áíïñèïäüîùò ïñèüäïîá
"êé üðïéïò äåí êáôáëáâáßíåé ,äåí îÝñåé ðïõ ðáôÜ êáé ðïõ ðçãáßíåé..."
27 Íïåìâñßïõ 2006, 01:08
..äÜêñõá óôï êåëëß,óôïí ïõñáíü ô Üóôñá...


 

 

 

π.Συμεþν de la Jara,ο γιüς του υπουργοý του Περοý ,που ενδýθηκε ιμÜτιον  μÝλαν

"Μ αρÝσει η προσευχÞ,αυτü το κÝντημα του χρüνο που καταφÝρνει þστε ο χρüνος που γεννÜει το θÜνατο μας να παýει να εßναι ο εχθρüς,και να πλημμυρßζει την καρδιÜ μας η αγÜπη για να μη στεγνþσουμε..... Απü τη Λßμα του Περοý στο ¢γιον ¼ρος...Η μαγευτικÞ διαδρομÞ ενüς ανθρþπου που ,αναζητþντας με πÜθος την αγÜπη,την ομορφιÜ και την ελπßδα,συναντÜ την Ορθοδοξßα.

 

ΠοιητÞς,ζωγρÜφος,χαρÜκτης,δοκιμιογρÜφος,μεταφραστÞς,φωτογρÜφος.Μοναχüς και καλλιτÝχνης.ΣυνδυÜζονται;¹ μÞπως ταυτßζονται;

 

"Η εσωτερικÞ αντÞχηση προηγεßται της Ýκφρασης.ΑνατολÞ των Ανατολþν οι ΑμερικÝς.Παιδß ο γηγενÞς εξαρτþμενο,εßχε Ýναν πατÝρα ,τον αυτοκρÜτορα,τον υιüν τουΘεοý,ηλßου και δρüσου.

Τþρα, χωρßς κεφÜλι, ορφανὸ παραμÝνει. Καὶ περιμÝνει.

«¼λο τὸ Ταουαντινσοýγιο τþρα ολολýζει». Ανατολὴ των Ανατολþν.

«Δρüσος του κüσμου Ουρακüτσα

ΕσωτερικÞ δρüσος Ουρακüτσα

Κελεýεις να υπÜρχω».

¼μως ο λευκüς εχθρüς με μßζερη καρδιÜ, πÜντα διψασμÝνη με απληστßα - παρ᾿ üλα τα δþρα- τὸν στραγγÜλισε.

«Ας κλÜψουμε üλοι μαζß και συντετριμμÝνοι». Σýμφωνα μὲ προφητεßες παλαιÝς, Þλθε ο λευκüς απü τη θÜλασσα και τον υποδÝχονται ως θεü, με Üνθη καὶ χρυσü.

Μὲ τὴν Ýπαρση του πολιτισμοý του, και δη της αλαζονικÞς αναγÝννησης, δεν μπορεß να καταλÜβει και καταστρÝφει.

Η καρδιÜ του ΑταουÜλπα Þδη κρýωσε και οι θησαυροß παρανοοýνται απ᾿ την πλεονεξßα συντρßμμια αλλüτρια παραμÝνουν κλεισμÝνα επιμελþς.

Μοναδικὸς κüσμος τὸ λουλοýδι ποὺ Üνθισε σÞμερα μαραßνεται.

¢νθος που ονειρεýεται Þ κοιμÜται σὲ Üλλο üνειρο, αναρωτιÝται ο γηγενÞς ποὺ υμνεß τον Ιπαλνεμüουα, επειδὴ φεýγει, φεýγει. φÝρει τὰ ωραßα Üνθη.

Κλαßει και χýνει τ᾿ Üνθη. ΜακÜρι να μην πεθαßνει!

¢νθη μüνο ποθεß καὶ μαραßνεται, ποδοπατημÝνος.

Σκληρüς, εν ονüματι αληθινοý πολισμοý, ο Δυτικὸς καταστρÝφει και λεηλατεß καὶ επιβÜλλει.

Ὁ κατακτητὴς εξουσιÜζει, δεν μπορεß να καταλÜβει πþς.

ΠρÝπει ν᾿ αφÞσει τ᾿ ωραßο τραγοýδι, τ᾿ ωραßο Üνθος και πρÝπει να πÜει νὰ ψÜξει τὴ χþρα του Μυστηρßου. ΑνατολÞ Ανατολþν, που δεν εξουσιÜζεται, αλλὰ χαρßζεται σὲ ταπεινοýς."

(ΚυριακÜτικη Ελευθεροτυπßα 16/5/1999)

 

 

"ΤριαντÜφυλλο

καταλαμβανüμενο

απü τον Þλιο"

20-10-93 Πρωß

 

"ΤριαντÜφυλλο

και φωτßζει τα πÜντα

φως üλο αυτü"

 

20/10-93 Πρωß

 

"Κλαßω στο κελλß

με φιλεß το γιασεμß

επß της κλßνης"

 

20-10-93 ΜεσημÝρι

 

"Επιθυμßα

στη μοναξιÜ την καρδιÜ

πþς μεταβÜλλεις;"

 

20-10-93 Νýχτα

 

Πüθος της καρδιÜς

ανθισμÝνος

 

20-10-93 Νýχτα

(χαικοý απο το βιβλßο "Συμεþν μνÞμα",εκδüσεις ¢γρα)

 

 

Με αφορμÞ μια απÜντηση στο χθεσινü σημεßωμα της Νεκταρßας(gate) ,ταξιδεýω στον τρυφερü κüσμο της ποßησης απüψε ....

 

 

2 ó÷üëéá - Óôåßëå Ó÷üëéï
26 Íïåìâñßïõ 2006, 11:05
ìáèÞìáôá æùÞò ðñïò áëáæüíåò...


 

 

 

 

 

ΓρÜμμα Ερυθρüδερμου Αρχηγοý προς τα "γερακια της ΟυÜσιγκτον" μιας Üλλης εποχÞς...

Αυτü το "μεγÜλο αμερικανικü Ýθνος" γεννÞθηκε και επιβιþνει ως βρυκüλακας....

ΧρειÜζεται διαρκþς αßμα για να διατηρεßται στη ýπαρξη...

 

"Ο ΜεγÜλος Αρχοντας της ΟυÜσιγκτον διατÜζει να μας πουν üτι επιθυμεß να αγορÜσει τη γη μας. O ΜεγÜλος Αρχηγüς μας στÝλνει επßσης λüγια φιλßας και καλÞς διÜθεσης. Εκτιμοýμε αυτÞ την ευγÝνεια γιατß ξÝρουμε üτι χρειÜζεται πολý λßγο τη φιλßα μας.

Θα σκεφτοýμε την προσφορÜ σας γιατß ξÝρουμε üτι, αν δεν το κÜνουμε, ο λευκüς Üνθρωπος θα Ýρθει με το πýρινα üπλα του και θα πÜρει τη γη μας. Ο ΜεγÜλος Αρχοντας της ΟυÜσιγκτον μπορεß να Ýχει εμπιστοσýνη σ' αυτÜ που του λÝει ο Αρχοντας ΣÞτλ με την ßδια βεβαιüτητα που οι λευκοß αδελφοß μας μποροýν να Ýχουν εμπιστοσýνη στην αλλαγÞ των εποχþν.

Τα λüγια μου εßναι αμετÜβλητα üπως τ' αστÝρια. Πþς μπορεßτε ν' αγορÜσετε Þ να πουλÞσετε τον ουρανü, τη ζεστασιÜ της γης; ΑυτÞ η ιδÝα μας φαßνεται παρÜξενη. Εμεßς δεν εßμαστε ιδιοκτÞτες της δροσιÜς του αÝρα οýτε του φÝγγους του νεροý. Πως λοιπüν θα μποροýσατε να μας το αγορÜσετε; Το λÝμε εγκαßρως απü την αρχÞ.

ΠρÝπει να ξÝρετε üτι κÜθε σωματßδιο της γης εßναι ιερü για το λαü μου. ΚÜθε λαμπερü φýλλο, κÜθε αμμουδιÜ, κÜθε ομßχλη στο σκοτεινü δÜσος, κÜθε ξÝφωτο και κÜθε Ýντομο με το βοýισμα του εßναι ιερü στη μνÞμη και στην εμπειρßα του λαοý μου. Ο χυμüς που τρÝχει μÝσα στα δÝνδρα περιÝχει τις μνÞμες του ανθρþπου με το ερυθρü δÝρμα. Οι πεθαμÝνοι του λευκοý ανθρþπου λησμονοýν τη γενÝτειρÜ τους üταν πÜνε να περπατÞσουν στ' Üστρα. Οι δικοß μας πεθαμÝνοι ποτÝ δεν ξεχνοýν αυτÞν την üμορφη γη, γιατß η μητÝρα του ανθρþπου Ýχει ερυθρü δÝρμα.

Εßμαστε Ýνα τμÞμα της γης και αυτÞ εßναι τμÞμα του εαυτοý μας. Τα μυρωδÜτα Üνθη εßναι αδÝλφια μας. Το ελÜφι, το Üλογο και ο μεγαλοπρεπÞς αετüς εßναι αφÝλφια μας. Οι βουνßσιες κορυφÝς, οι χυμοß των λιβαδιþν, η ζεστασιÜ του σþματος του μικροý αλüγου και ο Üνθρωπος - üλα αυτÜ - ανÞκουν στην ßδια οικογÝνεια. Τα ποτÜμια εßναι αδÝλφια μας, αυτÜ σβÞνουν τη δßψα μας. Τα ποτÜμια κουβαλοýν τα κανþ μας και τρÝφουν τα παιδιÜ μας.

Αν σας πουλÞσουμε τη γη μας, θα πρÝπει να θυμÜστε και να διδÜσκετε στα παιδιÜ σας üτι τα ποτÜμια εßναι δικÜ μας αδÝλφια και αδÝλφια δικÜ σας. Θα πρÝπει απü κει και πÝρα να φροντßζετε τα ποτÜμια τüσο καλÜ üσο κι' Ýναν αδελφü σας. ΞÝρουμε üτι ο λευκüς Üνθρωπος δεν καταλαβαßνει το δικü μας τρüπο ζωÞς. Το ßδιο του κÜνει Ýνα κομμÜτι γης Þ Ýνα Üλλο, γιατß αυτüς εßναι Ýνας ξÝνος που Ýρχεται τη νýχτα για να βγÜλει απü τη γη ü,τι χρειÜζεται.

Η γη δεν εßναι αδελφüς του αλλÜ εχθρüς του. Αφοý την κατακτÞσει, την εγκαταλεßπει και συνεχßζει το δρüμο του. ΑφÞνει πßσω του τους τÜφους των γονιþν του χωρßς να τον πειρÜζει. ΑρπÜζει τη γη απü τα παιδιÜ της χωρßς να τον πειρÜζει. ΞεχνÜει τον τÜφο του πατÝρα του και τα δικαιþματα των παιδιþν του.

Μεταχειρßζεται τη μητÝρα του τη γη, τον αδελφü του τον ουρανü, σαν να εßναι πρÜγματα που μπορεß κανεßς ν' αγορÜσει, να ληστÝψει και να πουλÞσει, σαν να εßναι πρüβατα και γυÜλινες χÜντρες. Η απληστßα του θα καταβροχθßσει τη γη και θ' αφÞσει πßσω του μüνο Ýρημο. Δεν το καταλαβαßνω. Ο δικüς μας τρüπος του Εßναι, εßναι διαφορετικüς απü τον δικü σας. Δεν υπÜρχει καμμιÜ Þρεμη περιοχÞ στις πüλεις του λευκοý ανθρþπου, κανÝνα μÝρος που να μπορεß ν' ακουστεß η ανÜπτυξη των φýλλων της Üνοιξης Þ το τρßψιμο των φτερþν ενüς εντüμου.

ΑλλÜ ßσως να εßναι Ýτσι επειδÞ εγþ εßμαι Ýνας αγριÜνθρωπος και δεν μπορþ να καταλÜβω τα πρÜγματα. Ο θüρυβος της πüλης φαßνεται üτι βρßζει τ' αυτιÜ. Και τι ζωÞ εßναι αυτÞ, üταν ο Üνθρωπος δεν μπορεß ν' ακοýσει την μοναχικÞ κραυγÞ του ερωδιοý Þ τη νυχτερινÞ συνομιλßα των βατρÜχων γýρω απü το πηγÜδι;

Εμεßς οι ΙνδιÜνοι προτιμÜμε τον απαλü Þχο του ανÝμου που χαúδεýει την επιφÜνεια της λßμνης και τη μυρουδιÜ του ανÝμου που καθÜρισε η βροχÞ του μεσημεριοý Þ αρωμÜτισε το Üρωμα των πεýκων. Ο αÝρας εßναι κÜτι το πολýτιμο για τον Üνθρωπο με το ερυθρü δÝρμα, γιατß üλα τα πρÜγματα μοιρÜζονται την ßδια πνοÞ: το ζþο, το δÝντρο και ο Üνθρωπος.

Ο λευκüς Üνθρωπος μπορεß να μην αισθÜνεται τον αÝρα που αναπνÝει. Οπως ο Üνθρωπος που αγωνιÜ πολλÝς μÝρες, γßνεται αναßσθητος στη δυσωδßα. ΑλλÜ αν σας πουλÞσουμε τη γη μας, θα πρÝπει να θυμÜστε üτι ο αÝρας εßναι πολýτιμος για μας. Οτι ο αÝρας μοιρÜζεται το πνεýμα του μ' üλη τη ζωÞ που συντηρεß. Κι' αν σας πουλÞσουμε τη γη μας, θα πρÝπει να την διατηρεßτε αμüλυντη και ιερÞ σαν τüπο üπου ακüμα και ο λευκüς Üνθρωπος μπορεß να πÜει για ν' απολαýσει τον γλυκαμÝνο απü τα Üνθη της πεδιÜδας Üνεμο.

Θα πρÝπει να διδÜσκετε στα παιδιÜ σας αυτÜ που εμεßς Ýχουμε διδÜξει στα δικÜ μας: üτι η γη εßναι η μητÝρα μας. Ολα üσα επηρεÜζουν τη γη επηρεÜζουν και τα παιδιÜ της γης. Οταν οι Üνθρωποι φτýνουν στο χþμα, φτýνουν τον εαυτü τους. Δεν ýφανε ο Üνθρωπος το δßχτυ της ζωÞς: εßναι μüνο μßα κλωστÞ του. Ολα üσα θα κÜνει κανεßς στο δßχτυ θα τα κÜνει στον εαυτü του. Ολα τα πρÜγματα συνδÝονται μεταξý τους üπως το αßμα ενþνει μιÜ οικογÝνεια.

Ακüμα και ο λευκüς Üνθρωπος, που ο Θεüς του περπατÜει και συζητÜει μαζß του - σαν φßλος με φßλο - δεν μπορεß να εßναι Ýξω απü την κοινÞ μοßρα. Ισως να εßμαστε, παρüλα αυτÜ, αδÝλφια. Ξερουμε κÜτι που ο λευκüς Üνθρωπος θα το ανακαλýψει κÜποια μÝρα: üτι ο Θεüς μας εßναι και Θεüς του.

Τþρα σκÝπτεστε, ßσως, üτι εßστε ιδιοκτÞτες της γης μας, αλλÜ δεν μπορεßτε να εßστε. Αυτüς εßναι ο Θεüς της ανθρωπüτητας και το Ελεüς του εßναι ßδιο και για τον ερυθρüδερμο και για τον λευκü. ΑυτÞ η γη εßναι πολýτιμη γι' Αυτüν και το να την βλÜψει κανεßς σημαßνει üτι υποτιμÜ πολý τον Δημιουργü της. Οι λευκοß Üνθρωποι θα περÜσουν, ßσως και πριν απü τις Üλλες φυλÝς.

Αν μολýνετε το κρεββÜτι σας, θα πεθÜνετε κÜποια νýχτα πνιγμÝνοι στα δικÜ σας απορρßματα. ΑλλÜ ακüμα και την τελευταßα þρα θα φωτιστεßτε με την ιδÝα üτι ο Θεüς σας Ýφερε σ' αυτÞ τη γη και σας Ýδωσε την κυριαρχßα πÜνω της και πÜνω στον Üνθρωπο με το ερυθρü δÝρμα για κÜποιο ειδικü σκοπü.

ΤÝτοιο πεπρωμÝνο εßναι για μας μυστÞριο, γιατß δεν ξÝρουμε τι θα γßνει üταν θα Ýχουν εξολοθρεφτεß üλοι οι βοýβαλοι, üταν θα Ýχουν δαμαστεß üλα τα Üγρια Üλογα, üταν οι πιο μυστικÝς γωνιÝς των δασþν θα μυρßζουν Üνθρωπο και üταν η θÝα προς τους πρÜσινους λüφους θα εμποδßζεται απü Ýνα πλÞθος απü σýρματα που μιλÜνε. Ποý εßναι το πυκνü δÜσος; Εξαφανßστηκε. Ποý εßναι ο αετüς; Εξαφανßστηκε!

Ετσι τελειþνει η ζωÞ και αρχßζει και αρχßζει η επιβßωση."

2 ó÷üëéá - Óôåßëå Ó÷üëéï
23 Íïåìâñßïõ 2006, 00:29
ðåñß íáíïãéãÜíôùí Þ ðïìöïëýãùí....


 

 

 

 

Kþστας ZουρÜρις

 

 

ΑγÜλματα φωνÞεντα

«Κι Ýδινε πÜλι τις προÜλλες βαρýγδουπος νανογßγας, αντιστοßχου αγραμματωσýνης πομφüλυγα (συνÝντευξη, το θεωροýσε αυτü), üπου διαπßστωνε εριβριθþς μεν, αναλφαβÞτως δε, üτι η ορθοδοξßα και η βυζαντινÞ θεοκρατßα Þταν πιο αντιδραστικÝς απü την ΠαπικÞ εκκλησßα και τις δυτικÝς κοινωνßες!»

 

«¸ρχομαι απü μακριÜ. Οι συλλÝκτριες των κρüκων της ΘÞρας πορεýονται πλÜι μου, κι απü κοντÜ, παγαιμÝνες με τον Üνεμο τον βüρειο, οι Μυροφüρες, ωραßες μες στα τριανταφυλλιÜ τους και τη χρυσÞ των αγγÝλων αντανÜκλαση. ΓÝμισα καθ οδüν χþμα κιτρινωπü, κοκκινωπü, καστανü

«Στην ολßγη ΕλλÜδα που μας απÝμεινε, το μüνο που μπορεßς ακüμη να κÜνεις εßναι να δÝεσαι τους θεοýς σου. Ποιους θεοýς; Ω, μα εßναι πολλοß. Σχεδüν üσοι και ο πληθυσμüς της χþρας. Δýο μÝτρα κÜτω απ τη γης Þ πÜνω απü τον πλαúνü σου τοßχο τον γδαρμÝνο, αγρυπνοýν.» ΟδυσσÝας Ελýτης: «ΙδιωτικÞ οδüς»

«Αγγλος Þ Γερμανüς Þ ΓÜλλος δýναται να εßναι κοσμοπολßτης Þ αναρχικüς Þ Üθεος Þ ο,τιδÞποτε. ¸καμε το πατριωτικüν του χρÝος, Ýκτισε μεγÜλην πατρßδα. Τþρα εßναι ελεýθερος να επαγγÝλλεται χÜριν πολυτελεßας, την απιστßαν και την απαισιοδοξßαν. ΑλλÜ Γραικýλος της σÞμερον, üστις θÝλει να κÜμη δημοσßα τον Üθεον Þ τον κοσμοπολßτην, ομοιÜζει με νÜνον ανορθοýμενον επ? Üκρων ονýχων και τανυüμενον να φθÜση εις ýψος και φανÞ και αυτüς γßγας.» ΑλÝξανδρος ΠαπαδιαμÜντης: «ΛαμπριÜτικος ψÜλτης»

 

ΑΝΤΙΓΡΑΦΗ.

ΠÜλι η αντιγραφÞ. Εßπαμε: στον τρüπο μας, üταν δεν Ýχεις να πεις κÜτι καλýτερο απü τη σιωπÞ, δεν σωπαßνεις. ΑντιγρÜφεις. ΑντιγρÜφεις, διüτι αλλεπÜλληλες φωνÝς πριν και γýρω απü σÝνα, με Ýκρηξη, με υπομονÞ και λÜθη Ýπλασαν αυτü που νομßζεις üτι εßναι το ιδιωματικü σου πρüσωπο. Κι Ýτσι η ταπεινÞ αντιγραφÞ, μου επιτρÝπει να ξαναχτßσω τη μορφÞ μου, ν ανακαλýψω ξανÜ με ταπεßνωση κι ευγνωμοσýνη, πως το πρüσωπü μου εßναι κτßσμα που πολλοß χτßστες μου Ýχτισαν και μου δþρησαν, για να το κατοικÞσω δοξολογþντας το.

«¸ρχομαι απü μακριÜ», μου διδÜσκει ο Ελýτης. Και, «ΓÝμισα καθ οδüν χþμα», ναι! ΑλλÜ αυτü εßναι το αντßτιμο της περιπÝτειας, αυτÞς που μας χÜρισε την αργüσυρτη διÜρκειÜ μας, εκεß üπου εμεßς «üλοι μαζß», γßναμε, μÝσα απü δοξολογßες και χρεωκοπßες, «αγÜλματα φωνÞεντα», κτßσματα δηλαδÞ θεúκÜ που απαστρÜπτουν φως- (αγÜλματα). ΑγÜλματα üμως αστραφτερÜ, που δεν εßναι βουβÜ, üπως τα αγÜλματα. Εμεßς γßναμε «αγÜλματα φωνÞεντα», αστραφτερÝς απüπειρες αθανασßας με φωνÞ. Και με τη φωνÞ αυτÞ, ýψιστο προνüμιο των καθ ημÜς αγαλμÜτων, Ýνα εßναι «το μüνο που μπορεßς ακüμη να κÜνεις», μας σωφρονεß ο Ελýτης: «να δÝεσαι τους θεοýς σου».

 

Κι Ýρχεται και δÝνει εδþ ο ΠαπαδιαμÜντης: αν δεν ευλαβεßσαι αυτÜ τα λεßψανα τα «Δυο μÝτρα κÜτω απ τη γης Þ πÜνω απü τον πλαúνü σου τοßχο τον γδαρμÝνο», τüτε καταντÜς τÜχα μου μονδÝρνος, αλλÜ εντελþς ντενεκÝς γδαρμÝνος και νÜνος «Γραικýλος της σÞμερον, üστις θÝλει να κÜμη δημοσßα τον Üθεον Þ τον κοσμοπολßτην».

 

ΝÜνε γßγαντα! ΝÜνε γßγαντα, «επ Üκρων ονýχων» ευρωψþνιο!

 

Νανοπßθηκε, ξεχειλωμÝνε λουκουμÜ, που ακκßζεσαι, ξιπασμÝνος μÝσα στην νεοπλουτßστικη αμορφωσιÜ σου, εντüς ΜεγÜρου ΜουσικÞς κορδακιζüμενος με τα π.χ. φασιστοειδÞ-εμβατÞρια των δυτικþν δýο τετÜρτων (το μÝτρο, εννοþ των 2/4) Þ ακüμη χειρüτερα του ενüς δευτÝρου (þ) και αγνοþντας βεβαßως ως παχυλþς Αμουσος, πως το ασýμμετρον εννεÜσημον των εννÝα ογδüων και παρÜ κÜτι Þ και πιο εκεß απü κÜτι, εßναι ρυθμικÞ θεοληψßα ελευθερßας, ανταρσßας και θεολÞπτου λογοδοσßας, διüτι το «Νýχτωσε χωρßς φεγγÜρι» Þ ο αργüς του «τη ΥπερμÜχω Στρατηγþ», δεν περπατιÝται απü αγελαßο λüχο, αλλÜ χορεýεται διÜ «φιλοσüφου μανßας και βακχεßας», απü Μυροφüρους ΑντÜρτες της εθελουσßας λογοδοσßας προς την Κοινüτητα.

Και βεβαßως, ως μουσικü μÝτρο, αμαθÝστατε, εßναι πολý πιο «εξελιγμÝνο», δηλαδÞ περßπλοκο, περßτεχνο, επιτηδευμÝνο απü το απλü - απλοýστατο εν δεýτερον. Κι Ýδινε πÜλι τις προÜλλες βαρýγδουπος νανογßγας, αντιστοßχου αγραμματωσýνης πομφüλυγα (συνÝντευξη, το θεωροýσε αυτü), üπου διαπßστωνε εριβριθþς μεν, αναλφαβÞτως δε, üτι η ορθοδοξßα και η «βυζαντινÞ θεοκρατßα» Þταν πιο αντιδραστικÝς απü την ΠαπικÞ εκκλησßα και τις δυτικÝς κοινωνßες!

«ΒυζαντινÞ θεοκρατßα», αποκαλοýσε ο κρανιοφεγγÞς αυτüς φωστÞρ, την πολυεθνικÞ μας οικουμενικüτητα, η οποßα ποτÝ δεν επÝβαλλε την ελληνικÞ γλþσσα στους Üλλους λαοýς, üπως Ýκαναν για τη δικÞ τους, κατÜ σειρÜν ιστορικÞς βαρβαρüτητας, οι Ισπανοß, Ολλανδοß, Αγγλοι, ΓÜλλοι, ΠορτογÜλλοι, (οι Γερμανοß απλþς φοýρνιζαν, το Ινστιτοýτο Γκαßτε το ßδρυσαν αργüτερα, üταν ξεμεßνανε απü ανταλλακτικÜ για τους φοýρνους τους).

«ΒυζαντινÞ θεοκρατßα», ω της ακηδßας αγλαþς καρÜφλιασμα, αυτÞ η κομψεπßκομψη αριστοκρατßα της χειρονομßας, η οποßα δημιουργεß γραπτÞ γλþσσα για τον εκχριστιανισμü των Σλαýων; «Δημοκρατικþτερη» απü την Εκκλησßα μας, η ΠαπικÞ θεομηνßα, με την ΙερÜ ΕξÝταση και την πυρÜ, για το καλü μας; ΦροντιστηριακÞ Üσκηση πρωτοετοýς νηπιοβρÝφους, ω λογολαμπιροýσα, του Δυτικοý ΜπουρδιστÜν εσý, κρανιολαμπßς: (κατÜ το πυγολαμπßς.

¸τσι εßναι: αλλουνοý λÜμπει ο κþλος [πυγÞ] κι αλλουνοý το κρανßο. ΛÜμψη υπÜρχει και στους δýο, το μυαλü üμως, φαßνεται να τüχει μüνον η πυγολαμπßδα, η οποßα, τουλÜχιστον, αποφεýγει τις συνεντεýξεις). ¸χουμε και λÝμε λοιπüν: ως γνωστüν, στο ΜυστÞριο του ΓÜμου, το ßδιο απüσπασμα διαβÜζουν κι ο παπικüς κι ο ορθüδοξος παπÜς: ους ο θεüς συνÝζευξεν Üνθρωπος μη χωριζÝτω.

Ως φωστÞρες τýπου Προκροýστη (οι φοýρνοι, οι φοýρνοι, απ εδþ ξεκßνησαν οι φοýρνοι, η αποικιοκρατßα, το απαρτχÜιντ, ο ΧÝγκελ, ο Ανταμ Σμιθ και ο Μαρξ), σκÝφτονται λοιπüν οι ΠαπιστÝς και λÝνε: τι λÝει ο θεüς; ¸νας γÜμος, ßσον Ýνας γÜμος, Üρα απαγορεýεται το διαζýγιο. ΞεκÜθαρος συλλογισμüς, Ýε; ¼πως του Προκροýστη: χωρÜς στο κρεβÜτι; Δεν χωρÜς. Αρα φοýρνος. ΛÝνε κι οι δικοß μας: «ΛÝει ο θεüς: Ýνας γÜμος, ßσον Ýνας γÜμος. Αρα; Αρα, Ýως και τρεις γÜμους! Ναι, Ýως και τρεις! Ποια Εκκλησßα, ω κενüφλυξ, εßναι πιο δημοκρατικÞ; H ΠαπικÞ, που κατÝστρεψε επß χßλια χρüνια σπßτια και σπßτια, επιβÜλλοντας τη χιτλερικÞ κτηνωδßα του αρραγοýς γÜμου, Þ η καθ ημÜς ΑνατολÞ, η οποßα γνωρßζοντας üτι ο Üνθρωπος εßναι περιφερüμενο λÜθος, του χÜρισε την επιεßκεια των τριþν γÜμων και του νομιμοποßησε το δικαßωμα στο λÜθος;

Ποια κοινωνßα σεβüταν πιο πολý τους ανθρþπους της, ω της ιδεοληψßας φεγγοβüλον τüπι; O Δυτικüς Μεσαßων κατακρεοýργησε τις κοινωνßες του λüγω της υπÜρξεως τριþν δικαßων και τριþν δικαστικþν συστημÜτων: Üλλοι δικαστÝς κι Üλλο δßκαιο δßκαζαν τον φεουδÜρχη για το ßδιο αδßκημα (π.χ. βιασμüς Þ ανθρωποκτονßα) κι Üλλο δικαιúκü σýστημα εφαρμοζüταν στην καμποýρα των δουλοπαροßκων κι Üλλο αμνÞστευε βεβαßως τα παπαδαριÜ τους.

 

¹ μÞπως ξεχÜσατε, ελλογιμþτατε της ανεπιστημοσýνης, το jus primae noctis (δικαßωμα πρþτης νυκτüς), με το οποßο στην «προχωρημÝνη» Ýναντι της «ΒυζαντινÞς θεοκρατßας» Δýσης, το αφεντικü δοκßμαζε πρþτος κÜτι απü μποýτι και ψαχνü, αφÞνοντας στον σýζυγο το δημοκρατικü πλεονÝκτημα να Ýχει ετοιμοπαρÜδοτο «ρονταρισμÝνο» üχημα του πüθου;

ΜÞπως, ω πεφωτισμÝνε βυζαντινοφÜγε, ακοýσατε ποτÝ για τις «ΝεαρÝς» (νüμους) «περß προτιμÞσεως» Þ «περß κωλυομÝνων προσþπων»; ΑλÞθεια, υπÜρχει τι το αντßστοιχο στη βαρβαροδημοκρατικÞ Δýση, με τις «ΝεαρÝς», αυτÝς, üπου ο «κρατικüς παρεμβατισμüς» ναι!, απαγορεýει στον ΑυτοκρÜτορα π.χ. και τα μÝλη της ΑυλÞς, Þ στους Επισκüπους και ΗγουμÝνους, Þ τοπικοýς ανωτÜτους υπαλλÞλους, να αγορÜζουν γη Þ να δÝχονται «δωρεÝς» απü κατεστραμμÝνους αγρüτες; ¹ üτι αυτομÜτως ακυρþνεται οποιαδÞποτε τÝτοια πρÜξη, για να διατηρεßται Ýτσι Ýνα καθεστþς ισονομßας και δικαιοσýνης;

 

¹ üτι το πρþτο IKA του κüσμου, η «ΒασιλειÜς», Ýργο του ΜεγÜλου Βασιλεßου, εφαρμüζεται σε μας, χßλια πεντακüσια χρüνια πριν απü την προχωρημÝνη σου Δýση; ¹ üτι η ΔυτικÞ αποικιοκρατßα, αποκýημα κατ? ευθεßαν γραμμÞν των δημοκρατικþν κοινωνιþν της Δýσης, (ενþ εμεßς δεν μπορÝσαμε να Ýχουμε «βυζαντινÞ» δημοκρατßα), στοßχισε σε τρεις αιþνες, γýρω στα 200 εκατομμýρια νεκρþν και ολικÞ γενοκτονßα των αποικιοκρατουμÝνων πολιτισμþν; ΣυμπÝρασμα: Üλλο το αφασικü σýνδρομο μειονεξßας Γραικýλου νÜνου κι Üλλο τα καθ? ημÜς «αγÜλματα φωνÞεντα»._Κ.Ζ.

- Óôåßëå Ó÷üëéï
22 Íïåìâñßïõ 2006, 00:55
Ç áíÜðôõîç åßíáé ìéá ôñÝëá


 

 

H πορεßα του Ηomo economicus προς το πεπρωμÝνο του

 

 

“Ο Üνθρωπος Ýχει καταστρÝψει το περιβÜλλον και τþρα το περιβÜλλον εκδικεßται τον Üνθρωπο. Στις αναπτυσσüμενες χþρες, το 20% των θανÜτων προκαλεßται εξαιτßας της περιβαλλοντικÞς μüλυνσης ενþ οι τοξßνες απειλοýν την υγεßα 1.000.000 πολιτþν με δηλητηριÜσεις, καρκßνους καθþς και τη γÝννηση παιδιþν με νοητικÞ στÝρηση. Το ανθρþπινο εßδος üμως, δεν εßναι το μüνο που κινδυνεýει. Λüγω της επιτÜχυνσης του φαινομÝνου του θερμοκηπßου, πολλοß βιολüγοι βλÝπουν σÞμερα την Ýκτη μαζικÞ εξαφÜνιση ζþων στην ιστορßα της γης - την πρþτη για την οποßα ευθýνεται ο Üνθρωπος και οι δραστηριüτητÝς του. Και σαν να μην Ýφταναν üλα αυτÜ, εκφρÜζονται φüβοι για ξÝσπασμα επιδημιþν στον πλανÞτη.”

 

 

"üταν το τελευταßο ποτÜμι μολυνθεß,üταν το τελευταßο δÝντρο κοπεß,üταν το τελευταßο ψÜρι πεθÜνει τüτε θα καταλÜβετε üτι το χρÞμα δεν τρþγεται" (απü ομιλßα ΙνδιÜνου αρχηγοý στους ευρωπαßους κατακτητÝς)

 

ο δυτικüς Üνθρωπος της φθορÜς εßπε πως ο Θεüς πÝθανε...üμως καθþς ο Θεüς Ýπαιρνε τον δρüμο για τον κÜτω κüσμο παρÝσυρε μαζß του και τον δυτικü Üνθρωπο που δεν κατÜλαβε πως το σημαντικüτερο κομμÜτι της ýπαρξης του εßναι θεικü κι üφειλε ν ακολουθÞσει...

- Óôåßëå Ó÷üëéï
21 Íïåìâñßïõ 2006, 02:11
Åã÷åéñßäéï ôïõ ÷Üóêáêïò


 






Kþστας ZουρÜρις



ΙΣΑΛΟΣ ΓΡΑΜΜΗ

Οι συνÞθεις χÜσκακες

«...οι συνÞθεις χÜσκακες, Ýχαινον ακοýοντες την καινÞν διδασκαλßαν, και
προς αυτÞν τον βßον ρυθμßζοντες, εζÞτουν? να ζþσιν ελεýθεροι των απü της
θρησκεßας δεσμþν, φυσικÞν ζþντες ζωÞν, φυσικüν νüμον ακοýοντες, Þ μη
ακοýοντες ουδÝνα·»
ΜανουÞλ Γεδεþν: «Η πνευματικÞ κßνησις του ΓÝνους κατÜ τον ΙΗ´ και ΙΘ´
αιþνα». (ΕρμÞς, 1976).


«...Το ßδιο προσπαθοýν να κÜνουν απ? την μεριÜ τους οι νικητÝς: να
αλλοιþσουν τους νικημÝνους, να τους διδÜξουν τα δικÜ τους, με σκοπü üχι
βÝβαια την απελευθÝρωσÞ τους, αλλÜ για να εμφυσÞσουν στους υποτελεßς Ýνα
μüνιμο αßσθημα θαυμασμοý προς τους νικητÝς τους, δηλαδÞ Ýνα οριστικü
σýνδρομο μειονεξßας...»

OI ΣΥΝΗΘΕΙΣ χÜσκακες ξαναχτýπησαν.

 

Ποιοß εßναι üμως οι συνÞθεις χÜσκακες; Τους γνωρßζουμε απü την συνÞθη
ανελλÞνιστη και ματαιüσπουδη κüψη τους: εßναι οι «πεπολιτισμÝνοι» οι κατ?
επÜγγελμα ενÜρετοι, οι τα φþτα της Εσπερßας φÝροντες. Οι συνÞθεις χÜσκακες,
πλοηγοß της ευρωπαúκÞς χρηστομÜθειας, ουραγοß της ελληνικÞς μαρτυρßας,
χÜσκακες μπροστÜρηδες της αφασßας.

Κι αφοý Ýως Üρτι, ουκ ολßγον κενοσπουδÜζοντας, μας νουθÝτησαν ως πολý
μορφωμÝνοι, παρα-μορφωμÝνοι μÜλιστα, πως υπÜρχουν πολλÝς Μακεδονßες και
πολλÜ ονüματα - Μακεδονßες κι üτι τα Λακüστ εßναι πιο ιερÜ πρÜγματα απü την
Μακεδονßα και γι? αυτü τα Λακüστ Ýχουν ονομασßα προελεýσεως κατωχυρομÝνη,
ενþ το κτιτορικüν üνομα ενüς Λαοý, η Μακεδονßα του, αυτü εßναι αδÝσποτον
και κοινüν τοις πÜσι, μετÜ απ? αυτü, ξαναχτýπησαν.

 

Σε περισποýδαστη και ως συνÞθως ημι-εγγρÜμματη ανακοßνωση, οι συνÞθεις
ευρωφρενεßς χÜσκακες, προφασιζüμενοι εγκρατÞ οργÞν για τις ταυτüτητες üπου
θα υπÜρχει Þ üχι Ýνδειξη θρησκεýματος, ζητοýν χωρισμü, λÝει, εδþ στην
ΕλλÜδα, Εκκλησßας και ΚρÜτους.

 

Και για μεν τα περß υποχρεωτικÞς αναγραφÞς, τα πρÜγματα εßναι απλοýστατα
και τα εßπαμε, üλοι üσοι ανÞκουμε στην ΕυχαριστιακÞ Σýναξη και δεν
χÜσκουμε: δεν εßναι ορθüδοξο αυτü που εßναι υποχρεωτικü. Το υποχρεωτικü
εßναι δυτικÞ νεýρωση, διüτι παρÜγεται απü δουλοκτÞτες και απευθýνεται σε
δουλοπρεπεßς.

 

Ολüκληρη η Εκκλησßα μας δοξολογεß το Εκοýσιον ΠÜθος. ΘÝλων,
λÝει, πηγαßνει ο Χριστüς στον ΓολγοθÜ. Αλλοιþς, δεν Ýχει αξßα.
Εκουσßα πρÝπει να εßναι η νÝκρωσις του εγωισμοý μας, üπως και η δικÞ του.
Αλλοιþς, δεν εßμαστε λογικÜ πρüβατα, üπως μας θÝλει ο συλλογικüς εαυτüς μας
üταν ψÜλλουμε στον ΑκÜθιστο: χαßρε, αυλÞ λογικþν προβÜτων!
Λογικþν, διüτι αλλοιþς εßμαστε σκÝτα πρüβατα. «Λογικþν προβÜτων», για να
εßμαστε ελεýθεροι αριστοκρÜτες που, Εθελοýσιοι, καταργοýμε το Εγþ μας, þστε
να ζÞσει το Κοινüν (üπως Ýδειξα στο προηγοýμενο τεýχος των 4T με το Δ,10
του Θουκυδßδη).

ΕπομÝνως, για τους γνωρßζοντες τα καθ ημÜς και μη χÜσκακας κατÜ τας
Ευρþπας, το δελτßο ταυτüτητας, αλλÜ και η παροýσα οργÜνωση της Διοικοýσης
Εκκλησßας, σÞμερα, εßναι προúüν της Βαυαροκρατßας και της υποτÝλειας του
καθ ημÜς Κρατιδßου στην πανεπüπτρια Δýση.

ΛÜθος καυγÜς, δηλαδÞ, για λÜθος θÝμα.

¼,τι εßναι υποχρεωτικü, δεν εßναι ορθüδοξο και πÜμε παρακÜτω.

 

Πριν üμως καταδεßξω το γελοßο και το αναλφÜβητο της θÝσης που προτεßνουν οι
συνÞθεις χÜσκακες, δηλαδÞ, τον διαχωρισμü, üπως αυτοß λÝνε, της Εκκλησßας
απü το ΚρÜτος, θα αναλýσω τον μηχανισμü, ο οποßος παρÜγει τον συνÞθη
χÜσκακα, δηλαδÞ τον πÜλαι αποκαλοýμενο γενßτσαρο και νεωστß ευρωλιγοýρη.

Θα δεßξω, πως χÜνεις την ταυτüτητα.


Ως γνωστüν Þ Üγνωστον, τÝκνο κι εγþ της ελληνικÞς περιπÝτειας, υπÞρξα στην
προσφυγιÜ, επß εικοσιτρßα Ýτη συναπτÜ, αθÝλητα στα πρþτα επτÜ, σχεδüν
ηθελημÝνα στα υπüλοιπα.
¸ζησα το συναμφüτερον, δηλαδÞ Ýζησα εýκολα μÝσα στα δýσκολα: Ýχασα τα
στηρßγματÜ μου, αλλÜ Þμουν πλοýσιος: Þμουν πρüσφυγας πολυτελεßας. H
ανακýκλωση της ελληνικÞς υποτÝλειας με παßδευε, αλλÜ, με τα κριτÞρια τα
ισχýοντα, Þμουν «πεπαιδευμÝνος»: εν μÝσω διωγμþν και φυλακισμÝνων και
καταδικασμÝνων δικþν μου, εßχα μεγαλþσει με πιÜνο, γαλλικÜ, γερμανßδες
γκουβερνÜντες, εγκρατÞς της δυτικÞς μοýσας, με πτυχßα και σπουδÝς στο
ΜοτσαρτÝουμ του Σαλτσβοýργου και üσες σÜλτσες απαιτεß η λεοντÞ του παρφÝ
ευρωλιγοýρη.

Και ξÝχασα: λÜστ μπατ νοτ λιστ, εκτüς του Λιστ, εßχα οδηγÞσει, τüτε, üλα
σχεδüν τα σπορ αυτοκßνητα που παρÞγαγε η Εσπερßα, με προτßμηση βÝβαια, γι?
αυτÜ τα υπÝροχα που τεχνουργοýσε η Λιγουρßα, στο ΜαρανÝλλο και αλλοý.
Ευρωλιγοýρης λαγνουργþν εν Λιγουρßα, τß το βÝλτιον;

 

ΣυμπÝρασμα: υπÞρξα πρüσφυξ ενοφθαλμισμÝνος. ΣτραβÜδι μεν Þμουν, ως ¸λλην,
τüτε, πλην üμως εßχα τις προδιαγραφÝς για μια πλÞρη συσσωμÜτωσÞ μου, στον
ιδεολογικü και κοινωνικü μηχανισμü της Δýσης.

 

ΜικρÞ λεπτομÝρεια: τις εγκýκλιες μου σπουδÝς, τις εßχα παιδευτεß, Üριστα,
και με εßχαν παιδÝψει Üριστα, τüτε, στο Πειραματικü Σχολεßο του
Πανεπιστημßου Θεσσαλονßκης.


¼ταν τÝλειωσα, θυμÜμαι üτι Þμουν μεν φανατικüς φωταδιστÞς, πÜσχων την
ευκοιλιüτητα της προüδου, και χλεýην προσφÝρων προς την ΜÜνα Εκκλησßα,
τυρβÜζων ψιμμυθιωμÝνες μαλακßες για τα Αγια Λεßψανα, διÜβαζα üμως, στο
πρωτüτυπο, üλη την αρχαßα Γραμματεßα μας, πλην ΟμÞρου, üπου εßχα δυσκολßες
και, θυμÜμαι, πως, τüτε, τα ΛατινικÜ μου Þταν εξ ßσου καλÜ και κακÜ με τα
ΓαλλικÜ μου.

ΜετÜ, και λüγω, επιλογþν, τεμπελιþν και επιρροþν, ξÝχασα και την γλþσσα μου
και τα ΛατινικÜ μου και αγωνßζομαι - νωχελþς - να ξαναβρþ την πρþτη, χωρßς
üμως να ψÜχνω για τα δεýτερα.

 

Αυτü το χÜú προφÜúλ, μου δημιοýργησε τα εξÞς περßτρανα: μεγαλοýργησα στην
Εσπερßα, üπου ως γνÞσιος Γκρεκ, (δηλαδÞ απατεþν και λαθροβßοτος, κατÜ τα
ΔυτικÜ ΛεξικÜ του 18ου αιþνος και εφεξÞς), βρÞκα, χωρßς να ψÜξω, συμπαθÞ
αργομισθßα στο Παρßσι, üπου, επß εßκοσι και εν Ýτη συναπτÜ, με πληρþνανε οι
κουτüφραγκοι, για να κÜθομαι: προσπαθοýσα, δηλαδÞ, να εκδικηθþ για το
πÜρσιμο της Πüλης στα 1204, για την Απτερον Νßκη, για την Αφροδßτη, που οι
κλÝφτες ΓÜλλοι αξιωματικοß, στα 1803 Þ τÝσσερα, δεν θυμÜμαι πια, της
Ýσπασαν το χÝρι, για να την κλÝψουν, διüτι τüτε βÝβαια δεν εßχαμε τßποτε,
παρÜ μüνον αξιοπρÝπεια και παπÜδες που βρßζανε και δÝρνανε τους ΓÜλλους
φωταδιστÝς και «πεπολιτισμÝνους» που κλÝβανε, ενþ εμεßς, λαüς αριστοκρÜτης
- πÝνης, «γι αυτÜ πολεμÞσαμε»: υπÝρ πßστεως και πατρßδος και προγüνων
απÜντων, δηλαδÞ για τα κωλομÝρια μιας πÝτρινης, ψεýτικης θεÜς... Ψεýτικης
τüσο, üσο κι η αλÞθεια μας: νεφÝλης πÝρι, για Ýνα αδειανü πουκÜμισο, για
μιαν ΕλÝνη πολεμοýμε... για Ýνα üνομα, για μια Μακεδονßα χαμÝνη στην
Κýπρον, ου μ εθÝσπισεν Απüλλων οικεßν...

 

Εκεß üμως στο διÜσημο ΠανεπιστÞμιο Παρßσι 8, στην περιþνυμον ΒενσÝν üλων
των επαναστατικþν ονεßρων της Υφηλßου, εκεß, χωρßς να το θÝλω Ýκανα και μια
Üλλη θητεßα: ανακÜλυψα το πως γßνεται η αλλοτρßωση ενüς προσþπου, δηλαδÞ
πως Ýνα κυρßαρχο σýστημα πετυχαßνει την αναπαραγωγÞ του, διαλÝγοντας τα
καλýτερα παιδιÜ των υποτελþν - νικημÝνων και μετατρÝποντας τον υποτελÞ
ταλαντοýχο μαθητÞ σε εθελοντÞ και φανατικü, διüτι νεοφþτιστο, γενßτσαρο.
H συνταγÞ εßναι απλÞ και την Ýχουν εφαρμüσει üλες ου εν τω κüσμω
αυτοκρατορßες, οι οποßες γνωρßζουν üτι η κυριαρχßα δεν εξασφαλßζεται μüνον
με την κυριαρχßα επß των σωμÜτων, αλλÜ κυρßως, με την Üλωση των ψυχþν. H
ηγεμονßα, üπως το διαπιστþνει ο ΠλÜτων, ασκεßται πειθοß τε και βßα. Κι εδþ,
το καθ ημÜς συναμφüτερον!

H συνταγÞ, η απλÞ.
α) Παßρνεις, Ýνα παιδß, που τüχεις διαλÝξει ταλαντοýχο Þ το Ýχεις διακρßνει
μÝσα απü τα συστÞματα επιλογÞς-απορρßψεως (το Σχολεßο).
Το παιδß που Ýρχεται απü μια νικημÝνη κοινωνßα, üπως η ελληνικÞ απü το 1204
Þ οι αφρικανικÝς, ασιατικÝς, λατινο-αμερικανικÝς κ.λπ., το παιδß λοιπüν
αυτü Ýχει συνÞθως «βγÜλει» Ýνα κακü σχολεßο, το οποßο λειτουργεß κακÞν
κακþς σε μια ξεχαρβαλωμÝνη, λüγω της Þττας, κοινωνßα.
β) H νικημÝνη κοινωνßα και ιδιαßτερα οι αρχηγοß της, Ýχουν Ýνα βαθýτατο
αßσθημα κατωτερüτητας Ýναντι του νικητÞ και προσπαθοýν, για να απαλλαγοýν
απü την Þττα τους, να δουν, και πολý σωστÜ, για ποιοýς λüγους υπερÝχει ο
νικητÞς.
ΣυνÞθως, και αυτü εßναι νüμος των κοινωνιþν, εκτüς των υλικþν συνθηκþν, ως
κýρια αιτßα της υπεροχÞς των νικητþν αναγορεýεται το εκπαιδευτικü τους
σýστημα. Κι αυτü, πολλÝς φορÝς Ýχει ψÞγματα αλÞθειας. H παιδεßα, ναι,
παρÜγει Ισχýν.
Αρα:
γ) Σýσσωμη η νικημÝνη ηγεσßα, αλλÜ και σýσσωμη -με καθυστÝρηση- η νικημÝνη
κοινωνßα, προσπαθεß να διδαχθεß, να μιμηθεß και να πραγματοποιÞσει τις
γνþσεις, τις συνÞθειες, τα Þθη και την ψυχαγωγßα των νικητþν.
Το ßδιο προσπαθοýν να κÜνουν απ? την μεριÜ τους οι νικητÝς: να αλλοιþσουν
τους νικημÝνους, να τους διδÜξουν τα δικÜ τους, με σκοπü üχι βÝβαια την
απελευθÝρωσÞ τους, αλλÜ για να εμφυσÞσουν στους υποτελεßς Ýνα μüνιμο
αßσθημα θαυμασμοý προς τους νικητÝς τους, δηλαδÞ Ýνα οριστικü σýνδρομο
μειονεξßας.
γ) Το ταλαντοýχο παιδß των νικημÝνων, το παραλαμβÜνει Ýνα κατÜ τεκμÞριον
-προσοχÞ üχι ανþτερο- αλλÜ Ýνα δυνατþτερο σýστημα. Το σýστημα το
αμερικανο-αγγλο-γαλλο-γερμανικü γυαλßζει για το παιδß της Ψωροκþσταινας.
Το ελληνÜκι μου, Þ το αφρικανÜκι μου φτÜνει στις «πρωτεýουσες» των
επιστημþν και των γραμμÜτων, χωρßς να ξÝρει καλÜ-καλÜ την γλþσσα του, τον
πολιτισμü του, το παιδß μου εßναι συνÞθως φτωχüπαιδο, φτωχÞς οικογÝνειας,
φτωχÞς εξαρτημÝνης περιφερειακÞς κοινωνßας, ενþ το κεντρικü εκπαιδευτικü
σýστημα ΓΥΑΛΙΖΕΙ.
Οι «πνευματικÝς» αποικιοκρατικÝς πρωτεýουσες ΛΑΜΠΟΥΝ.
δ) Το νικημÝνο μου φτωχüπαιδο Ýχει ηλικßα ανÜμεσα στα 18 και 22. Εßναι
Üπραγο και Üβγαλτο βλαστÜρι.
Φτωχü, νικημÝνο, Üγλωσσο και ξενιτεμÝνο, ξερριζωμÝνο.
ε) Το παραλαμβÜνουν δÜσκαλοι που γυαλßζουν, πανεπιστÞμια που γυαλßζουν, Þθη
που γυαλßζουν, διασκεδÜσεις που γυαλßζουν.
ΟικογÝνεια εκεß κοντÜ δεν υπÜρχει, κοινωνßα συγκροτημÝνη εßναι μüνον η
ξÝνη. Και η γλþσσα γýρω-γýρω, το περικυκλþνει, ξÝνη.

Και Ýτσι λοιπüν, το παιδß μου χωρßς στηρßγματα, το βλαστÜρι μου ανÜμεσα στα
μικρÜ του δεκαοχτþ χρüνια και τα Üπραγα εικοσιδυü του, δεν μπορεß να
ξεχωρßσει τß απ? üσα γυαλßζουν εßναι ντενεκÝς και τß εßναι χρυσüς.

Το Üπραγο παιδß μου, δηλαδÞ, δεν μπορεß να ασκÞσει ΔιÜκρισιν. Παßρνει ü,τι
του προσφÝρει η μηχανÞ που το κατασκευÜζει, βγαßνει τÝτοιος κιμÜς, üπως τον
Ýκοψε η πνευματικÞ κρεατομηχανÞ που τον αλÝθει.

¼ταν μÜλιστα το νικημÝνο παιδÜκι μου το ξεχωρßσει ο ινστροýχτορÜς του, το
καλÝσει σπßτι του και, Ýξω απü τα μαθÞματα, του «χαρßσει την εýνοια» του,
δεßχνοντÜς του το πως ο ινστροýχτορας ζει, με τß ψυχαγωγεßται, τß μουσικÞ
τον θÝλγει και πως γαστρονομεß τον λüγον της αληθεßας του, τüτε σιγÜ -
σιγÜ, μαγεμÝνο και εκμαυλισμÝνο, το παιδß του παιδομαζþματος,
μεταμορφþνεται, ελευθÝρως(;) και αβιÜστως(;) σε εν ενεργεßα γενßτσαρο και
σε συνÞθη χÜσκακα.

ΧÜσκει σε ü,τι χαßνει λαμπερÜ μπροστÜ στην Üδολη μýτη του και βεβαßως δεν
βλÝπει πÝρα απü την χÜσκουσα μýτη του. Το παιδß μου του παιδομαζþματος
εßναι πÜντοτε μüνο του στην ξενιτειÜ, μÝσα στα ξÝνα Þθη, στην ξÝνη γλþσσα
και στην ξÝνη επικυριαρχßα. Το βλαστÜρι μου ξεραßνεται.
στ) Το παιδß μου του παιδομαζþματος, αποξενωμÝνο απü την μÞτρα του και
μορφωμÝνο πια, παρα-μορφωμÝνο, μπορεß να μεßνει χρüνια εις την ξÝνην,
ξÝνος, Þ καλοπαντρεμÝνος, δηλαδÞ κακüτυχος. ΝÝα εξÜρτηση τüτε, νÝα
ασυμβατüτης, αλλÜ γι? αυτÜ, Üλλοτε.
Το παιδß μου κÜποτε, ßσως, εκεß γýρω στα τριÜντα του - σαρÜντα του, ßσως
επιστρÝψει.
Και τüτε θα υπÜρξουν τα εξÞς:
στ´ 1) Τα καλüπιστα: Θα θελÞσει να μεταφÝρει üσα Ýμαθε, εδþ, για το καλü
μας. Και, ιδιαßτατα στις κοινωνικÝς επιστÞμες, εκεß δηλαδÞ üπου οι Üνθρωποι
ανιχνεýουν με ποιοýς φανεροýς και αδÞλους τρüπους, ζοýνε üλοι μαζß, εκεß,
το παιδß του παιδομαζþματος θα δει üτι αυτÜ που Ýμαθε αλλοý, δεν κολλÜνε με
τα εδþ: το βλαστÜρι, μαραμÝνο, εßναι αλλοý μπολιασμÝνο, κι εδþ, ξεραμÝνο.
Το παιδß του παιδομαζþματος θα διαπιστþσει πανικüβλητο, üτι αγνοεß την εδþ
κοινωνßα, τον πολιτισμü της και το üλο πρüσωπü της. Αγνοεß τον τρüπο, που
το γÝννησε.

Και τüτε, ο νÝηλυς φÝρελπις της επιστÞμης, νοσταλγþντας τον τüπο της
κατασκευÞς του, θα αρχßσει να αεροβατεß και να αερολογεß: θα προτεßνει
προγρÜμματα σπουδþν, εδþ μεν Üτοπα, τüπον üμως Ýχοντα ενδεχομÝνως στην
Κανταβρυγßαν: εδþ μεν Üστοχα, στüχον üμως Ýχοντα αστüχως, την εκ ΜεδιολÜνου
επιδοκιμασßαν... K.O.K.

O νÝηλυς Üπελπις της επιστροφÞς, τüτε, θα ζαρþνει. Θα συρρικνþνεται στις
μßζερες βεβαιüτητες(;), που του Ýχτισαν μÝσα του, Üλλοι και ξÝνοι, στις
τüσο ως γνωστüν βÝβαιες(;) ηλικßες, τις τüσο θωρακισμÝνες ηλικßες των
δεκαοχτþ - εικοσιτüσο...

Και θα ζαρþνει και θα πικραßνεται. Και θα ελεεινολογεß την καθυστÝρηση των
εδþ, που δεν τον καταλαβαßνουν, που «Ýμειναν επαρχιþτες», που δεν
ακολουθοýν την πρüοδο, που επειδÞ μειονεκτοýν, Ýχουν σýμπλεγμα
κατωτερüτητας και «εδþ δεν γßνεται τßποτε» και «μετÜνιωσα που γýρισα»...

Ποιüς üμως γýρισε;

 

O συνÞθης χÜσκαξ...


H συνÝχεια, Θεοý θÝλοντος και χÜσκακος μη ωδινουμÝνου, στο επüμενο._Κ.Ζ."




4 ó÷üëéá - Óôåßëå Ó÷üëéï
20 Íïåìâñßïõ 2006, 00:55
Óôñáôçãüò ÌáêñõãéÜííçò


 

 

 

Στην αρχÞ σκÝφτηκα να συνεχßσω με τον παπα ΓιÜννη Ρωμανßδη και τις εξαιρετικÝς του τοποθετÞσεις..

 

ΜετÜ Þρθε μια φρασοýλα του ΜακρυγιÜννη απü τη Μαργαρßτα στο φüρουμ και με ξεσÞκωσε...

 

Εßπα λοιπüν το δεýτερο σημεßωμα στο φιλüξενο χþρο του MH να το αφιερþσω σε μια απü τις μεγαλýτερες μορφÝς της Ρωμιοσýνης,τον στρατηγü ΜακρυγιÜννη...

 

¼σοι τον γνωρßζουν θα χαροýν ,üσοι τον Ýχουν ακουστÜ θα Ýρθουν πιο κοντÜ του,μια και οδηγüς στο ταξιδÜκι μας εßναι Ýνας Üλλος μÜγος του λüγου,ο Γ.ΣεφÝρης...

 

ΠÜμε λοιπüν ,συνταξιδιþτες μου,μια βüλτα στα λιθüστρωτα καλντερßμια της ΠαρÜδοσης μας κÜτω απü τη σκιÜ των πλατÜνων και δßπλα στα χαγιÜτια των αρχοντικþν....

 

 

 

"1. ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ συνοικßα του ΜακρυγιÜννη την ξÝρουν üλοι οι Αθηναßοι. Τη δρÜση του αγωνιστÞ του '21, του πρωτεργÜτη της Γ' Σεπτεμβρßου και του κατÜδικου των στρατοδικεßων του ¼θωνα, την ξÝρουν üσοι μελÝτησαν τα χρονικÜ της ΕπανÜστασης και της βαυαροκρατßας.

Εßναι üμως λιγοστοß εκεßνοι που πρüσεξαν πως ο ΜακρυγιÜννης μας Üφησε Ýνα πολý σημαντικü βιβλßο -την ιστορßα της ζωÞς του- ßσως επειδÞ Þταν Ýνας αγρÜμματος. Τον ΜακρυγιÜννη των ΑπομνημονευμÜτων τον αγÜπησαν πραγματικÜ μερικοß νÝοι που Üρχισαν να δημοσιεýουν ýστερα απü τη μικρασιατικÞ καταστροφÞ. Δε νομßζω πως θα γελαστþ πολý αν προσθÝσω πως η φωνÞ του μπαßνει δειλÜ και ψιθυριστÜ στην ελληνικÞ ζωÞ ανÜμεσα στα 1925 και στα 1935. Κι αυτü δεν μποροýσε να φανεß στο πλατý κοινü.

Οι νÝοι που μεγÜλωσαν στον περασμÝνο παγκüσμιο πüλεμο και Þταν ακüμη στην ακμÞ της ηλικßας τους üταν Üρχισε η σημερινÞ κρßση, δεν πρüφτασαν οýτε το Ýργο τους να ωριμÜσουν οýτε να αποκαταστÞσουν τη δικÞ τους ιεραρχßα πνευματικþν αξιþν üπως την Þθελαν. Και üμως εßναι γνωστü σε üσους ενδιαφÝρθηκαν να παρακολουθÞσουν τα ελληνικÜ ρεýματα στα μεσοπολεμικÜ εκεßνα χρüνια, πως με τη μικρασιατικÞ καταστροφÞ αρχßζει στον τüπο μας μια περßοδος ιδεολογικþν ισολογισμþν και μετατροπþν που μπορεß να παραβληθεß με την περßοδο, της αναμüρφωσης που ακολοýθησε τον πüλεμο του '97.

Τις προσπÜθειες αυτÝς τις σκÝπασε Þ τις ετοιμÜζει οξýτερες ο σημερινüς αγþνας. Γι’ αυτü και ο ΜακρυγιÜννης, που βρÞκε μια φορÜ το δρüμο της καρδιÜς των νÝων, θα πρÝπει να περιμÝνει να καθαρßσει πÜλι ο ουρανüς για να πÜρει τη θÝση που του αξßζει. ΑισθÜνομαι -και πιστεýω πως το αισθανüσαστε και σεις -üτι με τÝτοιες συνθÞκες μου εßναι δýσκολο, μÝσα στο διÜστημα μιας σýντομης ομιλßας, να σας πεßσω για τη σημασßα του βιβλßου του ΜακρυγιÜννη, Þ τουλÜχιστο να σας δεßξω το μονοπÜτι που ακολοýθησα για να νιþσω Ýνα τüσο αγνοημÝνο Ýργο.

Εßμαι, με κÜποιον τρüπον, ο πρþτος μÜρτυρας που ακοýτε για μιαν Üγνωστη υπüθεση. ¸τσι θα Þθελα να σας παρακαλÝσω να προσÝξετε χωρßς προκατÜληψη τις λßγες περικοπÝς που θα σας διαβÜσω απü το κεßμενο του ΜακρυγιÜννη και να μου δþσετε την καλÞ σας προαßρεση. Ωστüσο υπÜρχει κÜτι που μου αλαφραßνει την καρδιÜ, τþρα που καταπιÜνομαι να διατυπþσω την ιδÝα μου για αυτÞ την ιδιüτυπη συγγραφÞ.

Εσεßς που εßχατε το ενδιαφÝρον να 'ρθεßτε να μ’ακοýσετε, μου δßνετε την ευκαιρßα να ξεπληρþσω Ýνα παλιü χρÝος που με βαραßνει απü χρüνια. Απü τα '26, που Ýπεσαν στα χÝρια μου τα Απομνημονεýματα, ως τα σÞμερα, δεν πÝρασε μÞνας χωρßς να ξαναδιαβÜσω λßγες σελßδες τους, δεν πÝρασε εβδομÜδα χωρßς να συλλογιστþ αυτÞ την τüσο ζωντανÞ Ýκφραση. ΜÝ συντρüφεψαν σε ταξßδια και σε περιπλανÞσεις, με φþτισαν Þ με παρηγüρησαν σε χαροýμενες και σε πικρÝς στιγμÝς. Στον τüπο μας, üπου εßμαστε τüσο σκληρÜ κÜποτε αυτοδßδακτοι, ο ΜακρυγιÜννης στÜθηκε ο πιο ταπεινüς αλλÜ και ο πιο σταθερüς διδÜσκαλüς μου. Πßστευα πÜντα πως θα βρισκüτανε κÜποια ευκαιρßα να του δþσω Ýνα μικρü δεßγμα της ευγνωμοσýνης μου.

ΚατÜ παρÜξενη σýμπτωση, την ευκαιρßα μου τη δßνετε σεις· μου τη δßνει το ελληνικü στρατüπεδο της ΜÝσης ΑνατολÞς· μου τη δßνουν οι ¸λληνες της Αιγýπτου. Σε μια στιγμÞ που κοιτÜζουμε και συλλογιζüμαστε και προσπαθοýμε να διακρßνουμε το πεπρωμÝνο του ελληνισμοý μÝσα απü την καταιγßδα και πÝρα απü την πλατιÜ στροφÞ που κÜνει στα χρüνια μας η ιστορßα του κüσμου -ποιος ξÝρει, μπορεß να υπÜρχει Ýνα κρυφü νüημα σ’αυτÞ τη σýμπτωση.

Στους καιροýς μας üπου ο αγþνας, το αßμα, ο πüνος και η δßψα της δικαιοσýνης απογυμνþνει τις ψυχÝς απü τα πρüσκαιρα ναρκωτικÜ και τις φρεναπÜτες· üπου ο Üνθρωπος γυρεýει απü τον Üνθρωπο το καθαρü, το στÝρεο και τη συμπÜθεια -εßναι σωστü να μιλοýμε για τÝτοιους ανθρþπους üπως ο ΜακρυγιÜννης.

Ακοýστε τον: «Κι üσα σημειþνω τα σημειþνω γιατß δεν υποφÝρνω να βλÝπω το Üδικο να πνßγει το δßκιο. Για κεßνο Ýμαθα γρÜμματα στα γερÜματα και κÜνω αυτü το γρÜψιμο το απελÝκητο, üτι δεν εßχα τον τρüπον üντας παιδß να σπουδÜξω: Þμουν φτωχüς κι Ýκανα τον υπηρÝτη και τιμÜρευα Üλογα, κι Üλλες πλÞθος δουλειÝς Ýκανα, να βγÜλω το πατρικü μου χρÝος που μας χρÝωσαν oι χαραμÞδες, και να ζÞσω κι εγþ σε τοýτη την κοινωνßα, üσο Ýχω τ’αμανÝτι του Θεοý στο σþμα μου. Κι αφοý ο Θεüς θÝλησε να κÜμει νεκρανÜσταση στην Πατρßδα μου, να τη λευτερþσει απü την τυραγνßα των Τοýρκων, αξßωσε κι εμÝνα να δουλÝψω κατÜ δýναμη, λιγüτερον απü τον χερüτερο πατριþτη μου ¸λληνα. ΓρÜφουν σοφοß Üντρες πολλοß, γρÜφουν τυπογρÜφοι ντüπιοι, και ξÝνοι διαβασμÝνοι για την ΕλλÜδα.

¸να πρÜμα μüνο με παρακßνησε κι εμÝνα να γρÜψω: üτι τοýτη την πατρßδα την Ýχομεν üλοι μαζß, και σοφοß κι αμαθεßς, και πλοýσιοι και φτωχοß, και πολιτικοß και στρατιωτικοß, και οι πλÝον μικρüτεροι Üνθρωποι. ¼σοι αγωνιστÞκαμεν, αναλüγως ο καθεßς, Ýχομεν να ζÞσομεν εδþ. Το λοιπüν δουλÝψαμεν üλοι μαζß να τη φυλÜμε κι üλοι μαζß, και να μη λÝγει οýτε ο δυνατüς «εγþ», οýτε ο αδýνατος.

ΞÝρετε πüτε να λÝγει ο καθεßς «εγþ»; üταν αγωνιστεß μüνος του και φκιÜσει Þ χαλÜσει, να λÝγει «εγþ»· üταν üμως αγωνßζονται πολλοß και φκιÜνουν, τüτε να λÝνε «εμεßς».

Εßμαστε στο «εμεßς» κι üχι στο «εγþ».

Και στο εξÞς να μÜθομε γνþση, αν θÝλομε να φκιÜσομε χωριü να ζÞσομε üλοι μαζß. ¸γραψα γυμνÞ την αλÞθεια, να ιδοýνε üλοι οι ¸λληνες ν’ αγωνßζονται για την πατρßδα τους, για τη θρησκεßα τους· να ιδοýνε και τα παιδιÜ μου και να λÝνε: «¸χομε αγþνες πατρικοýς, Ýχομε θυσßες -αν εßναι αγþνες και θυσßες. Και να μπαßνουν σε φιλοτιμßα και να εργÜζονται στο καλü της πατρßδας τους, της θρησκεßας τους και της κοινωνßας- üτι θα εßναι καλÜ δικÜ τους. ¼χι üμως να φαντÜζονται για τα κατορθþματα τα πατρικÜ, üχι να πορνεýουν την αρετÞ και να καταπατοýν το νüμο, και να 'χονν την επιρροÞ για ικανüτη» (Β' 463).

¸τσι τελειþνει το χειρüγραφü του. Το χειρüγραφο αυτü τυπωμÝνο, πιÜνει πÜνω απü 460 πυκνÝς σελßδες μεγÜλου σχÞματος. O ΜακρυγιÜννης το αρχßζει στις 26 Φεβρουαρßου 1829, τριÜντα δýο περßπου χρονþ, στο ¢ργος, üπου τον βρßσκουμε «Αρχηγü της εκτελεστικÞς δýναμης της Πελοπüννησος και ΣπÜρτης», εßτε καταγρÜφοντας παλαιüτερα γεγονüτα, εßτε σημειþνοντας γεγονüτα παρüντα σαν Ýνα ημερολüγιο. Περισσüτερο απü το μισü εßναι γραμμÝνο, ως φαßνεται, στο ¢ργος, ως τα 1832. Το συνεχßζει στο Ναýπλιο και στην ΑθÞνα ως τα 1840, οπüτε το κλεßνει βιαστικÜ για να το κρýψει. Η εξουσßα Ýχει υποψßες εναντßον του.

«Εßχαν μεγÜλην υποψßαν απü μÝνα» σημειþνει «και γýρευαν να μου ψÜξουν το σπßτι μου να μου βροýνε γρÜμματα» (Β' 346). Το εμπιστεýεται λοιπüν σ’Ýνα κουμπÜρο, που το παßρνει στην ΤÞνο. Στα 1844, ýστερα δηλαδÞ απü τη συνωμοσßα για το Σýνταγμα, üπου παßζει μεγÜλο ρüλο, και τα σεπτεμβριανÜ, πηγαßνει και το παßρνει· αντιγρÜφει τις σημειþσεις που κρατοýσε στο αναμεταξý με πολλÝς προφυλÜξεις· «σημεßωνα» μας λÝει «και εßχα Ýναν τενεκÝ και τÜ 'βαινα μÝσα και τÜ 'χωνα» -γρÜφει ως τον Απρßλη του 1850, και μετÜ Ýνα χρüνο περßπου το συμπληρþνει μ’ Ýναν πρüλογο και μ’Ýναν αρκετÜ μακρý επßλογο. Η Ýξοχα μελετημÝνη Ýκδοση του ΓιÜννη ΒλαχογιÜννη, η μοναδικÞ που Ýχουμε ως τα σÞμερα, δημοσιεýτηκε στα 1907, αφοý πÝρασε δηλαδÞ μισüς αιþνας που το πολýτιμο αυτü κεßμενο Ýμεινε χαμÝνο μÝσα στ’απüλυτο σκοτÜδι.

Ο ΜακρυγιÜννης Þταν αγρÜμματος. Μολονüτι Ýφτασε ως το βαθμü του στρατηγοý, δε βαστοýσε απü τζÜκι. ¹τανε παιδß μιας φτωχÞς οικογÝνειας τσομπÜνηδων και γεωργþν της Ροýμελης. Να πως μας μεταδßνει ο ßδιος τη γÝννησÞ του: «Η πατρßς της γεννÞσεþς μου εßναι απü το Λιδορßκι· χωριü του Λιδορικιοý ονομαζüμενον Αβορßτη. [...] Οι γοναßγοι μου πολý φτωχοß, και η φτþχεια αυτÞνη Þρθε απü την αρπαγÞ των ντüπιων Τοýρκων και των Αρβανßτων του ΑλÞπασα. Πολυφαμελßτες οι γοναßγοι μου και φτωχοß, και üταν Þμουνε ακüμα στην κοιλιÜ της μητρüς μου, μιαν ημÝρα πÞγε για ξýλα στο λüγγο. Φορτþνοντας τα ξýλα στον þμο της, φορτωμÝνη στο δρüμο, στην ερημιÜ, την Ýπιασαν οι πüνοι και γÝννησε εμÝνα. Μüνη της η καημÝνη κι αποσταμÝνη, εκιντýνεψε κι αυτÞνη τüτε κι εγþ. Ξελεχþνεψε μüνη της και συγυρßστη, φορτþθη λßγα ξýλα και Ýβαλε και χüρτα απÜνου στα ξýλα και απü πÜνου εμÝνα και πÞγε στο χωριü» (Β' 11-12). Δ

Δεν εßχε τους τρüπους να πÜει σε δÜσκαλο, μας λÝει. ¹ξερε λßγο γρÜψιμο, αλλÜ εßναι ζÞτημα αν μπüρεσε ποτÝ του να διαβÜσει Üλλο τßποτε εκτüς απü τα ßδια του γραφτÜ. Ο γενναßος ΜακρυγιÜννης πþποτε μÞ Üναγνþσας θα τραγουδÞσει ο ΑλÝξανδρος Σοýτσος στις μÝρες της Γ' Σεπτεμβρßου. Γιατß το γρÜψιμü του εßναι, σχεδüν ολüτελα, μια δικÞ του εφεýρεση. «ΓρÜψιμο απελÝκητο» το ονομÜζει. ΔεκαεφτÜ μÞνες Ýβαλε ο ΒλαχογιÜννης για να το ξεδιαλýνει, να το αποκρυπτογραφÞσει θÜ 'πρεπε να ποýμε, και να το αντιγρÜψει.

¼ταν αντικρßσει κανεßς μια σελßδα του πυκνοý χειρογρÜφου καταλαβαßνει αμÝσως το γιατß. ΦωνητικÞ αποτýπωση της ρουμελιþτικης προφορÜς με ιδιüτροπα συμπλÝγματα γραμμÜτων, που μοιÜζουν Ýνα ατÝλειωτο αραβοýργημα. ΠουθενÜ διακοπÞ, παρÜγραφος Þ στßξη. ΚÜποτε μüνο μια κÜθετη γραμμÞ δεßχνει Ýνα σταμÜτημα. Tο κατεβατü μοιÜζει σαν κÜτι παλιοýς τοßχους που, κοιτÜζοντÜς τους, θαρρεßς πως συλλαβßζεις την κÜθε κßνηση του χτßστη, που συναρμολüγησε την αμÝσως επüμενη πÝτρα με την προηγοýμενη, την αμÝσως επüμενη προσπÜθεια με την προηγοýμενη, αποτυπþνοντας πÜνω στην τελειωμÝνη οικοδομÞ τις περιπÝτειες μιας αδιÜσπαστης ανθρþπινης ενÝργειας -αυτü το πρÜγμα που μας συγκινεß και λÝγεται ýφος Þ ρυθμüς.

Στο γρÜψιμο του ΜακρυγιÜννη, που εßναι αδιÜβαστο για τον απροειδοποßητο αναγνþστη, συλλαβßζεις, πολý περισσüτερο απü τις λÝξεις, την επßμονη βοýληση του συγγραφÝα να ζωγραφßσει στο χαρτß τον εαυτü του. Στο ¢ργος, ο ΜακρυγιÜννης, «για να μην τρÝχει στους καφενÝδες», παρακαλοýσε τον Ýνα και τον Üλλο φßλο να του μÜθουν κÜτι περισσüτερο απü τα γρÜμματα που Þξερε, και που δεν Þταν οýτε καν τα κολλυβογρÜμματα της εποχÞς εκεßνης.

ΑισθÜνεται συχνÜ πολý ταπεινüς για την αμÜθειÜ του: «Δεν Ýπρεπε να Ýμπω σ’ αυτü το Ýργον Ýνας αγρÜμματος, να βαρýνω τους τßμιους αναγνþστες και μεγÜλους Üντρες και σοφοýς της κοινωνßας...» σημειþνει αρχßζοντας να γρÜφει τη ζωÞ του. «Εßμαι Ýνας αγρÜμματος και δεν μπορþ να βαστÞσω σειρÜ ταχτικÞ στα γραφüμενα...» επιμÝνει πÜλι. ΖητÜ συγγνþμη γιατß «Ýλαβε ως Üνθρωπος αυτÞνη την αδυναμßα». ΤÝτοια πρÜγματα πρÝπει να τα γρÜφουνε «προκομμÝνοι κι üχι απλοß αγρÜμματοι». Και οι Üλλοι, οι σπουδασμÝνοι, τον κοιτÜζουν φυσικÜ απü τα ýψη. «Ουδ’εγþ γνωρßζω να στρÝφω την σπÜθην, ουδ’αυτüς την γλþσσαν» θα τονßσει πÜλι ο χαρακτηριστικüς Σοýτσος, «καλüν λοιπüν Ýκαστος ημþν να δßδεται εις ü,τι επιτυγχÜνει». ΑλλÜ η πατρßδα «ζημιþθη, διατιμÞθη, και üλο σ’αυτü κατανταßνει, üτι μας Þβρε üλους θερßα», θρησκευτικοýς και πολιτικοýς και μας τους στρατιωτικοýς -βασανßζεται ο ΜακρυγιÜννης- και εßναι «πατρßδα γενικÞ, του καθενοý».

Γι’αυτü πρÝπει και ο προκομμÝνος να φωνÜζει την αληθεια και ο απλüς. ΦανερÜ λοιπüν ο ΜακρυγιÜννης θÜ Þθελε να εßχε τους τρüπους να μÜθει γρÜμματα. ΑλλÜ αυτü δεν τον μειþνει, δεν του δημιουργεß κανÝνα σýμπλεγμα κατωτερüτητας, üπως θα λÝγαμε. ΑισθÜνεται, και μας κÜνει να το αισθανüμαστε μαζß του, πως εßναι Üνθρωπος που ο Θεüς του χÜρισε τη λαλιÜ, αυτü το δþρο που κανεßς δεν Ýχει το δικαßωμα να του το αφαιρÝσει. ¼που βρεθεß, στο παλÜτι Þ στην καλýβα, μιλÜει σταρÜτα, μιλÜει με ασφÜλεια. Και επειδÞ ακριβþς Ýχει Ýμφυτη μÝσα του αυτÞ την ασφÜλεια της Ýκφρασης, μπορεß και διατυπþνεται με χρþμα και με αποχρþσεις, με τüνο και με ρυθμü.

¸χω την εντýπωση πως ο φιλüλογος που θα Þθελε να κÜνει κÜποτε την κριτικÞ της δýσκολης μεταγραφÞς του κειμÝνου του ΜακρυγιÜννη, θα Ýπρεπε, πριν απ’üλα, να στηρßξει την εργασßα του στην ακουστικÞ αντßληψÞ του. Ο ΜακρυγιÜννης σÝβεται τη μüρφωση -«ως λιοντÜρι πολεμοýσε και ως φιλüσοφος οδηγοýσε» θα πει για τον πρþτο του αρχηγü, το Γþγο. Αυτü üμως δεν τον εμποδßζει καθüλου να εκφρÜσει την αντßδρασÞ του για Ýνα λογιüτατο και για την προγονοκαπηλεßα: «ΕβÜλετε και νÝον αρχηγü στο φροýριο της Κüρθος» γρÜφει μιλþντας στους πολιτικοýς της εποχÞς. «ΑχιλλÝα τον Ýλεγαν, λογιüτατο. Κι ακοýγοντας τ’üνομα ΑχιλλÝα, παντυχαßνετε οτ’εßναι εκεßνος ο περßφημος ΑχιλλÝας. Και πολÝμαγε τ’ üνομα τους Τοýρκους. Δεν πολεμÜγει τ’üνομα ποτÝ, πολεμÜγει η αντρεßα, ο πατριωτισμüς η αρετÞ. Κι ο ΑχιλλÝας ο δικüς σας, ο φροýραρχος της Κüρθος, λεβÝντης Þταν, «ΑχιλλÝγα» τον Ýλεγαν. Εßχε και το κÜστρο εφοδιασμÝνο απü τ’ αναγκαßα του πολÝμου, εßχε και τüσο στρÜτεμα. ¼ταν εßδε τους Τοýρκους του ΔρÜμαλη απü μακριÜ -και Þταν και καταπολεμισμÝνος απü Ροýμελη, απü ΝτερβÝνια- βλÝποντÜς τον ο ΑχιλλÝας Üφησε το ΚÜστρο κι Ýφυγε, απολÝμιστο. Να Þταν ο ΝικÞτας, Ýφευγε; ο ΧατζηχρÞστος και οι Üλλοι; ¼χι βÝβαια. ¼τι τον καρτÝρεσαν αυτοß το ΔρÜμαλη στον κÜμπο και τον αφÜνισαν· üχι σ’εφοδιασμÝνο κÜστρο, και σαν το κÜστρο τÞς Κüρθος» (Β' 59).

Τα γρÜμματα εßναι απü τις πιο ευγενικÝς ασκÞσεις κι απü τους πιο υψηλοýς πüθους του ανθρþπου. Η παιδεßα εßναι ο κυβερνÞτης του βßου. Κι επειδÞ οι αρχÝς αυτÝς εßναι αληθινÝς, πρÝπει να μην ξεχνοýμε πως υπÜρχει μια καλÞ παιδεßα -εκεßνη που ελευθερþνει και βοηθÜ τον Üνθρωπο να ολοκληρωθεß σýμφωνα με τον εαυτü του και μια κακÞ παιδεßα -εκεßνη που διαστρÝφει και αποστεγνþνει και εßναι μια βιομηχανßα που παρÜγει τους ψευτομορφωμÝνους και τους νεüπλουτους της μÜθησης, που Ýχονν την ßδια κßβδηλη ευγÝνεια με τους νεüπλουτους του χρÞματος.

Αν ο ΜακρυγιÜννης μÜθαινε γρÜμματα την εποχÞ εκεßνη, πολý φοβοýμαι πως θα Ýπρεπε να απαρνηθεß τον εαυτü του, γιατß την παιδεßα την κρατοýσαν στα χÝρια τους οι «τροπαιοýχοι του Üδειου λüγου», καθþς εßπε ο ποιητÞς, που δεν Ýλειψαν ακüμη. Δεν επαινþ τον ΜακρυγιÜννη γιατß δεν Ýμαθε γρÜμματα, αλλÜ δοξÜζω τον πανÜγαθο Θεü που δεν του Ýδωσε τα μÝσα να τα μÜθει. Γιατß αν εßχε πÜει σε δÜσκαλο, θα εßχαμε ßσως πολλÝς φορÝς τον üγκο των ΑπομνημονευμÜτων σε μια γλþσσα, üλο κουδουνßσματα και κορδακισμοýς· θα εßχαμε ßσως περισσüτερες πληροφορßες για τα ιστορικÜ των χρüνων εκεßνων, θα εßχαμε ßσως Ýνα Σοýτσο της πεζογραφßας, αλλÜ αυτÞ την αστÝρευτη πηγÞ ζωÞς, που εßναι το βιβλßο του ΜακρυγιÜννη, δε θα την εßχαμε. Και θα Þταν μεγÜλο κρßμα.

Γιατß Ýτσι üπως μας φανερþνεται ο ΜακρυγιÜννης, βλÝπουμε ολοκÜθαρα πως αν και αγρÜμματος, δεν Þταν διüλου Ýνας ορεσßβιος ακαλλιÝργητος βÜρβαρος. ¹ταν ακριβþς το εναντßον: Þταν μια απü τις πιο μορφωμÝνες ψυχÝς του ελληνισμοý. Και η μüρφωση, η παιδεßα που δηλþνει ο ΜακρυγιÜννης, δεν εßναι κÜτι ξÝχωρο Þ αποσπασματικÜ δικü του· εßναι το κοινü χτÞμα, η ψυχικÞ περιουσßα μιας φυλÞς, παραδομÝνη για αιþνες και χιλιετßες, απü γενιÜ σε γενιÜ, απü ευαισθησßα σε ευαισθησßα· κατατρεγμÝνη και πÜντα ζωντανÞ, αγνοημÝνη και πÜντα παροýσα -εßναι το κοινü χτÞμα της μεγÜλης λαúκÞς παρÜδοσης του ΓÝνους. Εßναι η υπüσταση, ακριβþς, αυτοý του πολιτισμοý, αυτÞς της διαμορφωμÝνης ενÝργειας, που Ýπλασε τους ανθρþπους και το λαü που αποφÜσισε να ζÞσει ελεýθερος Þ να πεθÜνει στα '21. Γι’αυτü η λαúκÞ μας παρÜδοση εßναι τüσο σπουδαßα.

Μια φορÜ κι Ýναν καιρü Þταν Ýνας φτωχüς φουστανελÜς που εßχε τη μανßα να ζωγραφßζει. Τον Ýλεγαν Θεüφιλο. Τα πινÝλα του τα κουβαλοýσε στο σελÜχι του, εκεß που οι πρüγονοß του βÜζαν τις πιστüλες και τα μαχαßρια τους. Τριγýριζε στα χωριÜ της ΜυτιλÞνης, τριγýριζε στα χωριÜ του Πηλßου και ζωγρÜφιζε. ΖωγρÜφιζε ü,τι του παρÜγγελναν, για να βγÜλει το ψωμß του. ΥπÜρχουν στον ¢νω Βüλο κÜμαρες ολüκληρες ζωγραφισμÝνες απü το χÝρι του Θεüφιλου, καφενÝδες στη ΛÝσβο, μπακÜλικα και μαγαζιÜ σε διÜφορα μÝρη που δεßχνουν το πÝρασμÜ του -αν σþζουνται ακüμη. Ο κüσμος τον περιγελοýσε. Του Ýκαναν μÜλιστα και αστεßα τüσο χοντρÜ, που κÜποτε τον Ýριξαν κÜτω απü μιαν ανεμüσκαλα και τοý 'σπασαν Ýνα δυο κüκαλα. Ο Θεüφιλος, ωστüσο, δεν Ýπαυε να ζωγραφßζει σε ü,τι Ýβρισκε.

Εßδα πßνακÝς του φτιαγμÝνους πÜνω σε κÜμποτο, πÜνω σε πρüστυχο χαρτüνι. Τους θαýμαζαν κÜτι νÝοι που τους Ýλεγαν ανισüρροπους oι ακαδημαúκοß. ¸τσι κυλοýσε η ζωÞ του και πÝθανε ο Θεüφιλος, δεν εßναι πολλÜ χρüνια, και μια μÝρα Þρθε Ýνας ταξιδιþτης απü τα Παρßσια. Εßδε αυτÞ τη ζωγραφικÞ, μÜζεψε καμιÜ πενηνταριÜ κομμÜτια, τα τýλιξε και πÞγε να τα δεßξει στους φωτισμÝνους κριτικοýς που κÜθονται κοντÜ στο ΣηκουÜνα. Και οι φωτισμÝνοι κριτικοß βγÞκαν κι Ýγραψαν πως ο Θεüφιλος Þταν σπουδαßος ζωγρÜφος. Και μεßναμε με ανοιχτü το στüμα στην ΑθÞνα. Το επιμýθιο αυτÞς της ιστορßας εßναι üτι λαúκÞ παιδεßα δε σημαßνει μüνο να διδÜξουμε το λαü αλλÜ και να διδαχτοýμε απü το λαü. Θυμοýμαι πÜντα το Θεüφιλο üταν συλλογßζομαι τον ΜακρυγιÜννη.

Σας Ýλεγα πως ο ΜακρυγιÜννης εßναι απü τις πιο μορφωμÝνες ψυχÝς του νÝου ελληνισμοý, το ßδιο πιστεýω και για το Θεüφιλο, αν η λÝξη μüρφωση σημαßνει πνευματικÞ μορφÞ. Κι αυτÞ η μüρφωσÞ τους εßναι εξαιρετικÜ Ýντονη και δραστÞρια. Εßναι καταπληκτικÞ η Ýμφυτη ανÜγκη που Ýχουν να εκφραστοýν. Εκμηδενßζει üλες τις δυσκολßες. ΘυμÜται κανεßς κÜτι πεισματÜρικα φυτÜ, που üταν πιÜσει η ρßζα τους, προχωροýν γκρεμßζοντας φρÜχτες, σπÜζοντας ταφüπετρες.

Ο ΜακρυγιÜννης δημιουργεß Ýκφραση σε κÜθε του þρα. Και με πετραδÜκια της θÜλασσας (Β´ 351) ακüμη κÜθεται και γρÜφει την ιδÝα του στο χþμα του περιβολιοý του, και συμπληρþνει τη σκÝψη της μÝρας με τα üνειρα που βλÝπει στον ýπνο του. ΚÜποτε κÜνει Ýνα ταξßδι στην Ακαρνανßα. ΞαναβλÝπει και «σημαδεýει» τις θÝσεις üπου Ýγιναν μÜχες της επανÜστασης. Γυρßζοντας στην ΑθÞνα αποφασßζει να φτιÜξει τις ζωγραφιÝς των πολÝμων του αγþνα.

«ΠÞρα Ýνα ζωγρÜφο ΦρÜγκο» σημειþνει «και τον εßχα να μου φκιÜσει σε εικονογραφßες αυτοýς τους πολÝμους. Δε γνþριζα τη γλþσσα του. ¸φκιασε δυο τρεις, δεν Þταν καλÝς· τον πλÝρωσα κι Ýφυγε. Αφον Ýδιωξα αυτüν τον ζωγρÜφο, Ýστειλα κι Ýφεραν απü τη ΣπÜρτη Ýναν αγωνιστÞ, Παναγιþτη ΖωγρÜφο τον Ýλεγαν [...] Þφερε και δυο του παιδιÜ· και τους εßχα στο σπßτι μου üταν εργÜζονταν. Κι αυτü Üρχισε απü τα 1836 και τÝλειωσε τα 1839. ¸παιρνα το ζωγρÜφο και βγαßναμε στους λüφους και τüλεγα: ‘¸τσι εßναι εκεßνη η θÝση, Ýτσι εκεßνη· αυτüς ο πüλεμος Ýτσι Ýγινε· αρχηγüς Þταν των ΕλλÞνων εκεßνος, των Τοýρκων εκεßνος...’» (Β´ 349). Μ’αυτü τον τρüπο τÝλειωσαν οι εßκοσι πÝντε πßνακες, που θα εßχανε χαθεß τελειωτικÜ, αν δεν τους ξανÜβρισκε κατÜ σýμπτωση ο ΙωÜννης ΓεννÜδιος.

Οι εικüνες αυτÝς, που Ýγιναν με το χÝρι του Παναγιþτη ΖωγρÜφου, και με το «στοχασμü» του ΜακρυγιÜννη, εßναι απü τα πιο πολýτιμα κι απü τα πιο ζωντανÜ μνημεßα που Ýχομε της λαúκÞς μας ζωγραφικÞς -θÝλω να πω απü τα μνημεßα εκεßνα που ξεσκεπÜζουν ξαφνικÜ εκθαμβωτικÝς περιοχÝς της ψυχÞς του λαοý μας. Οι ζωγραφιÝς αυτÝς που παρασταßνονν μ’εξαιρετικÞ ακρßβεια τις μÜχες που θÝλουν ν’αποδþσουν -πολλÝς φορÝς σαν Ýνα στρατιωτικü ντοκουμÝντο- εßναι συνÜμα μια χαρÜ των ματιþν. Εßδα Üνθρωπο να δακρýζει την πρþτη φορÜ που τις αντßκρυσε. ΚÜποτε σου θυμßζουν λαúκÜ κεντÞματα, üπως λ.χ. η Ýξοχη πολιορκßα του κÜστρου της ΑθÞνας· κÜποτε σε ξαναφÝρνουν σε περιβüλια που Ýμειναν χλωρÜ απü την þρα που τα πρωτοεßδε ο τεχνßτης· κÜποτε σε κÜνουν ν’ανασαßνεις την ατμüσφαιρα μαγεßας και φüβου του παραμυθιοý των παιδικþν χρüνων· εßναι μια πρωτÜκουστη και συνÜμα μια πολý παλιÜ ραψωδßα. Μιαν Üλλη φορÜ ο ΚωλÝττης, πρεσβευτÞς στο Παρßσι, του στÝλνει με συστατικü Ýναν ΓÜλλο περιηγητÞ, τον ΜαρκÞσιο Raoul de Malherbe. «¹θελε κι ελληνικÜ τραγοýδια» σημειþνει ο ΜακρυγιÜννης «του Ýφκιασα πÝντ’Ýξι» (Β' 367).

¸τσι και στο περßφημο επεισüδιο, üπου ανιστορεß το τελευταßο του τραπÝζι με τον Γκοýρα, πÜνω στην πολιορκημÝνη Ακρüπολη. Εßναι σαν τους Üγνωστους ποιητÝς των δημοτικþν τραγουδιþν: το τραγοýδι το «φκιÜνει», και εßναι αποκαλυπτικü üταν μας δßνει την ευκαιρßα να ιδοýμε απü κοντÜ πως η καταφρονεμÝνη δημοτικÞ ευαισθησßα νιþθει και αγαπÜ τα Ýργα της αρχαßας τÝχνης. «Εßχα δυο αγÜλματα» σημειþνει ακüμα «περßφημα, μια γυναßκα κι Ýνα βασιλüπουλο, ατüφια -φαßνονταν οι φλÝβες, τüση εντÝλειαν εßχαν. ¼ταν χÜλασαν τον Πüρο, τÜ 'χαν πÜρει κÜτι στρατιþτες, και στ’¢ργος θα τα πουλοýσαν κÜτι Ευρωπαßων· χßλια τÜλαρα γýρευαν [...]. ΠÞρα τους στρατιþτες, τους μßλησα: ‘ΑυτÜ, και δÝκα χιλιÜδες τÜλαρα να σας δþσουνε, να μην το καταδεχτεßτε να βγουν απü την πατρßδα μας. Γι’αυτÜ πολεμÞσαμε’» (Β´ 303).

Καταλαβαßνετε. Δε μιλÜ ο Λüρδος Βýρων, μÞτε ο λογιüτατος, μÞτε ο αρχαιολüγος· μιλÜ Ýνας γιος τσοπÜνηδων της Ροýμελης με το σþμα γεμÜτο πληγÝς. «Γι’αυτÜ πολεμÞσαμε». ΔεκαπÝντε χρυσοπßκιλτες ακαδημßες δεν αξßζουν την κουβÝντα αυτοý του ανθρþπου. Γιατß μüνο σε τÝτοια αισθÞματα πραγματικÜ και üχι σε αφηρημÝνες Ýννοιες περß του κÜλλους των αρχαßων ημþν προγüνων Þ σε καρδιÝς αποστεγνωμÝνες που Ýχουν πÜθει ακαταληψßα απü το φüβο του χýδην üχλου. «Απ’τα κüκαλα βγαλμÝνη» τραγουδοýσε ο Σολωμüς. Η ιδÝα του Þταν αληθινÞ.

Η ελληνικÞ επανÜσταση Þταν βγαλμÝνη απü το μεδοýλι των κοκÜλων των ζωντανþν ΕλλÞνων. Και γι’αυτü πÝτυχε, και γι’αυτü δε σταμÜτησε και πραγματοποιεßται σ’ üλο τι ΙΘ' αιþνα, και γι’αυτü δεν τÝλειωσε ακüμη η πραγματοποßησÞ της. Ο σημερινüς πüλεμος της πατρßδας μας -δεν εßναι υπερβολÞ να το ποýμε- εßναι μια συνÝχεια της επανÜστασης του '21. Γιατß δεν πρÝπει να το ξεχνοýμε: κÜθε φορÜ που η φυλÞ μας γυρßζει προς το λαü, ζητÜ να φωτιστεß απü το λαü, αναμορφþνεται απü το λαü, συνεχßζει την παρÜδοση που μπÞκε θριαμβευτικÜ στη συνεßδηση του Ýθνους με την ελληνικÞ επανÜσταση. Ο αγþνας εκεßνος Þταν Ýνα κοινωνικü, πολεμικü και πολιτικü γεγονüς. ¹ταν συνÜμα και Ýνα πνευματικü γεγονüς. Απü την τελευταßα τοýτη Üποψη, την πιο αγνοημÝνη, εßναι σημαντικü να Ýχουμε τεκμÞρια σαν αυτÜ που μας Üφησε ο ΜακρυγιÜννης. Τα ιστορικÜ γεγονüτα δε σταματοýν στα χρονολογικÜ ορüσημα που βλÝπουμε στις φυλλÜδες της ιστορßας.

2 Ο ΒΙΟΣ του ΜακρυγιÜννη εßναι Ýνα μεγÜλο κομμÜτι της ζωÞς του Ελληνισμοý στα εξÞντα πρþτα χρüνια του περασμÝνου αιþνα. ΓεννÞθηκε στα 1797 και πÝθανε στις 27 Απριλßου 1864. Δεν εßναι δυνατü να σας τον διηγηθþ. Το μüνο που θα προσπαθÞσω εßναι να σας δþσω λßγα ακüμη παραδεßγματα απü τ’Απομνημονεýματα, του πþς βλÝπει και αντιδρÜ ο ΜακρυγιÜννης στα γεγονüτα. Γιατß η ιστορßα του ΜακρυγιÜννη εßναι περισσüτερο απü μια ιστορßα γεγονüτων. Εßναι μια ιστορßα των συναισθημÜτων του λαοý του στη μεγÜλη αυτÞ περßοδο που γÝννησε τη σημερινÞ ΕλλÜδα. Ο ΜακρυγιÜννης εßναι ακüμη βρÝφος üταν η οικογÝνειÜ του, κυνηγημÝνη απü τους ντüπιους Τοýρκους και τους Αρβανßτες «που θÝλαν να σκλαβþσουν το χωριü τους», αναγκÜζεται να καταφýγει στη ΛιβαδειÜ. ΕφτÜ χρονþ ξενοδουλεýει για ν’ αλαφρýνει τους γονεßς του. «¹θελαν να κÜνω δουλειÝς ταπεινÝς του σπιτιοý» μας λÝει «κι αυτü Þταν ο θÜνατüς μου».

Γßνεται ανυπüφορος θεληματικÜ· τον διþχνουν. ΔεκατεσσÜρω χρονþ τον βρßσκουμε στη Ντεσφßνα κοντÜ σ’Ýνα πατριþτη του. Μας διηγεßται το ακüλουθο επεισüδιο: «¸γινα ως δεκατÝσσερων χρονþν και πÞγα σ’Ýναν πατριþτη μου εις Ντεσφßνα [...]. ¹ταν γιορτÞ και παγγýρι τ’Αγιαννιοý. ΠÞγαμε στο παγγýρι. Μüδωσε το ντουφÝκι του να το βαστþ. Εγþ θÝλησα να το ρßξω. Ετσακßσθη. Τüτε μι’Ýπιασε σ’üλο τον κüσμον ομπρüς και με πÝθανε στο ξýλο. Δε μ’Ýβλαβε το ξýλο τüσο· περισσüτερον η ντροπÞ του κüσμου.Τüτε üλοι τρþγαν και πßναν κι εγþ Ýκλαιγα. Αυτü το παρÜπονο δεν Þβρα Üλλον κριτÞ να το ειπþ να με δικιþσει. ¸κρινα εýλογο να προστρÝξω στον ΑúγιÜννη, üτι στο σπßτι του μüγινε αυτÞνη η ζημιÜ και η ατιμßα. Μπαßνω τη νýχτα μÝσα στην εκκλησιÜ του και κλειþ την πüρτα κι αρχινþ τα κλÜματα με μεγÜλες φωνÝς και μετÜνοιες: καß τον περικαλþ να μου δþσει Üρματα καλÜ κι ασημÝνια και δεκαπÝντε πουγγιÜ χρÞματα, κι εγþ θα του φκιÜσω Ýνα μεγÜλο καντÞλι ασημÝνιο. Με τις πολλÝς φωνÝς κÜμαμε τις συμφωνßες με τον Üγιο»(Β´ 13-14).

«ΚÜναμε τις συμφωνßες με τον Üγιο». Ωστüσο ο χριστιανüς Üγιος κρατÜ τις συμφωνßες πιο πιστÜ απü τον Απüλλωνα. Γιατß ο ΜακρυγιÜννης πηγαßνει στην ¢ρτα σ’ενüς ΘανÜση Λιδορßκη. Δουλεýει κοντÜ του και εμπορεýεται μüνος του τüσο καλÜ που στις παραμονÝς της επανÜστασης «εßχε καζαντßσει του Θεoý τα ελÝη». «Τüτε Ýφκιασα» σημειþνει «ντουφÝκι ασημÝνιο, πιστüλες κι Üρματα, κι Ýνα καντÞλι καλü. Και αρματωμÝνος καλÜ και συγυρισμÝνος το πÞρα και πÞγα στον προστÜτη μου και ευεργÝτη μου κι αληθινü φßλο, τον ΑúγιÜννη, που σþζεται ως το σÞμερο [...]. Kαι τον προσκýνησα με δÜκρυα απü μÝσα απü τα σπλÜχνα μου, üτι θυμÞθηκα üλες μου τις ταλαιπωρßες που δοκßμασα» (Β' 15).

Στα 1820 πÜνω κÜτω «μπαßνει στο μυστικü» της ΦιλικÞς Εταιρεßας. «ΜπÞκα στο μυστικü» λÝει πÜλι «και πÞγα στο σπßτι μου κι εργαζüμουνα για την πατρßδα μου και θρησκεßα μου να τη δουλÝψω 'λικρινþς, καθþς τη δοýλεψα, να μη με ειπεß κλÝφτη και Üρπαγο, αλλÜ να με ειπεß τÝκνο της κι εγþ μητÝρα μου» (Β' 17). Εßναι σrην ΠÜτρα üταν Üναψαν τα πρþτα τουφÝκια του αγþνα, «ως πραματευτÞς», αλλÜ η πραγματικÞ του ÜποστολÞ ειναι να συνεννoηθεß με τους οπλαρχηγοýς και να μαζÝψει πληροφορßες. Πßσω στην ¢ρτα τον πιÜνουν για να τον κρεμÜσουν. Ξεφεýμει. Αρχßζει τον πüλεμο με το Γþγο Μπακüλα. Αγωνßζεται στο ΠÝτα, στην πολιορκßα και την Üλωση της ¢ρτας. ¸πειτα η Ýξοδος και η φυγÞ των αμÜχων. Oι πρþτες του αντιδρÜσεις, στο αναστÜτωμα εκεßνο εßναι üταν βλÝπει την αρπαγÞ, το πλιÜτσικο: «Κι απü τüτε, βλÝποντας αυτÞνη τηÞν αρετÞ» σημειþνει «σιχÜθηκα το ρωμαßικο, οτ’εßμαστε ανθρωποφÜγοι». Η φιλανθρωπßα του αυτÞ θα τον φÝρει αργüτερα, στην ΑθÞνα, σε σκληρÝς συγκροýσεις με τον ΟδυσσÝα και τον Γκοýρα.

¸τσι αρχßζει η πολεμικÞ δρÜση του ΜακρυγιÜννη. Απü τον Απρßλη του '22, που τον βλÝπουμε οπλαρχηγü τÝσσερων χωριþν των Σαλþνων στην ΑνατολικÞ ΕλλÜδα, ως τις μÜχες του ΠειραιÜ, τον Απρßλη του '27, üπου πολεμÜ «Ýχων ολüκληρον σχεδüν το σþμα εντüς επιδÝσμων» (Α´μη'), ο ΜακρυγιÜννης αγωνßζεται ακατÜπαυστα. ¼σοι ενδιαφÝρονται, θα βρουν üλες τις λεπτομÝρειες στην τÝλεια απü την Üποψη αυτÞ Ýκδοση του ΒλαχογιÜννη. Εγþ προτιμþ να σας διαβÜσω τουλÜχιστο την περιγραφÞ της μÜχης της 7ης Οκτωβρßου 1826, στην πολιορκημÝνη Ακρüπολη, üπου ο ΜακρυγιÜννης κρατοýσε τις καμÜρες του ΣερπετζÝ, δηλαδÞ το Ωδεßο του Ηρþδη.

Τη μÜχη αυτÞ ο βιογρÜφος την ονομÜζει «σπουδαιοτÜτην των περß την Ακρüπολιν γενομÝνων»: «...Εγþ Þμουν Üγρυπνος τüσες βραδιÝς. Νýχτα κι ημÝρα δουλεýαμε [...]. ΑποκοιμÞθηκα. Οι Τοýρκοι, ακοýγοντας το χτýπο του ΛαγουμιτζÞ, συνÜζονται πλÞθος και κÜνουν γιροýσι [...]. Τüτε οι Üνθρωποß μου ανακατþθηκαν με τους Τοýρκους. Σηκþνομαι Üξαφνα εκεß που Þμουν γερμÝνος. Κüλλησα στην ντÜπια. Με ντουφÝκισαν οι Τοýρκοι, τους ντουφÝκισα κι εγþ στο σωρü. Μου δßνουν Ýνα ντουφÝκι και με πληγþνουν στο λαιμü. Τüτε κÜνω το ποδÜρι μου να κατεβþ απü την ντÜπια· Ýπεσα. Ο τüπος Þταν στενüς. Οι Üνθρωποι τσακßστηκαν απü την üξω ντÜπια. Πατοýσαν απÜνω μου και διÜβαιναν και, στενüς ο τüπος, μ’αφÜνισαν. ¸βλεπαν και τα αßματα· Ýλπιζαν οτ’εßμαι σκοτωμÝνος. Αφοý πÝρασαν üλοι και μεßναν ολßγοι κι Ýμπαιναν κι αυτοß μÝσα στο κÜστρο, τüτε θÜ’μπαιναν κι οι Τοýρκοι συνχρüνως μ’αυτοýς [...]

Τüτε σηκþνομαι μισοντραλισμÝνος και βαστþ καμιÜ δεκαριÜ Ýξω με το μαχαßρι. Δεν τους Üφησα να μποýνε μÝσα. Και τρÜβησα την πüρτα ποý’χαμεν ανοιχτÞ και πιÜσαμε τον πüλεμο και πολεμοýσαμε με τις πιστüλες. ΜÞτε οι Τοýρκοι μποροýσαν να ρßξουνε ντουφÝκι μÞτε εμεßς. [...] ¼ρμησαν οι Τοýρκοι, με ξαναπλÞγωσαν στο κεφÜλι, στην κορφÞ. Γιüμωσε το σþμα μου αßμα. Γυρεýουν οι Üνθρωποι να με πÜρουν να μποýμε μÝσα. Τüτε τους λÝγω: ‘Αδελφοß, και μÝσα να μποýμε κι üξω να μεßνομε, χαμÝνοι εßμαστε αν δε βαστÞξομε τους Τοýρκους [...]’.

Τüτε οι γενναßοι ¸λληνες βÜστησαν σα λιοντÜρια. (...]. Παßρνοντας το δειλινü, μÝρασα φυσÝκια των ανθρþπων. ¹ρθαν κι Üλλοι ακüμα σýντροφοι. ¹ρθαν και Τοýρκοι νÝο μιντÜτι. Μας ρßχτηκαν μ’ορμÞ, μπÞκαν στις καμÜρες, τις κυργÝψαν üλες, κι Üνοιξαν μασγÜλια και ντουφεκιοýσαν μÝσα στο κÜστρο. Ρßχτηκαν μ’ορμÞ να μας πÜρουν και την ντÜπια μας. Εκεß σκüτωσαν τον ΝταλαμÜγκα κι Üλλους πÝντ’ Ýξι. Ξαναλαβþνομαι κι εγþ πßσου στο κεφÜλι πολý κακÜ. ΜπÞκε του φεσιοý το μπÜλωμα στα κüκαλα, στην πÝτσα του μυαλοý. ¸πεσα κÜτου πεθαμÝνος. Με τρÜβησαν οι Üνθρωποι μÝσα. Τüτε Ýνιωσα. Τους εßπα: ‘ΑφÞστε με να με τελειþσουνε εδþ, να μην ιδþ τους Τοýρκους ζωντανüς να μου πατÞσουν το πüστο μου’. Τüτε οι καημÝνοι οι ¸λληνες με λυπÞθηκαν πολý· πολÝμησαν γενναßως, διþξαν τους Τοýρκους απü την ντÜπια μας και τους Ýβαλαν üλους στις καμÜρες...» (Β´ 204-205).

Με τον ερχομü του Καποδßστρια και κυρßως του ¼θωνα αρχßζουν οι τραγικÝς παρεξηγÞσεις ανÜμεσα στον κüσμο που Ýκανε την επανÜσταση και τους ανθρþπους που Þταν μοιραßο να κυβερνÞσουν την ΕλλÜδα για τα τριÜντα πÝντε χρüνια που θ’ακολουθÞσουν. Εßναι Ýνα μακρý δρÜμα που παßζεται ανÜμεσα σε αφηρημÝνες ιδÝες και μιÜ ζωÞ που ξÝσπασε για να ελευθερþσει Ýνα βασανισμÝνο Ýθνος, ατßθαση, αν θÝλετε, αλλÜ που Þταν και δυνατÞ, και Üξια, και ευαßσθητη, και πονεμÝνη, περισσüτερο πονεμÝνη και ευαßσθητη γιατß εßχε ακüμη ανοιχτÝς τις πληγÝς που πÞρε στην πρüσφατη τρομαχτικÞ πÜλη -θυμωμÝνη ονομÜζει ο λαüς την πληγÞ που πονεß.

Για τους ανθρþπους που ανÜλαβαν να διοικÞσουν τον τüπο, υπÞρχε Ýνα εξαιρετικÜ δýσκολο πρüβλημα: να βÜλουν σε τÜξη Ýνα χÜος, üπως Ýλεγαν· να νοσηλÝψουν, να βοηθÞσουν, να ψυχþσουν Ýνα λαü που πÝρασε απü φρικιαστικÝς δοκιμασßες για τη λευτεριÜ του, üπως θα Þταν πιο σωστü να ποýμε. Τι Ýκαναν; ΚÜθησαν και βρÞκαν αυθαßρετα την ευκολþτερη λýση, Ýλυσαν δηλαδÞ το πρüβλημα με μια μονοκοντυλιÜ. ΜεταφρÜζω: üταν σκοτþθηκε ο Καποδßστριας, η ΕλλÜδα δοκßμασε Ýνα απü τα χειρüτερα χρüνια που Ýζησε ποτÝ της, το 1832. Ο τüπος Þταν μοιρασμÝνος σε μερικÜ στρατιωτικÜ τιμÜρια, που δεν εßχαν Üλλο σκοπü παρÜ να θρÝψουν üπως üπως τα πειναλÝα απομεινÜρια των παλιþν πολεμιστþν.

Η αντιβασιλεßα Ýφερε μαζß της Ýνα δÜνειο.Μ’αυτÜ τα χρÞματα μποροýσε να δþσει Ýνα κομμÜτι ψωμß στους πεινασμÝνους που βοοýσαν Ýξω απü τις πüρτες του Ναυπλßου. Προτßμησε να τα διαθÝσει για τη συντÞρηση του βαυαρικοý στρατοý που θα στÞριζε, καθþς φαντÜζουνταν, αυτÞ και τον ¼θωνα. Μ’αυτü το στρατü διÜλυσαν Þ Ýδιωξαν Ýξω απü το κρÜτος τους παλιοýς αγωνιστÝς, τους φοβεροýς αυτοýς αγριανθρþπους üπως πßστευαν. Και οι αγριÜνθρωποι τι συλλογιζüντουσαν;

Η ακüλουθη συνομιλßα του ΜακρυγιÜννη με τον ΑιντÝκ μας το δεßχνει: «Ο φßλος μου ο ΑιντÝκ επειρÜχτη και μ’üκρινε με πολý φαρμÜκι: ‘¼,τι σας λÝνε αυτü θα κÜμετε, και γνþμες δεν μπορεßτε να δþσετε, üτι η Μπαυαρßα Ýχει τριÜντα χιλιÜδες μπαγενÝτα και τα φÝρνει εδþ και σας υποτÜζει’ Τüτε βρÝθηκα σε θÝση δεινÞ [...]. Του λÝγω: ‘Δυστυχßα μας των καημÝνων! ΚακÜ και ψυχρÜ θα πÜμε. Εγþ σου μßλησα αλλιþς κι εσý μου απαντεßς διαφορετικÜ με μπαγενÝτα. Σας λÝγω ως φßλος να πασκßσετε και το βασιλÝα κι εσÜς ν’αγαποýμε κι üχι να σας φοβüμαστε [...]. Να’ρθεß Ýνας να μου ειπεß üτι θα πÜει ομπρüς η πατρßδα, στρÝγομαι να μου βγÜλει και τα δυο μου μÜτια. ¼τι αν εßμαι στραβüς και η πατρßδα μου εßναι καλÜ, με θρÝφει. Αν εßναι η πατρßδα μου αχαμνÜ, δÝκα μÜτια νÜ’χω, στραβüς θανÜ εßμαι [...]’.

Μου λÝγει: ‘Τον βασιλÝα δεν τον αγαπÜς;’ ‘¼χι’του λÝγω ‘δεν ξÝρω ψÝματα. ¼ταν χαθεß η πατρßδα μου, οýτε αυτüς μ’Ýχει υπÞκοüν του, οýτε εγþ βασιλÝα. Και γι’αυτü χρειÜζεται δικαιοσýνη απü σας, κι üχι φοβÝρες με μπαγενÝτες’, (Β´ 300). Ωστüσο ο ΜακρυγιÜννης δεν Þταν Üνθρωπος με κακÞ προαßρεση. ¼ταν αρÜζει ο ¼θωνας στο Ναýπλιο, σημειþνει: «ΣÞμερα ξαναγεννιÝται η πατρßδα üπου Þταν τüσα χρüνια χαμÝνη και σβησμÝνη [...], üτι Þρθε ο βασιλÝας που αποχτÞσαμε με τη δýναμη του Θεοý». ¢λλωστε, προσωπικÜ δεν τον πολÝμησε ποτÝ. Απεναντßας προσπαθεß να τον προφυλÜξει απü τους κακοýς συμβοýλους του, απü την «ΜπαυαρÝζικη χοντροκομμÝνη δολερÞ πολιτικÞ», üπως τη λÝει.

Γι’αυτüν, εßναι ο Λουδοβßκος της Βαυαρßας που εßναι υπεýθυνος για την αντιβασιλεßα, εßναι οι πρÝσβεις· δεν εßναι ο ¼θωνας: «...Τους πÞραν και τους Ýβαλαν üλους χÜψη τους οπλαρχηγοýς· και Þθελαν να τους κüψουν με το κοπßδι üπου Þφεραν οι φωτισμÝνοι Üνθρωποι της Ευρþπης να κüψουν τους Üγριους ¸λληνες -κι Ýπρεπε να κüψει η Αγγλßα τον Ντþκινς, τον πρÝσβυ της, η Γαλλßα το δικü της, και η Ρουσßα το ßδιο· κι ο βασιλÝας της Μπαυαρßας τους αντιβασιλεßς του και ýστερα να κüψει κι ο ßδιος το κεφÜλι του. ¼τι η Μεγαλειüτης του εßναι νεκροθÜφτης της πατρßδας μας και του αθþου βασιλÝα μας» (Β' 311). ΑλλÜ «δεν εßναι κοπÝλι», δεν υποφÝρει να βλÝπει «το Üδικο να πνßγει το δßκιο», δεν υποφÝρει να βλÝπει την κατÜντια των αγωνιστþν.

Ακοýστε· η περικοπÞ αναφÝρεται στην κυβÝρνηση του Καποδßστρια, αλλÜ το αßσθημα του ΜακρυγιÜννη εßναι και τþρα το ßδιο: «Πατρßς, να μακαρßζεις γενικþς üλους τους ¸λληνες, üτι θυσιÜστηκαν για σÝνα, να σ’αναστÞσουνε, να ξαναειπωθεßς Üλλη μια φορÜ ελεýθερη πατρßδα, που Þσουνα χαμÝνη και σβησμÝνη απü τον κατÜλογο των εθνþν. ¼λους αυτοýς να τους μακαρßζεις. ¼μως να θυμÜσαι και να λαμπρýνεις εκεßνους που πρωτοθυσιÜστηκαν στην ΑλαμÜνα, πολεμþντας με τüση δýναμη Τοýρκων· κι εκεßνους που αποφασßστηκαν και κλεßστηκαν σε μια μαντροýλα με πλßθες, αδýνατη, στο ΧÜνι της ΓραβιÜς· κι εκεßνους που λιþσανε τüση ΤουρκιÜ και πασÜδες στα ΒασιλικÜ· κι εκεßνους που αγωνßστηκαν σα λιοντÜρια στη ΛαγκÜδα του Μακρυνüρου, üπου πολεμÞθηκαν συνχρüνως σ’αυτÝς τις δυο θÝσες ποý’ναι τα κλειδιÜ σου -Ýνα η Πüρτα του Μακρυνüρου, και τ’Üλλο των Θερμοπýλων. Κι αφοý πÞγανε κι απü τα δυο μÝρη ν’ανοßξουνε δρüμο οι Τοýρκοι, εκεßνοι οι αθÜνατοι, τüσοι λßγοι, ογδüντα Ýνας στη ΛαγκÜδα, γιüμωσαν τον τüπο κüκαλα εκεß. Και τους καταδιÜλυσαν, εκεßνοι οι ολßγοι, στ’Üλλο μÝρος των Θερμοπýλων κι Üλλοý. ΑυτÞνοι σε ανÜστησαν και δεν μπÞκε δýναμη και ζαúρÝδες και πολεμοφüδια. ΑυτÞνοι ψýχωσαν εκεßνους που πολιορκοýσαν τους ντüπιους Τοýρκους και φρουρÝς· και νηστικοýς κι αδýνατους τους περιλÜβαν και τους σφÜξαν σαν τραγιÜ. Και τÝλος πÜντων, πατρßδα, αυτÞνοι κατατρÝχονται απü τους Εκλαμπρüτατους, τους Εξοχþτατους, απü τον ΚυβερνÞτη σου κι αδελφοýς του. O Αγουστßνος κι ο ΒιÜρος αυτÞνων των σκοτωμÝνων τις γυναßκες και κορßτσια κυνηγοýν. Αυτοýς τους αγωνιστÜς κατατρÝχουν και τους λÝνε να πÜνε να διακονÝψουν: «Ποιος σας εßπε» τους λÝνε «να σηκþσετε Üρματα να δυστυχßσετε;» (Β´ 67-68).

Αυτοß εßναι οι λüγοι που σπρþχνουν τον ΜακρυγιÜννη να οργανþσει τη συνωμοσßα που καταλÞγει στο Σýνταγμα της Γ' Σεπτεμβρßου. Ορκßζει σ’üλο το κρÜτος. Ιδοý πþς ορκßζει. Η σκηνÞ εßναι στο σπßτι του ΜακρυγιÜννη Ýνα βρÜδυ· Ýνας αγωνιστÞς κÜθεται μαζß του· καθþς τσουγκρßζουν τα ποτÞρια, η κουβÝντα τελειþνει Ýτσι: »- Ποý το τσÜκισες αυτü το χÝρι; »- Στο Μεσολüγγι, μου λÝγει. »- Ποý το τσÜκισα εγþ αυτü; »- Στους Μýλους τ’Αναπλιοý. »- Γιατß τα τσακßσαμε; »- Για τη λευτεριÜ της πατρßδος. »- Ποý’ναι η λευτεριÜ κι η δικαιοσýνη; ΣÞκω απÜνου! »-Τον παßρνω και πÜμε και τον ορκßζω (Β´ 375).

Και γßνεται το Σýνταγμα και πÝφτει στα χÝρια των πολιτικþν και εξευτελßζεται, κι ο ΜακρυγιÜννης ολοÝνα αποτραβιÝται απü τον κüσμο. «¼σοι Ýχουν την τýχη μας σÞμερο στα χÝρια τους» γρÜφει κατÜ το 1851 «üσοι μας κυβερνοýν, μεγÜλοι και μικροß, και υπουργοß και βουλευταß, τü 'χουν σε δüξα, τü 'χουν σε τιμη' , το 'χουν σε ικανüτη το να τους ειπεßς üτι Ýκλεψαν, üτι πρüδωσαν, üτι Þφεραν τüσα κακÜ στην πατρßδα. Εßναι Üξιοι Üνθρωποι και τιμþνται και βραβεýονται. ¼σοι εßναι τßμιοι κατατρÝχονται ως ανÜξιοι της κοινωνßας και της πολιτεßας» (Β´ 463). Καß πÜλι: «ΦανÞκετε üλοι τι αξßζετε και τι κÜμετε στην πατρßδα, αρχÞ και τÝλος. Σας θεωροýσαν οι μÝσα και οι Ýξω πως κÜτι Þσασταν. Κι εßστε ü,τι εßστε. ¹σασταν ü,τι θεωροýσαν οι Ευρωπαßοι το ΣουλτÜνο και δεν τολμοýσαν να του αφαιρÝσουν τον τßτλο του ‘Γκρανσινιüρη’.

¼σο Ýβλεπαν το τζαμß στη ΒιÝνα σκιÜζονταν κι Ýτρεμαν να μην πÜγει και παραμÝσα και φκιÜσει κι Üλλα τζαμιÜ. Κι απü αυτü το φüβο κÜποτε του πλÝρωναν και φüρο. Κι üταν βγÞκαν μια χοýφτα Üνθρωποι και τους απüδειξαν üτι δεν Ýχει πλÝον ο Γκρανσινιüρης μαστüρους να χτßσει τζαμιÜ· üτι θα πÝσουν κι αυτÜ που Ýχει, απü τüτε τον λÝνε «ο Τοýρκος». Και γι’αυτü οι ευεργÝτες μας βÜνουν τα φþτα τους να μας προκüψουν. ¼μως και χωρßς κανÝνας απü αυτοýς να μας πειρÜξει μ’Ýργα, ας εßστε καλÜ εσεßς, που δεν αφÞσατε κανÝνα κουσοýρι και μας καταντÞσετε τÝτοιους που εßμαστε» (Β' 462).

Μüνο οι παλιοß του σýντροφοι τον βλÝπουν. Ωστüσο η ΚυβÝρνηση πÜντα τον υποψιÜζεται. Ο ¼θων ποτÝ δεν του συγχþρεσε τη συνωμοσßα του '43. Ο ΜακρυγιÜννης εßναι πÜντα γι’αυτοýς Ýνα Üγριο θηρßο που πρÝπει να κλειστεß στο κλουβß. ¸τσι κατÜ το ΣεπτÝμβριο του '51 αρχßζουν και κυκλοφοροýν οι κατηγορßες -ανυπüστατες, αστÞριχτες, που δεν αποδεßχτηκαν ποτÝ: Ο ΜακρυγιÜννης θÝλει να σκοτþσει το βασιλιÜ, θÝλει να κÜνει δημοκρατßα. Ο ΜακρυγιÜννης συνεννοεßται με κÜτι πρüσφυγες Πολωνοýς που κυκλοφοροýν ανατρεπτικÝς προκηρýξεις. Ο ΜακρυγιÜννης εßπε ýποπτες κουβÝντες σ’Ýναν Ν. Στεφανßδη, διαβüητο βωμολüχο, που εßναι και ο μοναδικüς μÜρτυρας στη δßκη του.

¸τσι τον περιορßζουν στο σπßτι του. Ο ΜακρυγιÜννης εßναι σÜπιος απü τις εφτÜ πληγÝς που μÜζεψε στον αγþνα. «Αι πληγαß συχνÜ ηνοßγοντο αιμορροοýσαι» γρÜφει ο γιατρüς Γοýδας που μßλησε στη κηδεßα του· «ο εξ αυτþν πυρετüς κατεβßβρωσκεν αυτüν. Βαρεßαι νüσοι επÞρχοντο, η δε ανÜρρωσις εγÝνετο βραδυτÜτη. Ταýτα Þσαν τα αγαθÜ ων Ýλαχεν ο ΜακρυγιÜννης ως αμοιβÞν των υπÝρ πατρßδος εξüχων υπηρεσιþν αυτοý. Πληγαß και ασθÝνειαι πολυþδυνοι και μετ’αυτþν πενßα δυσθερÜπευτος ως εκεßναι (Α´ μη').

Οι πληγÝς του κεφαλιοý, που πÞρε στη μÜχη του ΣερπετζÝ, τον κÜνουν κÜποτε Ýξαλλο. Τρεις μÝρες προτοý τον πÜνε στις φυλακÝς του ΜεντρεσÝ, μη Ýχοντας Üλλον κριτÞ να τον δικαιþσει, üπως στα νιÜτα του στην εκκλησιÜ του ΑúγιÜννη, κÜθεται και γρÜφει στον ßδιο το Θεü: «Και δε μας ακοýς και δε μας βλÝπεις [...]. Και να σκοýζω νýχτα και μÝρα απü τις πληγÝς μου. Και να βλÝπω τη δυστυχιμÝνη μου φαμßλια και τα παιδιÜ μου πνιγμÝνα στα κλÜματα και ξυπüλυτα. Και Ýξι μÞνες φυλακωμÝνος σε δυο αδρασκελιÝς κÜμαρη. Και γιατρü να μη βλÝπομε, οýτε ν’αφÞνουν κανÝνα να πλησιÜσει νÜ μας ιδεß. [...]. ¼λοι θÝλουν να χαθοýμε. Μας κÜνονν ανÜκρισες ολωνþν, κατ’ οßκον Ýρευνα σπßτια, κατþγια, ταβÜνια, κασÝλες, εικüνες δικÝς σου [...]. Και στις 13 τουτουνοý του μÞνα [...] Þρθε ο μοßραρχος με τη στολÞ του, üπου μας φýλαγε, και μου λÝγει να πÜγω στη φυλακÞ του ΜεντρεσÝ, üπου φυλακþνουν τους κακοýργους...» (Α´ πα' ).

ΑλλÜ τοýτη τη φορÜ δεν μπüρεσε να κλεßσει τις συμφωνßες με το Θεü. Εßχαν αλλÜξει τα χρüνια. Και τον πÞγαν στο ΜεντρεσÝ, και τον ραπßσανε, και τον προπηλακßσανε, και τον κρßνανε σε μια δßκη που Þτανε μια μεγÜλη αδιαντροπιÜ, και τον καταδικÜσανε σε θÜνατο, που Ýγινε ýστερα δεσμÜ και του χαρßστηκαν στις 2 Σεπτεμβρßον 1854. Ο ΜακρυγιÜννης εßναι Ýνα λεβÝντικο κουρÝλι. Δε μιλÜ παρÜ με το Θεü και τα μικρüτερα παιδιÜ του. Το σπßτι του και το περιβüλι του εßναι ρημÜδια. Ο τελευταßος Þχος της φωνÞς τους -ο τελευταßος που ξÝρουμε και που θ’Üκοýσετε τþρα- Ýρχεται απü μακριÜ, πολý μακριÜ.

Θαρρεßς πως μια ολüκληρη φυλÞ πÜει να ξεψυχÞσει: «Αφοý με λευτÝρωσαν και πÞγα στο χαλασμÝνο μου σπßτι και στην ταλαßπωρÞ μου οικογÝνεια, μ’ανÜδωσαν οι πληγÝς, τη μια ΛαμπρÞ επÝρσι και τη ΛαμπρÞ που πÝρασε πÜγει δυο χρüνια τþρα. ΠÞγα στη σπηλιÜ ποý 'ναι στο περιβüλι μου να ξανασÜνω. Και με το στανιü και ακουμπþντας με το ξýλο Ýσωσα εκεß. Μου ρßχνουν πÝτρες και με χτυποýν και μαγαρισιÝς ανθρþπινες απÜνω μου: ‘ΦÜγε απ’ αυτÝς, στρατηγÝ ΜακρυγιÜννη, να χορτÜσεις ποý 'θελες να κÜμεις σýνταμα!’ Και μ’ ανοßγουν τüσες νÝες πληγÝς απü τα χτυπÞματα κι απü τ’αγκυλþματα [...]· εσÜπισα, εσκουλÞκιασα. ΑυτÜ Ýστειλα στη δημαρχßα κι ακρüαση δε μοý 'δωκε. Και εξακολοýθαγε αυτü ως την παραμονÞ της ΣωτÞρος. Και ανÞμερα με χτýπησαν πολý· Ýμεινα νεκρüς· δε στανüμουν, ζωντανüς εßμαι Þ πεθαμÝνος...»(Α´ πς')

Δεν εßναι πολλÜ χρüνια, ψÜχνοντας στο Εθνολογικü Μουσεßο να βρω ενθýμια του ΜακρυγιÜννη, εßδα το γýψινο αποτýπωμα του νεκροý κεφαλιοý του. ¹ταν σαν Ýνα μαραγκιασμÝνο μÞλο Þ Ýνα πετρÜδι της ακρογιαλιÜς, βαθιÜ γλυμμÝνο απü το ακαταπüνητο κýμα, λßγο μεγαλýτερο απü μια γροθιÜ. Αυτü το ταλαßπωρο πρÜγμα Þταν ü,τι εßχε απομεßνει, την þρα του θανÜτου, απü την ωραßα και την ευγενικιÜ μορφÞ του μεγαλüψυχου Üντρα. 3 ΘΑ ΗΘΕΛΑ τþρα προτοý τελειþσω, να συνοψßσω τη γνþμη μου για την αξßα του βιβλßου του ΜακρυγιÜννη.

Ακοýσατε λßγες περικοπÝς του. Εßναι ελÜχιστες και ανεπαρκεßς. ΑλλÜ θα σας δþσουν οπωσδÞποτε μιÜ μικρÞ βÜση για να κρßνετε την ιδÝα μου, που εßναι η ακüλουθη: Ο ΜακρυγιÜννης εßναι ο πιο σημαντικüς πεζογρÜφος της νÝας ΕλληνικÞς Λογοτεχνßας, αν üχι ο πιο μεγÜλος, γιατß Ýχομε τον ΠαπαδιαμÜντη. Ας αναλογιστοýμε για μια στιγμÞ τι εννοοýμε üταν λÝμε πεζüς λüγος. Εδþ και κÜμποσες δεκαετßες, οι ποιητÝς πÞραν την Üδεια να μη χρησιμοποιοýν κανονικÜ τα εξωτερικÜ και χοντρÜ γνωρßσματα της ποßησης -δεν Þταν Üλλωστε διüλου γνωρßσματα- üπως οι ρßμες και ο παλιüς μνημοτεχνικüς στßχος.

Αυτü δε σημαßνει φυσικÜ πως η διÜκριση ανÜμεσα στον ποιητικü και τον πεζü λüγο Ýπαψε να υπÜρχει. ¸γινε απεναντßας πιο ουσιαστικÞ. Η ποßηση εßναι Ýνα εßδος χοροý, η πρüζα εßναι, και πρÝπει να εßναι, Ýνα βÜδισμα που μας οδηγεß κÜπου. Με την πρüζα που σας διαβÜζω τþρα προσπαθþ να σας οδηγÞσω, περπατþντας στο πλÜú σας, για νÜ ιδÞτε τι πρÜγμα εßναι αυτüς ο ΜακρυγιÜννης, üπως αν σας δεχüμουνα σε μια ÜγνωστÞ σας πολιτεßα. Αν εßχα να γρÜψω Ýνα ποßημα που να εκφρÜζει τον ΜακρυγιÜννη δε θα Þταν διüλου το ßδιο. Θα κοßταζα να γρÜψω τρεις γραμμÝς Þ τρεις σελßδες, συγκεντρþνοντας απü την εμπειρßα που Ýχω των εικüνων και των καημþν του τüπου μου, τις λÝξεις εκεßνες που κατÜ το αßσθημÜ μου θα σας Ýδιναν τη συγκßνηση που μου Ýδωσε, χωρßς ßσως να τον ονομÜσω διüλου, αυτüν Þ τα πρÜγματα που ονομÜζει.

Στην ποßηση, το προηγοýμενο βÞμα δε χÜνεται ποτÝ μÝσα στο επüμενο, απεναντßας μÝνει καρφωμÝνο στη μνÞμη ως το τÝλος και ακÝραιο μÝσα στο σýνολο του ποιÞματος. Στην πρüζα, κÜθε βÞμα καταναλßσκεται μüλις τÝλειωσε ο προορισμüς του, που εßναι να προχωρÞσουμε. Η μονÜδα στην ποßηση εßναι η λÝξη· εßναι ο παρÜγραφος, εßναι η σελßδα που γυρßζουμε σιωπηλÜ. Η μορφÞ της και ο ρυθμüς της εßναι ο δρüμος, καθþς τον ακολουθοýμε· και το περιεχüμενü της, τα πρÜγματα που συνδυÜζονται, καθþς τα βλÝπουμε προχωρþντας. Γι’αυτü η πρüζα που πÜει να χορÝψει εßναι Üσκημη πρüζα -δεν υπÜρχει χειρüτερο πρÜγμα στον κüσμο απü την πρüζα που λÝγεται «ποιητικÞ»- και üλο το ζÞτημα δεν εßναι να τη γρÜψει κανεßς ωραßα αλλÜ να τη γρÜψει σωστÜ. Και δεν μπορεß να τη γρÜψει σωστÜ αν δεν Ýχει ορισμÝνα πρÜγματα να δεßξει, που πιστεýει πως εßναι αξιüλογα. Αν δεν Ýχει Ýνα σημαντικü περιεχüμενο.

Το περιεχüμενο της γραφÞς του ΜακρυγιÜννη εßναι ο ατÝλειωτος και ο πραγματικüς αγþνας ενüς ανθρþπου, που με üλα τα Ýνστικτα της φυλÞς του ριζωμÝνα βαριÜ μÝσα στα σπλÜχνα του, αναζητÜ την ελευθερßα, το δßκιο, την ανθρωπιÜ. «ΑνÜμεσα ΠÜτρα και Γαστοýνι» σημειþνει -το περιστατικü πρÝπει να Ýχει συμβεß γυρω στα 1830- «εßναι Ýνα χωριü, το ΜÝγα ΣπÞλαιγο. ¸καμα κονÜκι εκεß. Μου παραπονιüνται οι κÜτοικοι απü την τυραγνßα που δοκιμÜζουν απü τους καλογÝρους: ü,τι παßρνουν το αρπÜζουν αυτÞνοι. Εßχα κονÜκι σ’ενοý παπÜ το σπßτι.

Τüτε τους λÝγω: «- Σαν τραβÜτε τüση τυραγνßα, δεν τ’αφÞνετε το χωριü σας να φýγετε, να πÜτε σ’Üλλο χωριü εθνικü, ποý 'ναι, τüσα; »Μου λÝγει η παπαδιÜ: »-¼ταν Þρθαν οι Τοýρκοι, εμεßς Þμαστε μÝσα στο βÜλτο στο νερü, τüσες ψυχÝς, να γλιτþσουμε. Και Þρθαν οι Τοýρκοι και μας πιÜσανε. Και Þταν το σþμα μας καταματωμÝνο απü τις αβδÝλες -μας φÜγαν. Και τα παιδιÜ πεταμÝνα μÝσα -γιομÜτο το νερü- σα μπακακÜκια πλÝγαν. Κι Üλλα ζωντανÜ κι Üλλα τελεßωναν. Και μ’ αφÜνισαν κι εμÝνα και τις Üλλες. Γιατß τα τραβÞξαμε αυτÜ; Γι’αυτÞνη τÞν πατρßδα. Και τþρα δικαιοσýνη δε βρßσκομε απü κανÝναν. ¼λο δüλο και απÜτη. »Κι Ýκλαιγε με πικρÜ δÜκρυα. Την παρηγüρησα. Με πÞρε το παρÜπονο κι Ýκλαψα κι εγþ» (Β´ 258).

ΠολÝμησε, αγωνßστηκε πßστεψε, σακατεýτηκε, αηδßασε, θýμωσε. ΑλλÜ Ýμεινε -üπως βγαßνει απü το γρÜψιμü του το απελÝκητο- πÜντα ορθüς ως το τÝλος: Üνθρωπος στο ýψος του ανθρþπου. Δεν Ýγινε μÞτε υπερÜνθρωπος μÞτε σκουλÞκι. ΑλÞθεια, μια απü τις χÜρες του ΜακρυγιÜννη, που γεμßζει αγαλλßαση την ψυχÞ, εßναι αυτü το συναßσθημα, που δεν παýει ποτÝ να μας δßνει· το συναßσθημα πως Ýχουμε στο πλÜι μας Ýναν οδηγü -τüσο ανθρþπινο-, που εßναι μÝτρο των πραγμÜτων και των üντων. Αυτü το ßδιο συναßσθημα που εßναι ζυμωμÝνο με κÜθε ελληνικÞ ιδιοσυγκρασßα, απü τους παμπÜλαιους καιροýς που ο Οιδßποδας κατÜργησε τη Σφßγγα και τον εφιαλτικü κüσμο της λÝγοντας μüνο μια λÝξη: ο Üνθρωπος.

Ο ελεýθερος Üνθρωπος, ο δßκαιος Üνθρωπος, ο Üνθρωπος ζυγαριÜ της ζωÞς -αν υπÜρχει μια ιδÝα βασικÜ ελληνικÞ, δεν εßναι Üλλη. ΓεννιÝται στα χαρÜματα της ελληνικÞς σκÝψης· Ýπειτα τη διατυπþνει μια για πÜντα ο Αισχýλος. ¼ποιος ξεπερνÜ το μÝτρο εßναι υβριστÞς, και ýβρις εßναι το μεγαλýτερο κακü που μπορεß να μας συμβεß. Για να μεταχειριστþ τη φρασεολογßα του ΜακρυγιÜννη, οι ¸λληνες, απü τα παλιÜ εκεßνα χρüνια, εßναι στο «Ýμεßς», δεν εßναι στο «εγþ». Γιατß μüλις το εγþ γυρÝψει να ξεπερÜσει το εμεßς, αμÝσως η ¢τη, η αυστηρÞ μοßρα που φροντßζει για την ισορροπßα του κüσμου, το κεραυνþνει. ΟλÜκερη η αρχαßα μας τραγωδßα εßναι γεμÜτη απü τα σýμβολα αυτÞς της ιδÝας. Και το σýμβολο που με συγκινεß περισσüτερο απ’üλα το βρßσκω στους ΠÝρσες.

Ο ΞÝρξης, μας λÝει ο παλιüς μýθος, νικÞθηκε γιατß Þταν υβριστÞς, γιατß Ýκαμε αυτÞ την υπÝρογκη πρÜξη: μαστßγωσε τη θÜλασσα. Γι’αυτü βρÞκε στη θÜλασσα τον üλεθρü του. Σ’αυτü το στοιχεßο που μολονüτι εßναι πÜντα ταραγμÝνο και δεν ÞσυχÜζει ποτÝ, αναζητÜ πÜντα την ισορροπßα, το ζýγιασμα. Σ

το ξÝσπασμα της επανÜστασης, στην ¢ρτα, ο ΜακρυγιÜννης ακοýει Ýναν μπÝη να μιλÜ στους φßλους τους αυτÜ τα λüγια, που σημειþνει: «ΠασÜδες και μπÝηδες, θα χαθοýμε! Θα χαθοýμε! [...] ¼τι ετοýτος ο πüλεμος δεν εßναι μÞτε με το Μüσκοβο, μÞτε με τον ΕγγλÝζο, μÞτε με τον ΦραντσÝζο. ΑδικÞσαμε το ραγιÜ και απü πλοýτη και απü τιμÞ και τον αφανßσαμε. Και μαýρισαν τα μÜτια του και μας σÞκωσε το ντονφÝκι. Κι ο ΣουλτÜνος το γομÜρι δεν ξÝρει τι του γßνεται· τον γελÜνε εκεßνοι που τον τριγυρßζουν...». (Β' 24).

Την αιτßα της ελληνικÞς επανÜστασης και του ολÝθρου των τυρÜννων τη διατυπþνει ο ΜακρυγιÜννης με μιÜ λÝξη στο στüμα ενüς αντιπÜλου, üπως ο Αισχýλος βÜζει τους εχθροýς να μιλοýν για την καταστροφÞ της Σαλαμßνας. «Θα χαθοýμε γιατß αδικÞσαμε». Τους αρχαßους, αν θÝλουμε πραγματικÜ να τους καταλÜβουμε, θα πρÝπει πÜντα να ερευνοýμε την ψυχÞ του λαοý μας. Τα λüγια αυτÜ ειπþθηκαν στα 1821. Ο ΜακρυγιÜννης τα κρατÜ στη μνÞμη του για να τα σημειþσει χρüνια αργüτερα, κατÜ τα 1829, αφοý μÜζεψε üλη την πεßρα της τρομαχτικÞς εκεßνης πÜλης.

Tον βλÝπω να τα συλλογßζεται σε δýσκολες þρες. ΥπÜρχουν πßσω απü κÜθε του πρÜξη και απü κÜθε του απüφθεγμα. Πßσω απü την ακüλουθη συνομιλßα που Ýχει με το ΓÜλλο ναýαρχο de Rigny, üταν ετοιμÜζεται να πολεμÞσει στους Μýλους: «Εκεß ποý 'φκιανα τις θÝσεις στους Μýλους, Þρθε ο Ντερνýς να με ιδεß: Μου λÝγει: »- Τι κÜνεις αυτοý; ΑυτÝς οι θÝσες εßναι αδýνατες· τι πüλεμο θα κÜνετε με τον ΜπραÀμη αυτοý; »

Του λÝγω: »- Εßναι αδýνατες οι θÝσες κι εμεßς. ¼μως εßναι δυνατüς ο Θεüς που μας προστατεýει, και θα δεßξομε την τýχη μας σ’αυτÝς τις θÝσες τις αδýνατες. Κι αν εßμαστε ολßγοι στο πλÞθος του ΜπραÀμη, παρηγοριüμαστε μ’Ýναν τρüπο· üτι η τýχη μας Ýχει τους ¸λληνες πÜντοτε ολßγους. ¼τι αρχÞ και τÝλος παλαιüθε και ως τþρα, üλα τα θεριÜ πολεμοýν να μας φÜνε και δεν μποροýνε. Τρþνε απü μας και μÝνει και μαγιÜ. Και οι ολßγοι αποφασßζουν να πεθÜνουν. Και üταν κÜνουν αυτÞνη την απüφαση, λßγες φορÝς χÜνουν και πολλÝς κερδαßνουν. Η θÝση üπου εßμαστε σÞμερα εδþ εßναι τοιοýτη. Και θα ιδοýμε την τýχη μας οι αδýνατοι με τους δυνατοýς. »-

Τρε μπιεν, λÝγει κι αναχþρησε ο ναýαρχος» (Β' 169). ΑυτÞ εßναι η πßστη και η ασφÜλεια που μας δßνει ο ΜακρυγιÜννης. Ο δεýτερος λüγος που πιστεýω πως ο ΜακρυγιÜννης εßναι ο πιο σημαντικüς πεζογρÜφος μας εßναι γιατß τον νομßζω σαν Ýνα μεγÜλο διδÜσκαλο της γλþσσας μας. Αν εξαιρÝσω την ερειπωμÝνη Γυναßκα της ΖÜκυθος του Σολωμοý, δεν ξÝρω Üλλο κεßμενο στα νÝα μας γρÜμματα που να διδÜσκει τüσα πολλÜ üσο το κεßμενο του ΜακρυγιÜννη.

ΚÜποτε μου Ýτυχε να γρÜψω Ýναν πρüλαγο στα ποιÞματα του ΚÜλβου· κι επειδÞ νüμισα πως Ýνα απü τα σπουδαßα προβλÞματα που Ýθετε ο KÜλβoς Þταν το πρüβλημα της γλωσσικÞς Ýκφρασης, μ’Ýψεξαν γιατß ασχολÞθηκα μ’αυτü, αντß ν’ασχοληθþ με πρÜγματα που βροντοφωνοýσε ο ποιητÞς και δεν εßχαν καθüλου την ανÜγκη μου για να γßνουν αισθητÜ απü τον καθÝνα. Με απασχολεß η γλþσσα, γιατß εßναι το υλικü του συγγραφÝα, και üχι γιατß μ’αρÝσει να ξαναγυρßζω στο παλιü γλωσσικü ζÞτημα, που εßναι τελειωμÝνο για την ΕλλÜδα. ΚανÝνας λογοτÝχνης δε γρÜφει πιÜ, εδþ και χρüνια, τους νεκροýς τýπους. ΦαντÜζομαι πως üταν με το καλü γυρßσουμε στον τüπο μας, δε θα τους χρησιμοποιεß πια οýτε το ΚρÜτος οýτε η δημοσιογραφßα.

Σκεφτεßτε πως σÞμερα, στα μαýρα χρüνια της σκλαβιÜς, ολüκληρος ο τýπος που κυκλοφορεß στο πεßσμα των τυρÜννων και εκφρÜζει την ελεýθερη σκÝψη του Ýθνους, γρÜφεται στη ζωντανÞ μας γλþσσα. Αν üμως το γλωσσικü ζÞτημα τελεßωσε, δεν πρÝπει να ξεχνοýμε πως κανÝνας συγγραφÝας δεν μπορεß να σταθεß αν δεν εßναι Üρχοντας της γλþσσας, üχι των λεξικþν Þ του συνταχτικοý, αλλÜ αυτÞς της ζωντανÞς φýσης που του μεταγγßζει κÜθε στιγμÞ που ανασαßνει η φυλÞ του. Και για να νιþσουμε και ν’αφομοιþσουμε αυτÞ τη φýση, θα πρÝπει να αισθανθοýμε και να ζÞσουμε κεßμενα σαν του ΜακρυγιÜννη, που εßναι καθþς πιστεýω κεßμενα καθαρτÞρια. Περιεχüμενο, γλþσσα.

Το περιεχüμενο που θÝλει να εκδηλωθεß και η γλþσσα που πρÝπει να δþσει μια μορφÞ, μια ýπαρξη στο περιεχüμενο, να το βγÜλει απü την αφÜνεια. ΑυτÞ η ενÝργεια και αυτÞ η αντενÝργεια, ενωμÝνες στο τÝλος, φτιÜνουν το ýφος. Οι δυο αντßμαχες αυτÝς δυνÜμεις εßναι οι δυσκολßες ενüς συγγραφÝα. Μ’ αυτÝς διαμορφþνεται και διαμορφþνει Ýνα ýφος, μια «φωνÞ», üπως Ýλεγαν οι αρχαßοι. ΚÜνει Ýναρθρο λüγο. Γι’αυτü, με τη γλþσσα και μüνο, üσο καλÜ και να την ξÝρουμε, μποροýμε να κÜνουμε περßφημες φρÜσεις -«σαν τ’Üχερο στ’αλþνι», üπως λÝει το τραγοýδι.

ΑλλÜ χωρßς την αντßσταση και το βÜρος των πραγμÜτων, που πρÝπει να αρθρþσουμε, ýφος δε θα Ýχουμε ποτÝ. ¾φος εßναι οι δυσκολßες που βρßσκει Ýνας Üνθρωπος για να εκφρÜσει κÜτι, ýφος εßναι η ανθρþπινη προσπÜθεια, «ýφος εßναι ο Üνθρωπος», üπως διδÜσκει Ýνα σοφü ρητü. Γι’αυτü, το ýφος του ΜακρυγιÜννη εßναι τüσο πραγματικü. Και μοναδικü, γιατß Þταν μοναδικÝς οι δυσκολßες του. Μιλþντας σας για την υλικÞ üψη του χειρογρÜφου του ΜακρυγιÜννη, σας Ýλεγα πως μοιÜζει με μια οικοδομÞ üπου συλλαβßζει κανεßς το πÝρασμα μιας ανθρþπινης προσπÜθειας. Το γρÜψιμü του εßναι το ßδιο: μια χειροποßητη οικοδομÞ. Σε κÜθε της λεπτομÝρεια, στην Ýνταση, στην ευκολßα, στο παραστρÜτημα, βλÝπει κανεßς το πÝρασμα ενüς ολοζþντανου ανθρþπου. «Ο καλýτερος τρüπος να κρßνουμε Ýνα κεßμενο εßναι να κοιτÜξουμε να βροýμε ποιες λÝξεις του δε λειτουργοýν», εßπε κÜποιος.

Το ποσοστü των λÝξων που δε λειτουργοýν στον ΜακρυγιÜννη εßναι μικρüτερο παρÜ στα Ýργα üλων των πεζογρÜφων μας που ξÝρω. Και για να τελειþσω, θα Þθελα να θυμηθþ μια φρÜση του ΠιραντÝλλο, που συλλογßζομαι πÜντα üταν Ýχω να κρßνω Ýνα κεßμενο. «ΥπÜρχει» λÝει «Ýνα ýφος πραγμÜτων και Ýνα ýφος λÝξεων· και αυτüς εßναι ο λüγος που ο ΔÜντης πÝθανε στην εξορßα, και αυτüς εßναι ο λüγος που στεφÜνωσαν τον ΠετρÜρχη στο Καπιτþλειο». Οι ποιητÝς κÜνουν παρÜξενες προφητεßες. Συλλογßζομαι πως αν ο υπÝρογκος παλιÜτσος του φασισμοý εßχε προσÝξει τη φρασοýλα του ΠιραντÝλλο, δε θα καταντοýσε στα τωρινÜ του χÜλια. Τον Ýφαγε η πομπÞ των λÝξεων, αυτÞ η τραγικÞ φρεναπÜτη. ΑλλÜ οι πολιτικοß Ýχουν σπÜνια τον καιρü να προσÝξουν κÜτι τÝτοιες λεπτομÝρειες.

ΟπωσδÞποτε, αυτü το ýφος των πραγμÜτων, το ýφος της ανÜγκης, το ýφος το αποτελεσματικü, το βρßσκω στον ΜακρυγιÜννη. ΠοτÝ δεν ξανακοýσαμε στην ΕλλÜδα μια τüσο αδρÞ φωνÞ. Κι αυτü δεν εßναι λαογραφßα.

Η φωνÞ του ΜακρυγιÜννη εßναι Ýνας κλþνος απü το στιβαρü δÝντρο που Ýδωσε τον Ερωτüκριτο και τη Θυσßα του ΑβραÜμ, τα δημοτικÜ μας τραγοýδια, κι Ýδωσε ακüμη -προτεßνω την ταπεινÞ μου ιδÝα για üσο αξßζει- τον πιο μεγÜλο καλλιτÝχνη που βγÞκε απü την ΕλλÜδα, ýστερα απü τους αρχαßους, το Θεοτοκüπουλο. Αυτα εßχα να σας πω για τον ΜακρυγιÜννη, τον αγρÜμματο στρατοκüπο ενüς μεγÜλου βßου, που με τüση προσπÜθεια αποτυπþνει πÜνω στο χαρτß τα πρÜγματα που βλÝπει η συνεßδησÞ του. Τον σßγουρο μαντατοφüρο της μακριÜς και αδιÜσπαστης λαúκÞς μας παρÜδοσης, που επειδÞ την κρατÜ τüσο βαθιÜ ριζωμÝνη μÝσα του, Ýρχεται να μας πει με τη φωνÞ πολλþν ανθρþπων, και üχι ενüς μονÜχα, τι εßμαστε και πως εßμαστε κι εμεßς οι ßδιοι. Πως o θυμüς του, ο πüνος του και η τραγωδßα του, δεν εßναι ατομικÝς του υποθÝσεις, αλλÜ υποθÝσεις δικÝς σας και δικÝς μου και üλων μας· υποθÝσεις üπου üλοι μαζß, πεθαμÝνοι και ζωντανοß, εßμαστε αλληλÝγγυοι και συνυπεýθυνοι.

¸ρχεται να μας ψιθυρßσει πως οι ομορφιÝς μας και τα στολßδια μας και τα υπÜρχοντα, που τα νομßζαμε πολýτιμα, πÜνε και πÜνε, πÜλιωσαν και τρßφτηκαν κι Ýγιναν σαρßδια, και πως σε τßποτε Üλλο δε φελÜν παρÜ να μας βαραßνουν, üπως την τραγικÞ και την απελπισμÝνη Φαßδρα. ¸ρχεται να το ψιθυρßσει στους πνευματικοýς ανθρþπους τουλÜχιστο. Απü τις παραμονÝς του περασμÝνου πολÝμου οι πνευματικοß τεχνßτες της Ευρþπης -εννοþ τα ενδεικτικÜ Ýργα- Ýχουν καθαρÜ τη συνεßδηση πως ζουν σ’Ýναν κüσμο χαλασμÝνο.

ΑυτÞ η συνεßδηση προκÜλεσε εξαιρετικÜ βßαιες πνευματικÝς επαναστÜσεις, που φÜνηκαν απü τα πρþτα χρüνια της ειρÞνης. ¼λη η περßοδος του μεσοπολÝμου μπορεß να χαρακτηριστεß σα μια περßοδος απογνωσμÝνων αναζητÞσεων, εσωτερικþν ανασκαφþν, ελÝγχου της πραγματικüτητας που μας περιστοιχßζει και που γßνεται στÜχτη στα δÜχτυλα που την αγγßζουν. Και αυτÜ οδηγοýσαν στο απροχþρητο, στη σιωπÞ. ΥπÞρχε η αßσθηση μιας βαριÜς αμαρτßας σ’αυτÞ την κατÜσταση.

ΠÜνω σ’αυτÞ την ¸ρμη Χþρα, για να χρησιμοποιÞσω Ýνα χαρακτηριστικü τßτλο των χρüνων εκεßνων, Þρθαν Üλλοι νÝοι και ζÞτησαν να χτßσουν. Ο ισπανικüς πüλεμος, που εßναι η αρχÞ του σημερινοý, τους Ýδωσε αφορμÞ να δþσουν τα τελευταßα σημÜδια τους. Απü τον ισπανικü πüλεμο και πÝρα δεν ξÝρουμε πια. Δεν εßναι υπερβολÞ να ποýμε πως περνοýμε μια περßοδο πνευματικοý συσκοτισμοý στην Ευρþπη. Ο σημερινüς πüλεμος δεν εßναι, üπως ο περασμÝνος, εποχÞ καλλιτεχνικÞς δημιουργßας. Και το μüνο που μποροýμε να κÜνουμε εßναι να λογαριÜζουμε την περασμÝνη μας πεßρα και την τωρινÞ, προσμÝνοντας την αυγÞ που αναπüτρεπτα θα χαρÜξει.

Το μüνο που μποροýμε να κÜνουμε εßναι να κουβεντιÜζουμε με γνωστοýς και μ’ αγνþστους συντρüφους· να προσÝχουμε τα μηνýματα και αυτþν και των αληθινþν πνευματικþν προγüνων μας· να καθαρßζουμε τη συνεßδησÞ μας απü τις πρüσκαιρες φαντασιοπληξßες· και να πιστεýουμε πως Ýνας τüσο μεγÜλος πüνος üπως ο σημερινüς δεν μπορεß παρÜ να μας οδηγÞσει σε μια μεγÜλη ανÜσταση, και να κοιτÜζουμε πþς θα εßμαστε Ýτοιμοι να φανοýμε αντÜξιοß της· να κÜνουμε το χρÝος μας -«ποßημα του χρÝους» ονüμαζε Ýνα απü τα μεγÜλα του ποιÞματα ο Σολωμüς.

Η ανÜσταση αυτÞ δεν μπορεß να εßναι παρÜ μια ανÜσταση της ζωÞς του ανθρþπου, με την πιο βαριÜ Ýννοια. Και σαν τÝτοια, θα πρÝπει να καταργÞσει τις ωμüτητες, τα φßμωτρα, τις φυλακÝς, τις υποκρισßες. Θα πρÝπει να εßναι Ýτσι, Þ θα Ýχουν πÜει, αλßμονο, üλα αυτÜ που ζοýμε τþρα στα χαμÝνα· θα εßναι Ýτσι, Þ θα Ýχει πÝσει ο κüσμος σε μια κατÜσταση γενικÞς νεκροφÜνειας. Και αν γßνει αυτü που πιστεýουμε και αγωνιζüμαστε για να γßνει, τüτε εßναι πολý πιθανü, πως στην πατρßδα μας, üπου για πρþτη φορÜ οι ανθρþπινες αξßες εßδαν το φως, οι φωτισμÝνοι και οι μορφωμÝνοι θα καταλÜβουν, γιατß ακριβþς θα εßναι πραγματικοß φωτισμÝνοι και μορφωμÝνοι, πως η παιδεßα της ψυχÞς τους θα Ýχει πολλÜ να ωφεληθεß απü Ýνα Ýργο σαν του ΜακρυγιÜννη, που εßναι, καθþς πιστεýω, η συνεßδηση ενüς ολüκληρου λαοý- μια πολýτιμη διαθÞκη."

Γιþργος ΣεφÝρης

¸νας ¸λληνας - ο ΜακρυγιÜννης

ΠηγÞ: Γιþργου ΣεφÝρη, «ΔοκιμÝς», εκδ. ºκαρος, ΑθÞναι 1981 (4).

 

 

 

2 ó÷üëéá - Óôåßëå Ó÷üëéï
19 Íïåìâñßïõ 2006, 17:07
Ñùìéïóýíç


 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τι εßναι Ορθüδοξος πολιτισμüς;

Εßναι πολιτισμüς με την Ýννοια του Δυτικοý πολιτισμοý;

¼χι. Δεν εßναι πολιτισμüς η Ορθοδοξßα, και ας την ονομÜζη ο Toynbee Ορθüδοξο πολιτισμü.

Γιατß;

Διüτι η Ορθοδοξßα εßναι επιστÞμη και μÜλιστα ιατρικÞ επιστÞμη σýμφωνα με τα σημερινÜ κριτÞρια. ¼χι πολιτισμüς.

Δεν εßναι η Ορθοδοξßα πολιτικü Þ κοινωνικü σýστημα. Διüτι αναφÝρεται στην προσωπικÞ σωτηρßα του ανθρþπου, δηλαδÞ στην σωτηρßα της ψυχÞς του.

Η Ορθοδοξßα βασßζεται σ’ αυτÜ τα δýο: Στο «ο Λüγος σαρξ εγÝνετο» και στο «εν τω ¢δη ουκ Ýστι μετÜνοια».

ΒÝβαια μÝσα στην Ορθοδοξßα υπÜρχουν προûποθÝσεις για να δημιουργÞση πολιτισμü.

¼μως η Ορθοδοξßα δεν εßναι πολιτισμüς.

ΑλλÜ η Ορθοδοξßα δεν εßναι οýτε θρησκεßα.

Δεν εßναι η Ορθοδοξßα μßα θρησκεßα üπως üλες οι Üλλες θρησκεßες.

Η Ορθοδοξßα ξεχωρßζει απü Ýνα μοναδικü φαινüμενο, που δεν υπÜρχει στις Üλλες θρησκεßες.

Αυτü εßναι ανθρωπολογικü και θεραπευτικü. Σ’ αυτü διαφÝρει.

Η ορθοδοξßα εßναι μßα θεραπευτικÞ αγωγÞ που θεραπεýει την ανθρþπινη προσωπικüτητα.

Ο σωστüς γιατρüς μεριμνÜ για την θεραπεßα üλων ανεξαιρÝτως των ασθενþν χωρßς διακρßσεις.

Δεν ξεχωρßζει μερικοýς μεταξý των ανθρþπων, για να τους θεραπεýση. Δεν τον ενδιαφÝρει η κοινωνικÞ του τÜξις Þ το μορφωτικü τους επßπεδο Þ η οικονομικÞ τους κατÜστασις Þ η θρησκεßα τους Þ η ηθικÞ τους συμπεριφορÜ.

Ο σωστüς γιατρüς βλÝπει μüνο αν Ýνας Üνθρωπος, που τον πλησιÜζει, εßναι Üρρωστος Þ üχι. Και, αν εßναι Üρρωστος, ενδιαφÝρεται και προσπαθεß να τον θεραπεýση. Να θεραπεýση την πÜθησι του ανθρþπου. Εßναι υποχρεωμÝνος να τον θεραπεýση.

Στην Ορθüδοξη παρÜδοσι, Ýχομε κÜτι παραπÜνω απü αυτü. Και σ’ αυτü ακριβþς συνßσταται η «αντεπßθεσß» μας.

Ο Θεüς αγαπÜει üχι μüνο τους αγßους, αλλÜ üλους τους ανθρþπους ανεξαιρÝτως. ¼λους τους αμαρτωλοýς, üλους τους κολασμÝνους, ακüμη και τον ßδιο τον διÜβολο. Και θÝλει να σþση, να θεραπεýση τους πÜντας.

ΘÝλει, Üλλα δεν μπορεß να θεραπεýση τους πÜντας, διüτι δεν θÝλουν üλοι να θεραπευθοýν. Αυτü, το üτι ο Θεüς εßναι αγÜπη και θÝλει να θεραπεýση τους πÜντας και üτι αγαπÜ τους πÜντας εξ’ ßσου, διαπιστþθηκε και διαπιστþνεται απü την εμπειρßα των θεουμÝνων, üσων δηλαδÞ Ýφθασαν σε θÝωση, δηλαδÞ σε θεοπτßα και εßδαν τον Θεüν.

Δεν μπορεß üμως ο Θεüς να θεραπεýση τους πÜντας, διüτι δεν εκβιÜζει την θÝληση του ανθρþπου.

ΣÝβεται ο Θεüς τον Üνθρωπο και τον αγαπÜ.

Δεν μπορεß üμως να θεραπεýση κÜποιον με το ζüρι.

Θεραπεýει μüνο üσους θÝλουν να θεραπευθοýν και του ζητοýν να τους θεραπεýση.

ΦυσιολογικÜ κÜποιος, που Ýχει σωματικÞ αρρþστεια Þ και ψυχικÞ, πηγαßνει μα την θÝλησß του και üχι με το ζüρι στον γιατρü, για να γßνη καλÜ, αν ακüμη Ýχη τα λογικÜ του.

´¸τσι και στην Ορθüδοξη θεραπευτικÞ αγωγÞ. ΠρÝπει κÜποιος απü μüνος του, χωρßς καταναγκασμü, χωρßς καταπßεσι, ελεýθερα να προσÝλθη στην Εκκλησßα, στους κατÜλληλους ανθρþπους, που Ýχουν την φþτισι και την εμπειρßα και κατÝχουν την θεραπευτικÞ μÝθοδο της Ορθοδüξου παραδüσεως, και σ' εκεßνους να κÜνη υπακοÞ για να βρη θεραπεßα.

 

π.ΙωÜννης Ρωμανßδης,καθηγητÞς Α.Π.Θ.

- Óôåßëå Ó÷üëéï
ÓõããñáöÝáò
prosilios
ÐñïóÞëéïò
free rider
áðü ÕÐÏËÏÉÐÇ ÁÔÔÉÊÇ


Ðåñß Blog
blogs.musicheaven.gr/prosilios

"áõôü ôï ìéêñü óêáèÜñé ðïõ ôñéêëßæåé öïñôùìÝíï êÜôù áð´ôïí Þëéï ôïõ Áõãïýóôïõ,ãíùñßæåé ðåñéóóüôåñá áðü ìÝíá.Ãíùñßæåé áëÜíèáóôá ôïí äñüìï ôçò ÅðéóôñïöÞò"

Tags

äÞèåí ÷ñéóôéáíïß ÷ñéóôüäïõëïò ëïõëïýäéá ðïßçóç ÂñåôôÜêïò



Åðßóçìïé áíáãíþóôåò (4)
Ôá ðáñáêÜôù ìÝëç åíçìåñþíïíôáé êÜèå öïñÜ ðïõ áíáíåþíåôáé ôï blogÃßíå åðßóçìïò áíáãíþóôçò!

Ðñüóöáôá...
ÄçìïöéëÝóôåñá...
Áñ÷åßï...


ÖéëéêÜ Blogs

Links