Αυτή την εκδρομή που κάναμε πέρσι τον Μάιο, θυμάμαι πως την περίμενα σαν τρελός για περίπου δυο μήνες.
Πάντα ήθελα να βρεθώ στο Πήλιο.
Είχα δει τόσες πολλές φωτογραφίες απ’ την περιοχή, είχα παρακολουθήσει εκπομπές με θέμα τα χωριά του στην τηλεόραση, διάβασα για την ιστορία του τόπου, που ήθελα πάρα πολύ κάποια μέρα να πατήσω σ’ αυτά τα χώματα και να τα δω όλα αυτά από κοντά.
Τα πάντα ήταν πανέμορφα, όπως τα είχα πραγματικά φανταστεί.
Υπέροχα χρώματα στη φύση, ανθισμένα κλωνάρια, πουλιά που κελαηδούν στα δάση του, ΒΑΤΡΑΧΟΙ στα ρυάκια του.
Στις ταβέρνες νόστιμοι μεζέδες και πολλές παραλλαγές στο τοπικό λουκάνικο με το οποίο φτιάχνουν το σπετζοφαϊ.
Δεν ξεχνώ το εστιατόριο στην πλατεία της Μακρινίτσας με το γευστικό ΧΥΜΑ κρασί και τη μαγευτική θέα σε όλο τον Παγασητικό κόλπο.
Είπαμε να πιούμε μισό κιλό και φτάσαμε τα τρία.
Τι ωραίο κεφάλι που κάναμε Θεέ μου!!
Αναπολώ και σκέφτομαι έναν γεράκο στο μονοπάτι κοντά στη βρύση, δίπλα στην πλατεία, τσακισμένο από χρόνια ΣΠΟΝΔΥΛΑΡΘΡΙΤΙΔΑ, που πουλούσε όλων των ειδών τα βότανα σε έναν αυτοσχέδιο πάγκο φτιαγμένο με στραβωμένες σανίδες.
Πιάσαμε τότε την κουβέντα, μου είχε πει το πρόβλημά του, τον πόνο του, το πώς περπατά με δυσκολία επάνω στο βουνό, ενώ τον συντροφεύει ένας μόνιμος ΣΦΑΧΤΗΣ και μαζεύει το τσάι κι όλα αυτά τα θεραπευτικά βοτάνια που εμπορεύεται.
Το πόσο πολύ τον ανακουφίζουν από τους πόνους.
Τον συμπόνεσα και τον συμπάθησα, τον εκτίμησα και τον εμπιστεύτηκα, αγόρασα αρκετά σακουλάκια από την πραμάτεια του για να φέρω στο σπίτι.
Την τελευταία μου μέρα σ’ αυτό το μαγικό βουνό των Κενταύρων, πέρασα να τον αποχαιρετήσω.
- Μπάρμπα – Χρήστο, σε χαιρετώ και ΔΕΣΜΕΥΟΜΑΙ με την πρώτη ευκαιρία να ξανάρθω και να σε βρω για να τα πούμε πάλι.
Πέρασε πλάκα – πλάκα ένας ολόκληρος χρόνος από τότε, άλλαξαν πολλά, η ζωή τραβά τη δική της ανηφόρα.
Άραγε, θα τηρήσω την δέσμευσή μου;