Ήταν 29 του Δεκέμβρη, σαν σήμερα, αργά το βράδυ. Έχουν συμπληρωθεί μερικές δεκαετίες από την παγερή εκείνη νύχτα που το αεροσκάφος των Σκανδιναβικών Αερογραμμών τροχοδρομούσε, μουγκρίζοντας πάνω στον παγωμένο αεροδιάδρομο, γράφοντας τον επίλογο ενός περιπετειώδους ταξιδιού στο άγνωστο που «επέλεξε» να κάνει ο δεκαοκτάχρονος, τότε, νέος της ιστορίας αυτής. Βυθισμένος στις σκέψεις του, παρατηρούσε από το μικρό φινιστρίνι, τα σύννεφα του παγωμένου χιονιού που σήκωναν οι τεράστιες τουρμπίνες που αστραποβολούσαν σαν ασημόσκονη, έτσι όπως φωτίζονταν από τους δυνατούς προβολείς του αεροσκάφους.
Κατάφερε, τελικά, να φύγει. Τρεις μέρες είχε όλο κι όλο στη διάθεσή του για να το πράξει. Τόσο ίσχυε το διαβατήριο που με μύριες δυσκολίες και κάποιες δωροδοκίες κατάφερε να αποκτήσει τότε, εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων της οικογένειάς του…
Λίγο αργότερα, στην αίθουσα αναμονής αποσκευών, είδε τις αποσκευές του να προβάλουν πάνω στον κυλιόμενο ιμάντα, πλησιάζοντάς τον αργά και διστακτικά, λες και κάτι ήξεραν... Μία βαλίτσα όλο κι όλο και μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα γεμάτη με χάλκινα διακοσμητικά αντικείμενα. Ιδέα του πατέρα του ήταν που, ως άνθρωπος του καθημερινού μόχθου με πενταμελή οικογένεια, μη έχοντας περισσότερα χρήματα να του δώσει, πέραν του ενός χαρτονομίσματος των 500 δολαρίων, καλά κρυμμένου στο εσωτερικό της ζώνης που φορούσε, μιας και απαγορεύονταν η έξοδος συναλλάγματος τότε, πίστευε, ο καημένος, πως ίσως ο γιός του καταφέρει, κάποια στιγμή, να τα πουλήσει σε ανάλογα καταστήματα, βγάζοντας έτσι κάποια επιπλέον χρήματα ή, στην καλύτερη περίπτωση, παίρνοντας παραγγελίες για μεγαλύτερες ποσότητες μινιατούρων χάλκινων μπρικιών, γουδιών και άλλων συναφών διακοσμητικών αντικειμένων…
Στη δίωρη ανάκριση που ακολούθησε στα γραφεία της αστυνομίας του αεροδρομίου, προσπάθησε να δώσει όσο πιο πειστικές εξηγήσεις μπορούσε για τους λόγους που δεν είχε εισιτήριο επιστροφής, αρκετά χρήματα για να συντηρήσει τον εαυτό του και κάποιον για να τον φιλοξενήσει. Τελικά, του επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα, περισσότερο επειδή τον λυπήθηκαν παρά επειδή τον πίστεψαν, αλλά αυτό είναι μία άλλη πολύ πονεμένη ιστορία…
Η όλη καθυστέρηση είχε, τελικά, ως αποτέλεσμα να χάσει το τελευταίο λεωφορείο για την πόλη. Στο ταξί, που αναπόφευκτα χρειάσθηκε να πάρει, παρακάλεσε τον οδηγό να τον πάει στο φθηνότερο ξενοδοχείο της πόλης. Φθάνοντας στο κέντρο της, μετά από ένα 45λεπτο ταξίδι μέσα στο κατάλευκο από τα χιόνια τοπίο, η θέα και μόνο της εισόδου του ξενοδοχείου τον έκανε να νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήταν περασμένες 2.00, μετά τα μεσάνυχτα, η θερμοκρασία έξω στους μείον 15 βαθμούς Κελσίου, η κούρασή του μεγάλη από την υπερένταση και η επιλογή μία και μοναδική, δηλαδή, αυτή του οδηγού του ταξί…
Το επόμενο πρωί και έχοντας μαζέψει τα πράγματά του, κατέβηκε στη ρεσεψιόν. Αφού πλήρωσε, σχεδόν με τρεμάμενο χέρι, το λογαριασμό του δωματίου του που, μαζί με το κόστος του δρομολογίου με το ταξί από το αεροδρόμιο, εξανέμισαν ήδη πάνω από το 1/3 των χρημάτων που διέθετε, παρακάλεσε τον νέο άνδρα που βρίσκονταν πίσω από τον γκισέ να του συστήσει το πιο φθηνό ξενοδοχείο που γνωρίζει. Με οδηγό τη γραμμή ενός μπλε στυλό πάνω σε έναν χάρτη της πόλης, κίνησε με τα πόδια προς την παλιά πόλη όπου βρίσκονταν το «ξενοδοχείο» που του προτάθηκε. Μετά από πεζοπορία μισής περίπου ώρας, βρήκε, ρωτώντας, το μέρος που έμελε να μείνει το επόμενο διάστημα. Πέντε κορώνες η βραδιά το κόστος, τη στιγμή που η τιμή του δωματίου του προηγούμενου ξενοδοχείου ήταν 120 κορώνες! Το πανδοχείο, γιατί περί πανδοχείου επρόκειτο, βρίσκονταν σε ένα στενό σοκάκι της παλιάς πόλης και σ΄ ένα παλιό κτίριο του 18ουαιώνα, χωρίς θέρμανση και ζεστό νερό, και χρησιμοποιούνταν πλέον αποκλειστικά από αλκοολικούς κι άλλους ξωμάχους της ζωής, ενώ, ακόμα παλαιότερα, από μέθυσους ναυτικούς…
Κλείνοντας πίσω του την πόρτα του δωματίου του, ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του με αυτό που αντίκρισε. Απέναντί του, ένα άθλιο παλιό μεταλλικό κρεβάτι με ένα παλιό λεκιασμένο πάπλωμα και μια τρύπια κουβέρτα, και δίπλα ακριβώς ένα μικρό κομοδίνο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα παμπάλαιο πορτατίφ. Στην άλλη άκρη, ένα τραπεζάκι με μία ετοιμόρροπη καρέκλα και παραδίπλα ένας νιπτήρας με μια κανάτα παγωμένο νερό για πλύσιμο. Τριγυρνούσε μέσα στο παγωμένο δωμάτιο, σαν αγρίμι σε κλουβί. Ήθελε να ουρλιάξει από απόγνωση. Έβγαλε τα παπούτσια του, κάθισε με τα ρούχα και το πανωφόρι του πάνω στο κρεβάτι, κουκουλώθηκε με το λεκιασμένο πάπλωμα και την τρύπια κουβέρτα και προσπάθησε να κοιμηθεί για να μη σκέφτεται, για να μη νιώθει…
Όταν κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του, ήταν ήδη σκοτάδι έξω, παρόλο που η ώρα ήταν 3 το μεσημέρι. Σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυρο και, βλέποντας το χιόνι που έπεφτε στο στενό και σχεδόν έρημο σοκάκι, άρχισαν να του ΄ρχονται στο νου εικόνες και υπέροχες μυρωδιές από τις προετοιμασίες που γίνονταν τις μέρες αυτές, όπως και κάθε χρονιά, στο πατρικό του για την υποδοχή της πρωτοχρονιάς, που ήταν την επομένη μέρα, και από τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής του καθισμένα γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι να τρώνε, να τραγουδούν, να γελούν και να χορεύουν. Το φανάρι του δρόμου, που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι στο ύψος του παραθύρου του μισοσκότεινου δωματίου του, φέγγισε τα υγρά του μάγουλα και τα τρεμάμενά του χείλη που πάσχιζαν να ψελλίσουν λόγια παρηγοριάς…
Δεν τον χωρούσε άλλο το θλιβερό και παγωμένο δωμάτιό του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Στην είσοδο του μετρό που, εντελώς τυχαία βρήκε, έβγαλε εισιτήριο και μπήκε σε ένα βαγόνι του συρμού για να ζεσταθεί και για να περάσει την ώρα του ανάμεσα σε κόσμο. Μη γνωρίζοντας τις διαδρομές, έκανε το ίδιο δρομολόγιο μπρος-πίσω μέχρι το βράδυ, νιώθοντας ανακούφιση που βρίσκεται, επιτέλους, ανάμεσα σε ανθρώπους ζωντανούς. Φθάνοντας, κάποια στιγμή, σε ένα σταθμό, του έκανε εντύπωση το πλήθος των νέων ατόμων που βρίσκονταν στην πλατφόρμα και ο δυνατός ήχος μοντέρνας μουσικής που ακούγονταν. Ενστικτωδώς σηκώθηκε από τη θέση του και μόλις πρόλαβε να αποβιβασθεί, πριν ο συρμός ξεκινήσει. Ο ήχος της δυνατής μουσικής προέρχονταν, όπως διαπίστωσε, από ένα κλαμπ η είσοδος του οποίου βρίσκονταν μέσα στον υπόγειο σταθμό. Πλησίασε διστακτικά και μπήκε…
Αυτό που αντίκρισε τον άφησε έκθαμβο. Ένας υπέροχος χώρος που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί, γεμάτο από νέους ανθρώπους και πανέμορφες κοπέλες. Στη μέση υπήρχε μία μεγάλη πίστα χορού, τριγύρω τραπεζάκια και, πίσω τους, ο χώρος ορθίων με διάφορα σταντς. Ένιωσε πολύ άσχημα, όταν διαπίστωσε πως θα πρέπει να ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ΄το γάλα, με τα κλασσικά ελληνικά του ρούχα που ουδεμία σχέση είχαν με τα όμορφα, μοντέρνα και χρωματιστά ρούχα των υπολοίπων. Στάθηκε δίπλα σε μία κολώνα για να μη πολυφαίνεται και κοιτούσε μαγεμένος όλη αυτήν την ομορφιά τριγύρω του, υπό τους ήχους μιας εξίσου όμορφης μουσικής. Παρατήρησε πως όλοι -άντρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια- σηκώνονταν, όποτε το επιθυμούσαν, ζητώντας το άτομο που ήθελαν για χορό. Σπάνια κάποιος αρνούνταν την πρόσκληση. Θα είχαν σίγουρα περάσει δύο ώρες, στη διάρκεια των οποίων προσπαθούσε να βρει το θάρρος για να πάει να ζητήσει κι αυτός κάποια κοπέλα για χορό, όταν αναβόσβησαν τα φώτα και ο DJ κάτι είπε από το μικρόφωνό του. Αμέσως μετά, οι περισσότερες κοπέλες ξεχύθηκαν στο χώρο, προσκαλώντας η κάθε μια τους και από έναν άντρα για χορό. Αρκετό καιρό μετά, έμαθε πως στα περισσότερα κλαμπ, πριν το κλείσιμο, οι κοπέλες είναι αυτές που ζητούν τους άνδρες για τον τελευταίο χορό…
Κοιτούσε αποσβολωμένος όλα όσα διαδραματίζονταν μπροστά του, όταν την είδε να τον πλησιάζει, να στέκεται ακριβώς απέναντί του και να τον προσκαλεί σε χορό. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως μπορεί ο ίδιος να είναι η επιλογή της πανέμορφης κοπέλας που στέκονταν χαμογελαστή ακριβώς μπροστά του, γι΄αυτό και γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Εκεί, όμως, δεν υπήρχε κανένας. Όταν στράφηκε και πάλι προς το μέρος της, αυτή του είχε ήδη πιάσει το χέρι και τον οδηγούσε στη γεμάτη από ζευγάρια πίστα χορού, αγκαλιάζοντάς τον και γέρνοντας το κεφάλι της στον δεξί του ώμο. Μύριζε υπέροχα, και το λεπτό κορμί της του φάνηκε τόσο ζεστό και τρυφερό κάτω από το λεπτό της φόρεμα. Νόμισε πως θα λιποθυμήσει κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ποτέ του δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να ζήσει κάτι τέτοιο…
Μετά από λίγη ώρα, κατάφερε να βρει το κουράγιο και να τη ρωτήσει, με τα αγγλικά που ήξερε, ορισμένα πράγματα για την ίδια, έτσι για να πει κάτι κι αυτός. Έμαθε πως το όνομά της ήταν Majvor, πως ήταν 21 ετών και πως εργάζονταν ως νοσοκόμα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στα νότια της Στοκχόλμης. Ξαφνικά, τα φώτα άναψαν και όλοι άρχισαν να αποχωρούν. Αυτός, μη ξέροντας τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, τη ρώτησε μέσα στη σαστιμάρα του: «Would you like to meet us again?». Δεν του απάντησε καν. Τον κοίταξε χαμογελώντας και, κρατώντας του το χέρι, κατευθύνθηκε προς την γκαρνταρόμπα για να πάρει το πανωφόρι της. Αφού το φόρεσε, όπως και ένα πολύχρωμο πλεκτό σκουφάκι που την έκανε ακόμα πιο γλυκιά και όμορφη, του ξανάπιασε το χέρι και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, με αυτόν να τη ρωτά ξανά: «Would you like to meet us again?». Στάθηκαν στην πλατφόρμα του σταθμού, που ήταν γεμάτη από νεαρόκοσμο που μιλούσε δυνατά και γελούσε, με αυτήν να γέρνει και πάλι το κεφάλι της στον ώμο του, μέχρι που έφθασε ο συρμός. Πίστεψε πως όλα τελείωσαν. Θα μπει στο τραίνο, σκέφτηκε, θα του γνέψει, το πολύ, ένα «αντίο», κουνώντας το χέρι της πίσω από το τζάμι του παραθύρου και αυτό ήταν. Ότι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο, που λέει και το τραγούδι. Η πόρτα άνοιξε κι αυτή σχεδόν τον τράβηξε από το χέρι για να την ακολουθήσει, μιας κι αυτός πίστεψε πως θα μείνει στην πλατφόρμα να κοιτά το συρμό να χάνεται και τον ίδιο να γυρνά στο παγωμένο του δωμάτιο…
Το σπίτι της, που βρίσκονταν σε ένα πολύ γραφικό προάστιο, ήταν ένα πολύ όμορφα διακοσμημένο μικρό διαμέρισμα, στολισμένο στο πνεύμα των ημερών. Του είπε να καθίσει όπου βολεύεται στο όμορφο καθιστικό της και, αφού άναψε τα κεριά και τα διάφορα μικρά φωτιστικά που υπήρχαν διάσπαρτα στο χώρο, δημιουργώντας μια υπέροχη ρομαντική ατμόσφαιρα, χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου…
Όταν επέστρεψε, μετά από ένα τέταρτο περίπου, φορούσε ένα πολύ χαριτωμένο ζευγάρι πιτζάμες με μικρά αρκουδάκια πάνω του, ενώ η ίδια μοσχοβολούσε σαπούνι και καθαριότητα. «Θέλεις κάτι να πιεις ή προτιμάς να πάμε να ξαπλώσουμε;» τον ρώτησε. «Πάμε καλύτερα να ξαπλώσουμε» της απάντησε, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του για όλα τα πρωτόγνωρα που ζούσε. Αφού έβγαλε τα ρούχα του, πήγε και τη βρήκε κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα του κρεβατιού της…
Ήταν τέτοια η τρυφερότητα, η γλύκα και το πάθος που εξέφραζε, τα λόγια που έλεγε, καθώς και η ομορφιά του κορμιού της που ο αυτός νόμιζε πως είτε ζει ένα όνειρο είτε πως έχει τρελαθεί. Είχε πια ξημερώσει και το αχνό φως του πρωινού άρχισε να αποκαλύπτει το υπέροχο πλάσμα που είχε από ώρα αποκοιμηθεί, παντελώς αποκαμωμένο, και αυτός να μη χορταίνει να το γεύεται, να μη μπορεί να ξεδιψάσει το πάθος του…
Όταν μετά από λίγες ώρες, την αποχαιρετούσε στην πόρτα της εισόδου του διαμερίσματός της, κρατούσε σφιχτά στο χέρι του ένα μικρό χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου του σπιτιού της. Τις μέρες που ακολούθησαν, της τηλεφώνησε δεκάδες φορές από όποιον τηλεφωνικό θάλαμο έβρισκε μπροστά του. Ποτέ δεν του απάντησε. Η απορία του μεγαλύτερη και από τη θλίψη του. Μα έδειχνε τόσο πολύ να τον θέλει…
Ήταν το πρώτο μεγάλο πολιτισμικό σοκ που έζησε, μόλις τη δεύτερη μέρα μετά την άφιξή του στη χώρα αυτή, γιατί ακολούθησαν και πολλά άλλα, ακόμα πιο συγκλονιστικά…
2 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοPhoto: Sven (Μάνη 26/12/2019)
Ήσουν ένας χαρισματικός άνθρωπος, ευφυής, δημιουργικός, προσωπικά και κοινωνικά ευαίσθητος, ζωντανός, άμεσος και ενίοτε χειμαρρώδης. Πιστός στις ιδέες σου, μα όχι άκαμπτος και δογματικός, πολυπράγμων, μη φοβούμενος να εκφράσεις τη γνώμη και τα πιστεύω σου και μη υπολογίζοντας το οποιοδήποτε «κόστος». Βρήκες καταφύγιο, αλλά και όχημα διάνοιξης νέων οριζόντων στο μαγικό κόσμο της μουσικής, με τρόπο που μόνο χαρισματικά άτομα, σαν κι εσένα, μπορούν να αξιοποιήσουν, μη χάνοντας και εμβαθύνοντας την ουσία. Μας έδωσες την ευκαιρία να γνωρίσουμε νέους μουσικούς ορίζοντες, αλλά και νέους αξιολογότατους καλλιτέχνες που αναδείχθηκαν πλάι σου και μέσα από τη μουσική σου.
Μας δίδαξες τι σημαίνει να είσαι αδιαπραγμάτευτος σε θέματα αρχής, αλλά όχι αλαζόνας, αιθεροβάμων και ουτοπιστής…
Τέλος, μας δίδαξες, για μία ακόμη φορά και με αφορμή την ασθένειά σου, τι θα πει να είσαι μαχητής της ζωής, αξιοπρεπής, γενναίος, να διατηρείς τον αυτοσεβασμό σου και να εμπνέεις, ταυτόχρονα, το σεβασμό των άλλων προς το πρόσωπό σου ΚΑΙ εξαιτίας αυτού…
Σ΄ευγνωμονούμε για όλα αυτά και άλλα τόσα που μας έδωσες και μας ενέπνευσες με τη στάση ζωής και τη μουσική σου. Δεν είναι σχήμα λόγου, ούτε καν υπερβολή, να σου πούμε πως, από χθες το βράδυ, νιώθουμε μουσικά και ανθρώπινα «ορφανοί». Ήσουν από αυτούς για τους οποίους το γνωρίζουμε πριν καν τους χάσουμε και όχι, ως συνήθως, εκ των υστέρων…
Σ΄ευχαριστούμε από καρδιάς, αγαπημένε μας Θάνο Μικρούτσικε στο όνομα και στο μπόι, αλλά ΤΕΡΑΣΤΙΕ ως ανθρώπινο και μουσικό μέγεθος. Σ΄ευχαριστούμε για ΟΛΑ όσα μας χάρισες και μας δίδαξες χωρίς ποτέ να το επιδιώξεις. Σ΄ευχαριστούμε για όλον αυτόν το μουσικό θησαυρό που μας κληροδότησες. Θα συνεχίσει να μας συντροφεύει και να μας θυμίζει το τι είχαμε, αλλά και το τι, δυστυχώς απωλέσαμε…
Καλό σου ταξίδι, αγαπημένε σύντροφε. Δεν θα ΄σαι μόνος εκεί που πηγαίνεις. Θα βρεις σίγουρα καλή παρέα. Το Νίκο Παπάζογλου, το Δημήτρη Μητροπάνο, το Μάνο Ελευθερίου, τον αγαπημένο σου Άλκη Αλκαίο, το Μάνο Λοίζο, το Μάνο Χατζιδάκι και τόσους άλλους…
Αντίο……………
1 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΟ άνδρας που καθόταν απέναντί μου είπε:
- «Πριν από δύο χρόνια, όταν έχασα τη γυναίκα μου, την οποία λάτρευα, από μία πολύ δύσκολη μορφή καρκίνου, αποφάσισα να βάλω τέρμα στη ζωή μου. Δεν είχε περάσει καν μία εβδομάδα από το θάνατό της και, ενώ είχα επιλέξει τον τρόπο, τη μέρα και είχα ολοκληρώσει το απαραίτητο σημείωμα, χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού. Σκέφθηκα να μην απαντήσω, αλλά, εντελώς μηχανικά, σήκωσα το ακουστικό. Με μεγάλη μου έκπληξη, αναγνώρισα τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. Ήταν μια νοσοκόμα από το τμήμα που νοσηλευόταν η σύζυγός μου που μας είχε συμπαρασταθεί πάρα πολύ, όπως και κάθε άλλον άρρωστο. Πήρε απλά να ρωτήσει πως είμαι και αν μπορεί να κάνει κάτι για μένα. Η γυναίκα αυτή, με τις τόσες ευθύνες, βρήκε χρόνο και διάθεση να μου τηλεφωνήσει για να δει αν είμαι καλά ή αν χρειάζομαι κάτι. Το τηλεφώνημα αυτό, λοιπόν, έγινε η αιτία να ακυρώσω την απόφαση που είχα πάρει. Η γενναιοδωρία ψυχής αυτής της γυναίκας απετέλεσε κίνητρο και νόημα ζωής για μένα και με έκανε να θέλω να ζήσω και να της μοιάσω».
Η τόσο ανθρώπινη αυτή ιστορία δείχνει τη τεράστια δύναμη και επιρροή που μπορεί να έχουμε στη ζωή των άλλων, και, κατά συνέπεια, ευθύνη απέναντί τους. Υπάρχει πάντα κάτι που να μπορούμε να κάνουμε για κάποιους συνανθρώπους μας και αυτό το κάτι μπορεί να δώσει κουράγιο, να εμπνεύσει ελπίδα και διάθεση για ζωή…
Το περιστατικό αυτό μου θύμισε μια παλιά δική μου προσωπική εμπειρία. Ήμουν νέος τότε και περίμενα να έρθει η σειρά μου, στο ογκολογικό τμήμα του πανεπιστημιακού νοσοκομείου Karolinska της Στοκχόλμης, για να μάθω τα αποτελέσματα της βιοψίας για έναν όγκο που μου είχαν αφαιρέσει. Ο ηλικιωμένος καθηγητής, που βγήκε να με προϋπαντήσει με ένα καλοσυνάτο χαμόγελο και πιάνοντάς με από τον ώμο, με έκανε να νιώσω πολύ όμορφα αλλά ταυτόχρονα και λίγο καχύποπτα για το τι έχει να μου ανακοινώσει και γι΄αυτό είναι ίσως τόσο φιλικός μαζί μου.
- «Δεν χρειάζεται να ξανάρθεις» μου είπε, τελικά, τραβώντας την καρέκλα για να καθίσω απέναντί του. «Όλα είναι όπως πρέπει και χαίρομαι πολύ για σένα».
Βούρκωσα και ξέσπασα σε έναν βουβό κλάμα, όχι μόνο από ανακούφιση αλλά και από την απίστευτη ανθρωπιά αυτού του τόσο διάσημου παγκοσμίως επιστήμονα. Με άφησε να ξεθυμάνω και, μετά από ένα λεπτό περίπου, κατάφερα να αρθρώσω την εξής ανόητη φράση:
- «Πως μπορείτε να είστε τόσο καλός με όλους;»
Και τότε μου διηγήθηκε κάτι πολύ πολύτιμο από τη δική του ζωή που έγινε, με τη σειρά του, αφορμή να επηρεάσει πολύ και εμένα τον ίδιο για στη συνέχεια.
- Πριν από μερικά χρόνια, μου είπε, επισκέφθηκα ένα γηροκομείο και, περνώντας δίπλα από μία ηλικιωμένη κυρία, μου έπιασε το χέρι και το έσφιξε μέσα στα δικά της, λέγοντάς μου: «Ολόιδια ακριβώς χέρια». Βλέποντας την απορία μου, συνέχισε: «Συγνώμη για την αναστάτωση αλλά έχω συναντήσει τον πατέρα σας και έχετε ολόιδια με αυτόν χέρια». Ο πατέρας μου ήταν, παλαιότερα, διευθυντής της ογκολογικής κλινικής του ίδιου πανεπιστημιακού νοσοκομείου. Όταν τη ρώτησα πότε έγινε αυτό, μου απάντησε: «Το 1951» και συνέχισε: «Ήμουν πολύ άρρωστη και έκανα ακτινοβολίες τότε. Από πάνω μου βρίσκονταν ένα τεράστιο μηχάνημα, όταν μπήκαν στο χώρο 4-5 γιατροί με άσπρες ποδιές. Στάθηκαν γύρω μου και άρχισαν να μιλούν για το μηχάνημα και τη λειτουργία του. Δεν με χαιρέτησαν καν, ήταν σαν να μην υπήρχα στο χώρο και, όταν τελείωσε η συζήτησή τους, αποχώρησαν. Ένας από αυτούς ήταν ο πατέρας σας». «Λυπάμαι πολύ», ψέλισσα, νιώθοντας άσχημα με αυτό που άκουσα. «Λάθος καταλάβατε» μου είπε και συνέχισε: «Πριν βγει από το δωμάτιο ο πατέρας σας, με πλησίασε, μου έσφιξε το χέρι ανάμεσα στα δικά του, μόνο και μόνο για να νιώσω πως με πρόσεξε και δεν με αγνόησε. Από τότε έχουν περάσει 32 ολόκληρα χρόνια και τη στιγμή αυτή δεν πρόκειται να την ξεχάσω όσο ζω ».
- «Η σοφία που αποκόμισα από αυτή τη συνάντηση και τη συζήτηση με την ηλικιωμένη αυτή κυρία», πρόσθεσε ο ηλικιωμένος καθηγητής, «ήταν πως το μεγαλύτερο λάθος που μπορούμε να κάνουμε είναι το να μην κάνουμε τίποτα, τη στιγμή που μπορούμε να κάνουμε έστω και κάτι μικρό, αλλά τόσο σημαντικό για έναν άλλο συνάνθρωπό μας».
Καλά Χριστούγεννα να ΄χουμε!!!
1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Πόσο δρόμο θα πρέπει να διανύσει ένας άνδρας, πριν θεωρηθεί πως είναι πλέον πραγματικός άνδρας;
Μέχρι να μπορέσει να πάψει να ταυτίζει τα συναισθήματα με την αδυναμία και να μη φοβάται να κλάψει για κάτι που τον έχει πονέσει πολύ;
Μέχρι να πιστέψει πως η πραγματική δύναμη δεν βρίσκεται στα μπράτσα του, αλλά στο να μπορεί να παραδέχεται την όποια αδυναμία του και πως δεν είναι παντοδύναμος;
Πριν μπορέσει να δει τη γυναίκα ως κάτι πολύ περισσότερο από ένα κομμάτι σάρκα και ως ένα ισότιμο με τον ίδιο άτομο που αξίζει τον απόλυτο σεβασμό του;
Πριν πιστέψει πως θέλει να συμμετέχει ισότιμα στην κοινή τους ζωή και όχι απλά να τη βοηθά;
Μέχρι να θέλει να κάνει τα πάντα για να μην τον φοβούνται τα παιδιά του αλλά να τον σέβονται και να τον θαυμάζουν για αυτό που πραγματικά είναι ως άνθρωπος;
Μέχρι να θεωρήσει την κάθε αυθόρμητη έκφραση, άποψη και επιθυμία των παιδιών του ως ισότιμη αυτής των ενηλίκων;
Μέχρι να πάψει να βλέπει την ευτυχία ως παράγωγο της όποιας επιτυχίας ή περιουσίας, αλλά μιας προσωπικής ουσίας που να τον γαληνεύει και να τον κάνει να χαμογελά ακόμα και στον πιο βαθύ του ύπνο;
Μέχρι να θέλει να είναι κάθε φορά εκεί για όσους τον χρειάζονται και να θέλει να μοιράζεται ψυχούλα μαζί τους;
Μέχρι να μπορεί να θεωρεί τον κάθε άνθρωπο ως ισότιμό του, ασχέτως φύλου, χρώματος, θρησκεύματος, σεξουαλικής προτίμησης, ηλικίας, σωματικής διάπλασης, προέλευσης, περιουσιακών στοιχείων ή αναγνωρισιμότητας;
Μέχρι πότε.....
10 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοPhoto: sven (κινητό) 13 Δεκέμβρη 2019
Η σημερινή Παρασκευή ήταν από αυτές τις ευλογημένες που καταφέρνω, αν και με μεγάλη δυσκολία, να μη βάλω κάποια ραντεβού στο γραφείο, εξασφαλίζοντας, με τον τρόπο αυτόν, μια επιπλέον εξόρμηση στη φύση, πέραν της καθιερωμένης, από πάντα, Κυριακάτικης.
Ο καιρός μουντός και βροχερός, όπως μου αρέσει, υποσχόμενος ορεινές διαδρομές που είναι η αδυναμία μου. Η Μ., αντίθετα, παιδί της θάλασσας με καταγωγή από την πανέμορφη Κρήτη, λατρεύει το υγρό στοιχείο, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
- «Που πάμε σήμερα;», ρωτώ, όχι έχοντας τη βεβαιότητα πως η απάντησή της θα είναι, όπως πάντα, «Όπου θέλει, το παλικάρι μου», αλλά εξαιτίας του καιρού που ήταν ότι πρέπει για βουνό.
- «Αν θέλεις, πάμε θάλασσα» είπα, εννοώντας το πραγματικά, μη θέλοντας να της χαλάσω το χατίρι, σε περίπτωση που το επιθυμούσε. Δουλεύει πολύ σκληρά όλη τη βδομάδα στο νοσοκομείο και στο ιατρείο της, δίνοντας πάντα γενναιόδωρα τον καλύτερό της εαυτό, με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα στο στόμα προς όλους και, ΑΝ θυμηθεί, ζητά ενίοτε και κάποια εντελώς συμβολική αμοιβή για τον κόπο της…
- «Πιστεύω πως ο καιρός θα ανοίξει» είπε με μια βεβαιότητα και χαμογελώντας, λες και το γνώριζε εκ των προτέρων.
Βλέποντας αυτή τη γνώριμη έκφραση στο πρόσωπό της, ήμουν πλέον κι εγώ βέβαιος πως αυτό θα συμβεί. Εκατοντάδες είναι οι φορές που συνέβησαν πράγματα απίθανα, όπως, για παράδειγμα, να σκέφτομαι πως είναι αδύνατον να βρούμε θέση πάρκινγκ εκεί που πάμε και, τη στιγμή που φθάνουμε, να φεύγει ένα αυτοκίνητο ακριβώς μπροστά στον κινηματογράφο, στο θέατρο ή οπουδήποτε αλλού και να ελευθερώνεται μια θέση για εμάς, σε μέρη που και να κατασκηνώσεις για μήνες εκεί, δεν πρόκειται να βρεις θέση παρκαρίσματος. Αυτά και άλλα παρόμοια έχουν επανειλημμένα συμβεί. Είναι τόσο θετική η αύρα και η ενέργεια που πάντα αποπνέει που έχω πλέον την πεποίθηση πως αυτό είναι το «μυστικό», πίσω από τα άπειρα μικρά «θαύματα» που συμβαίνουν όταν κάποιος βρίσκεται μαζί της.
Βγαίνοντας στην Εθνική οδό προς Κατερίνη, άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες ψιχάλες της βροχής που όλο και δυνάμωναν.
- «Μαριανθάκι», είπα, για να την πειράξω, «τα θαύματα δεν γίνονται κάθε φορά που εμείς το επιθυμούμε».
Με κοίταξε με τα μεγάλα πράσινα μάτια της χαμογελώντας, μου έπιασε το χέρι και απάντησε ήρεμα, με το γνώριμό της λεξιλόγιο:
- «Δεν πειράζει, αγόρι μου γλυκό, αρκεί που είμαστε μαζί».
Αμέσως μετά τα διόδια των Μαλγάρων, πρόβαλαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου. Δεν πίστευα αυτό που έβλεπα. Μέχρι να φθάσουμε στο μικρό παραθαλάσσιο ταβερνάκι, σε μια απόμερη ακρογιαλιά του Μακρύγιαλου, δίπλα ακριβώς από τη θάλασσα και ανάμεσα σε μια συστάδα πλατανιών, ο ήλιος έλαμπε πλέον σε όλο του το μεγαλείο. Το μαγαζάκι αυτό, που το ανακαλύψαμε εντελώς τυχαία πριν από 2 χρόνια, έχει καθημερινά λίγα ψάρια και θαλασσινά, αλλά που φρεσκότερα και νοστιμότερά τους, σπάνια θα βρεις αλλού. Το βλέπαμε πολλές φορές από απόσταση τέτοια εποχή, τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν πιστεύαμε πως είναι ανοιχτό, μιας και σχεδόν ποτέ δεν υπήρχαν περισσότερα από ένα ή δύο αυτοκίνητα στον προαύλιό του χώρο. Μια φορά, από περιέργεια, είπα να οδηγήσω μέχρι εκεί. Φθάνοντας, πρόβαλε στην πόρτα ένα νέο παλικάρι που μας πληροφόρησε πως το μαγαζάκι είναι ανοιχτό. Αποφασίσαμε να μπούμε, ως μόνοι πελάτες, όπως σχεδόν πάντα, τις καθημερινές τουλάχιστον, και ανταμειφθήκαμε με τον καλύτερο τρόπο.
Και τη φορά αυτή ήμασταν οι μοναδικοί πελάτες του μαγαζιού. Κανένα απολύτως πρόβλημα. Φάγαμε υπέροχα, ήπιαμε τα τσιπουράκια μας και χαλαρώσαμε, αγναντεύοντας το ήρεμο πέλαγος και ακούγοντας την υπέροχη μουσική του ραδιοφωνικού σταθμού «Χρώμα». Αφού απολαύσαμε και τα υπέροχα χειροποίητα επιδόρπια, πήραμε το δρόμο της επιστροφής. Δεν φανταζόμασταν πως θα γινόμασταν μάρτυρες ενός ακόμα μικρού «θαύματος», τη φορά αυτή, της μάνας φύσης.
Στο ύψος της αρχαίας Πύδνας, στα καταπράσινα ήδη χωράφια που κατηφορίζουν αμφιθεατρικά προς τη θάλασσα, είδα κάτι που αρχικά δεν μπορούσα να φανταστώ πως είναι δυνατόν να συμβαίνει. Εκατοντάδες μικρά άσπρα λουλουδάκια, πρόβαλαν μέσα στο πράσινο, δημιουργώντας ένα κέντημα μοναδικό για την εποχή. Σταμάτησα το αυτοκίνητο σ΄ένα βολικό σημείο και πλησίασα να δω τι είδους ανθοί ήσαν αυτοί. Η έκπληξή μου ήταν τεράστια, όταν διαπίστωσα πως τα ανθάκια αυτά ήταν μαργαρίτες. Εκατοντάδες μικρές μαργαρίτες, στην καρδιά του χειμώνα! Φωτογράφισα ένα μπουκέτο από αυτές για να το μοιραστώ μαζί σας. Τι υπέροχη αίσθηση! Τι υπέροχο φινάλε μιας ακόμα υπέροχης εξόρμησης στη φύση!
Γεροί να ΄μαστε να ζήσουμε πολλές ακόμα τέτοιες ομορφάδες…
- Στείλε ΣχόλιοΦωτογραφία sven : Οκτώβρης 2019
Η μέρα ήταν υπέροχη και η ανάβαση των πλαγιών του Νότιου Ολύμπου μας αποζημίωνε με το παραπάνω για την επιλογή μας να τις επισκεφθούμε για άλλη μία φορά. Ο ανηφορικός και γεμάτος κλειστές στροφές στενός ορεινός δρόμος δεν προσφέρεται μεν για μεγαλύτερες των 50 χιλιομέτρων, κατά μέσο όρο, ταχύτητες, επιτρέπει, όμως, τη χαλαρή απόλαυση αυτού του μοναδικής ομορφιάς ορεινού όγκου που οι θεοί των αρχαίων Ελλήνων είχαν επιλέξει για κατοικία τους.
Την παρατεταμένη μας χαλαρότητα ήρθε να διαταράξει ξαφνικά η εμφάνιση ενός μικρού λευκού POLO, που κόλλησε κυριολεκτικά από πίσω μας, αναβοσβήνοντας συνεχώς τα φώτα του. Αρχικά νόμιζα πως ίσως χρειάζεται κάποια βοήθεια αλλά σύντομα διαπίστωσα πως ο ανυπόμονος οδηγός του -που πιθανότατα θα είχε πρόβλημα πρόωρης εκσπερμάτισης- ήθελε απλά να προσπεράσει, αν και ήταν πέραν του προφανούς εμφανές πως αυτό ήταν αδύνατο, λόγω της έλλειψης ορατότητας εξαιτίας των συνεχών κλειστών και επικίνδυνων για προσπέραση στροφών.
Η διαστροφική αυτή οδηγική παρενόχληση -που δεν είναι καθόλου σπάνια στους Ελληνικούς δρόμους- συνεχίστηκε και για τα επόμενα δέκα λεπτά περίπου, μέχρι που φθάσαμε στην είσοδο ενός χωριού με το στενό δρόμο να γίνεται για 200 περίπου μέτρα μία ευθεία με διπλή, όμως, γραμμή στη μέση που να απαγορεύει την προσπέραση και έναν φωτεινό σηματοδότη να αναβοσβήνει, υπενθυμίζοντας πως η ταχύτητα των οχημάτων δεν πρέπει να ξεπερνά τα 40 χιλιόμετρα. Ο ανυπόμονος οδηγός πίσω μας επιστράτευσε, πέραν του αναβοσβησίματος των προβολέων του, και το διαπεραστικό συνεχές πάτημα της κόρνας. Και να ήθελα να τον αφήσω να προσπεράσει, ήταν αδύνατο, λόγω του πεζοδρομίου του στενού δρόμου δεξιά μου και της διπλής γραμμής αριστερά. Αυτός, όμως, απτόητος με προσπερνά με έναν απότομο ελιγμό και από το ανοιχτό παράθυρο του συνοδηγού να με λούζει με βρισιές, λες και δεν μπορούσε να αντιληφθεί πως κανένας στη θέση μου, εκ των πραγμάτων, δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να πράξει διαφορετικά, ακόμα και να σταματούσε το όχημά του.
Έτσι όπως με έβριζε, κοιτώντας προς το μέρος μου, δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα το αγροτικό που βγήκε από αριστερά του, ενώ αυτός βρίσκονταν στην αντίθετη λωρίδα. «Πρόσεχε», του ούρλιαξα, κάνοντας απότομα δεξιά και καβαλώντας το πεζοδρόμιο για να του αφήσω χώρο ώστε να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση με το αγροτικό. Για κλάσματα δευτερολέπτου αποφεύχθηκαν τα χειρότερα, με μόνη απώλεια το σκάσιμο του δεξιού λάστιχου του τζιπ μου και ένα μικρό γδάρσιμο του προφυλακτήρα που μετά βίας απέφυγε τη σύγκρουση με τον τοίχο.
Κατεβαίνω να δω τη ζημιά που έγινε, σταματά και ο οδηγός του αγροτικού, αναστατωμένος από αυτό που παραλίγο να συμβεί, όταν στρέφουμε τα κεφάλια μας και βλέπουμε τον νεαρό οδηγό του POLO να τρέχει προς το μέρος μας, έχοντας σταματήσει το αυτοκίνητό του περίπου 50 μέτρα μακριά μας. Νόμιζα πως τρέχει από ενδιαφέρον για να δει αν είμαστε καλά και τι ζημιά πάθαμε, δυστυχώς, όμως. Πλησιάζοντας, και, αντί να ευχαριστήσει που έπαθα αυτό που έπαθα μόνο και μόνο για να αποφύγει ο ίδιος τα χειρότερα, ξαναρχίζει τις βαριές βρισιές, λες και ήταν ο ίδιος που έπαθε κάποια ζημιά εξαιτίας μας, Για μερικά δευτερόλεπτα έμεινα άφωνος κι ακίνητος, σταθμίζοντας εντός μου το ποιος θα ήταν ο καλύτερος τρόπος αντίδρασής μου. Τελικά, επικράτησε η ψυχραιμία και η λογική του κλινικού και αρκέστηκα να του πω «Εσύ τουλάχιστον είσαι καλά;», πριν παρέμβει ο γεροδεμένος αγρότης, ανταπαντώντας στις βρισιές του και κάνοντάς τον καροτσάκι μέχρι το αυτοκίνητό του…
Τελικά, το κρασάκι που είχαμε προγραμματίσει να πιούμε στην Καρυά Ολύμπου το ήπιαμε στο καφενεδάκι του μικρού αυτού χωριού, παρέα με τον αγρότη, που ήθελε οπωσδήποτε να μας κεράσει. Τελικά, το Ελληνικό φιλότιμο και η γενναιοδωρία στη χώρα μας, αν και είδη υπό εξαφάνιση, δεν έχουν εντελώς εκλείψει, όπως και οι αψυχολόγητα ανυπόμονοι, παρορμητικοί, επιθετικοί και βιαστικοί άνθρωποι που δεν έχουν ποτέ χρόνο να εξετάσουν διάφορα ενδεχόμενα, να δείξουν σεβασμό, κατανόηση και συναισθηματική εγγύτητα και που μπορεί αψήφιστα να φθάσουν μέχρι και τα άκρα…
2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο