Τα χέρια μου τα έσπασα για μεροκαματάκι
από φτωχούς γεννήθηκα και μένω φτωχαδάκι
ποτέ δεν είδα γω λεφτά, δεν είδα αραλίκι
μία ζωή στην πίεση για ένα χαρτζιλίκι.
Άλλοτε υπάρχουνε δουλειές και άλλοτε κεσάτια
και κλείνομαι στο σπίτι μου και κλαίω στα δωμάτια
και λογαριάζω τα ψιλά που μου' χουν απομείνει
το δε ερώτημα έρχεται '' τώρα τι θα γίνει ''.
Κάποια ελπίδα βέβαια κρύβω για την Τετάρτη
που ένα LOTTO έγραψα στην τύχη μου τη σκάρτη
αν με σταμπάρει ο Θεός εδώ κάτω που μένω
μπορεί να στείλει τίποτα, ρέστος να μη ξεμένω.
Τελειώνει το Φθινόπωρο και θα μας μπουν τα κρύα
θα τρέχω πάλι για χαρτιά, να πάρω ανεργία
και σα μυρμίγκι δύστυχο, τον Μάρτη θα προσμένω
να ξεμπουκάρω απ' τη φωλιά, τους σπόρους μου να σέρνω.
Ω ! μοίρα μου απαίσια, καταραμένη μοίρα
αλλού πετάς ωκεανούς και γω σταλιά δεν πήρα
καλά που υπάρχουν κ' οι βραδιές που όνειρα κοιτάω
και με χαλάκια μαγικά στα σύννεφα πετάω.