Aπλές σκέψεις της λέγουσας :
Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας, οι δυό πιό αντιφατικές προσωπικότητες του γνωστού μύθου, μας στοίχειωναν απ΄τα έξι μας και μας γέμιζαν διλλήματα και ενοχές. Δίλλημα για το πού να τοποθετηθεί η δραχμούλα και ενοχές όταν γλίστραγε στα χέρια του περιπτερά και όχι στην κοιλιά του γουρουνιού. Κανένας δεν καταλάβαινε γιατί έπρεπε να μην φάει τώρα την σοκολάτα του και να το αφήσει γι΄αργότερα.
Γιατί αργότερα και πόσο αργότερα?
Ο τζίτζικας κι ο μέρμηγκας φώναζε ο Αίσωπος...
Και τότε - ανάμεσα στον μέρμηγκα στη σοκολάτα στο γιατί και στο αργότερα- εμφανίστηκαν ξαφνικά περιχαρείς οι εκπρόσωποι του (μετέπειτα εφιαλτικού) "ευαγούς οργανισμού" Τ.Τ. μας μοίρασαν τους μπλέ κουμπαράδες ασφαλείας και μας "διαφώτισαν" πάνω στα αγαθά της αποταμίευσης.
Ολοι τους στραβοκοιτάξαμε. Καθόλου δεν μας άρεσαν οι κουμπαράδες ασφαλείας... Ολοι - στην ανάγκη - προτιμούσαμε τα πήλινα γουρουνάκια με την μεγάλη σχισμή, όπως συνωμοτικά εμπιστευθήκαμε ο ένας στον άλλο, εκείνα τα γνωστά με την μεγάλη σχισμή την πλάτη που δεν χρειαζόταν και μεγάλη επιδεξιότητα για να βγουν έξω τα κέρματα μ΄ ένα μαχαιράκι. Συνένοχο το γουρουνάκι στις παιδικές μας παρανομίες άδειαζε πρόθυμα την κοιλίτσα του στα ανυπόμονα χέρια και βουρ για το περίπτερο. Απόλαυση η σοκολάτα καθ΄οδόν επιστρέφοντας σπίτι με ύφος εγώ_δεν_ξέρω_τίποτα !!
Να σου και το γουρουνάκι λοιπόν στην αρένα της μονομαχίας των επιλογών, συστρατευμένο κι αυτό μαζί με τον τζίτζικα, αποδεκτό εξ αιτίας της εχεμύθειας και της μεγάλης σχισμής. Απ΄την άλλη μεριά η παράταξη του μέρμηγκα και του μπλέ μεταλλικού κουμπαρά με την τεχνολογία που δεν επιδεχόταν χειρουργικές επεμβάσεις. Σκέτος εφιάλτης.
Και το δίλλημα εκεί, στάσιμο. Και τα ερωτηματικά να πληθαίνουν.
Τώρα ή αργότερα? Στον κουμπαρά ή στο περίπτερο? Γιατί στην κοιλιά του χοντρού και όχι στην δικιά μας? Γιατί να ιδρώνουμε μαζεύοντας σπόρια μεσ΄ στο κατακαλόκαιρο και να μην αράζουμε τραγουδώντας κάτω (ή και πάνω) απ΄το δέντρο?
Ο τζίτζικας μας έκλεινε πονηρά το μάτι ξεκαρδισμένος στα γέλια, κι ο μέρμηγκας με σκυμένο κεφάλι καμπουριασμένος και κατάκοπος επιστράτευε τις δυνάμεις του - μαζί κι όλη την οικογένεια όταν το "σπόρι" ήταν μεγάλο - για να το κουβαλήσει στην τρύπα του. Σ΄αυτή την τρύπα την ευάλωτη που με μια βροχή ή ένα σκάψιμο ή την κακόβουλη πρόθεση μιας πατούσας πήγαινε κατ΄ευθείαν στο διάολο.
Κι εκεί που κάποιοι θεατές του αγώνα της απόφασης είχαμε αρχίσει δειλά δειλά να διαλέγουμε μονομάχους, να σου κι εμφανίζεται κι εκείνος ο τύπος στη μέση της αρένας με τα γένια, τα ράσα και το καλυμαύχι, για να μπερδέψει τα πράγματα - ως συνήθως - ακόμη περισσότερο.
"Ο θεός φροντίζει για όλα. Μην ανησυχείτε. Ακόμα και για το γκαβό το πουλί φροντίζει ο θεός. Κι αν έχετε δύο να δίνετε το ένα στον διπλανό σας. Αν μαζεύετε σημαίνει οτι αμφισβητείτε την θεία Πρόνοια"
Να ξοδέψουμε? Να αποταμιεύσουμε? Να χαρίσουμε? Να επαναπαυθούμε? Να ανησυχήσουμε? Τώρα? Αργότερα? Ποτέ? Θα μας δώσει ο θεός? Μήπως να φροντίζαμε μόνοι μας για αργότερα?
Μπέρδεμα πάνω στο μπέρδεμα και τα χρόνια μας λίγα...
Οι "διαφωτιστές μας" ήρθαν και την άλλη χρονιά. Και την άλλη. Και την άλλη. Και την παράλλη. Και κάθε Οκτώβρη.. και κάθε μέρα.. και κάθε στιγμή..κι έσπρωχναν και διαμόρφωναν και επηρέαζαν. Είχαν και συνδρομητές βλέπετε θείους, φίλους, συγγενείς, οικογένεια. Ολοι μαζί "έσκαβαν" μυαλά και "φύτευαν" συμβουλές. Από κοντά και ο παπάς με την θεία πρόνοια και το "δώσε για να λάβεις". Παραδίπλα και η θεά της Επιθυμίας σιγοψιθύριζε "το χρήμα που στέκεται είναι στείρο, δεν γεννάει.. πρέπει να κυκλοφορεί.. ξόδευε για να σου ΄ρχεται". Too much όλα αυτά...
Έτοιμους -όπως νόμιζαν- κάποια στιγμή μας παρέδωσαν στην ωριμότητα να αποτελειώσουμε εμείς τις επιλογές μας κι οι συμβουλές το έργο τους.
Και ο Γιαννάκης διασκέδασε μεν αλλά έκανε κι ένα σπιτάκι για αργότερα, ο Κωστάκης δούλεψε διπλοβάρδιες δεν διασκέδασε κι έκανε πολλά σπίτια και οικόπεδα για αργότερα, η Ελενίτσα αποταμίευσε για να πάρει κάτι αργότερα, η Αγνή μάζεψε ένσημα γι΄αργότερα, ο Χρήστος πήρε δάνειο φυτοζωόντας κάθε μήνα και πήρε σπίτι για αργότερα, η Καιτούλα σαν θηλυκός Σκρούτζ δεν έφαγε, δεν γλέντησε, δεν ξεκουράστηκε και δούλευε αποθηκεύοντας στην τρώγλη της λεφτά γι΄αργότερα και ο Σωκράτης δούλεψε γλέντησε διασκέδασε γύρισε όλο τον κόσμο και δεν άφησε τίποτα για αργότερα....
Στέρηση, αναβολή, θεία πρόνοια και αποταμίευση Vs εδώ και τώρα και όσο έχουμε την υγειά μας...
Οι σκέψεις και τα διλλήματα πιό διαμορφωμένα μεν, αλλά ίδια στην βάση τους και τώρα. Και πανταχού παρούσα η αρένα κι οι μονομάχοι στις θέσεις τους... Τα στοιχήματα φίφτυ-φίφτυ και ο αγώνας σε διαρκή εξέλιξη χωρίς σαφή πρόγνωση.
Και ήρθε και ο φετινός Οκτώβρης. Ο μήνας της παγκόσμιας ημέρας αποταμίευσης στις 31. Μόνο που πριν τις 31 προηγήθηκε η 26.
Αποφάσεις "άλλων" εξ αιτίας "άλλων" και το σπίτι του μέρμηγκα περισσότερο ευάλωτο από ποτέ με την κακόβουλη πατούσα υψωμένη από πάνω και έτοιμη...
- Μα το σπίτι είναι του μέρμηγκα, δικό του δεν είναι?
--Για να το διατηρήσει πρέπει να πληρώσει και τώρα και κάθε χρόνο. Αυτός φταίει που έκανε μεγάλο σπίτι, ας μην έκανε.
- Και τα ένσημα που μάζευε ο άλλος ο μέρμηγκας?
-- Ασήμαντες λεπτομέρειες.. Ας μάζευε τα μισά, για τόσα θα απολαμβάνει από δω και πέρα, δεν του χρειάζονταν παραπάνω!
- Κι ο άλλος ο μέρμηγκας?
--Αυτός έπαθε ζάχαρο και βαράει ενέσεις ινσουλίνης κάθε μέρα.. δεν κάνει τώρα να τρώει σοκολάτες.
- Ο άλλος με τα πολλά σπίτια και τα οικόπεδα?
-- Αα, αυτός πέθανε, ας γλένταγε όσο ζούσε, τώρα τα τρώνε οι κληρονόμοι και (στην καλλίτερη) πού και πού τον θυμούνται.
- Κι ο άλλος με το δάνειο θα χάσει το σπίτι?
-- Ας πρόσεχε..η Τράπεζα είναι Οργανισμός, βοηθάει, δεν χαρίζει... κι άμα λάχει του το παίρνει και πίσω.
- Ναι αλλά ο Σκρουτζομέρμηγκας έχει λεφτά, αυτός είναι εντάξει τώρα?
--Αυτός χάνει τα μισά της αξίας τους από το κούρεμα και τα άλλα μισά τα έφαγαν τα ποντίκια αφου τα κράταγε στην τρώγλη του και δεν τα εμπιστεύτηκε στην Τράπεζα.
- Ο άλλος ο άσωτος που τα σκόρπαγε όλα?
-- Αυτός τώρα ψάχνει καμμιά φάμπρικα για να μεταναστεύσει, όμως πρόλαβε και έζησε.
- Ομως υπάρχει η εκκλησία, η θεία Πρόνοια θα φροντίσει, έχει ο θεός!
-- Οι θεοί πεθάναν, δεν το διάβασες? και η εκκλησία έχει ανάγκες, μεγάλες ανάγκες, καιρός να δώσεις κι εσύ κάτι...δεν νομίζεις?
- Και ποιό είναι το σωστό τότε?
--Κανείς δεν ξέρει.... πρέπει να περιμένουμε να τελειώσει ο αγώνας των διλλημάτων στην αρένα. Και άκου να σου πω, όσο παρακολουθείς τον αγώνα κάνε και μια εμβάθυνση στο "φασούλι το φασούλι" κάνε και στο "παν μέτρον άριστον" άκου παράλληλα και κανένα τραγουδάκι για να περνάει η ώρα σου, κι αν βρεις απάντηση πες την και σε μένα, θα με υποχρεώσεις....
video | |
Την ψαρόβαρκα του καπετάν Φλωριά την ελέγαν "όσα έρθουν κι όσα πάνε"
γιατί μόλις ξεπουλούσε την ψαριά με το τσούρμο του γραμμή για να τα φάνε
Γειά σου καπετάν Φλωριά που τα δίχτυα σου βογγάνε
δε βαριέστε βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
Κι όταν άλλοτε τους έπιανε νοτιάς και με άδεια την ψαρόβαρκα γυρνούσε
γελαστός ο καπετάνιος ο Φλωριάς βερεσέ στα καπηλειά σ΄όλους κερνούσε
Κόντρα ο καιρός Φλωριά και τα ψάρια δεν τσιμπάνε
δε βαριέστε βρε παιδιά, όσα έρθουν κι όσα πάνε
Κι όταν κάποτε αρρώστησε βαριά και πιστέψαν ο Φλωριάς πως θα πεθάνει
τον παπά φωνάξαν για μεταλαβιά να του πουν και διαθήκη για να κάνει
Διαθήκη και λοιπά κάνουν όσοι τα φυλάνε
εγώ ήμουνα παπά όσα έρθουν κι όσα πάνε
video | |
Οταν πεθάνω σ΄ένα γλέντι μια βραδιά να μη με κλάψτε μα τραγούδια να μου πείτε
και στο σταυρό μου να μου γράψετε παιδιά ένας μπατίρης ευτυχής ενθάδε κείται
ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη
πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δεν τα φας, όταν πεθάνεις θα τα φάνε κάποιοι άλλοι
γι αυτό γλεντήστε μες στον ψεύτικο ντουνιά μη σας σκλαβώνει η κακία και το χρήμα
και να θυμάστε την κουβέντα του Λουκά, πως ούτε φράγκο δεν θα πάρετε στο μνήμα
ενθάδε κείται ο μπατίρης ο Λουκάς που είπε τούτη την κουβέντα τη μεγάλη
πως τα λεφτά σου όσο ζεις αν δεν τα φας, όταν πεθάνεις θα τα φάνε κάποιοι άλλοι
- Στείλε Σχόλιο
Η πρώην ”φθοροποιός μηχανή” και το πλάσμα από αέρα και φως…
Χαρτογράφηση, εν έτει 2009, των πρόσφατων κινήσεων ενός παλιού, πρώην νταή, γεννηθέντος εν έτει 1899 και της συνάντησής του μ΄ένα θηλυκό πλάσμα, φτιαγμένο από αέρα και φως. |
Κοίταξε απέναντι, κάτω, και είδε μιά πέτρα, πάνω στο πεζοδρόμιο, που άλλαζε σχήματα. Κάποιος την κλώτσησε αλλ΄αυτή δε κουνήθηκε. Ο κάποιος την κοίταξε παραξενεμένος και συνέχισε το δρόμο του.
|
Ας ξεσκεπάσουμε λοιπόν μερικά κουτάκια.
Ο άνθρωπος αυτός είναι αυτό που λέμε «εγκληματική περίπτωση», κάποιου είδους τουλάχιστο, αποσυρμένος όμως. Δε κάνει ο ίδιος τίποτα, πέρα απ΄το να επεξεργάζεται ιδέες και να βρίσκει στόχους. Οτιδήποτε στόχους. Από μαγαζιά μέχρι διαρρήξεις, φορτηγά που κουβαλούν εμπορεύματα, ματσωμένους που καβαλάνε ακριβά αυτοκίνητα που τα στέλνει σε διάφορες «σκοτεινές» χώρες. Ο ίδιος όμως δε συμμετέχει, όπως είπαμε, καλοί μου άνθρωποι.
Ζει σ΄ένα δυαράκι μιάς απρόσωπης πολυκατοικίας και έχει τα απολύτως απαραίτητα. Γιά τον εαυτό του ελάχιστα ξοδεύει και το φαγητό του είναι απλό, όχι από τσιγκουνιά, όχι, καθόλου. Ήταν πάντα γαλαντόμος ο άνθρωπός μας, αλλά φτάνει, δε του λέει πιά τίποτα. Ας στραφεί η αγορά προς τους νέους καταναλωτές, ας ρουφήξει εκείνους, αυτός δεν είναι κορόιδο.
Μιά φουκαριάρα Εσθονή έρχεται κάπου-κάπου και του καθαρίζει, όταν δεν έχει όρεξη να τα κάνει ο ίδιος. Φίλους δεν έχει, έχει μάθει και ξεπεράσει κι αυτό το χούι. Είναι με τους γείτονες ευγενικός και μετρημένος, όσο χρειάζεται, όχι πολλά-πολλά, προσέχουμε κιόλας. Ένας μόνο ξέρει. Αυτό το νέο παιδί, το φιντάνι του που τό΄χει αναλάβει από τότε που ήταν μιά σταλιά. Είναι ο ουστάς* του. Αυτός πληρώνει όλα τα έξοδα και το παιδί σπουδάζει, να βγει σωστός άνθρωπος, έστω και σ΄αυτή τη σκατοκοινωνία. Και μη νομίσετε, ούτε και το φιντάνι του συμμετέχει στα διάφορα κόλπα. Είναι ο ενδιάμεσος κρίκος. Παίρνει τις εντολές και έχει, με τη σειρά του, τρεις δικούς του ανθρώπους που καθαρίζουν. Όταν γίνει η μοιρασιά πληρώνει τους άλλους, κρατάει το μερίδιό του και ο ουστάς, ο άνθρωπός μας δηλαδή, επενδύει τα μισά γιά το μέλλον του φιντανιού και γιά τη μικρή αδερφή του. Καθαρά χαρτιά.
Και, δυό πράμματα βγάλτε απ΄το μυαλό σας. Ποτέ κάτι που έχει να κάνει με ναρκωτικά, και ποτέ του δε τον άγγιξε. Ποτέ, μα ποτέ. Δεν ήταν απ΄αυτούς. Γι αυτό και το παιδί ορκίζεται στ΄όνομά του. Μιλάνε μεταξύ τους όμως, όσο χρειάζεται. Πρέπει να προσέχουμε. Ότι είχε να του πει, να του μάθει γιά τις σκοτεινιές της ζωής, του τά΄μαθε. Τώρα έχουν μιά λεπτή, κρυστάλλινα καθαρή σχέση με βάσεις σταθερές και απαράβατους κανόνες.
Βλέπετε λοιπόν ότι αυτό το βαρύ άτομο που κάθεται και πίνει τον καφεδάκο του, δεν είναι κουμάσι της σειράς.
Νταής παλιός ήτανε. Νταής γιά την πάρτη του. Ποτέ του δε δούλεψε γιά κανέναν άλλον. Απ΄αυτή τη φάρα που χάθηκε από πολύ παλιά, χτισμένος στα χώματα φτωχογειτονιάς της Πόλης. Άνθρωπος ώριμος με κιαφέτι* και εντά.* Οικογένεια, παιδιά, δεν έκανε. Γυναίκες πάμπολλες πέρασαν απ΄τα χέρια του κι όλες έμειναν με μιά πίκρα που δε τον κατάφεραν αλλά, είχαν να λένε γι αυτόν.
Βέβαια, άλλη εντύπωση μπορεί να σας έδωσε μ΄αυτό το στεγνό φέρσιμο, λίγο πιό πριν, στο τηλέφωνο. Δε τό΄παιζε, δεν ήταν αδιάφορος, αλλά η καρδιά του είναι πιά κρύα, δε νιώθει. Είναι τακαβίτης* και ξέρει. Ξέρει την πανίδα και τη χλωρίδα της αγάπης, πως αρχίζει, πως συνεχίζει, πως μπουρδουκλώνεται και τελειώνει.
”Οι γυναίκες και τα λουλούδια είναι ότι πιό όμορφο υπάρχει στον κόσμο. Θες να ζήσεις μιά κανονική ζωή, βρες το συμπλήρωμά σου και πορέψου. Αν σου βγαίνει όμως αλλιώς, αν θες να είσαι εσύ κι ο εαυτός σου και να μπεις σε άλλα μονοπάτια, να βλέπεις τη ζωή απέξω, άστες, μη τις τυραννάς. Άστες να βρουν κάποιον άλλον να πορευτούν κι αυτές όπως ξέρουν. Η γυναίκα θέλει ν΄ασχοληθείς μαζί της, να χτίσεις μαζί της, να νιώθει ότι αυγατίζετε και την υπολογίζεις. Α δε μπορείς να τα κάνεις αυτά άστες, μη τις σκοτεινιάζεις γιατί αλλιώτικα βλέπουν αυτές τον κόσμο. Μη τους δίνεις ψεύτικες ελπίδες να κάτσουν και να σε περιμένουν.
Περνούν τα χρόνια τους κι είναι κρίμα. Άστες να βρουν ένα άλλο παλληκάρι. Κι αν φτάσεις στα δύσκολα χρόνια και χρειάζεσαι βοήθεια, μη στραφείς σ΄αυτές να σε νταντέψουν. Κάτσε μόνος σου ή μπες σ΄ένα γεροκομείο. Η γυναίκα είναι ένα λουλούδι, χρειάζεται φροντίδα, κουβέντα και αγάπη. Δε μπορείς να τα δώσεις αυτά, πορέψου μόνος…”.
Έτσι έλεγε στο φιντάνι όταν του μάθαινε.
Αυτό το νέο κορίτσι – γιατί ένα νέο κορίτσι του μίλαγε στο κινητό – άμα το βλέπατε δίπλα του θ’ απορούσατε. Τί κάνει αυτή η ανοιξιάτικη δροσιά μ΄αυτό τον άνθρωπο, θα λέγατε. ΄Ενα πλάσμα φτιαγμένο από αέρα και φως, χάρμα να το βλέπεις, από ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε, αλλ΄αυτή ήτανε – πώς να το πούμε; - μιά χρυσή καρδιά.
Καθόταν κι έτρωγε σ΄ένα ταβερνάκι, που κατά λάθος υπήρχε ακόμα, πριν από κανένα χρόνο. Έξω καθόταν, τελευταίος είχε μείνει, το κατάστημα τα μάζευε. Στην άκρη μιάς πλατείας ήταν κι εκείνη πέρασε. Έκανε το γύρω της πλατείας γιά να κόψει σ΄ένα κάθετο δρόμο, όταν της βγήκε ο ένας μπροστά της. Κάτι της είπε, εκείνη σταμάτησε, τον κοίταξε αμίλητη κι έκανε να συνεχίσει. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, ερημιά. Πήγε να του φύγει από τα πλάγια, αλλ΄αυτός την άρπαξε απ’ το μπράτσο και την ακινητοποίησε. Πάτησε ένα σφυριγματάκι κι ήρθαν ακόμα δυό που κάθονταν στο παρκάκι της πλατείας. ήρθαν χαζογελώντας και στήθηκαν γύρω της.
Ο άνθρωπός μας κοίταξε προς τη μεριά τους ανέκφραστος, κρατώντας το πηρούνι με την τελευταία μπουκιά. Άφησε κάτω το πηρούνι κι έβαλε το χέρι του στη πίσω τσέπη. Έβγαλε ένα λεπτό σκούφο και τον φόρεσε, ως λίγο πιό κάτω από τα μάτια. ”Πσσστ…”, έκανε. Αυτοί γύρισαν. Έστριψε τον καρπό του δείχνοντας με την παλάμη να ηρεμήσουν και με τον αντίχειρα να του δίνουν. Του απάντησε ο ένας, ο πιό αδύνατος, με αντίστοιχη χειρονομία
”α, παράτα μας!” και μετά έδειξε ανάμεσα στα σκέλια του.
Ο δικός μας ανασήκωσε το μπατζάκι του κι έβγαλε ένα κοντό μαχαίρι. Έπιασε τη λάμα του σφιχτά μες τη παλάμη, αφήνοντας μόνο τη μύτη να προεξέχει. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος τους.
- Τι θε, ρε μαλάκα; του είπε ο ένας. Α τράβα, να τελειώσεις το φαγητό σου!
Δε χρειάζεται να αναλωθούμε σε περιγραφές. Αμίλητος, σα ψυχρή φθοροποιός μηχανή, τους χάραξε τόσο, όσο που να τους πάρουν τα αίματα. Το βάλαν στα πόδια σα κότες. Το κορίτσι είχε απομείνει σα στήλη άλατος και έτρεμε. Έτσι γνωριστήκαν. Κάθησε γιά λίγο μαζί του, ήπιε κρασάκι κι όταν συνήλθε της έδωσε το τηλέφωνό του. ”Άμα χρειαστείς βοήθεια, τέτοια ή αλλιώτικη, πάρε με”, της είπε. Πήρε το χαρτί, σήκωσε το ποτήρι στην υγειά του και την κατάπιε η νύχτα.
Τον πήρε μετά από κανένα δίμηνο.
- Όχι γιά βοήθεια, μόνο να ρωτήσω τι κάνεις. - Καλά είμαι, ΄συ; - Μιά χαρά. Μήπως ευκαιρείς να σε δω; - Αμέ, άμα το θες... - Το θέλω! |
Έτσι ξεκίνησε κάτι που δε ξέρω αν θα το λέγαμε σχέση. Το κορίτσι είχε τη ζωή του κι εμφανιζόταν κάθε τόσο. Πήγαινε στο σπίτι της, ή αυτή στο δυαράκι του.,του μιλούσε γιά τα δικά της κι αυτός την άκουγε στωικά. Τον ρωτούσε γιά κείνον, τί να της πει; Πως γεννήθηκε το 1899; Απόφευγε και της χαμογέλαγε.
|
Περπατούσε ήρεμα, φορώντας ουδέτερα γυαλιά ήλιου γιά να μη φαίνονται τα γκρίζα, λαμπερά μάτια του και προσπαθώντας να μη τραβάει τη προσοχή με το μέγεθός του. Κοίταζε γύρω δήθεν αδιάφορα, αλλά το μυαλό του έβγαζε σπίθες απ΄τις πολλές στροφές. Τις τελευταίες μέρες τού΄χε καρφωθεί στο μυαλό ότι τον παρακολουθούνε. Ήταν πιό πολύ μιά αίσθηση, παρά κάτι συγκεκριμένο που είχε προσέξει. Υπήρχαν όμως μέσα του καλοακονισμένες προεκτάσεις των αισθήσεων, εξασκημένες από παλιά πείρα. Δεν έκαναν ποτέ λάθος, ούτε και τώρα.
Πραγματικά, ήταν δυό λαγωνικά που τον παρακολουθούσαν. Η απόφαση πάρθηκε σ΄ένα τμήμα της Ασφάλειας, μετά από μιά σύντομη συζήτηση. Η υπόθεσή του δε τους ενδιέφερε, αλλά ήταν κάποιος ανώτερος που του είχαν τριβελίσει το κρανίο διάφορα χαρτιά που περνούσαν μπροστά του και αφορούσαν τον Αλτσίτζογλου. «Πόσο καιρό θα μας κοροϊδεύει αυτός; Χρόνια τώρα κινείται στο σκοτάδι, συνεργάσιμος δεν είναι, να τα σκάει δε τα σκάε, ε, νισάφι! Ρε, Λευτέρη, γιά έλα ΄δω. Το και το. Έχε τα μάτια σου δεκατέσσερα μονάχα, ο μάγκας είναι επικίνδυνος. Δε τό΄χει σε τίποτα να σε κάνει φέτες. Πάρε κι άλλον ένα μαζί σου και κράτα με ενήμερο!». Κι έτσι, τον πήραν στο κατόπι. Ο έτσι Λευτέρης τον ακολουθούσε από καμιά δεκαπενταριά μέτρα και ο άλλος, από απέναντι.
Μη νομίσετε τώρα ότι αυτή η ιστορία θα γυρίσει σε αστυνομική, μου είναι αδιάφορο κάτι τέτοιο. Ο προβολέας είναι γυρισμένος μονάχα πάνω στο ψυχρό, στεγανό και δυσκολοδιάβατο ψυχικό τοπίο του Παναή Αλτσίτζογλου. Όλα τ΄ άλλα είναι βοηθητικές παρενθέσεις.
Στο κουρείο αναγούλιαζε με τη γύρω ατμόσφαιρα και τα λεγόμενα. Ο κουρέας ήταν λίγο γυναίκα και παρλάριζε ασταμάτητα με τρεις άλλους που περίμεναν και λέγαν ότι τους κατέβαινε στη γκλάβα.
Πλήρωσε κι έφυγε βιαστικά.
Κατέβηκε στο μετρό και ενώ έκανε πως θα μπει σ΄ένα βαγόνι, με μιά γρήγορη κίνηση μπήκε στο διπλανό του. Υπέθεσε πως αυτός ή αυτοί που τον παρακολουθούσαν είχαν σκοτωθεί να προλάβουν να μπουν στο ίδιο, ή μπορεί και να ήταν στο διπλανό. Έβγαλε μιά εφημερίδα κι έκανε πως διάβαζε. Κατέβηκε μετά από δυό σταθμούς, κρατώντας στο χέρι του ένα αντικείμενο που κατέληγε σε μιά λεπτή λαμίτσα. Προχώρησε ήρεμα στην πλατφόρμα και, ξαφνικά, έστριψε, άνοιξε πολύ γρήγορα τον κλεισμένο ανελκυστήρα προσωπικού και χώθηκε μέσα. Βγήκε δυό ορόφους πιό πάνω και, τό΄βαλε στα πόδια. Σταμάτησε ένα ταξί και το άφησε πέντε στενά πριν την εταιρία που λέγαμε. Στάθηκε καμιά εκατοστή μέτρα μακριά της και έστειλε ένα μήνυμα στο φιντάνι του με ένα Χ+Κ. Το Χ σήμαινε «με παρακολουθούν» και το Κ «καθάρισε». Τα υπόλοιπα δε τον αφορούσαν, ήταν δουλειά άλλων.
Άναψε ένα τσιγάρο και με μιά μικρή κάμερα με δυνατό ζουμ πήρε μερικές φωτογραφίες το βυσινί αυτοκίνητο και την εταιρία.
Μήνυμα στο κινητό. Από ένα παλιό γνωστό που δούλευε «μέσα». Ένα Κ+Χ. «Σε κυνηγάνε, χάσου».
Βρήκε μιά απόμερη γωνιά, έριξε κάτω το κινητό του και το σύντριψε με μιά δυνατή τακουνιά. Το πέταξε σ΄ένα καλάθι αχρήστων και γύρισε πίσω με το λεωφορείο.
Όπως τα δυό λαγωνικά που τον έχασαν στο μετρό, έτσι κι εγώ έχασα τα ίχνη του, απ΄τη στιγμή που μπήκε στο λεωφορείο. Πλανιόμουνα πάνω απ΄την πόλη, αχ, ξένη πιά πόλη μου, και δε τον απαντούσα πουθενά, ως τις εφτά που συνάντησε το πλάσμα που ήταν φτιαγμένο από αέρα και φως
.
- Μήπως σ΄έχει κουράσει που συναντιόμαστε, τον ρωτάει καθισμένη οκλαδόν στο πάτωμα μπροστά του.
- Όχι, καθόλου. Χαρά μου δίνεις και προσπαθώ να στη γυρίσω πίσω
- Δεν έχω συναντήσει άλλον άνθρωπο σν κι εσένα. Είσαι ζεστός και παγωμένος, ταυτόχρονα. Δε ξέρω πως να είμαι μαζί σου. Μ΄αγαπάς καθόλου;
Αυτή η ερώτηση είναι η αχίλλειος πτέρνα του από τα πολύ βαθιά χρόνια. Κάθε που τον ρωτούσν μπλόκαρε και δεν ήξερε τι να πει.
Απ΄όσο μπορώ να δω μέσα του, μόνο μιά φορά και ίσως, δε τον δυσκόλεψε. Κάποτε, ήταν μαζί μ΄ένα κορίτσι μικροκαμωμένο από τη Σμύρνη. Αυτός πηγαινοέρχονταν, κάνοντας διάφορες ασαφείς εμπορικές συναλλαγές και διευκολύνσεις. Όταν στα 1921 μυρίστηκε τι έμελλε να συμβεί, τη συνάντησε και της ζήτησε να φύγει από το σπίτι της, να φύγουν μαζί. Θα πέρναγαν στη Μυτιλήνη, μετά στη Σαλονίκη κι από κει στα Βαλκάνια. Εκείνη δε πήρε σοβαρά τις προειδοποιήσεις του γιά το μαύρο σύννεφο που θα΄ρχόταν και τού΄πε πως ίσως αργότερα, πως δε γινόταν ν΄αφήσει τη μάνα και τη μικρή αδερφή της μονάχες τους. Θυμάται πως της είπε, «αν μ΄αγαπάς, κάντο». Εκείνη είχε κλάψει, δε του απάντησε, την πήρε το μαύρο ποτάμι. Αυτό ήταν το τελευταίο που θυμάται από το φρούτο της αγάπης. Άλλος κόσμος όμως και άλλοι άνθρωποι τότε.
- Δε μου απαντάς.
|
Δεκατρείς μέρες μ΄ένα πεθαμένο φίλο, επιστροφή και κλείσιμο λογαριασμών…
|
- Να σε ρωτήσω πως είν΄εκεί κάτω, να ξέρω τουλάχιστο τι με περιμένει, ρωτάει ο Παναής.
- Ξέχνα το. Τί άλλα;
Του λέει γιά το κορίτσι και το Σάκη τον παίρνουν τα κλάματα. Νοσταλγεί...
- Έλα, ρε Σάκη, δε πάει χρόνος που έφυγες μού΄πες...
- Ε και; Ένας χρόνος είναι μιά αιωνιότητα χωρίς αυτό. Τί μου λες τώρα;
Λέγαν, λέγαν, μέχρι που λάλησαν τα κοκόρια. Και πέρασαν οι μέρες δεκατρείς και τη δέκατη τέταρτη το βράδυ που πάλι τα πίναν και τα λέγαν, μιά μαύρη σκιά πλησίασε και στάθηκε στα δυό μέτρα.
- Σάκη, έκανε η σκιά.
- Ναι, τό΄πιασα. Μ΄αφήνεις κι αυτή τη βραδυά με το φιλαράκι μου;
- Άντε, χαλάλι σου. Και τη μέρα αύριο όσο θα φέγγει, το βραδάκι όμως, ξεκίνα!
- ΄Ντάξει, έγινε!
Η πέτρα πιό πέρα έλαμψε και φυλάκισε τη συνομιλία. Ο Παναής δεν έβγαζε τσιμουδιά.
- Λοιπό, τί λέγαμε, είπε ο Σάκης. Α, αναρωτιόμουνα, πόσο χρονώ έφτασες,
ρε ψυχή;
- 112; Κάτι τέτοιο.
- Τι λέ΄ρε θηρίο...Μπα, δε ξέρω α θά΄θελα νά΄χα τη χάρη σου. Καλά, δε βαρέθηκες;
- Ε, όσο νά΄ναι, τί να κάνω όμως, λες να φουντάρω;
- Όχι δα και να φουντάρεις. Αυτά είναι γιά άλλους, όχι γιά κάτι σα κι εμάς. Να, λέω, πώς τη βγάζεις;
- Ε, μικροδουλίτσες, ταξιδάκια γιά τις μικροδουλίτσες...δε μου λες, εσύ έπαιζες κιθαρίτσα κάποτε. Την έχεις ακόμα;
- Άκου λέει. Κρυμένη την έχω. Γουστάρεις ε, μπαγάσα...
Ο Σάκης έπαιζε μόρτικια κιθάρα και σολάριζε νταλκαδιάρικα.
- Τί να πιάσουμε να ΄φχαριστήσω το φίλο μου;
- Παλιά σερέτικα της καρδιάς. Δυό κουτάλια έχεις;
Ο Σάκης, νταής ήταν κι αυτός, αλλιώτικος όμως, ντόπιος. Είχε σκορπίσει τα νιάτα του από δω κι από κει, σε κόντρες και πείσματα άχρηστα. Ηφαίστειο ήταν κάποτε, μύγα δε σήκωνε στο σπαθί του. «Κι όταν τα σκέφτομαι λέω, α, ρε Σάκη, μάπας ήσουνα. Γλύστρησ΄η ζωή μεσ΄ απ΄τα χέρια σου, σα το σαπούνι. Έκαψα και τα σωθικά μου με το ούζο. Τσάμπα. Μιά ζωή τσάμπα...»
- Όχι, ρε Σάκη, μη το βλέπεις έτσι. Να μη μετανιώνεις γιά τίποτα. Σε θυμάμαι τι ήσουνα. Δίκαιος, σπαθί. Μάγκας με τα ούλα σου. Όλα όμως έχουν διπλή όψη. Δίκοπα μαχαίρια. Ή έτσι θα κοπείς, ή αλλιώς. Τις καλές στιγμές και τα γλέντια που πέρασες εσύ, ούτε τα ονειρεύτηκαν άλλοι. Θά΄θελες να ζούσες ακόμα με μιά συνταξούλα, τακαβίτης και αραγμένος σ΄ένα καφενείο σα βαλσαμωμένη κουκουβάγια; Πιάσε κάτι τώρα να το πούμε μαζύ!
- Α, ρε Παναή, πάντα σ΄αγάπαγα. Μόνο εσένα παραδεχόμουνα!
- Έλα, έλα, Σάκη,...»Εγώ είμ΄αλάνης, μάνας γιός, μάγκας σωστός στην τρίχα...»
Έπαιξαν, ξεπατώθηκαν. Τελειωμό δεν είχαν, ποταμός ήταν ο Σάκης.
- Τώρα, θα σου πω εγώ ένα. Ένα που δε τό΄λεγε κανείς άλλος, εξόν από κείνον το γλυκό τον μερακλή, το Νούρο. Θά΄ναι γιά σένα και γιά μένα. Γιά δυό λευκές καρδιές.
Άρχισε πάλι ν΄αλλάζει χρώματα ο Παναής Αλτσίτζογλου. Ένα αλαφρό μουσμουλί πέπλο κατέβηκε μπροστά στο πρόσωπό του και άνοιγε, άνοιγε, ώσπου έγινε άσπρο κι από μέσα του βγήκε μιά φωνή αλλιώτικη. Έλεγες πως είχε ανοίξει το στήθος του και τά΄βγαζε όλα χύμα έξω. Αυτός ο μεγάλος και φαρδύς θώρακας που είχε αναπνεύσει φουρτούνες, κρίσεις, πολέμους, που είχε αντικρύσει μύριες φορές το θάνατο κι εκείνος τον είχε προσπεράσει, έβγαζε τώρα το μεδούλι του μπροστά στον πεθαμένο φίλο, ότι πιό σίγουρο μπορούσε να υπάρχει. Η φωνή του προεκτείνονταν σα φίδι που χάιδευε τη νύχτα, τα δέντρα ολόγυρα, τους σκληρούς θάμνους. Σέρνονταν στο χώμα, έμπαινε μέσα στην υγρασία της νύχτας κι έκανε τις νυχτοπεταλούδες ν΄αναριγούν, διέγραφε φωτεινά σχήματα στον αέρα και κατέληγε στην πέτρα που στεκόταν πιό πέρα κι αστραποβολούσε αποθηκεύοντας…
”Ποιός έχει μιά λευκή καρδιά να γίνουμε συντρόφοι,
|
Ξεκαθάρισμα λογαριασμών ...
”Φτάνω στο σταθμό υπεραστικών στις 9:30. Μπορείς νά΄ρθεις;” Υπογράφει Γιάννης. Θα καταλάβει εκείνη. Το δάχτυλό του ταλαντεύεται στο send.Σηκώνει τα μάτια και κοιτάζει πάλι στο κενό. Το κλείνει. Μετάνιωσε.
- Μπα, σα τα χιόνια. Καιρό έχουμε να σε δούμε. Πώς έτσι; |
- Άντρακλά μου εσύ...
- Κοίτα, αν μπορούσαμε να μη μιλάμε...
- Όπως θέλει τ΄αγόρι μου.
Τζίφος. Δε μπορούσε. Δεν έφταιγ΄εκείνη, κάτι μέσα του που τον κοίταγε μ΄ένα μάτι ειρωνικά. Η γυναίκα του χαμογελάει φιλικά και τον χαϊδεύει στο μέτωπο. Κάτι πάει να του πει, ακουμπάει την παλάμη του στο στόμα της.
- Σσς..., άστο.
Σκώνεται κι αρχίζει να ντύνεται. Τον κοιτάει εκείνη, πάει να του δώσει πίσω τα λεφτά.
- Αστειεύεσαι; Ήσουν πάντα φίνα μαζί μου, απόψε όμως, κάπως είμαι...
Περπατάει πάλι χωρίς να ξέρει που πάει. Τον πηγαίνει όμως ο άλλος από μέσα του κι απ΄τα Πετράλωνα βρέθηκε στου Ψειρρή. Όχι απλά εκεί αλλά σε συγκεκριμένο σημείο και περνώντας από ένα μπαράκι, τη βλέπει. Κάθεται με δυό άλλα νέα αγόρια και μιά που της μοιάζει πολύ. Μπερδεύεται, κάνει να συνεχίσει, αλλά ο άλλος μέσα του τον φρενάρει. Το γρήγορο μάτι της τον είδε. Μένει άγαλμα γιά μιά στιγμή. Την επόμενη τινάζεται πάνω και βγαίνει έξω τρέχοντας.
- Δε το πιστεύω! Δε το πιστεύω, εσύ, εδώ; Στάσου, περίμενε να πω αντίο κι έφτασα.
Οι άλλοι γυρίζουν και τον κοιτάν παραξενεμένοι. Τραβιέται στο πλάι.
Τον αγκαλιάζει και νιώθει ένα άλλο σώμα απ΄αυτό που ήξερε. Σα μαλακό, σα παραλυμένο, που κάπου αλλού βρίσκεται.
- Μού΄λειψες. Δε παραξενεύτηκες που δε σε πήρα καθόλου;
- Δε ξέρω.
- Νόμισες πως δεν ήθελα να σ΄ενοχλήσω, δεν ήταν όμως αυτό. Με πλησίασαν και με ρωτούσαν γιά σένα...
Δαγκώνεται ο Παναής. Σφίγγει το σώμα του και την τραβάει γρήγορα σ΄ένα στενό. Κοιτάζει γύρω του νευρικός. Αυτό δε τό΄χε υπολογίσει. Τη χώνει σε μιά μισάνοιχτη πόρτα και σκάζει μύτη έξω. Περιμένει, τίποτα, ψυχή.
- Κάτι έχεις κάνει. Τί;
- Τίποτα. Με θέλουν γιά παλιές ιστορίες.
Την κοιτάζει και τα μάτια του είναι κουρασμένα αλλά αστράφτουν.
- Είμαι σα χίλια κιλά απόψε. Μείνε μόνο μαζί μου...
- Δε σε πήρα γιατί φοβήθηκα μη παρακολουθούν το κινητό.
- Καλά έκανες. Το δικό μου είναι σε άλλο όνομα. Νεφέλη (επιτέλους, είπε τ΄όνομά της), σ΄εμπιστεύομαι. Τό΄χω κι ανάγκη να σ΄ εμπιστευτώ. Μη φοβάσαι, δεν έχω κάνει κάτι που να με τρομάζει. Και να με βρούνε, δεν έχουν τίποτα να μου φορτώσουν, μονάχα μου τη δίνει όταν με ψάχνουν. Από μικρό παιδί τό΄χα αυτό. Έλα, θα πάρουμε ταξί και θα πάμε κάπου ήσυχα να μιλήσουμε. Μπορείς;
Το ταξί τους άφησε σε μιά σκοτεινή παραλία με κλειστά μαγαζιά. Κάθησαν δυό βήματα από τη θάλασσα και τά΄βγαλε όλα. Όλα από την αρχή. Ακόμα και την ημερομηνία που γεννήθηκε της είπε, ξαλάφρωσε. Σα νά΄ταν η πρώτη φορά που ήρθε κοντύτερα στους άλλους αυτού του κόσμου. Η Νεφέλη τον άκουσε χωρίς να πει τίποτα, χωρίς να ρωτήσει τίποτα.
- Δεν έκανα λάθος μαζί σου, αξίζεις, της είπε τρυφερά.
- Ούτε κι εγώ με σένα. Είμαι κοντά σου. Θα στηρίξω.
- Ο δρόμος τελειώνει όμως μανίτσα μου, εδώ τελειώνει...
Τινάχτηκε.
- Τελειώνει, τί; Εμείς;
- Όχι, εγώ. Εσύ θα συνεχίσεις.
- Δε το πιάνω. Πες μου!
Ο Παναής κοίταξε πέρα, μέσα στο σκοτεινό της θάλασσας κι είδε την πέτρα να χοροπηδάει στα νερά λάμποντας.
- Κοίτα εκεί. Βλέπεις;
- Όχι. Τί;
- Τίποτα. Κάτι μου φάνηκε πως είδα. Έλα να περπατήσουμε λίγο. Πάρε πρώτα ότι έχω πάνω μου.
Άδειασε τις τσέπες του όλες κι αράδιασε μερικά πραμματάκια μπροστά της (στο τέλος αυτής της ιστορίας παρατίθεται λεπτομερής κατάλογος των προσωπικών αντικειμένων του),
- Κι αυτό το μασούρι (ένα μάτσο χρήματα πιασμένα μ΄ένα λαστιχάκι).
- Δε καταλαβαίνω γιατί το κάνεις αυτό...
- Κοίταξε, Νεφέλη, θέλω να σου ζητήσω μιά χάρη. Να κάτσουμε κάτω απ΄αυτό το πεύκο και να ξαπλώσω στο χώμα... Έλα, να σε φιλήσω.
Έχωσε το πρόσωπό του μέσα στις ρίζες των μαλλιών της και τη μύρισε βαθιά. Της φίλησε τα δυό απορημένα μάτια της και δε την άφησε να συνεχίσει. Ξάπλωσε δίπλα της κι ένα κόκκινο χρώμα άρχισε να τον καλύπτει.
Κράτα με.
Το χέρι της χάθηκε μέσα στη μεγάλη παλάμη του. Της το έσφιξε γερά καθώς το αίμα άρχισε να κοχλάζει μέσα στις αρτηρίες του και τον έβαψε βυσινιό.
Φρόντισε, σε παρακαλώ, να καώ.
Μηηη... ούρλιαξε εκείνη.
Ένα τίναγμα και το πρόσωπό του άλλαξε διάταξη. Τ΄αριστερό του φρύδι συσπάστηκε, σα να το χτύπησε ρεύμα ηλεκτρικό, και κατέβηκε στραβά προς τα κάτω, το γκρίζο μάτι του θόλωσε και ανεβοκατέβηκε φρενιασμένο, το μάγουλό του φούσκωσε και σα ξαφνικό κύμα μετακινήθηκε και καβάλλησε το δεξί, το στόμα του γύρισε τη μιά του άκρη προς τα πάνω, η γλώσσα πήγε να βγει έξω, αλλά τη συγκράτησε (ήθελε να περιωρίσει την παραμόρφωση, από ντροπή γιά κείνη).
Ένα τίναγμα ακόμα, ένα μαύρο υγρό που κύλησε απ΄το στόμα του, ένας αναστεναγμός και, αυτό ήταν. Το μεγάλο σώμα έμεινε ακίνητο κι η πέτρα βούλιαξε στο βυθό της σκοτεινής θάλασσας.
Έτζι, μ΄αυτόν τον τρόπο, το πρωινό της 7ης Απριλίου του 2009, τέλειωσε τις μακριές του ημέρες ο πρώην νταής, Παναής Αλτσίτζογλου, που είδε το φως του ήλιου σε μιά φτωχογειτονιά της Πόλης, εν έτει 1899.
Τελείωσε κρατημένος από τα χέρια της Νεφέλης, ενός νέου κοριτσιού, φτιαγμένου από αέρα και φως, που ανήκε σ΄ένα κόσμο, που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε. Ίσως και γι αυτό το λόγο να πέρασε στην άλλη διάσταση χαλαρός κι ανάλαφρος...
ΥΓ. Και κάτι ακόμα. Να θυμάστε ότι οι λέξεις τρίβονται, ξεφτίζουν και χάνουν το πραγματικό νόημά τους. εξαιτίας της λήθης και της ανοησίας μας. Να θυμάστε ότι νταής δε σήμαινε αυτό που νομίζουμε σήμερα. Ελπίζω ότι η περίπτωση αυτού του μοναχικού ανθρώπου να σας έπεισε λίγο γι αυτό.
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΠΟΥ ΥΠΗΡΧΑΝ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ΝΤΑΗ, Παναή Αλτσίτζογλου
1. κουτάκι μικρό από σουλφαμίδες του 1940 με λευκοπλάστες και γάζες
2. τέσσερα λαστιχάκια
3. εισιτήριο λεωφορείου
4. τρία κομμάτια κανέλας
5. πορτοφόλι με κάρτες, άσχετα χαρτιά και αποδείξεις, μιά οικογενειακή φωτογραφία που τον έδειχνε να κάθεται στα γόνατα του μουστακαλή πατέρα του και μιά πολύ σοβαρή μάνα
6. ένα μαραμένο γαρύφαλο
7. ένας μικρός δίκοπος κόφτης
8. ένα μικρό αντικείμενο με μιά λαμίτσα παραβίασης κλειδαριών
9. ένα διπλωμένο χαρτάκι που έγραφε: «Με ρώτησες αν σ΄αγαπώ καθόλου• ναι, σ΄αγαπάω! – όποτε χρειαστείς κάποια βοήθεια, σφύρα μου. Θαρθώ – με τον τρόπο μου. Μη το ξεχνάς – Π.Α.
Το 8 και το 9 ήταν τυλιγμένα, το καθένα τους, σ΄ένα χαρτάκι που έγραφε, «γιά ξεφόρτωμα».
ουστάς, ο = μάστορας, δάσκαλος
κιαφέτι, το = το ύφος
εντάς, ο = ο «αέρας» ενός ανθρώπου
τακαβίτης, ο = παραιτημένος
Πλάγιες μικρές σκέψεις γιά τον εκλιπόντα πρώην νταή, Παναή Αλτσίτζογλου
Τρεις μέρες είχα πέσει σε μιά σκοτεινή τρύπα κι έλεα, πώς να τελειώσω τη ζωή αυτού του μοναχικού ανθρώπου; Σαν υπνοβάτης ήμουνα. Μου μίλαγαν και δεν άκουα. Δεν ήταν ότι βιαζόμουν να τελειώσω την ιστορία. Ήταν ότι αυτός ο άνθρωπος έκατσε ξαφνικά μέσα μου και, βαρύς όπως ήταν, με τραβούσε προς τα κάτω, χωρίς τελειωμό. Κάτι άλλο που ήταν καινούριο γιά μένα, αλλά με μπέρδευε κιόλα, ήταν ότι, γιά πρώτη φορά μιά φιγούρα που πλάστηκε στο κεφάλι μου, μού΄παιζε κρυφτό. Τον οδηγούσα, νόμιζα, τον πήγαινα αλλά και με πήγαινε. Όταν έκλεινε τα παραθυρόφυλλά του, όπως μέσα στο λεωφορείο της επιστροφής, δε μπορούσα καθόλου να φωτίσω μες το κεφάλι του και να δω.
Κάποια στιγμή, θυμήθηκα ένα παλιό νουνό που είχα, ένα ανθρωπάκι μάλαμα. Μοναχικός ήταν κι αυτός και παντρεμένος με τη Μικρασιάτισσα θεία μου που, γιά διάφορους λόγους, δε την πήγαινα. Όλο του κολλούσε και τον πίεζε, ενώ αυτός έπλεε σε γαλήνιες (;) θάλασσες αφηρημάδας.
Όταν μεγάλωσα, εξαφανίστηκα και χαθήκαμε. Κάποια φορά τον βρίσκω που παραθέριζαν στην Αγία Τριάδα, στη Σαλονίκη. Είχε πάει λίγο πιό πέρα απ΄τους άλλους που θαύμαζαν το ηλιοβασίλεμα, είχε γυρίσει την πλάτη του στη θάλασσα και κοιτούσε προς το κενό, πάνω σε μιά ψάθινη πολυθρόνα.
Πήγα κοντά του, χαμήλωσα, τού΄πιασα το χοντρό του γόνατο.
- Πώς πάει, νουνέ;
- Κωστάκι, βαρέθηκα, κουράστηκα. Δε θέλω άλλο…
Τον επόμενο χρόνο έφυγε γιά πάντα.
Μετά, θυμήθηκα μιά παλιά ζωγραφιά που είχα κάνει και την είχα βαφτίσει ”Εγκέπ” (εγκεφαλικό επεισόδιο). Παρίστανε ένα λαϊκό μπεχλιβάνη τη στιγμή που παθαίνει νταμπλά, ενώ έκανε κατορθώματα σ΄ένα δρομάκι της οδού Αθηνάς, στην πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους.
Χρόνια πολλά αργότερα, ανακάλυψα τον Francis Bacon (http://en.wikipedia.org/wiki/Francis_Bacon_(painter) και έμεινα άπνους. Δεν είχα ξαναδεί τέτοια ζωγραφική και τόσο πόνο. Τα παραμορφωμένα πρόσωπα του που έδειχναν το απομέσα των ανθρώπων, κόλλησαν με το «Εγκέπ» και μιά τέτοια αιτία θανάτου μου κάθησε σα πολύ λογική στην ηλικία του Π.Α.
Τον οδήγησα στον παλιό του γνώριμο, το νεκρό Σάκη Α. που ήταν ένα υπαρκτό πρόσωπο και φίλος μου. Η συνάντησή τους κάτι του έκανε μέσα του. Το κατάλαβε ή όχι, δε ξέρω. Το ότι τακτοποίησε κάποια πρακτικά θέματα στην Τράπεζα κι έγραψε ένα γράμμα, άγνωστου περιεχομένου, στο φιντάνι του, δείχνει πως είχε ήδη πάρει κάποιες αποφάσεις.
Σας διαβεβαιώ ότι δε ξέρω γιατί επισκέφτηκε μιά γυναίκα γιά πληρωμένο έρωτα, μπορώ όμως να καταλάβω γιατί δε μπόρεσε να λειτουργήσει.
Στη συνέχεια, κάτι μέσα του τον οδήγησε εκεί που σύχναζε το κορίτσι από αέρα και φως. Τον πήγε εκεί γιατί ένιωθε πολύ έρημος. Φαίνεται πως αυτή από μακρόν ιστοριούλα μαζί της, κάτι του έκανε επίσης, αλλά η καρδιά του δεν ένιωθε πιά. Έτσι τουλάχιστο νόμιζε. Της ανοίχτηκε γιά να μη την τυραννάγαν ερωτηματικά όταν θά΄φευγε, έκανε δηλαδή το αντίθετο απ΄αυτό που συνηθίζουν οι άντρες. Τιμή του. Μετά, δεν απόμενε πιά παρά το χέρι της και η ηλεκτρική επίθεση στο κεφάλι του.
Μου είναι κατανοητό ότι η ιστορία του Παναή Αλτσίτζογλου φαίνεται μελαγχολική και μαύρη. Γιά μένα δεν είναι ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Ο άνθρωπος αυτός ήταν πλήρης ημερών και εμπειριών. Είχαν δει πολλά τα μάτια του και αυτά τα χλιαρά που μπεμπέκιζαν γύρω του, δε τού΄λεγαν τίποτα. Δεν ήταν μισάνθρωπος, δεν ήταν ότι δε καταλάβαινε τον κόσμο και την τωρινή ζωή. ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ! Νέτα και σταράτα. Μα, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς, παρουσιάστηκε στη ζωή του αυτό το νέο κορίτσι που...που, τί; Να έκανε τί, μαζί της; Το χάσμα ήταν αγεφύρωτο κι ο έρωτας και η δροσιά δε φτάνουν γιά να καλύψουν όλα τα κενά. Βέβαια, δε διευκρινίστηκε αυτό το «το κορίτσι ανήκε σ΄ένα κόσμο που αυτός ποτέ δε τον γούσταρε». Πολύ απλά, η Νεφέλη προέρχονταν από μιά τακτοποιημένη, «δήθεν» αστική τάξη. Τί δουλιά είχε αυτό με τέτοια; Πλήξη αφόρητη. Ας μη κοροϊδευόμαστε.
Έτζι, η πρώην φθοροποιός μηχανή αφέθηκε να τερματίσει στα χέρια της, ξέροντας πως δε θα τον ξεχνούσε ποτέ, αλλά και ξέροντας πως εκείνη θα συνέχιζε τη ζωή της εκεί που έμαθε. Ο ίδιος, έφυγε απόλυτα ικανοποιημένος και ευτυχώς που δε πρόλαβαν να τον «σώσουν»...
* * * * * * * * * * * * * * * *
Κείμενο του Κώστα Λαδόπουλου δημοσιευμένο στο www.e-orfeas.gr
4 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΨάχνοντας -καθότι αργόσχολη και γουστάρω πολύ την άνευ σκοπού, λόγου και αιτίας ψευτοπεριπλάνηση- βρίσκω διάφορα χαριτωμένα κατά καιρούς και με καμαρώνω... (ναι, το ΄χω και αυτό)
Σκέψου σήμερα που εκτός απ΄το αρχικό παραμυθάκι (άκρως διδακτικό ομολογουμένως) βρήκα και το αντίστοιχο ποίημα... με λίγη ναφθαλίνη απ΄τον προπερασμένο αιώνα, αλλά μια χαρά διατηρημένο... 19ος αιώνας, αλλά ολόφρεσκο, επίκαιρο και εύπεπτο, αν έχουμε τα μυαλά μας σωστά, τα μάτια μας δεκατέσσερα και τ΄αυτιά μας κλειστά στα "γλυκανάλατα"
Διδαχθείτε
ΚΟΡΑΞ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ (Αλέξανδρος Ραγκαβής 1809-1892)
Κόραξ εις άκραν υψηλήν
κλάδου εκάθητο ελαίας
μέλαιναν είχεν την στολήν
και εις το ράμφος είχε κρέας.
Εις τα χαμόκλαδα κοντά
αλώπηξ ίστατο δολία,
τους ρώθωνας αυτής κεντά
του κρέατος η ευωδία.
Τρέχει, προφθάνει...περιττός
ο κόπος, μάτην η σπουδή της !
Τι ύψος ! Κι ειναι πτερωτός
ο ευτυχής ιδιοκτήτης.
Κατ΄άλλον τρόπον μελετά
εις τα νερά της να τον φέρη,
βλέπει επάνω χαιρετά
και ταύτα ευγενώς προφέρει.
-Καλώς μας όρισες εδώ,
αέρα φίλτατε να πάρης,
τρελαίνομαι, οταν σε δώ.
Πόση κομψότης, πόση χάρις !
Τις έχει τόσην καλλονήν,
τίς πτέρυγας ποικιλωτέρας !
Τί κρίμα ! Αν είχες και φωνήν
θα ήσο των πτηνών το τέρας !
Φωνήν δεν εχω; να χαθής !
(εντός του είπε), θα σε δείξω,
περίμενε, να τρελαθής
μόλις το στόμα μου ανοίξω.
Και πλατύς φάρυγξ ανοιγείς
δύο τραχέα "κρά" εβγάζει
και παφ! το κρέας κατά γής,
και χάπ ! η πονηρά τ΄αρπάζει.
Ακόμη τρέχ΄εις το βουνόν,
και αφού έφαγε το κρέας,
γελώσα λέγ΄εις το πτηνόν
τας λέξεις ταύτας τελευταίας:
-Μάθε , ω φίλτατον πουλί
μάθε, ω άνθος των κοράκων,
πως των ευπίστων η φυλή
τρέφει το γένος των κολάκων
-------------------------------
Ακολουθεί διαγώνισμα έκθεσης ιδεών, βγάλτε τετράδια και μολύβια γρήγορα.....
Είμαι σ΄ένα δωμάτιο με τεράστια παραλληλόγραμμα παράθυρα. Τα παντζούρια είναι ανοιχτά όπως πάντα, όμως το φως απ΄τον λαμπτήρα της ηλεκτρικής σταματάει διακριτικά στο ξύλινο περβάζι, δεν μπαίνει μέσα...το δωμάτιο είναι κατασκότεινο. Ετσι το θέλησες. Ηρθες με διαδικασίες άγνωστες.... ήθελες να βρεθείς κοντά μου... μ ΄νοιωσες...
Ακούγεται ένα ελαφρύ τρίξιμο απ΄την ψάθινη πολυθρόνα και κάτι ακόμη πιο ανεπαίσθητο, έτσι..σαν να τακτοποιείς τα ρούχα σου. Την ξέρω αυτή την κίνηση, δεν την βλέπω αλλά την ξέρω. Κάθεσαι πάντα ανάλαφρα, βάζεις την γάτα σου στην αγκαλιά και τακτοποιείς το μαύρο σου φόρεμα - πάντα μαύρο- να μην τσαλακωθεί πολύ. Ακουμπάς τα χέρια σου στα μπράτσα της πολυθρόνας. Η πλάτη ίσια, ευθυτενής..σφιχτά κλεισμένα τα γόνατα και οι στρογγυλές μύτες απ΄τα παπούτσια σου στοιχισμένες με ακρίβεια η μία δίπλα στην άλλη. Παράξενο, αλλά σήμερα τις νοιώθω λίγο σκονισμένες. Από ποιό δρόμο ήρθες? Η Θεοφίλου έγινε άσφαλτος πιά...
Εγώ εκεί... μπροστά σου, στο σκαμνάκι. Kάθομαι στο μαξιλαράκι που φτιαξες απ΄τον παλιό τσεβρέ. Τότε που ξέφτισαν οι χρυσοκλωστές απ΄ τις φούντες και σταμάτησες να τον στρώνεις. Κάθομαι και σε κοιτάζω, μα δεν σε βλέπω... Δεν μιλάς, η σιωπή είναι πηχτή ανάμεσά μας... να την κόψεις με το μαχαίρι, δεν βλέπω καν το περίγραμμά σου ακούω όμως μια βαθιά αναπνοή σαν αναστεναγμό και το απαλό γκλιν γκλιν απ΄τα βραχιόλια σου! Πως βρέθηκαν πάλι στο χέρι σου? Δυό σκαλιστά ανατολίτικα βραχιόλια φερμένα απ΄την Προύσσα... "απ΄την πατρίδα" που έλεγες... μοναδικό αντιφατικά κραυγαλέο στοιχείο στην λιτή σου εμφάνιση. Ναι ξέρω, ακούστηκαν γιατί σιάζεις πάλι τα μαλλιά σου, τακτοποιείς τις φουρκέτες που ξέφυγαν, και παράλληλα νοιώθω τα μάτια σου να μ΄ εξετάζουν. Είναι γαλανά και μεγάλα παρά τα πεσμένα βλέφαρα, αλλά δεν φαίνονται μες στο σκοτάδι. Τα ξέρω όμως, ξέρω την ηρεμία τους, την χωρίς δεύτερη κουβέντα επιβολή θέλησης και την τρυφεράδα που εναλλάσσονται στο βλέμμα τους ανάλογα με την στιγμή. Τώρα είναι τρυφερά, είναι στοργικά, είναι ανυπόμονα, είναι διψασμένα...
Γέρνεις -δεν σκύβεις- γέρνεις λίγο ελαφρά μπροστά...
- Λοιπόν ?
- (σιωπή)
- Δεν ξεύρεις ή δεν θέλεις να μου ειπείς?
- (σιωπή)
Ξανακούγεται το ελαφρό θρόισμα του ρούχου σου καθώς επαναφέρεις το σώμα σου πίσω στην αρχική ευθεία στάση.. Τακτοποιείς το πράσινο μαξιλάρι πίσω στην πλάτη σου...Η γάτα σου ξεκουλουριάζεται κι αυτή κι άλλαζει θέση...
- Σήμερον ήκουσα ένα μανέ... ...θέλεις? μπορώ... Θέλεις?
- (σιωπηλή συγκατάβαση)
http://youtu.be/4YoJkThL4v4
Μελωδία λιγωτική, ράθυμη ανατολίτικη, με πάθος και παράπονο... δύσκολη και παράξενη στα "ντόπια" αυτιά... οικεία και προσφιλής σ΄εμάς... στο σπίτι μας... στην γειτονιά μας... Τα "δικά μας" ακούσματα, "οι δικοί μας" γνώριμοι εσωτερικοί ήχοι... Και η φωνή σου...!! Η φωνή σου... η άτεχνη... με τα σπασίματα... χαμηλή με κομένες αναπνοές σε λάθος σημεία... ο χαμηλός παράφωνος ψίθυρος... τόσο ζεστός και αδύναμα δυνατός... το ποιό "βροντερό" μουρμούρισμα που έχω ακούσει ποτέ, με την ίδια (για μένα) πάντα γλύκα πασπαλίζει προσεκτικά με άχνη ζάχαρη όλα τα σημεία στο δωμάτιο, όλες τις γωνιές, διώχνει τους ίσκιους...την σιωπή ... ξανάρχεται μετά από χρόνια στ΄αυτιά μου (?) στον νου μου (?) στην ψυχή μου (?)...δεν ξέρω! Με καλοπιάνει, με γαληνεύει, με ηρεμεί... με χαϊδεύει... με γεμίζει δυόσμους και μπαχαρικά και κανέλλα... Η βαριά μυρωδιά απ΄το τσιγαρισμένο κρεμμύδι που κάηκε χθές στο τηγάνι μαζεύει άρον άρον τα μπαγάζια της και δρασκελίζει το περβάζι... φεύγει μακριά... σ΄άλλους μαχαλάδες...
- Δεν θα μου πεις τώρα? ρωτάς
- Σου είπα.. λέω κοφτά, μη μου χαλάσει η μαγεία
- Είσαι εντελώς αγνώριστη πιά... (λές με τρυφερότητα)
- Εσύ είσαι ίδια... (λέω με ξαφνική κακία)
- Μαύρα μαλλιά και μακριά, που είν΄ο φιόγκος σου? (ξαναλές με τρυφερότητα, αγνοείς την κακία)
- Η φωτογραφία είναι στον τοίχο, εσύ που είσαι? (ξαναλέω με περισσότερη κακία)
Ξανά σιωπή.... Δεν λέμε άλλο τίποτα κι η ώρα τρέχει... Αναστενάζεις, κι η πολυθρόνα τρίζει καθώς σηκώνεσαι...
- Πρέπει να φύγω. Με περιμένουν τζάνεμ...
- Που ?
- (υποψία αχνού χαμόγελου, όπως πάντα... χωρίς λόγια)
- Στάσου λίγο! ένα λεπτάκι μόνο... να σου πω...... κάνω ένα φίλο... κοίταξε αυτό
Νοιώθω να απλώνεις το χέρι σου. Ακουμπάς το δικό μου. Τρέμει ελαφρά, και αισθάνομαι μια υποψία χαϊδέματος καθώς παίρνεις το χαρτάκι που σου δίνω...Σμίγεις τα φρύδια στην προσπάθειά σου να διαβάσεις -όπως πάντα- χωρίς γυαλιά κι έχει σκοτάδι...
"- Δεν χρειάζομαι ευχαριστίες... Ειλικρινείς φίλους χρειάζομαι...
- Κι εγώ... "
Χαμογελάς ευχαριστημένη, δεν μιλάς, εγώ όμως διακρίνω την ανησυχία σου ακόμα και τώρα (φαντάσου!!!), όπως τότε.... Ρίχνεις μια ματιά έξω απ΄το παράθυρο, παίρνεις την γάτα σου και κοντοστέκεσαι... Ψηλή, αδύνατη, ολόισια, γεμίζεις -ξεκάθαρα τώρα- τα μάτια μου....
Καθώς προχωράς βγαίνοντας αργά αργά απ΄τις αισθήσεις μου, φωνάζω (?) από μέσα μου
- Σ΄αγαπάω γιαγιάααααααα
- Κι εγώωωωω..... (άκουσα !!!!)
3 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΕικόνες με ή χωρίς λέξεις.... ίσως για ένα παραλήπτη
blue jeans indigo denim άκου ανθρωπάκο Βίλχελμ Ράιχ γιαγιά γυναίκα female genital mutilation δάσκαλος χρυσαυγίτες εφημερίδα του 1880 ιστορία για ένα κάποιον φθοροποιός μηχανή Καβάφης προτομή Καβουρότρυπες Χαλκιδική ζωγραφισμένα βράχια γλυπτά βράχων Μαρσέλ Προύστ Νικολας Ασιμος Νικος Γκατσος Πειραματικό πολυτονικό Πολυτεχνείο 1973 πρώτη επέτειος φωτό ρόδο Ιεριχούς Ρούντυ βέλγικος ποιμενικός groenendael το γάλα Χοντρομπαλού Νικος Γκάτσος Δέσπω Διαμαντίδου Χρονης Μίσσιος σκοτώθηκες νωρίς χαμογέλα ρε χρονικό δικτατορίας ντοκυμανταίρ Π.Βούλγαρη