Χτύπησε το τηλέφωνο, η ώρα ήταν μία
αλήθεια είναι πως δεν είχα κοιμηθεί
φωνή με άγνωστη χροιά μου είπε αστεία
και πως θα ήθελε μαζί μου να' χε βγει.
Δε μου' πε όνομα αν και της το ρωτούσα
μα είπε στο στέκι που συχνάζω θα με βρει
έμεινα ξάγρυπνος, συνέχεια απορούσα
ποια να'ταν η άγνωστη και πότε μ' είχε δει.
Κοντά ξημέρωμα, κοιμήθηκα δε λέω
και είδα όνειρα πολύχρωμα - τρελά
ήταν μια νύχτα απ' αυτές που λίγο κλαίω
μα ήταν δάκρυα ζεστά από χαρά.
Σαν σηκώθηκα πια όλα μου γελούσαν
κοίτα τι κάνει μία τόνωση ηθικού
πέρασε η μέρα και στ' αυτιά μου όλο ηχούσαν
νότες που βγάζανε οι χορδές του ακουστικού.