Καλοκαίρι του 1984. Παρασκευή μεσημέρι και οι γονείς μου μαζί με τη θεία και το θείο μου φορτώνουν το κίτρινο φορτηγάκι μας με τα «συμπράγκαλα» του κάμπινγκ. Σκηνή, τραπεζάκια «εκστρατείας», καρεκλάκια, παγούρια, θερμός, τάπερ, γκαζάκια, πτυσσόμενα κρεβάτια, πλαστικά ποτηράκια, πιάτα. Για ένα σαββατοκύριακο θα είμαστε κανονικοί νομάδες. Κάθε εβδομάδα και διαφορετικός προορισμός. Αυτή την εβδομάδα πάμε στην Ωραία Ελένη, κοντά στην Κόρινθο. Εγώ και τα ξαδέρφια μου είμαστε ενθουσιασμένοι γιατί εκεί θα είναι και κάποιοι φίλοι των γονιών μας μαζί με τα παιδιά τους. Μπάνιο, παιχνίδια, θέατρο (ναι, παίζαμε και θέατρο), τραγούδια, αστεία και ανέκδοτα κάθε βράδυ γύρω από τη φωτιά, τζιτζίκια, ύπνος κάτω από τα πεύκα, τα ζεστά μεσημέρια, και μια ανεμελιά που όμοιά της δυστυχώς δεν ξανάζησα.
Στη μία ώρα που κάνουμε περίπου για να φτάσουμε, περνάμε τέλεια. Ο μπαμπάς μάς βάζει στο κασετόφωνο να ακούμε ό,τι μας αρέσει κι εκείνη την εποχή εγώ έχω τρελό κόλλημα με τον Πάριο κι ο αδερφός μου, αν και μόνο τριών χρονών και πολύ ήσυχο παιδί ομολογουμένως, εκστασιάζεται όταν ακούει «Το μωρό μου» της Αρβανιτάκη.
Όμως αυτή τη φορά δε μας κάνει το χατίρι. Βγάζει από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου μια κασέτα με ένα πολύχρωμο εξώφυλλο. Διαβάζω: Χαράτσι Νίκος Παπάζογλου. Ο μπαμπάς μου βάζει την κασέτα στο κασετόφωνο κι εγώ τον κοιτάζω με εμφανή δυσαρέσκεια και απογοήτευση.
- Μπαμπά, δε θα ακούσουμε τον Πάριο;
- Άκου αυτό το τραγούδι που θα σου βάλω.
- Μα μπαμπάαααα…ποιός είναι αυτός ο Παπάζογλου;
- Είναι ένας φοβερός τραγουδιστής από τη Θεσσαλονίκη. Θα σου αρέσει. Άκου αυτό: λέγεται «Αύγουστος».
Αν και είμαι μόνο 10 χρονών, αισθάνομαι περίεργα στο άκουσμά του. Όμορφα περίεργα. Ακόμα τη θυμάμαι εκείνη τη στιγμή. Ακούμε όλη την κασέτα και μετά την ξαναπαίζουμε. Όταν φτάνουμε στον προορισμό μας ο μπαμπάς μου δε σταματάει να μιλάει στους φίλους του με ενθουσιασμό γι' αυτόν τον τραγουδιστή και τη μοναδική φωνή του. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πως κάποιοι τον ειρωνεύονται. «Ασε μας ρε Παναγούλια…πού τον βρήκες αυτόν τον Παπάζογλου;»
Από τότε έχουν περάσει 27 χρόνια. Δε σταμάτησα ούτε στιγμή να τον αγαπάω. Κάθε καλοκαίρι, τέλη Αυγούστου με αρχές Σεπτεμβρίου είχαμε ραντεβού στο Κατράκειο της Νίκαιας. Δε μας ξεχνούσε ποτέ. Και τύχαινε (;) όταν τραγουδούσε ο Νικόλας, να έχει υπέροχη βραδιά κι ένα φεγγάρι που λες και περίμενε κι αυτό να τον ακούσει.
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Σκέψεις (λέμε τώρα...), συμβουλές (επίσης λέμε τώρα...), και σχόλια (ααα...όλα κι όλα, αυτό μπορώ να το κάνω!)