Απόψε είπα δε θα πιω, δε θα καπνίσω
είπα για ύπνο πως θα πέσω από νωρίς
θα βγω βιτρίνες βιαστικά να σεργιανίσω
σε θέλω τόσο, μα να έρθεις δεν μπορείς.
Ήπια καφέ στην κουνιστή την πολυθρόνα
φόρεσα πρόχειρα ένα τζιν κι ένα μπουφάν
τα μάτια θέλαν τη δική σου την εικόνα
δυο δάκρυα σκούπισα που αρχίσαν να κυλάν.
Βγήκα στο δρόμο, με κοιτούσαν, δεν κοιτούσα
είχε υγρασία, ο καιρός ήταν Νοτιάς
ένιωθω μέσα μου βαθιά ότι πονούσα
μου' λειπε η ζέστη της δικής σου αγκαλιάς.
Τα δάχτυλά μου που σφιγγόνταν μες την τσέπη
θα ΄θελα να' πιαναν το χέρι σου απαλά
σε λαχταράω μα υπάρχουν κάποια πρέπει
κάποιες ανάγκες, κάποια μεν και κάποια αλλά.
Μπορεί δυο ώρες να γυρνούσα, δε θυμάμαι
μπήκα στο σπίτι και σερβίρισα ποτά
το δώρο σου έβαλα στο χώρο που κοιμάμαι
αφού όμως κάπνισα και τρία απανωτά.