τής κατηφείας-και ανεφώνησεν:
-Αντε και στα δικά σας οι ζωντανοί!
Και εξήλθε τής αιθούσης.Τότε ο υπέργηρος εκείνος συνδαιτυμών,ωργισθείς εκ τού θράσους και τής αναιδείας τού ξένου,εκινήθη πρός την έξοδον,θέλων προφανώς να τον προλάβη διά να τον επιπλήξη.Αλλ’εκλονίσθη και κατέπεσεν επί τού δαπέδου,νεκρός.
Η ευχή τού ξένου είχεν-έστω και εν μέρει-πραγματοποιηθεί.
- Στείλε Σχόλιο