Μια φορά κι ένα καιρό,ήταν ένα μολύβι. Το όνομα του ήταν Άκης από το μολυβάκης και το είχε κληρονομήσει από τον παππού του που το είχε κληρονομήσει με την σειρά του από τον δικό του παππού,χρόνια πριν και ήταν πολύ περήφανος για αυτό.Είχε μια υπέροχη οικογένεια και δυο αδέρφια που τον αγαπούσαν πολύ και θα έδιναν ακόμη και την ζωή τους αν χρειαζόταν, όμως ο Άκης δεν ένιωθε να είναι ευτυχισμένος. Κάτι τον απασχολούσε βαθιά.
Ο καιρός πέρασε και τα σχολεία άνοιξαν. Ο Άκης ήταν τόσο χαρούμενος που θα έκανε νέους φίλους! Κάθε μεσημέρι γυρνούσε στο σπίτι του κι έλεγε στους γονείς του πόσο καταπληκτικά πέρασε και πόσο όμορφο ήταν το σχολείο του και τα παιδιά της αυλής...
Μια μέρα ο δάσκαλος τους, τους έβαλε να γράψουν μια έκθεση ιδεών σχετικά με το πώς πέρασαν το καλοκαίρι. Όλα τα μολυβάκια τσιροκόπησαν από χαρά και ενθουσιασμό και άρχισαν να γράφουν μανιωδώς τις τέλειες αναμνήσεις τους από την κατασκήνωση, από τις γειτονιές που έπαιζαν κρυφτό ώσπου να νυχτώσει και πολλά πολλά άλλα χαρούμενα πραγματάκια. Σχεδόν είχαν τελειώσει. Το ρολόι έδειχνε μία παρά πέντε και ο δάσκαλος είχε αρχίσει να μαζεύει ήδη τις εργασίες των παιδιών από το τέταρτο θρανίο αριστερά. Φτάνοντας στο τελευταίο θρανίο, αντίκρισε με άδεια κόλλα αναφοράς και τον Άκη τον μολυβάκη να πλατσουρίζει μέσα σε μια λίμνη δακρύων και αναφιλητών. <<Προσπάθησα, δάσκαλε. Το ήθελα πολύ, να το ξέρεις. Είχα τόσα πολλά να μοιραστώ με τα παιδιά...Το προσπάθησα...Αλλά δεν μπορώ...Δεν τα καταφέρνω...>> ψέλισσε το μολυβάκι μας με τρεμαμένη φωνή και ξαναβυθίστηκε στο παράπονο του...
Ο καημενούλης ο Άκης ο μολυβάκης ήταν ένα μολύβι μηχανικό. Δεν μπορούσε να γράψει γρήγορα, επειδή του έσπαναν οι μύτες και πολλές φορές, δεν μπορούσε να γράψει και καθόλου, επειδή δεν είχε μύτες μέσα του... Ένιωθε τόσο άσχημα και τόσο μόνος τους που ακόμη και όταν πήγαινε στο σπίτι του κλεινόταν στο δωμάτιο του ή έκρυβε τους καθρέφτες με σεντόνια για να μην αντικρίζει το είδωλο του και θυμώνει με το Κινέζο που θέλησε να τον κατασκευάσει έτσι.
Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, όλα τα μολύβια στο σχολείο τον κορόϊδευαν και γελούσαν μαζί του. Προσπαθούσε να μην το βάζει κάτω και να κάνει παρέα με γόμες και ξύστρες στο διάλειμμα. Κάποιες τον αγαπούσαν τόσο πολύ, που έλεγαν ότι δήθεν έγραψε και το έσβησαν από την ζήλεια τους, επειδή ήταν πολύ καλό. Αν ήταν τυχερός μάλιστα και του έφτιαχνε η μαμά του εκείνο το σάντουιτς με το φυστικοβούτυρο, μπορεί να του μιλούσε και κανένας σελιδοδείκτης, ίσα ίσα για να του κλέψει μια μπουκιά.
Κι έτσι πέρασαν δυο χρόνια, μέχρι να γίνει μια έκθεση βιβλίου. Σε αυτήν την έκθεση, είχαν ζητήσει από όλους τους μαθητές του σχολείου να δώσουν το παρόν στο Φεστιβάλ, με όμορφα ρούχα και φυσικά άψογη συμπεριφορά, σε περίπτωση που ζητούσε κάποια συγγραφέας να υπογράψει με αυτά.
Έτσι και έγινε, η Λίνα Βάρκα, μια συγγραφέας από τις καλύτερες στο είδος της, με μπεστ σέλλερ στο θάλασσα και ψάρεμα αστακών, ζήτησε ένα στυλό για να υπογράψει στους θαυμαστές της. Όμως τα στυλό, την σνόμπαραν πολύ...Δεν ήθελαν να ξοδέυουν το μελάνι τους για ένα σωρό αγνώστους που θα καταχώνιαζαν το βιβλίο κάπου σκοτεινά στην βιβλιοθήκη τους και δεν θα το ξανακοίταζαν ποτέ. Ονειρευόντουσαν φώτα και λάμψη. Για αυτό και έριξε το βλέμμα της σε κάτι μαρκαδόρους. Όμως ήταν πολύ παχουλοί και το βιβλίο της πολύ μικρό για να χωρέσουν τα γράμματα τους. Οπότε αποφάσισε να δοκιμάσει τα μολύβια. Τα μολύβια χάρηκαν τόσο πολύ, που άρχισαν να σπρώχνουν το ένα το άλλο για το ποιος θα προλάβει να πέσει στα χέρια της κυρίας Βάρκας, καθώς σπρωχνόντουσαν...Έριξαν κατά λάθος κάτω τον Άκη τον μολυβάκη, ο οποίος κοίταξε κατατρομαγμένος τα μάτια της κυρίας Βάρκας να κολλάνε επάνω του. << Τι γλυκό μολυβάκι που είσαι...Πώς σε λένε; Εσύ θα υπογράψεις τα βιβλία μου...>> είπε με θαυμασμό, όσο τα υπόλοιπα μολύβια φθονούσαν από κάτω αναφονώντας σχόλια του τύπου <<Μα αυτός καλά καλά δεν μπορεί να γράψει ούτε το όνομα του, σκοντάφτει σε μια τελεία..>>.
Η κυρία Βάρκα αγάπησε από την πρώτη στιγμή το γλυκό μας μολυβάκι και αυτό το ένιωσε και ο ίδιος ο Άκης. Μάλιστα, απαντώντας στα πικρόχολα σχόλια των υπολοίπων είπε πως << Ο Άκης μπορεί να γίνεται κάθε μέρα καλύτερος με διαρκή προσπάθεια και βοήθεια από μένα. Ο Κινέζος είναι μεγάλος και με λίγη πίστη κι αλλαγή στις μύτες του, θα γίνει το πιο ισχυρό μολύβι της γενιάς του. Όσο για αυτούς που βιάστηκαν να κρίνουν, ένα θα πω μόνο και θα κλείσω. Η ξύστρα είναι φίλος και εχθρός ταυτόχρονα. Ευχαριστώ.''
Φήμες λένε ότι ο Άκης, ξεπέρασε το πρόβλημα που είχε. Γράφει κανονικά, είναι αρραβωνιασμένος και περιμένει να του παραδώσει ο πελαργός το πρώτο του μωράκι, λίγους μήνες μετά τα χριστούγεννα.
Και κάπως έτσι, ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί ίσως κάπως καλύτερα...
90. Έχω γίνει ρεζίλι στο Πλαίσιο επειδή τους πήρα δήθεν για τεχνικό πρόβλημα του εκτυπωτή και τελικά...Είχα ξεχάσει να το βάλω στην μπρίζα #μακακίες ξανθιάςςςς
91. Το αγαπημένο μου ποτό είναι το κονιάκ.Δεν πίνω συχνά.Μόνο σε κηδείες.Φέτος είχαμε μπόλικες βέβαια...
92. Μέχρι τα δώδεκα μου, μισούσα την ύπαρξη των μπουζουκτσίδικων, επειδή πίστευα ότι αυτά ευθύνονται που δεν βλέπω τον πατέρα μου.Βέβαια, έπρεπε να δουλέψει και ήταν και χωρισμένοι οι δικοί μου...Οπότε είναι μεγάλο κεφάλαιο.
93. Το μεγαλύτερο όνειρο μου είναι να πάρω συνέντευξη από τον Μητσοτάκη...
94. Όταν βαριέμαι, προσπαθώ να εντοπίζω φατσούλες στα σύννεφα...Είναι τόσο γλυκό...
95. Είπα στον πατέρα μου ότι το τατουάζ που έκανα, θα φύγει σε πέντε χρόνια για να γλιτώσω την μουρμούρα.
96. Ονειρεύομαι μια μεγάλη οικογένεια με υγιέστατα παιδάκια και χαρωπά εγγόνια να παίζουν κάτω από το δέντρο τα χριστούγεννα με το τρενάκι...
97. Θέλω πολύ να βαφτίσω ένα παιδάκι, ειδικά αν είναι να βγει Ορέστης #λατρεία
98. Όταν είμαι με παρέα έξω και παραγγέλνουν ελληνικό, τσιμπάω τα λουκουμάκια...Ειδικά αν είναι τριανταφυλλάκι, τα σπάνε...#κομμάτια
99. Η πρώτη μου ''αγάπη'' ήταν στην πρώτη δημοτικού.Ο Γιωργάκης.Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και αυτός, αγαπούσε την διπλανή μου την Ελένη. Έκανα μάλιστα και απεργία πείνας, επειδή αρνήθηκε να με παντρευτεί και έξυσε τα μολύβια της Ελένης στο διάλειμμα...Πανέμορφο κοριτσάκι πάντως τώρα που το σκέφτομαι...Μαύρο μαλλάκι, μπλε ματάκι...
100. Ο λόγος που έγραψα και τις τελευταίες έντεκα αλήθειες για μένα, είναι επειδή μου το ζήτησε ένας πολύ γλυκός άνθρωπος που από τότε που αρχίσαμε να μιλάμε, έδωσε μια νότα δροσιάς στο πεντάγραμμο της ρουτίνας μου...Σε ευχαριστώ!!! Ξέρεις εσύ...
Ήτανε μια φορά και ένα καιρό ένα καράβι σοκολάτας...Αγκυροβολημένο με γλάσο κάπου βαθιά μέσα στα όρια της φαντασίας...Κάθε φορά που νύχτωνε, εκείνο ταξίδευε κρυφά σε νησιά και σε πελάγη που ήταν γεμάτα γευστικές απολαύσεις και μυθικά κουζινικά σκεύη...Το αγαπημένο του μέρος ήταν το νησί των γεμιστών. Εκεί άραζε τον τελευταίο μήνα. Ήταν λάτρης της πιπεριάς και του αυγολέμονου και πολύ ευχαριστημένο από την γρήγορη εξυπηρέτηση που του παρείχαν τα ταψιά και τα δέντρα-κουτάλια της σούπας. Πολλές φορές το έβρισκε το πρωί κάπου στα μεσοπέλαγα του σπέτσι γιατί δεν μπορούσε να πάρει τα... κουπιά του από το πολύ φαϊ. Μία από αυτές τις φορές γνώρισε τον νέο του φίλο,έναν γλάρο που τον έλεγαν Νέζα. Η οικογένεια του, αποφάσισε να τον βγάλει έτσι, μιας και σε εκείνο το νησί ήταν όλα διαφορετικά.Τόσο διαφορετικά, που αντί για κουτσουλιές...Είχαν απλικατέρ για μαγιονέζα,για μουστάρδα,για κέτσαπ και σως χωριάτικων μυρωδικών. Για να τον ευχαριστήσει που έγιναν φίλοι, το καραβάκι μας, έριχνε τα δίχτυα του από βραδίς και σαν ξημέρωνε πήγαινε στον φίλο του τον γλάρο να τον ξυπνήσει με μια φρέσκια τσιπούρα. Άλλωστε, η καλή μέρα...Ξεκινάει πάντα με ένα καλό πρωϊνό. Έτσι περνούσαν εκεί οι μέρες, οι μήνες, τα χρόνια... Συνέχεια έκαναν βόλτες πάνω στην καραμελωμένη αμμουδιά και στα ανθρακούχα κύματα, λέγοντας διάφορες ιστορίες, χαιρετώντας περαστικούς και ψάχνοντας ναυαγούς για λίγο παραπάνω καλαμπούρι. Ώσπου ξαφνικά, κάτι ένιωσαν πως αντίκρισαν με την άκρη του ματιού τους...Και ναι... Το είχαν κάνει... Ένα άλλο καραβάκι, ο Τίνης ο Γκοφρετίνης, μόλις είχε ξεφορτώσει τις βαλίτσες ενός ζευγαριού που είχε βαρεθεί την ρουτίνα της πραγματικότητας και ταξίδεψε ως εκεί με σκοπό να δραπετεύσει και να ελευθερώσει τα θέλω του... Καθώς τους ζύγωσαν και ρώτησαν για αυτούς, έμαθαν ότι αγαπάνε την μουσική, τον έρωτα, την θάλασσα, την ελευθερία, τις νεράϊδες, όλων των ειδών τα παραμύθια και φυσικά, τα γεμιστά... Τα ταψιά του νησιού χάρηκαν τόσο πολύ που έστρωσαν αμέσως τραπέζι για να καλοσωρίσουν τους νέους κατοίκους του νησιού και διέταξαν, μάλιστα, τους κοκοφοίνικες να στρώσουν τα καλά τους σκεπάσματα για να αναπαυτούν ύστερα στην αγκαλιά των αστεριών...(Συνεχίζεται...)
- Στείλε ΣχόλιοΕίναι κι αυτές οι ώρες που νιώθεις ότι έχεις την ανάγκη να μπεις σε ένα παραμύθι και να γίνεις ο πρωταγωνιστής του...Χωρίς όρια,συμβόλαια,πρέπει και μη...Να κινηθείς μέσα στον ελεύθερο και καθαρό αέρα των θέλω σου...Να ανοίξεις τα παράθυρα της ψυχής σου και να αναπνεύσεις αγάπη και στοργή...Όπως την πρώτη μέρα που γνώρισες τον κόσμο...Που ύστερα τον μίσησες και απλά συμβιβάστηκες...Να πάρεις αγκαλιά το μαξιλάρι σου και να νταντέψεις τα δάκρυα που έχυσες επάνω του...Σαν εξιλέωση για κάθε λάθος κίνηση που διέπραξες,για κάθε λάθος απάντηση που έλαβες...Για κάθε σφουγγάρισμα που έπεσε πάνω στον μαυροπίνακα με τις κιμωλίες που αντικαθρέφτιζε ένα κομμάτι του προσωπικού σου κολασμένου παραδείσου...Έχεις την αίσθηση πως αν κλείσεις την πόρτα αυτή και κρύψεις τα κλειδιά δίπλα από τα γλαστράκια...Όλα θα τελειώσουν...Όλα θα είναι αλλιώς...Και είναι πάντα έτσι...Αλλιώς...Μέχρι την στιγμή που κάποιος άλλος...Πονεμένος και αυτός...Θα σου ζητήσει τα κλειδιά...Γιατί η δική του σπηλιά είναι βαριά πια και σκοτεινή...Και χρειάζεται ανανέωση...Χρειάζεται νέες ιδέες, νέο αέρα, νέα διακόσμηση...Επέκταση στα πιστεύω του και στα όνειρα του...Κι είναι ο μόνος τρόπος να το πετύχει...Και στο ζητάει...Και τότε έχεις τέσσερα χέρια αντί για δύο, δύο πιθανότητες χαράς και δύο λύπης... Μπέρδεμα...Τόσο όμορφο όμως...Σαν την μυρωδιά που βγάζει το χώμα της βροχής...Άγιο...Καθάριο...Ήρεμο...Και θέλεις να μείνεις εκεί...Για μία ώρα, για μία νύχτα...Για όσο πάει...Γιατί το καλύτερο ταξίδι είναι αυτό του συναισθήματος...Εκεί όπου μπορείς να σταματήσεις και να γεμίσεις τις μπαταρίες σου μέσα σε ένα βλέμμα,ένα άγγιγμα,μια αγκαλιά...Έτσι απλά...Μέχρι τον επόμενο σταθμό...
- Στείλε ΣχόλιοΕίναι φορές που σηκώνομαι το βράδυ μέσα από τον ύπνο για νερό.Αν δεν έχω κατεβασμένο το παντζούρι του δωματίου μου, παρατηρώ φευγαλέα το παράθυρο της γειτόνισσας. Έχει πάντα αναμμένο το φως της. Κάθεται σε μια κουνιστή καρέκλα και πλέκει. Τα γυαλιά της φαίνονται πιο μεγάλα από το πρόσωπο της. Της πέφτουν συνέχεια και όλο τα στεριώνει. Παιδιά από όσο ξέρω δεν έχει... Όμως ο Θεός την γέμισε με αρετές. Όποτε δεν έχει τι να κάνει, μαγειρεύει για τους γείτονες και φτιαχνεί πλεκτά ρουχαλάκια και σκουφάκια για τα παιδιά του γύρω τετραγώνου. Μάλλον αυτά θα έφτιαχνε και απόψε... Τα δάχτυλα της είναι τόσο συγχρονισμένα με τις βελόνες... Λίγο πιο πέρα μια μεγάλη λάμπα... Και μετά χωράφια...Και ένα άλογο...Σε κάποιον ανήκει...Το έχει παρατημένο όμως από τότε που αγοράσαμε το σπίτι αυτό...Πάντα απορούσα πώς και ζει αυτό το καημένο και δεν έχει ψοφήσει από την πολλή την ζέστη και την κακοκαιρία. Εδώ είμαστε ψηλά. Αν αρχίσει και έχει κρύο, είναι ζόρικα να είσαι έξω. Αύριο θα πάρουμε τηλέφωνο να μας φέρουν ξύλα. Λίγα. Να τα δοκιμάσουμε πρώτα, μην είναι από αυτά που δεν καίνε και πάνε άδικα τα χρήματα. Άντε, πάμε για ύπνο τώρα... Άμα θέλει ο Θεός, θα ξημερώσουμε...
- Στείλε ΣχόλιοΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΑΣΤΕΙΑΚΙΑ Δήμοι News ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΕΣ ΝΕΡΑΙΔΟΠΟΙΗΜΑΤΑ Νυχτοβατης ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ