Ένα παιδί κοιτάει τ' άστρα (reload)
Γιατί βαριέται να τα μετρήσει...
30 Απριλίου 2007, 02:56
Σικάγο, 1886
Οι ηττημένοι της ιστορίας...  

Μου αρέσει η πρωτομαγιά.

Γιατί καταρχάς, είναι μια απ’ τις ελάχιστες γιορτές που έχουμε διατηρήσει χωρίς θρησκευτικό περιεχόμενο.

 

Γιατί συμβολίζει κάτι το οποίο υπήρξε πραγματικά, με θύματα χιλιάδες εργάτες κι όχι δράκους, πελώρια κήτη της  θάλασσας, τέρατα με έξι κεφάλια και πατούσες 64 νούμερο, πράσινη μουσούδα και ρουθούνια σαν θερμοκήπια.

 

Ήταν Σάββατο. 1η Μάη. 1886. Σικάγο. Οι εργάτες ζητούσαν 8ωρο. 340.000. Βγήκαν με τα καλά τους στη διαδήλωση. Κι ήταν όλο χαμόγελα και διάθεση για αγώνα.

 

Απ’ την άλλη τα αστυνομικάκια. Θα πει κάποιος «τι φταιν κι αυτά, εντολές εκτελούνε…Παιδιά φτωχά  είναι και τούτα…»

 

Θα πω κι εγώ όμως, «παιδάκια, παιδάκια, αλλά δεν άφησαν πάλι στη θέση τους ούτε φρονιμίτη! Σικάγο την κάνανε τη διαδήλωση!»

 

Γιατί εκεί που καλά κι ωραία διαδήλωνε ο κόσμος, ένα παιδάκι φαίνεται ότι είχε μια φαεινή ιδέα να πετάξει μια στρακαστρούκα μέσα στη διαδήλωση. Αλλά επειδή μιλάμε για Η.Π.Α., όταν λέμε στρακαστρούκα εννοούμε μυδραλιοβόλο και πάνω…

 

Κι εδώ συναντάμε το  νόμο του Μέρφι. Με το καταπληκτικό σημάδι των αστυνομικών το οποίο είναι αποτέλεσμα μακράς και επίπονης εκπαίδευσης…ωρών, πώς όταν γίνεται καμιά ληστεία ή κανένας φόνος, έχουν τη τιμητική τους τα καλώδια της ΔΕΗ ή κανένας φουκαράς λαχειοπώλης, και εδώ ο τύπος πέταξε τη βόμβα κατευθείαν στο μέσο της διαδήλωσης?

 

Τι έγινε? Της Μασαχουσέτης το κάγκελο! Τα φτωχά πλην τίμια αστυνομικάκια όμως δεν τελείωσαν εκεί. Άνοιξαν γενικό πυρ! Και δυστυχώς για κείνους δεν υπήρχε ένας υπουργός στυλ Πολύδωρα να τους διατάξει να παίξουν αυτή την εκπληκτική αμυντική  τακτική που έχει εφεύρει και παίζουν εδώ οι δικοί μας (κατά το ρητό «η καλύτερη άμυνα είναι η επίθεση»), κι ούτε ένα Τσιτουρίδη, υπουργό εργασίας να «ματώσει» για  τα δικαιώματα της εργατιάς (των χρηματιστηριακών).

 

Αντίθετα απέναντί τους οι εργάτες του Σικάγο βρήκαν τη δικαιοσύνη. Η οποία, πιστή στις παραδόσεις της (το γράφω και συγκινούμαι), δε δίκασε για άλλη μια φορά ανθρώπους αλλά ιδέες.

 

Αυτή είναι η μικρή ιστορία της 1ης Μαΐου, κάπως εναλλακτικά. Και ξεκινούν δειλά-δειλά κι οι καλοκαιρινές μας συνήθειες. Μια περίεργη γιορτή, του «φαίνεσθαι» και του «είναι» μας. Μπορούμε να τιμήσουμε και τα δύο χωρίς να  υποτιμήσουμε κανένα απ’ τα δύο.

Μ’  αρέσει η πρωτομαγιά…

10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
27 Απριλίου 2007, 15:24
Να! Τα όνειρα! Παρ' τα...
Haute-culture...  

Γύρισα. Κι όλα στη θέση τους. Δεν τα ‘χει πειράξει κανείς. Η εκνευριστική συνέχεια και νομοτέλεια των πραγμάτων. Όλα μένουν εκεί που  τ’ άφησα, περιμένοντας  καρτερικά το επόμενο άγγιγμά μου μήπως κι αλλάξουν χρήση, υπόσταση ή μοίρα.

 

Και δεν έχουν ζωή. Αλλά λειτουργούν σαν καθρέφτης. Σα μηχανή του χρόνου που σ’ ένα πέρασμα της ματιάς μου πάνω τους, χαϊδεύοντας τα, χαράζουν όλη μου τη ζωή…

 

Ποια ζωή? Μα εγώ έφυγα, και τα άφησα πίσω μου. Εκεί που πήγα δεν κουβάλαγα πράγματα παρά μόνο τις αισθήσεις μου. Ίσως γιατί ήθελα να αποδράσω από τις επίκτητες ανάγκες που με φορτώνουν. Ίσως γιατί τελικά το μόνο που χρειάζομαι είναι το βλέμμα που κοιτάει μπροστά κι όχι μια βαλίτσα που με σέρνει πίσω της βαριανασαίνοντας.

 

Ο,τι άφησα πίσω τελικά μόνο του επέλεξε την πορεία και την τελική του καταδίκη. Δε φταίω εγώ. Μόνο του έμεινε πίσω. Και δε χρειάζεται πια. Γιατί δεν έχει ψυχή, παρά μόνο μια άθλια εμμονή, να με βασανίζει, να με περιγελάει και να μου θυμίζει συνέχεια το λόγο που το τοποθέτησα πάνω στο γραφείο, δίπλα στη βιβλιοθήκη, στην κορυφή του κρεβατιού, δεξιά της τηλεόρασης. Ένα απέραντο νεκροταφείο και στη μέση εγώ…

 

Το κρεβάτι μου στρωμένο. Το γραφείο μου τακτοποιημένο και τα ρούχα μου πεταμένα σε μια καρέκλα. Μικροπράγματα απλωμένα στο κομοδίνο όπως ακριβώς τα άφησα. Η τηλεόραση σκονισμένη κι ο υπολογιστής μου να αγκομαχά, σα να εκδικείται, γι’ αυτές μου τις φράσεις. Η κιθάρα μου γερμένη σα να ζηλεύει που έπαψε πια να είναι ο μοναδικός αποδέκτης παραπόνων. Θα ‘ρθει κι η σειρά της…

 

Και τα όνειρα μου, πεταμένα, τσαλακωμένα, παραμελημένα, πίσω απ’ την πόρτα να κρύβονται σεμνά μήπως μου θυμίσουν κάτι που προσπαθώ χρόνια να ξεχάσω. Γιατί αυτά έχουν ψυχή. Τη δική μου. Παρ’τα!

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
20 Απριλίου 2007, 08:07
Αναμνήσεις από μια γκέησσα (Μέρος β)
Όταν ήμουνα παθιάρης...  

Είχαμε περάσει έξι μήνες χωριστά. Η επιστροφή της στο αεροδρόμιο αναζωπύρωσε τη φλόγα που σιγόκαιγε διακριτικά όλο αυτό το διάστημα μέσα μας…

-         Έξι μήνες έλειψα κι όλα αλλάξανε…

-         (Προς το καλύτερο)

-         Κοίτα! Ανοίξανε καινούργια μαγαζιά!

-         Πάμε απ’ την άλλη

-         Και καινούργια εστιατόρια! Δες τα!

-         Στρίψε δεξιά

-         Και καινούργιες καφετέριες! Να!

-         Όχι, αριστερά

-         Και ποιος μου το είπε, άνοιξε κι ένα καλό κινέζικο!

-         Πάμε πίσω

-         Πού?

-         Στο αεροδρόμιο!

 

Μετά το «μήνα του μέλιτος» άρχισαν τα μικροπροβλήματα. Ο καλός λόγος του ενός προς τον άλλον όμως περίσσευε…

-         Τι θα γίνει με μας επιτέλους? Θα πάμε πουθενά? Όλη την ώρα καρφωμένοι στο νησί!

-         Προ ημερών δεν περάσαμε απέναντι, στη χώρα?

-         Και τι βλέπαμε? Πάλι το νησί!

-         Να γυρνούσες απ’ την άλλη! Αμάν!

 

Οι τρυφερές στιγμές μας όμως ήταν δεύτερη καθημερινότητα…

-         Τι θα γίνει, πάλι για ποδόσφαιρο θα πας?

-         Αφού παίζω στην ομάδα της σχολής!

-         Κάτσε να κάνουμε γούτσου-γούτσου…

-         Βρε συ, είναι ματς πρόκρισης. Πρόσεξε. Εμείς έχουμε 5 βαθμούς κι οι από πάνω 6.

-         Υπάρχει ωραιότερο πράγμα απ’ το γούτσου-γούτσου?

-         Αν τους κερδίσουμε σήμερα , και χάσει ο παραπάνω- που ‘χει 8 βαθμούς- τότε πάμε δεύτεροι.

-         Άσ’ τα αυτά κι έλα για γούτσου-γούτσου…

-         Και αν στο τελευταίο ματς κερδίσουμε τον παραπάνω πάμε πρώτοι!

-         Πρώτοι? Σοβαρά?

-         ………………

-         ………………

-         Αλλά τώρα που το καλοσκέφτομαι έχεις δίκιο. Τίποτα ωραιότερο από το  γούτσου-γούτσου. Φύγαμε! Ποδόσφαιρα κι αηδίες…

-         Τώρα με τίποτα! Πορώθηκα! Θα τους γ……….! Γούτσου-γούτσου κι αηδίες…

 

Οι κατά καιρούς έξοδοί μας φανέρωναν σ’ όλη τη διάστασή του το πρόβλημα συνεννόησης που ταλάνιζε τη σχέση. Ειδικά αν υπήρχε κάπου κοντά άλλο ζευγάρι, όπου μοιραία ερχόταν η σύγκριση…

-         Κοίτα τι αγαπημένοι που είναι! Όχι σαν κι εμάς, βάρβαρε!

-         Ενώ εσύ μ’ έχεις πεθάνει στο savoir-vivre! Καμήλα!

-         Κοίτα πόσο λεπτά της φέρεται…

-         Βρε, αυτή είναι κουκλίτσα!

-         Κοίτα! Κοίτα! Την ταΐζει κιόλας…

-         Κι από πόδι όμως σκίζει!

-         Και πόσο γλυκά τη χαϊδεύει… Κοίτα να μαθαίνεις γαιδουρογάιδαρε!

-         Και σωματάρα, δεν μπορείς να πεις!

-         Αν ξανακοιτάξεις θα στα βγάλω τα μάτια! ΚΑΙ ΣΕΙΣ ΕΡΧΕΣΤΕ ΣΤΙΣ ΚΑΦΕΤΕΡΙΕΣ ΝΑ ΒΓΑΛΕΤΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΑΣ? ΣΠΙΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ? Ρεμάλια…

-         Όλα υπό έλεγχο πάλι…

 

Κάπου το ποτήρι όμως ξεχείλισε. Κι αν μεταξύ μας ήμασταν όλο αβρότητες, η μοίρα έσερνε τους τίτλους του τέλους. Κι αυτοί όμως ήρθαν γεμάτοι ευγένεια, τακτ και με απέραντο σεβασμό, στοιχεία που μας χαρακτήριζαν άλλωστε απ’ την πρώτη στιγμή…

 

Η ομιλία σύντομη. Δυο κουβέντες και τέρμα. Με είπε σαχλάκια. Την είπα τσόκαρο. Την τελευταία κουβέντα όμως την κράταγε για πάρτη της. Μου πέταξε ένα «Δεν πας καλά» κι έκλεισε την πόρτα πια, οριστικά…

 

-         Μου είπε «δεν πας καλά», το συλλαμβάνεις?

-         Δεν πας καλά ως τι? Δεν το προσδιόρισε?

-         Το άφησε φλου.

-         Κοίτα, όπως σε κόβω δηλαδή, ως άνθρωπο θα εννοούσε…

-         Βαριά κουβέντα!

-         Σχετικό. Γιατί μπορεί ως άνθρωπος να έχεις αποτύχει, αλλά ως κάτι άλλο μπορεί να αποδίδεις!

-         Δηλαδή?

-         Ως «ζώον» μπορεί να πιάνεις καλή σειρά!

-         Δηλαδή, ουσιαστικά δε μ’ έβρισε!

-         Ακριβώς! Απλά σε μετέθεσε…

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
17 Απριλίου 2007, 07:52
Θέλω μπουνιές...
Ήταν ωραία στη Μοζαμβίκη...  

Βιώνω τελευταία ένα πρωτόγνωρο μπρίζωμα το οποίο ανακάλυψα εσχάτως.

 

Γενικά, από μικρός ήμουν τύπος μποέμ, τα πράγματα τα έβλεπα από μια άλλη σκοπιά. Αυτό ναι μεν με βοήθησε αρκετές φορές, μου άφησε όμως και αξεπέραστα απωθημένα.

 

Ποτέ δεν έχω παίξει ξύλο. Ούτε σφαλιάρα δεν έχω δώσει (με εξαίρεση μία σε μια τρυφερή παρουσία που δεν πιάνεται), ούτε σφαλιάρα δεν έχω φάει (με εξαίρεση δύο από τρυφερές παρουσίες που ψιλοπιάνονται).

 

Για μπουνιές ούτε λόγος. Δεν έχω νοιώσει το απίστευτο συναίσθημα να σακατεύω κάποιον. Αλλά ούτε άλλοι να μ’ έχουν βάλει κάτω και να με κουτουλάνε για κάτι που εγώ θεωρώ ιερό.

 

Θέλω να δείρω. Αλλά θέλω να με τσαντίσουν πρώτα. Αλλιώς δε μου βγαίνει. Αυτό όμως δεν το κάνει κανένας. Αντίθετα όλοι μου φέρονται τόσο όμορφα και ευγενικά που καταντάει αηδία!

 

Κι όλοι βρίζουν όλους. Ο ένας σκάβει τον λάκκο του άλλου. Έτσι λένε δηλαδή. Γιατί εμένα δε μου σκάβει το λάκκο κανένας ρε γαμώτο!

 

Παντού αβρότητες. Εκτός από μια φορά που μου έτυχε ένα περιστατικό. Ήμουν σ’ ένα club. Κάποιος πίσω είχε κάνει την πλάτη μου ορθοπεδικό στρώμα. Επαναλαμβανόταν συνεχώς αυτό το βιολί. Ώσπου φορτώνω κανονικά, Γυαλίζει το μάτι μου, ιδρώνω, φουσκώνω, γυρίζω (για να μαλώσω), και τι να δω?

 

Ένας θεόρατος τύπος, 3 κεφάλια παραπάνω, με φάτσα Κύκλωπα, χέρια σαν τη Λερναία Ύδρα, δόντια καρχαρία κι ένα tattoo σαν τη Γκουέρνικα του Πικάσο. Είχε και μια κοιλιά λες κι ήταν έγκυος κι είχε ξεχάσει να γεννήσει. Η παρέα χλώμιασε. Εγώ δε θυμάμαι τι έκανα (κακόβουλες δηλώσεις ότι του ζήτησα συγνώμη, κρίνονται-νομικώς πάντα- ως αβάσιμες…)

 

Αλλά και τωρίνες προσπάθειες πέφτουν στο κενό. Πάω στα  Everest να πάρω ένα καφέ. Δυο πρεζάκια ζητούν κάτι επίμονα εκνευρίζοντας την κοπέλα. «Εδώ είμαστε» σκέφτηκα και πήγα πίσω απ’ τα πρεζάκια.

 

Ψιλοαρπάχτηκαν αλλά τους εξυπηρέτησε. «Καλά πάμε» σκέφτηκα, «Θα πάρω ξινισμένο ύφος να γίνει μακελειό…». Φτάνει η σειρά  μου. Η κοπέλα φύλαγε το πιο όμορφο χαμόγελο λέγοντας μου με απίστευτα γλυκειά φωνή, «Εσείς? Τι θα πάρετε?» Εκεί τα πήρα.

«Φτου! Και συ Βρούτε?» 

 

Για όλα όμως φταίνε οι γονείς. Πριν κάποια χρόνια φύγανε διακοπές και μου αφήσανε 500 ευρώ για τους λογαριασμούς καθώς θα έλειπαν δυο μήνες. Βάλε, βγάλε, βγάλε, βγάλε, χωρίς να το καταλάβω, δεν έμεινε  φράγκο, ούτε για καλαμάκια…

 

Όταν επέστρεψαν φαινόταν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η απάτη βγήκε σχετικά νωρίς στην επιφάνεια. Εγώ, έτοιμος να αντιμετωπίσω την μήνη τους. «Τα ‘φαγες ε?» «Ναι, αλλά με άλλη διατύπωση…» Και μου πετάνε το αμίμητο, «Δεν πειράζει, χαλάλι σου!»

Μετά απ’ αυτό, γίνεσαι ή δε γίνεσαι αμερικανάκι?

 
15 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
15 Απριλίου 2007, 17:27
Πόλεις Φαντάσματα...
ξενΕΡΩΤΩΝ διάλογοι...  

-         Η Αθήνα το βράδυ πιο όμορφη από ποτέ…

-         Επειδή είναι σκοτάδι…

-         Πελώρια κτίρια, να τα βλέπεις πραγματικά, είναι ευτυχία…

-         Κι αν δε μπορείς να μπεις μέσα σ’ αυτά, δικτατορία…

-         Και οι λεωφόροι γίνανε αχανείς, αυτό σημαίνει ανάπτυξη…

-         Κι αν δε θα μάθεις ποτέ πού καταλήγουν?

-         Δεν αισθάνεσαι ότι τα πάντα γύρω μας μεγαλώνουν? Αυτό σημαίνει ευημερία…

-         Δε μεγαλώνει τίποτα, εμείς μικραίνουμε, κι αυτό σημαίνει ασφυξία…

-         Δεν είναι τραγικό, μέσα σ’ αυτήν την απόλυτη ανθρώπινη δημιουργία, να έχεις συνεχώς δίπλα σου έναν μυστήριο τύπο να γκρινιάζει για τα πάντα?

-         Δεν είναι τραγικό να περπατάς πλάι σε κτίρια που έχουν κτιστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να σε φοβίζουν, σε γέφυρες που να σου δημιουργούν ίλιγγο σε κάθε σου βήμα, κατασκευές που νομίζεις ότι θα πέσουν στο κεφάλι σου αν δεν τις προσκυνήσεις?

-         Οι όμορφες πόλεις είναι δείγμα πολιτισμού…

-         Οι ομορφότερες πόλεις κτίστηκαν στο Μεσαίωνα. Και σήμερα στις Η.Π.Α., στις ανατολικές χώρες, στην Ιαπωνία και στην Κίνα, όπου δεν υπάρχει ίχνος δημοκρατίας…

-         Σου ‘χουν βάλει τούβλα στο μυαλό, παρακμιακέ!

-         Σου ‘χουν βάλει διόδια στο μυαλό, κακομοίρη!

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
12 Απριλίου 2007, 12:37
Σήμερα είναι (ή γίνεται) μια μέρα ξάπλας...
Επίκαιρα: Ούτε που τα θυμάμαι  

Λοιπόν, σήμερα (όπως κάθε μέρα) μου φαίνεται ότι είναι ιδανική μέρα για ξάπλες…

 

Οι ξάπλες όμως για να έχουν απόδοση, πρέπει να ακολουθήσουν συγκεκριμένους κανόνες. Όχι σφιχτούς φυσικά, γιατί η ξάπλα προέρχεται από τη λέξη άπλα.

 

Παίρνεις ένα γεμάτο κουτί τσιγάρα. Προαιρετικά αγοράζεις και μια εφημερίδα, την οποία διαβάζεις από πίσω προς τα μπρος. Κι αυτό γιατί πίσω συνήθως και σε μονόστηλα γράφουν τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα ενώ μπροστά ο καθένας βγάζει το άχτι του.

 

Φτιάχνεις ένα κουβά φραπέ για να ‘χεις να πίνεις. Αν η παιδεία σου δεν το επιτρέπει και θέλεις κάτι που να ρέπει προς γαλλικά και πιάνο, επιτρέπεται να φτιάξεις κι ένα γαλλικό με γεύση καραμέλα (sic).

 

Αφού τελειώσεις την εφημερίδα κι είσαι ακόμη ξεκούραστος, άνετα παίρνεις ένα βιβλίο και του τσακίζεις τα πέταλα. Γιατί καλά είναι τα νέα του κόσμου, σε ταξιδεύουν παντού, αλλά ένα καλογραμμένο βιβλίο μόνο μπορεί να σε ταξιδέψει στα άδυτα της ψυχής σου, να εμβαθύνει μέσα σου, να ανακαλύψει τις πιο κρυφές και πολύτιμες πτυχές της προσωπικότητας σου…

 

Κατά το μεσημεράκι διανόηση τέρμα! Επιτρέπεται να  βγάλεις το άχτι σου βλέποντας Λαμπίρη που κάνει focus στη ζωή της Μπεζεντάκου, ταξιδεύοντας  μας  στο δημοτικό σχολείο που πήγαινε, κι όπου εκεί έμαθε τις πρώτες της νότες (και τις τελευταίες). Και  μετά μπορείς άνετα να δεις το «Δυο ξένοι», το πιο έξυπνο σήριαλ που έχει περάσει από την ελληνική τηλεόραση, ή ακόμα μια μπούρδα σε κάποιο άλλο κανάλι.

 

Απογευματάκι σπίτι τέρμα! Ένας καφές με ανθρώπους πολύ κοντινούς σου που μπορούν να σε χαλαρώσουν και να βγάλουν από σένα και την τελευταία, και την πιο ασήμαντη σκέψη που έκανες τη μέρα που περνά. Να γελάσεις και να  πεις ένα σωρό αηδίες…

 

Το βραδάκι καλό είναι να αλλάξεις παρέα. Αλλά και με την ίδια, αν δεν υπάρχει κάποια άλλη πρόταση που σε συγκινεί, ή απλά θες να συνεχίσεις μαζί τους, κι αυτό δε ‘ν’ κακό. Η βραδιά θα πετύχει αν χωρίσετε μετά τις 2 το βράδυ.  Γιατί αυτό σημαίνει πως κανείς δεν ήθελε να φύγει. Απλά ο πιο τακτικός της επόμενης μέρας ανοίγει τον κύκλο των αποχωρήσεων. Μετά φεύγουν οι αναποφάσιστοι, και στο τέλος τα «ρεμάλια».

 

Η όμορφη μέρα ολοκληρώνεται μόνο μ’ έναν κακό ύπνο. Οι αναθυμιάσεις από το ουίσκι και τα εκατοντάδες τσιγάρα σου φέρνουν αναγούλες και κάνεις αμέτρητες σβούρες στο κρεβάτι μπας και κλείσεις κανένα μάτι αλλά μάταια. Όταν σε πιάνει επιτέλους κοιμάσαι σα μοσχαράκι.

 

Γιατί η επιτυχία της μέρας είναι να σου μείνουν οι αναμνήσεις από το ξύπνιο κι όχι από τον ύπνο σου…Αυτά.

 

Υ.Γ. Το αρνάκι ρωτάει το άλλο αρνάκι:

- Τι κάνεις Κυριακή του Πάσχα? Θα βγούμε?

 

Και το άλλο απαντάει:

- Δε μπορώ, έχω γύρισμα!
3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
10 Απριλίου 2007, 22:28
Όσα φέρνει η ώρα...
Ψώνια στο καμπαναριό  

Αυτές τις μέρες γίνανε πολλά. Σημαντικά που δε μ’ ενδιέφεραν καθόλου. Κι ασήμαντα που με έκαναν να σκεφτώ.

 

Σε μια εφημερίδα διάβασα τη συνάντηση Θεοδωράκη- Χριστόδουλου για το ζήτημα της ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού.

 

Ένα γεγονός που επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά το μεγάλο ρητό, «ενός κακού (βιβλίου) μύρια έπονται.»

 

Τα είπανε ο Μίκης κι ο Χριστόδουλος. Τα συμφωνήσανε. Κι ο Χριστόδουλος του έδωσε και μια πλακέτα στη μητρόπολη Αθηνών λες κι ο Μίκης βγήκε πρώτος σκόρερ της αγωνιστικής.

 

Αν έλεγες στο Χριστόδουλο το 1967 ότι σε 40 χρόνια θα έκανε παρέα με το Μίκη, θα σου εξασφάλιζε στο ρεπό σου, διήμερο τουρ χωρίς ρετούρ σε  καμιά Γυάρο να μαζεύεις βρούβες. Αν έλεγες στο Μίκη ότι θα έκανε παρέα με το Χριστόδουλο, θα σ’ άρχιζε στις κλωτσιές μετά μουσικής…

 

Αλλά να! Τώρα είναι φίλοι! Όταν όμως από μια φιλία λείπει η μεγαλοψυχία, είναι υποκρισία. Για να γίνουν αυτοί οι δύο φίλοι, ο ένας απ’ τους δύο οφείλει να ζητήσει συγνώμη για το παρελθόν του. Είτε ο Μίκης για την αντίστασή του στα δύσκολα χρόνια, είτε ο Χριστόδουλος για τις κακές παρέες του. Αυτό όμως δεν έγινε ποτέ.

 

Και δεν τους ένωσε τίποτα. Μόνο ο φόβος για το αύριο. Ο τρόμος μην τυχόν και απειληθεί οτιδήποτε απ’ τα κεκτημένα τους. Αυτό όμως δε θυμίζει φιλία αλλά την Ιερά συμμαχία του Μέττερνιχ που δημιουργήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα και που είχε ως στόχο να καταστρέφει οτιδήποτε καινοτόμο που θα απειλούσε την ηγεμονία τους, καταδίκαζε τον  δημιουργό του, κι όσους ασπάζονταν το νέο όραμα.

 

Στα χρόνια της «ακρότητας» ο Χριστόδουλος διάβαζε. Για τα σημερινά χρόνια της ακρότητας αν ζητήσει κάποιος απ’ το Μίκη να τα σχολιάσει στο μέλλον που έρχεται, πολύ φοβάμαι ότι θα απαντήσει… «έπαιζα μουσική…»

 

Και κάνοντας δηλώσεις στο τέλος της συνάντησης ο Μίκης είπε, «όποιος μιλά για τον Αρχιεπίσκοπο, θα πρέπει να πλένει το στόμα του». Ξέχασε όμως να μας πει, πριν ή μετά…

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
04 Απριλίου 2007, 02:09
Σκαλίζοντας το ημερολόγιό μου...(αναμνήσεις από μια γκέησσα)
Όταν ήμουνα παθιάρης...  

Ο άνεμος στο χωριό δεν είχε αφήσει τίποτα όρθιο. Ραδιόφωνο δεν έπιανε. Ούτε τηλεόραση. Μόνο ΝΕΤ κι αυτή με χιόνια. Καθόμασταν με τις ώρες κοντά στο τζάκι περιμένοντας να κοπάσει ο άνεμος, βλέποντας Τσαπανίδου…

 

Εκείνη, όπως συνήθιζε άλλωστε, καθόταν στο κρεβάτι οκλαδόν. Εγώ προτιμούσα την πολυθρόνα. Γιατί έβλεπε έξω. Άναβα ένα τσιγάρο και ταξίδευα. Το καθημερινό μου ταξίδι όμως, τελείωνε πάντα πριν ακόμα βγάλω τα εισιτήρια…

 

-         Καλά χριστιανέ μου, δεν καταλαβαίνεις πια? Σβησ’ το! Έχω άσθμα!

-         Κι εγώ έχω τα νευροφυτικά μου!

-         Τελικά είμαι χαζή, δεν άκουγα τις φίλες μου που μου τα λέγανε για σένα!

-         Δεν είσαι χαζή τότε, είσαι κουφή.

 

Τα βράδια μας όμως ήταν ξεχωριστά, καθώς ξεχειλίζανε από ρομαντισμό και ευαισθησία. Η ΝΕΤ να παίζει σ’ επανάληψη το «έχεις γούστο» με χιόνια. Εκείνη, πιο κρύα κι απ’ τη χιονισμένη Μπήλιω Τσουκαλά…

 

-         Δεν αντέχω άλλο! Κάνει κρύο!

-         Και τι μου το λες? Ο γιος του ανέμου είμαι?

-         Το κωλοχώρι σου μέσα!

-         Ενώ εσύ ας πούμε είσαι γέννημα-θρέμμα του Μονπελιέ!

 

Μια αγαπημένη ασχολία στις λίγες μέρες ξεκούρασης ήταν βολτούλες μέσα στα έλατα. Εκεί η αγάπη βάραγε κόκκινο…

 

-         Έλεος, θα μας φάνε τα τσακάλια!

-         Σώπα βρε, δεν έχει τσακάλια πια…

-         (ουφ)

-         Τα φάγανε οι αρκούδες.

-         Ε?

 

Ένα μεσημέρι πήγαμε να φάμε στο μοναδικό «εστιατόριο» του χωριού στην Κυρά-Μαρία. Το καλό φαγητό έδενε «γάντι» με την απίστευτη θέα της φύσης…

 

-         Καλέ, τι κιτσαριό είναι αυτό?

-         Ούτε εδώ σ’  αρέσει δεσποινίς γκρίνια?

-         Τι να μ’ αρέσει? Βρωμάνε τ’ αρνιά απ’ έξω.

-         Δε ξέρανε ότι θα ‘ρθεις για να κάνουν μπάνιο!

 

Οι ελάχιστοι κάτοικοι που είχαν απομείνει ήταν κυρίως βοσκοί. Καθώς προχωρούσαμε στα δρομάκια του χωριού, πάντα μας καλημέριζαν μ’ ένα πλατύ χαμόγελο κι εμείς πάντα το ανταποδίδαμε, αν και όχι πάντα πετυχημένα…

 

-         Αυτός ο αξύριστος σε μας μίλησε?

-         Αν κρίνω ότι είμαστε τελείως μόνοι μας, έχουμε τις περισσότερες  πιθανότητες…

-         Συγνώμη, δηλαδή τον ξέρεις αυτόν τον… άθλιο βοσκό?

-         Στο χωριό μου είμαι, όλους τους ξέρω! Μια χαρά άνθρωπος…

-         Ωραίες γνωριμίες έχεις!

-         Sorry που δεν κατάγομαι απ’ το χωριό του Καπουτζίδη!

-         Δεν αντέχω άλλο, μιλάω με βοσκούς, παντού μυρίζω αρνίλα, θέλω να πάω επειγόντως να πιω ένα καφέ! Έχει?

-         Εννοείται πως έχει! Τι μας πέρασες?

-         Επιτέλους, λίγος πολιτισμός…

-         Πάμε πίσω.

-         Πού?

-         Στην κυρά-Μαρία, κάνει και καφέ…

 

Το διήμερο ξεκούρασης με τα πολλά, πέρασε. Ένα δάκρυ έτρεξε από τα μάτια μας καθώς αποχωριζόμασταν με το αυτοκίνητο το ήσυχο χωριουδάκι πάνω στον Ερύμανθο και επιστρέφαμε στην απάνθρωπη Αθήνα…

 

-         Πώς πας έτσι? Πάτα το γκάζι λίγο να ξεκουμπιστούμε πια από δω!

-         Έχει στροφές και κοπάδια που περνάνε το δρόμο, δε γίνεται να τρέξω. Πάντως εσύ μπορείς να απολαύσεις τη διαδρομή, όπως καθετί άλλωστε απ’ αυτόν τον επίγειο παράδεισο…

-         Θα μας τρελλάνεις? Μόνο καρχαρίες δε συναντήσαμε! Αυτός δεν είναι επίγειος παράδεισος, η κιβωτός του Νώε είναι!

-         Είδες? Έζησες το μύθο σου…

-         Έλεος! Πάτα γκάζι!!!

 
18 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
02 Απριλίου 2007, 01:07
Μαθήματα ψυχολογίας
50 χρόνια μπροστά...  

Όταν η ψυχολογία σου είναι στο πάτωμα, η πρώτη λύση είναι να την ανυψώσεις. Φυσικά αυτό είναι δύσκολο γιατί αν ήταν τόσο εύκολο, θα το ‘χες κάνει ήδη. Μια δεύτερη λύση είναι να ρίξεις τη ψυχολογία των γύρω σου, να πηγαίνετε ασορτί…

 

Αυτό είναι επίσης δύσκολο γιατί θέλει έμπνευση. Αλλά αν είχες έμπνευση θα ασχολιόσουνα με τίποτε άλλο που θα σε ανέβαζε και δε θα χρειαζόταν να ζαλίζεις του καθενός το ταμ τιριρίμ…

 

Άρα φτάνουμε στην Τρίτη λύση που είναι κι η πιο ενδεδειγμένη. Φτιάχνεις μια εικονική πραγματικότητα που όλοι έχουν τα απόχαλιά τους, και βλέποντας τους να κοπανιούνται σα χαροκαμένοι, θα ‘λεγες κι ευχαριστώ που ‘σαι ζωντανός…

 

Βάζεις ένα ψυχολογικό θρίλερ. Η τρελλοκοτσιδου- πρωταγωνίστρια, όπως συνηθίζεται, είναι στην κοσμάρα της και ξεκινά για τρελλό weekend στην εξοχή. Μαζί κι ο γκόμενος- άλλο βόδι κι αυτό- ο οποίος είναι στο αμάξι όλο πειράγματα και ζουζουνιές. Για να μην τελειώσει η ταινία σε 10 λεπτά, κουβαλάνε μαζί κι ένα άλλο έρμο ζευγάρι που θα πρέπει να θυσιαστεί στο τάκα-τάκα για τις ανάγκες της τέχνης. Έτσι το μόνο που δεν κάνουν είναι να τραγουδούν στο πίσω κάθισμα «Αυτή η νύχτα μένει…»

 

Μετά? Ήχοι και τριξίματα, κουρτίνες να κουνιούνται απ’ τα μποφόρια που έρχονται απ’ την τραπεζαρία, και στο πατάρι μια παλιά αποθήκη που έχει να μπει καθαρίστρια από το κραχ του ’29.

 

Μετά, το έλα να δεις. Το φιλικό ζευγάρι ήδη έχει γίνει αρνάκι του γάλακτος, ενώ κι ο γκόμενος μετά από λίγο κοσμεί το υπνοδωμάτιο του φαντάσματος ως αφίσα. Η τρελλοκοτσιδού— πρωταγωνίστρια ψάχνει να τον βρει μ’ ένα φακό στο σκοτάδι, λες κι έχασε αναπτήρα.

 

Η συνάντηση της τρελλοκοτσιδού-πρωταγωνίστριας με το φάντασμα, εμπλουτίζεται στο τέλος της ταινίας από έναν εμπνευσμένο και πρωτότυπο διάλογο, στον όποιο διαφαίνονται οι δημοκρατικές ευαισθησίες του φαντάσματος (το συζητά, δεν την τρώει απ’ ευθείας), αλλά και η αυταπάρνηση κι ο ηρωισμός της αλληνής…

- Θα σε φάω

- Εγώ θα σε φάω

- Όχι, εγώ θα σε φάω

- Καλά, θα δούμε. Ξεκινάμε?

 

Κι αρχίζουν οι καρατιές.

 

Στο τέλος συνήθως δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Η τρελλοκοτσιδού-πρωταγωνίστρια τρέχει σε κάτι χωματόδρομους σαν παρλιακό, ενώ το φάντασμα στην τελευταία σκηνή του έργου δεν ξέρει τι του γίνεται και μοιάζει να κάνει νοήματα στο σκηνοθέτη, «Να βγω  ή να μη βγω?»

 

Το αποτέλεσμα είναι η «κάθαρση». Η ψυχολογία ανεβαίνει κατακόρυφα, ειδικά αν τηλεφωνήσεις στους δικούς σου και σε διαβεβαιώσουν ότι δε σε ζήτησε κανένα φάντασμα στο τηλέφωνο όσο έλειπες…

 

Κι είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις όσους σου χαλάνε τη ψυχολογία κατάφατσα. Χωρίς απειλές, κλάματα ή κατινιές. Απλώς μ’ ένα ρομαντικό weekend στην εξοχή…(χιχιχι)

5 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
mprizas
Γιώργος
Πετάω πέτρες
από ΝΕΟ ΦΑΛΗΡΟ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/mprizas

Ζω ένα δράμα...



Tags

50 χρόνια μπροστά... Grande Bretagne Haute-culture... see through συντακτικό τζιβάνες ααα... αλλαξοκωλιές Βζζζζουμ Γκόρτσος! Γκόρτσος! Δρακουμέλ Ελλάδα- Αχ πατρίδα μου γλυκειά! Επίκαιρα: Ούτε που τα θυμάμαι Ευτυχισμένοι μαζί Ήταν ωραία στη Μοζαμβίκη... θου κύριε καλλιγραφία αδερφή γιαπί κάργες Καρχαρίες Κοκό κουλτούρα μας να φύγουμε Λίγο καλύτεροι από μένα... λοίμωξη Μάγια η μέλισσα καραμπουζουκλής τσόντα Μελέτη σκιάχτρο Συγγρού Μόγλης μπατανόβουρτσες μπουρμπουλήθρες Μπουτάκια Ντάμπο το ελεφαντάκι ξενΕΡΩΤΩΝ διάλογοι... Οι ηττημένοι της ιστορίας... Όταν ήμουνα παθιάρης... πηγάδι μεγιεμελέ juventus πολυμίξερ αστροφεγγιές captain-Iglo προφήτης Ηλίας φάλαινα Τσε σαμιαμίδι φουλ της ντάμας αστερίας Τις πταίει Ψώνια στο καμπαναριό



Επίσημοι αναγνώστες (48)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links