Ηλιαχτίδες
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται./Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε.
26 Φεβρουαρίου 2015, 13:50
Η Ελληνίδα αναγνώστρια
Μενέλαος Λουντέμης  

Η Ελληνίδα είναι (ήταν, δεν ξέρω, μπορεί να μην είναι και τώρα) η πιο αληθινή και παθητική αναγνώστρια. Δε διαβάζει «κατόπιν σχεδίου», ούτε μηρυκάζει τις σελίδες σαν αποξεχασμένη αγελάδα. Τις ζει. Ποτέ δε λέει «μ’ αρέσει κείνο το βιβλίο». Λέει «αγάπησα κείνο το βιβλίο» και μαζί με το βιβλίο συλλογιέται κι εκείνον που το έγραψε.

Εξαίσια συνήθεια και γλυκιά παραμυθία για μας, που πάνε να μας σκεπάσουν τα χρόνια, κι έχουν λιγοστέψει τόσο πολύ, τόσο πολύ οι απλές ανθρώπινες χαρές…

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Ο Εξάγγελος, εκδόσεις Δωρικός.

- Στείλε Σχόλιο
24 Φεβρουαρίου 2015, 11:58
Η Κυρά-Σαρακοστή
Ένα κείμενο μία εικόνα  

Όλα τα παιδιά το πρωί στο σχολείο μιλούσαν για τις περιπέτειές τους με τους χαρταετούς, που πέταξαν την Καθαρή Δευτέρα. Στην κουβέντα μπλέχτηκε και ο Βαγγέλης και άρχισε να λέει για την κυρα-Σαρακοστή που του έκανε κάθε χρόνο η γιαγιά του.

-Τι είναι η κυρα-Σαρακοστή; ρώτησε ο Στάθης.

Η γιαγιά του Βαγγέλη ήταν από τη Χίο, και τακτικά ο Βαγγέλης μοιραζόταν με τους φίλους του τα νόστιμα χιώτικα γλυκά που του έφτιαχνε εκείνη. Έτσι όλοι απογοητεύτηκαν ακούγοντας ότι η κυρα-Σαρακοστή ήταν μια χάρτινη κούκλα!

-Κι εσύ θα παίζεις με την κούκλα; ρώτησε ο Στάθης γελώντας.

-Όχι, είναι έθιμο! Πώς το λένε! Η γιαγιά παίρνει χαρτί και με το ψαλίδι κόβει την κούκλα, της βάζει στο κεφάλι ένα σταυρό και της διπλώνει τα χέρια σταυρωτά για να περνάει, λέει, όλη την ώρα με προσευχές. Μετά της ζωγραφίζει μάτια και αφτιά για να βλέπει και να ακούει.

-Ε καλά, και στόμα, συμπλήρωσε ο Στάθης γελαστός.

-Στόμα ποτέ! Γιατί νηστεύει και δεν τρώει τίποτε.

Ο Στάθης έσκασε στα γέλια.

-Ούτε μύτη της κάνει για να μη μυρίζει τις μυρωδιές;

-Ούτε μύτη!

-Και την αφήνει και χωρίς πόδια;

-Όχι! Πόδια της βάζει και μάλιστα εφτά!

-Και γιατί δεν της βάζει σαράντα;

-Την κόβει εφτά, γιατί τόσες είναι οι βδομάδες της Μεγάλης Σαρακοστής. Μόλις την τελειώσει, της περνάει μια κλωστή απ’ το σταυρό του κεφαλιού και κρεμάει την κυρα-Σαρακοστή κάτω απ’ το εικονοστάσι. Κάθε Σάββατο με βάζει και της κόβω το ένα πόδι’ έτσι βλέπουμε πόσες ακόμη βδομάδες έμειναν για το Πάσχα. Το τελευταίο πόδι το κόβω το Μεγάλο Σάββατο. Η γιαγιά χώνει το πόδι σ’ ένα ξερό σύκο, απ’ αυτά που βάζουμε στο πασχαλιάτικο τραπέζι. Όποιος το βρει παίρνει ένα κόκκινο αβγό παραπάνω και γλυκά.

-Πολύ ωραίο το έθιμο της κυρα-Σαρακοστής! Θα το πω και στη δική μου τη γιαγιά να το κάνει και ας μην είναι από τη Χίο! είπε ο Στάθης, που πάντα έψαχνε ευκαιρία να φάει περισσότερα γλυκά.

ΜΑΡΤΙΟΣ (12 μήνες για όλο το χρόνο), εκδόσεις Μαλλιάρη-Παιδεία, επιμέλεια-ανθολόγηση: Μαρία Ηλιοπούλου.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Τη σημερινή εικόνα έκανε η Παναγιώτα Χρυσοβαλάντου.

Η Παναγιώτα Χρυσοβαλάντου είναι μαθήτρια νηπιαγωγείου. Της αρέσει πολύ να ζωγραφίζει και να κάνει γυμναστική. Όταν μεγαλώσει θέλει να γίνει εικονογράφος και αθλητρια.

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/%CE%88%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1/253798364810713?ref=bookmarks

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
23 Φεβρουαρίου 2015, 17:23
Πετάξτε τους χαρταετούς
Το ποίημα της εβδομάδας  

Δίνει σειρά η Αποκριά

στην Καθαρή Δευτέρα,

που λέει: «Τους χαρταετούς

πετάξτε στον αέρα».

 

Από χεράκια τρυφερά

κι όλο χαρές και γέλια

φεύγουν τα χάρτινα πουλιά,

μ’ ουρές, στολίδια, τέλια.

 

Βάφει μεμιάς ο ουρανός,

χρώματα χίλια αλλάζει,

λες ότι ζήλεψε η γη

και με λιβάδι μοιάζει.

 

Ο ήλιος λάμπει όλο χαρά

και τραγουδάει τ’ αγέρι:

«Μπήκε η κυρα-Σαρακοστή,

που Πασχαλιά θα φέρει».

 

ΕΛΕΝΗ ΧΡΙΣΤΟΥΛΑ-ΠΑΝΤΕΛΟΔΗΜΟΥ, Ποιήματα για το φθινόπωρο και το χειμώνα, εκδόσεις Πατάκη.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Τη σημερινή εικόνα έκανε η Σοφία Φιλέα.

Γεννήθηκε το 1983, μεγάλωσε στην Κρήτη και ήθελε να ζωγραφίσει τον κόσμο. Έτσι, μετά από ένα διάλειμμα 13 χρόνων στη φασαρία της αθηναϊκής μεγαλούπολης και έχοντας χάσει το δρόμο της, το 2013 επέλεξε να ξαναγεννηθεί ζωγραφίζοντας και ζήσει μέσα στα χρώματα, στο μικρό χωριό του πατέρα της, στη Μάνη. Ασχολείται με την εικονογράφηση παραμυθιών και τη ζωγραφική για παιδιά.

Η σελίδα της Σοφίας στο facebook:

https://www.facebook.com/SofiaFileasArt?fref=ts

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/%CE%88%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1/253798364810713?ref=bookmarks

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
18 Φεβρουαρίου 2015, 14:30
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (προτελευταίο μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Με επιμονή έτριψε στον κορμό του δέντρου το σκοινί που έδενε τα χέρια της και σαν κατάλαβε πως φαγώθηκε λίγο, τράβηξε με όλη της τη δύναμη και το έσπασε. Τότε, σιγά-σιγά, έλυσε τα μαλλιά της και, προσέχοντας να μην πατήσει κανένα κλαδί, που το τρίξιμό του θα την πρόδινε, έκαμνε ένα βήμα, ύστερα άλλο ένα, κι έτσι, χωρίς κρότο, αψηφώντας τα αγκάθια που τρυπούσαν τα γυμνά της πόδια, βρέθηκε μακριά από τη φωτιά κι από τους κλέφτες.

Ο άνεμος φυσομανούσε και η βροχή περνούσε μέσ’ από τα κουρέλια της, μα η βασιλοπούλα δεν τα συλλογίζουνταν αυτά, παρά πήρε τον κατήφορο τρέχοντας κατά τη χώρα.

Έτρεχε, έτρεχε, και μόνο μια συλλογή είχε, να φθάσει στη χώρα πριν φέξει, να πάγει στα καράβια πριν αποβιβαστούν οι στρατιώτες, και να παραδοθεί στον ξένο βασιλιά πριν προφθάσουν ν’ αληθέψουν οι φοβέρες του.

Σε λίγο τα γυμνά της πόδια σχίστηκαν στα χαμόκλαδα και στ’ αγκάθια, και τα μουσκεμένα της κουρέλια, που τυλίγουνταν στα πόδια της, την εμπόδιζαν να προχωρεί. Πολλές φορές η άμοιρη, πάλι όμως ξανασηκώνουνταν κι έπαιρνε το δρόμο της. Και πάλι έπεφτε και πάλι σηκώνουνταν, ώσπου στο τέλος απέκαμε, σκόνταψε σ’ ένα δέντρο, έπεσε στα βρεγμένα χώματα και δεν μπόρεσε πια να σηκωθεί.

Η κούραση την πλάκωσε, αισθάνθηκε πως όσο κι αν ήθελε, δεν μπορούσε πια, πως η θέλησή της νικήθηκε.

Και έκλεισε τα μάτια της.

Έξαφνα, άκουσε σαν ένα λαφρύ περπάτημα, που την ξύπνησε. Μπροστά της στέκουνταν μια νεράιδα με αγέλαστο πρόσωπο, τυλιγμένη σ’ ένα μαύρο πέπλο που την σκέπαζε όλη. Έσκυψε πάνω στη βασιλοπούλα:

-Είμαι η Μοίρα, της είπε. Η Ζωή θέλησε να μάθεις τα βάσανα, που τα γνωρίζουν όλοι όσοι έχουν καρδιά, και σου έδειξε το δρόμο για να βρεις την καρδιά σου που σου την είχα πάρει εγώ’ μα σε λυπήθηκα και ήλθα πάλι να σε βοηθήσω. Δώσε μου πίσω την καρδιά σου, και αμέσως θα βρεθείς στο παλάτι σου, στο χρυσό σου κρεβατάκι, με όλα τα καλά του κόσμου, και, μια για πάντα, θα ξεφορτωθείς το βάσανο που σε τρώγει τώρα, γιατί ο πόνος σου θα σβήσει, και πάλι δε θα σε μέλλει για τους άλλους. Θέλεις;

Μάζεψε όλη της τη δύναμη η βασιλοπούλα, και σταύρωσε τα χέρια της στο στήθος.

-Την καρδιά μου την πήρα και θέλω να την κρατήσω, είπε. Ο πόνος μου είναι μεγάλος, γιατί απόστασα πριν ξεκάμω το κακό που έκαμα, και θα χαθεί ο τόπος μου με όσους αγαπώ. Μα την καρδιά μου δε σου τη δίνω πίσω. Προτιμώ τον άδοξο τούτο θάνατο στην άκρη του δρόμου, παρά να ξαναγυρίσω στην πεθαμένη ζωή που ζούσα ως τώρα.

-Δε σου έγιναν μάθημα αυτά που τράβηξες; ρώτησε η Μοίρα.

Η βασιλοπούλα χαμογέλασε.

-Ναι! αποκρίθηκε. Έμαθα τι θα πει πόνος, δηλαδή γνώρισα τη ζωή… και μ’ αρέσει.

Έγειρε το κεφάλι της κι έκλεισε τα μάτια, και όλα σβήστηκαν στο μυαλό της.

Μια στιγμή στάθηκε η Μοίρα αναποφάσιστη’ ύστερα έσκυψε και φίλησε τη βασιλοπούλα στο μέτωπο.

-Με νίκησες, μεγαλόψυχο παιδί, είπε.

Και βιαστικά έφυγε.

Και πέταξε η Μοίρα, κι έφθασε στο χωριό όπου είχε περάσει η βασιλοπούλα, και χτύπησε την πόρτα του γιατρού. Αυτός ξύπνησε τρομαγμένος και άνοιξε. Μια μαυροφόρα στέκουνταν μπροστά του.

-Σαμάρωσε το μουλάρι σου, του είπε, πάρε μαζί σου και τα γιατρικά σου, πάρε κι ένα ζεστό επανωφόρι και ακολούθα με.

Ζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο, ο γιατρός έκαμε ό, τι του είπε η γυναίκα. Μα όταν θέλησε να την πάρει στα καπούλια του ζώου, είδε πως είχε φύγει, κι έτρεχε μπροστά του. Κέντησε το μουλάρι του για να την προφθάσει, μα όσο πιλαλούσε το ζώο, τόσο έτρεχε εμπρός η μαυροφόρα’ τα πόδια της δεν έμοιαζαν ν’ αγγίζουν τη γη, του φαίνουνταν σα να πετούσε.

Εμπρός, εμπρός τον έσερνε με φοβερή γρηγοράδα, κι έξαφνα σταμάτησε στο πλάγι ενός δρόμου.

-Εδώ, του είπε.

Κι αμέσως ξεκαβαλίκεψε ο γιατρός. Μα όταν γύρισε να δει τη μαυροφόρα, δεν τη βρήκε πια.

Κοίταξε γύρω του με απορία, και τότε είδε ένα κορίτσι ντυμένο στα κουρέλια, πεσμένο στα χώματα, στην άκρη του δρόμου. Έσκυψε απάνω της και γνώρισε το χρυσοντυμένο αρχοντοκόριτσο που είχε συνοδεύσει στη φτωχική καλύβα.

Χωρίς να χάσει καιρό σε στοχασμούς πήρε ένα μποτιλάκι και έχυσε λίγες στάλες μεταξύ στα χείλη της…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
17 Φεβρουαρίου 2015, 20:32
Η μεγάλη τσάντα
Ένα κείμενο μία εικόνα  

Σπίθες πετούν τα μάτια της. Και καθώς στρέφει και κοιτά τον «κύριο», αναταράζεται ολόκληρη. Κρατά μια τσάντα που την κουνά με τρόπο τόσο απειλητικό, ώστε νομίζεις πως θα του την φέρει στο κεφάλι.

-Τι συνέβη;

Πεισματώνει:

-Ούτε και γνωρίζω!

-Σου ‘δωσε ο κύριος χαστούκι;

Φρενιάζει.

-Εντελώς ξαφνικά.

-Γιατί;

Τρέμει ολόκληρη:

-Ούτε και γνωρίζω.

-Είχατε προηγούμενα;

Παίρνει φόρα:

-Προηγούμενα; Εγώ μ’ αυτόν; Αστείο πράγμα. Ούτε τον ξέρω, ούτε με ξέρει. Ούτε του μίλησα, ούτε μου μίλησε. Ούτε τον κοίταξα, ούτε με κοίταξε. Αντιλαμβάνεσθε πως συνέβησαν τα πράγματα. Επήγαινα στην κουνιάδα μου στου Βεΐκου, κ. Πρόεδρε. Εγώ κατοικώ Κολιάτσου. Καθόμουν, λοιπόν, στο τραμ, κι απέναντι μου φάτσα με φάτσα καθόταν αυτός ο παλαβός.

Τρίζει τα δόντια του «αυτός»:

-Εγώ παλαβός! Με λέει παλαβό!

-Σιωπή εσύ.

-Βρίζει, κ. Δικαστά, ακούτε;

-Είπα σιωπή!

Τρέμει ολόκληρος:

-Με συγχωρείτε. Είμαι λιγάκι νευρικός.

Γυρίζει ο πταισματοδίκης στην κυρία:

-Ορίστε λέγε εσύ.

Φυσά και ξεφυσά:

-Λοιπόν ήλθε ο εισπράκτωρ, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, έβγαλα τα λεπτά, του τα έδωκα. Eκοψε απ’ το μπλόκ το εισιτήριο, μου το έδωκε. Αντιλαμβάνεσθε, κ. Πρόεδρε. Ύστερα ήλθε ο επιθεωρητής, μου ζήτησε το εισιτήριο μου, του το έδωκα. Το κοίταξε, το έκοψε λιγουλάκι, μου το έδωκε.

-Λοιπόν;

-Ο κύριος μ’ αγριοκοίταξε

-Γιατί;

-Ούτε και γνωρίζω

Λυσσά ο «κύριος»:

-Να σας πω εγώ, κ. Πταισματοδίκα.

-Εσύ να πάψεις!

-Λέει, δε γνωρίζει γιατί την αγριοκοίταζα. Και μ’ εκνευρίζει.

-Πάψε, σου είπα!

-Με συγχωρείτε, κ. Δικαστά. Είμαι λιγάκι νευρικός...

Ανάβει και κορώνει, ο πταισματοδίκης:

-Αν είσαι λιγάκι νευρικός, σε στέλνω μέσα και σου περνούν τα νεύρα σου. Σου το λέω για τελευταία φορά, να μην παρεμβαίνεις. Ακούς;

-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

-Θέλεις να πας μέσα;

-Όχι, κ. Πρόεδρε.

Αγαθός φαίνεται. Στρογγυλοπρόσωπος. Και υποφέρει. Στέκεται εκεί, λίγο παραπέρα, δαγκώνει τα χείλη, τρώει τα μουστάκια, βγάζει μαντίλι, σκουπίζει τον ιδρώτα, στρίβει το μαντίλι, το ανοίγει, το τραβά, το ξαναστρίβει. Μάλλον κοντός. Μεσόκοπος. «Λιγάκι» νευρικός. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, παίζουν οι ώμοι του, παίζουν τα πόδια του. Μόλις σηκώνει την κουδούνα ο πταισματοδίκης, μαζεύεται. Ύστερα γυρίζει, βλέπει την κυρία, καρφώνει τα μάτια στο τσαντάκι της και φρίττει. Κάτι συμβαίνει εκεί! Εκεί, στο τσαντάκι, προφανώς, είναι η αιτία του κακού.

-Εξακολούθει, εσύ

Αναστενάζει η κυρία:

-Και ξαφνικά που λέτε, χωρίς κανένα λόγο, χωρίς καμιά, καμιά, καμιά αιτία, μου αστράφτει ο κύριος ένα χαστούκι. Αντιλαμβάνεσθε! Χαστούκι εμένα, που ο ίδιος ο σύζυγος μου, κ. Πρόεδρε, δεν τόλμησε ποτέ να μου απλώσει χέρι. Χέρι; Τι λέω! Μια φορά που τόλμησε να μου πει μισή κουβέντα, έτρεξα στους δικηγόρους να ζητήσω διαζύγιο. Κι ο Γιάννης έπεσε στα πόδια μου. «Φανίτσα και Φανίτσα!» Αντιλαμβάνεσθε. Χαστούκι εμένα! Που μ’ έχει ο σύζυγος μου μη στάξει και μη βρέξει. Ρωτείστε, παρακαλώ, πλατεία Κολιάτσου, Φανή Γελαδινού, του μηχανικού. Απαιτώ να κρεμαστεί εις την Πλατείαν του Συντάγματος! Ούτε πολύ ούτε ολίγον!

-Καλά, καλά.

-Να μάθει τρόπους!

-Πήγαινε!

-Χαστούκι στην Φανή Γελαδινού!

-Στάσου παραπέρα.

-Παρακαλώ, μες στην Πλατεία του Συντάγματος!

Χάνει την υπομονή του ο πταισματοδίκης και χτυπά με μανία την ανάποδη του μολυβιού στην έδρα του. Σωπαίνει, επιτέλους, η κυρία και καλείται ο κύριος, που δαγκώνει τα μουστάκια και στρίβει το μαντίλι, για να κρατήσει την ψυχραιμία και τα νεύρα του.

-Έδωσες, πράγματι, χαστούκι;

-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

-Την ξέρεις;

-Όχι κ. Πρόεδρε.

-Ώστε ομολογείς;

-Μάλιστα, κ. Πρόεδρε.

-Την έχεις δει άλλη φορά;

-Όχι, κ. Πρόεδρε.

-Τότε λοιπόν;

-Είμαι λιγάκι νευρικός!...

-Ωραία δικαιολογία! Σπουδαία δικαιολογία! Επειδή είναι νευρικός ο κύριος, χαστουκίζει τους ανθρώπους μες στο τραμ! Και μάλιστα κυρίες! Ομολογώ πως είμαι κατάπληκτος!

-Κι εγώ, κ. Πρόεδρε.

-Σιωπή!

-Είμαι συντετριμμένος, κ. Πρόεδρε. Το ομολογώ. Ήταν μια στιγμή παραφοράς. Να σας εξηγήσω, κ. Πρόεδρε. Επιτρέπετε να σας εξηγήσω;

-Λέγε.

Αναπνέει βαθιά:

-Ήμαστε μες στο τραμ. Εδώ εγώ, αυτή εκεί. Καθόταν απέναντι μου, καθόμουν απέναντί της. Ακούστε τώρα! Έρχεται ο εισπράκτωρ, της ζητά το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, τα λεφτά, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, δίνει τα λεφτά της στον εισπράκτορα.

-Λοιπόν;

-Της δίνει ο εισπράκτωρ το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα.

-Λοιπόν, λοιπόν;

Αναπνέει βαθιά:

-Της δίνει ο εισπράκτορας τα ρέστα. Τα παίρνει. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα τα ρέστα, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα.

Στριφογυρίζει στην καρέκλα του ο πρόεδρος.

-Ουφ!

-Είσθε νευρικός, κ. Πρόεδρε;

-Προχώρει.

-Όχι παρακαλώ, είσθε;

-Χωρίς ερωτήσεις.

-Θερμώς παρακαλώ, κ. Πρόεδρε...

-Όχι! Κι αν ήμουν, δε θα έφθανα ποτέ στο σημείο να χαστουκίσω μια κυρία μες στο τραμ.

Λέει με συντριβή:

-Τότε καταδικάστε με κ. Πρόεδρε. Δεν θα με καταλάβετε ποτέ.

-Αυτό είναι δική μου δουλειά. Λέγε τελείωσες;

Σκουπίζει τον ιδρώτα, στραγγίζει το μαντίλι. Παίζουν τα μάτια του, παίζουν τα χέρια του, αναστενάζει:

-Όχι, δεν ετελείωσα. Ησύχασα που λέτε για μια στιγμή και έλεγα ότι τελείωσε αυτό το βάσανο. Μαύρη ησυχία. Έξαφνα η κυρία ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βγάζει ένα καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα. Κοιτάζεται λίγο στο καθρεφτάκι. Κι ύστερα ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, βάζει μέσα το καθρεφτάκι, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα.

Θολώνει το μάτι του πταισματοδίκου. Ιδρώτας τρέχει απ’ το μέτωπο του. Αρπάζει την κουδούνα, την αφήνει, στριφογυρίζει, βουτάει τα χαρτιά, θα σκάσει:

-Ούφ!

-Να σταματήσω, κ. Πρόεδρε;

-Φτάσε στο χαστούκι.

-Είναι παρακάτω.

-Λέγε. Μ’ έσκασες!

-Έτσι μ’ έσκασε κι εμένα.

-Τελείωνε.

Παίρνει βαθιάν ανάσα:

-Ησύχασε πάλι για δυο δευτερόλεπτα. Ησυχάζω κι εγώ. Αλλά πάλι, μαύρη ησυχία. Έρχεται ο επιθεωρητής, της ζητά το εισιτήριο, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσάντακι, δίνει το εισιτήριο, κλείνει το μικρό τσαντάκι, ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα. Της επιστρέφει ο επιθεωρητής το εισιτήριο. Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι...

-Αναπηδά ο πρόεδρος:

-Φτάνει!

-Βάζει μέσα το εισιτήριο...

-Σώνει!

-Κλείνει το μικρό τσαντάκι...

-Αρκετά!

-Ανοίγει τη μεγάλη τσάντα...

Γουρλώνει τα μάτια του:

-Πάψε, σου είπα!

-Βάζει μέσα το μικρό τσαντάκι...

Έξαλλος τινάζεται επάνω:

-Αθώος! Αθώος! Καλά της έκανες!

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΨΑΘΑΣ, Η Θέμις έχει νεύρα, εκδ. Μαρής, Αθήναι.

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Τη σημερινή εικόνα έκανε ο Orestix (Ερμείδης Ορέστης).

Ο Orestix (γνωστός και ως Ερμείδης Ορέστης) γεννήθηκε προ 29 ετών στην Θεσσαλονίκη. Έπεσε πολύ μικρός μέσα στην μαρμίτα του δρυίδη Γκοσσινίξ, με αποτέλεσμα να μάθει απ’ έξω όλες τις περιπέτειες του Αστερίξ του Γαλάτη, του Λούκυ Λουκ και του μικρού Νικόλα. Αυτό είχε ως συνέπεια να θέλει, ως άλλος Ιζνογκούντ, να γίνει δρυίδης στην θέση του δρυίδη, φτιάχνοντας ευφάνταστες και αστείες ιστορίες κόμικς, να σπουδάσει Γαλλική Φιλολογία και Ιστορία – Αρχαιολογία στο ΑΠΘ και να ζήσει για 9 μήνες στην Γαλλία ως φοιτητής. Από το 2009 συμμετέχει αδιαλείπτως στις εκθέσεις κόμικς της ομάδας ανεξάρτητων δημιουργών “Inkorrekt” στην γενέτειρα του και έχει σχεδιάσει το comic strip «Κουπέ» (2013).

Η σελίδα του Ορέστη στο διαδίκτυο:

http://orestix.deviantart.com/gallery/

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/%CE%88%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1/253798364810713?ref=bookmarks

 

 

 

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
16 Φεβρουαρίου 2015, 21:03
Τιμή-Φωτιά-Νερό
Το ποίημα της εβδομάδας  

 

Συμφώνησαν παλιόν καιρό

Τιμή, Φωτιά και το Νερό

μαζί να συντροφέψουν

και τύχη να γυρέψουν.

 

Στο δρόμο τους, που περπατάν

ένας τον άλλον ερωτάν:

αν λάχει να χαθούμε,

πώς πάλι θα βρεθούμε;

 

«Με χάσατε, λέει η Φωτιά,

ρίξτε τριγύρω μια ματιά

κι όπου καπνό ιδείτε,

ελάτε να με βρείτε».

 

«Κι εγώ, αποκρίθη το Νερό,

έχω τον τόπο φανερό,

όπου χλωρό λιβάδι

δικό μου είναι σημάδι».

 

Λέει η Τιμή: «εγώ σ’ αυτά

σας συμβουλεύω από κοντά,

ποτέ μη γελαστείτε,

να μου ξεχωριστείτε.

 

Γιατί αν γλιστρήσω μια φορά

κι αν δε με πιάσετε γερά,

όσο να με γυρέψετε,

τον κόπο θα ξοδέψετε».

 

Ι.ΒΗΛΑΡΑΣ

(Θεοδ.Γιαννόπουλου, Νεότερη σχολική ανθολογία, Βιβλιοπωλείο Αθαν.Θ. Πούντζα)

Καλή εβδομάδα.

- Στείλε Σχόλιο
14 Φεβρουαρίου 2015, 18:17
Το γαϊτανάκι της αγάπης
Ένα κείμενο μία εικόνα  

Ελάτε όλοι σας κοντά μας

χέρι με χέρι στο χορό μας,

σαν γαϊτανάκι η καρδιά μας

πλέκει με χρώμα τ’ όνειρό μας.

 

Κι όπως γυρνάνε οι κορδέλες

έτσι να γύρναγε κι η Γη,

να ‘ταν οι μέρες καραμέλες

και η ζωή ζαχαρωτή!

 Μόνο με ειρήνη να κυλούσε

 για όλα-όλα τα παιδιά της,

αχ, η ζωή μας να γυρνούσε

σαν γαϊτανάκι της αγάπης!

 

Κι όπως γυρνάνε οι κορδέλες

έτσι να γύρναγε κι η Γη,

 να ‘ταν οι μέρες καραμέλες

και η ζωή ζαχαρωτή!

 

Ο κόσμος θα 'ταν τότε αλλιώς

πιο λαμπερός και πιο αγνός,

σαν το δικό μας γαϊτανάκι

και σαν αυτό το τραγουδάκι!

 

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ, εκδόσεις Ωρίων (τόμος 2002)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Τη σημερινή εικόνα έκανε η Αθηνά Πετούλη.

 Γεννήθηκα στην Κόρινθο, μεγάλωσα και σπούδασα στην Αθήνα, όπου παρακολούθησα μαθήματα σχεδίου (γραμμικό-ελεύθερο) και ζωγραφικής. Διαμένω μόνιμα στο νησί της Σάμου με τον σύζυγο και τα τρία παιδιά μας. Σε εικαστικό εργαστήρι στο νησί συνέχισα τη σπουδή στο χρώμα, σε υλικά και μικτές τεχνικές . Ασχολούμαι με τη ζωγραφική (ελαιογραφίες, ακουαρέλες, ακρυλικά, έργα για παιδικά δωμάτια, τοιχογραφίες), τη φωτογραφία, την εικονογράφηση παιδικών βιβλίων και την εκμάθηση ζωγραφικής σε παιδιά. Έχω λάβει μέρος σε πολλές εκθέσεις ζωγραφικής και φωτογραφίας κι έχω εικονογραφήσει παραμύθια για παιδιά προσχολικής και πρώτης σχολικής ηλικίας, με πιο πρόσφατα το «Καλημέρα ήλιε» της νηπιαγωγού Ευφροσύνης Σπυροπούλου, «Ο Κόα και το μεγάλο του δώρο» της Αθηνάς Βουδούρη, καθώς επίσης και μια συλλογή ποιημάτων για παιδιά Δημοτικού της νηπιαγωγού Γιώτας Κοτσαύτη, η οποία τιμήθηκε τον Δεκέμβριο του 2014 με τον μοναδικό έπαινο της κατηγορίας στον 59ο διαγωνισμό της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς. Η εικαστική προσέγγιση ενός παραμυθιού, κειμένου ή ποιήματος με γοητεύει. Η ζωγραφική είναι για μένα ένα παιχνίδι με τα χρώματα και το φως κι έχω φυλάξει μέσα μου ένα κομμάτι παιδικότητας που με οδηγεί δημιουργικά.

Η σελίδα της Αθηνάς στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/Athina-Petouli-illustration-paintings-for-kids/629966553779944?pnref=story

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/%CE%88%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1/253798364810713?ref=bookmarks

 

 

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
11 Φεβρουαρίου 2015, 14:55
Μικρή μου Λουλουδένια
Ένα κείμενο μία εικόνα  

Μικρή μου Λουλουδένια,

μοναδική μου  έγνοια

στην Παναγιά μας τάζω

κάθε που σε κοιτάζω.

 

Γερή κι ευτυχισμένη

 αστρανθοστολισμένη,

τις νύχτες οι νεράιδες

να ‘ρχονται σε αράδες…

 

...δώρα να κουβαλάνε

στ’ αυτί να σου μιλάνε

τα μυστικά του κόσμου

μ’ αρώματα του δυόσμου.

 

Όνειρα να σου φέρνουν

με ζάχαρη και μέλι

και στην ψυχή να σπέρνουν

του πνεύματος  οφέλη.

 

Μικρή μου Λουλουδένια,

μέρη μενεξεδένια

μονάχα να διαβαίνεις

χαρά όπου πηγαίνεις.

 

Αγάπη να σε  ραίνει

και μέσα σου να μένει,

γεμάτοι  κουμπαράδες

 με ψυχικούς παράδες.

 

Μικρή μου Λουλουδένια…

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΝΑΝΤΙΝΑ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Τη σημερινή εικόνα «δανειστήκαμε» από το διαδίκτυο.

Πηγή:

http://abstract.desktopnexus.com/wallpaper/1468052/

Το κείμενο έγραψε η Κωνσταντίνα Ναντινά (ψευδώνυμο).

 

Η Κωνσταντίνα γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη,

που βρίσκεται κοντά στη Μεγάλη Πόλη.

Ήταν ένας απλός , συνηθισμένος άνθρωπος, ώσπου μια νύχτα

ήρθε  στη ζωή της η ποίηση!

Όλα άλλαξαν από τότε! 

Χάθηκε μέσα στις  λέξεις , τις ρούφηξε σαν το  νερό  της λησμονιάς

 κι  έτσι  έχασε τη Μνήμη της και ξέχασε ακόμα και το όνομά της!

Μα ήρθε   η σελήνη με  μια βροχή από αστέρια

 και  την ξαναβάπτισε :

΄΄ Ναντινά΄΄!

Από τότε ζει   σ’  έναν  δικό της   ΄΄Αληθονειρικό΄΄  κόσμο!

Εκεί  δεν υπάρχουν  ψέματα,  κυβερνά η  ΄΄Αλήθεια της Ψυχής΄΄.

Όλες οι  πικρές  αλήθειες του κόσμου  ντύνονται  με   ρίμα

και  μοιάζουν  με παραμύθια  !

Μονάχα τις μέρες επιστρέφει στα Πραγματικά 

και   ζει  μια απλή ζωή σαν συνηθισμένος άνθρωπος

 για χάρη  της αγάπης των  μικρών  της   Β. Α.  Β.

Αυτή είναι  η Κωνσταντίνα  Ναντινά 

και αυτό δεν είναι παραμύθι!

Γιατί η πραγματικότητα ξεπερνά κάθε φαντασία...

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/%CE%88%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1/253798364810713?ref=bookmarks

 

 

- Στείλε Σχόλιο
10 Φεβρουαρίου 2015, 13:57
Το κρυφτό
Ένα κείμενο μία εικόνα  

Το φεγγάρι βγήκε βόλτα

στη δική μας γειτονιά,

του καλοκαιριού ένα βράδυ

και μας είδε στη γωνιά.

 

Ξεκινάμε να μετράμε,

πέντε, δέκα, ως το εκατό,

ένα δέντρο κι ένας δρόμος

για να παίξουμε κρυφτό.

 

Κι  από πάνω το φεγγάρι,

στάθηκε και  μας κοιτά…

Ποιος μια σκάλα θ ‘ανεβάσει

για να φτάσουμε ψηλά;

 

Μα, νομίζω έχει την όψη,

φρούτου καλοκαιρινού.

Ποιος μια φέτα θα μας κόψει

στο περβόλι  τ’ ουρανού;

 

Το παιχνίδι όμως αρχίζει

κι όλοι τρέχουμε μεμιάς,

μια κρυψώνα για να βρούμε,

στα στενά της γειτονιάς.

 

Στην ελιά θα σκαρφαλώσω.

Αχ! Να μη με βρει κανείς.

Φεγγαράκι ,έλα μαζί μου,

στα κλαδιά της  να κρυφτείς!

 

ΜΑΡΙΑΝΘΗ ΠΛΕΙΩΝΗ (ανέκδοτο κείμενο)

Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.

Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

Τη σημερινή εικόνα έκανε η Έφη Κοκκινάκη.

Γεννήθηκα στην Αθήνα και σπούδασα ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, στο εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή.

Από το 1995 ζω και εργάζομαι στη Ρόδο, στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.

Το 2014 είχα τη χαρά να εικονογραφήσω ένα παιδικό βιβλίο «The sweets of God» της Ισραηλινής συγγραφέως Daria Aharoni Bedlinger, το οποίο εκδόθηκε στο Ισραήλ (εκδόσεις Steimatzky).

Την ίδια χρονιά έλαβα μέρος στην έκθεση εικονογράφων από όλο τον κόσμο (Il posto del favor) στη Ρόκα της Ιταλίας.

Έχω λάβει μέρος σε πολλές συλλογικές εκθέσεις. Έργα μου βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές σε όλο τον κόσμο.

Η σελίδα της Έφης στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/Efi-Kokkinaki/142483405921300?fref=ts

Το κείμενο έγραψε η Μαριάνθη Πλειώνη.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Εργάζομαι ως εκπαιδευτικός στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση 28 χρόνια -τα τελευταία 6 στην Ειδική αγωγή. Μου αρέσει να γράφω ιστορίες για μικρούς και μεγάλους και να βλέπω γύρω μου τους ανθρώπους να χαμογελούν.

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/%CE%88%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1/253798364810713?ref=bookmarks

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
09 Φεβρουαρίου 2015, 14:26
Παγωμένο πουλάκι
Το ποίημα της εβδομάδας  

Έξω πέφτει χιόνι κι είναι παγωνιά

όλοι μαζευτήκαν στη ζεστή γωνιά.

Στο παράθυρό μας στέκει ένα πουλί

και χτυπά το τζάμι και παρακαλεί.

 

«Πάρτε με κοντά σας για να ζεσταθώ

τρέμω το καημένο κι έξω θα χαθώ».

 

«Έλα εδώ πουλάκι για να ζεσταθείς

όλοι σ’ αγαπούμε, μη μας φοβηθείς!

 

Από το ψωμί μας ψίχουλα θα φας

 κι όταν θα ‘ρθει ο ήλιος λεύτερο πετάς».

 

Χ.ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ (Από το βιβλίο της Αγγελικής Καψάσκη Τα πρώτα μου τραγούδια, εκδόσεις Καψάσκη, Αθήνα 1996).

Καλή εβδομάδα.

- Στείλε Σχόλιο
06 Φεβρουαρίου 2015, 08:20
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (συνέχεια)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

-Τι σου έκαμα και γυρεύεις το κακό μου; ρώτησε η βασιλοπούλα.

Μα την ίδια στιγμή, δέκα χέρια την άρπαξαν και αμέσως βρέθηκε δεμένη πισθάγκωνα.

Είχε πέσει σε συμμορία ληστών.

Μερικά βήματα παρακάτω, γελούσε το αγόρι, πηδώντας από το ένα πόδι στο άλλο.

-Λιγάκι αργά το κατάλαβες, κυρά μου, πως το πόδι μου ήταν γερό, της φώναξε.

Ο αρχιληστής, με μακριά μαύρα γένια, αχτένιστα και βρώμικα, θέλησε να της δέσει ένα σκοινί στο λαιμό. Μα η βασιλοπούλα αντιστάθηκε.

-Βγάλε τα χέρια σου από πάνω μου, είπε με υπερηφάνεια. Με σκοινιά εμένα δε με δένουν. Είμαι κόρη του βασιλιά.

-Α! Είσαι κόρη του βασιλιά, τσίριξε η γριά. Καλά σε κατάλαβα, κυρά μου, πως είσαι από τζάκι! Να μάθεις άλλη φορά να μη μοιράζεις στο δρόμο διαμαντένια βραχιόλια. Όποιος έχει βραχιόλια θα ‘χει και άλλα καλά, και τα θέμε αυτά, κοπέλα μου. Έλα, δώσ’ τα!

-Όχι εδώ, είπε ο αρχιληστής με τα βρώμικα γένια. Μπορεί να περάσει κανένας στο δρόμο και να μας δει. Να, και η βροχή άρχισε! Πάμε την στο λημέρι μας.

Και όλοι μαζί ξεκίνησαν, έχοντας τη βασιλοπούλα στη μέση.

Πήγαινε μες στη βροχή, τα χέρια δεμένα, με το κεφάλι ψηλά. Δε φοβούνταν για τη ζωή της η υπερήφανη βασιλοπούλα’ άλλη σκέψη τη βασάνιζε: η ιδέα του εχθρικού στόλου και του αποβιβασμού, η ιδέα της καταστροφής που θα έπεφτε στην πατρίδα της.

-Άκουσε, είπε του αρχιληστή που περπατούσε κοντά της’ χατίρια δε σου γυρεύω, ούτε τη ζωή μου ζητώ να μου χαρίσεις’ αλλά ένα παζάρι σου προτείνω.

Σαν άκουσε τη λέξη «παζάρι», ο κλέφτης πρόσεξε.

-Τι παζάρι; ρώτησε.

-Φλουριά δε θέλεις; είπε η βασιλοπούλα. Φλουριά θα σου δώσω όσα θέλεις, φθάνει να μ’ αφήσεις να φύγω, τώρα αμέσως, για να προφθάσω να κατέβω στη χώρα προτού φέξει. Έλα στο παλάτι όποτε θέλεις, και θα σου χαρίσω φλουριά, όσα μπορεί ένα μουλάρι να σηκώσει.

Τα μάτια του κλέφτη γυάλισαν’ γύρισε στους συντρόφους του.

-Τι λέτε σεις; ρώτησε. Και συ, μάνα, τι λες;   

-Γνώση έχεις, που θα την αφήσεις να φύγει; τσίριξε η γριά, και να πας και συ στο παλάτι να σε πιάσουν να σε ρίξουν στη φυλακή; Σαν πολύ ξυπνή μου δείχνεσαι κόρη μου! Μα δεν ακούμε από τέτοια. Σ’ έχουμε και σε κρατούμε.

Δε μίλησε πια η βασιλοπούλα’ δεν καταδέχουνταν να πέσει σε παρακάλια.

Περπατούσαν γρήγορα για να γλιτώσουν από τη βροχή, κι έφθασαν σ’ ένα δάσος όπου όλοι σταμάτησαν, και ο καθένας γύρεψε ένα στεγνό μέρος κάτω από τα δέντρα.

-Δώσε μου τα χρυσά σου ρούχα, είπε η γριά της βασιλοπούλας’ για σένα είναι αρκετά καλά τούτα που φορώ.

Και της πήρε το χρυσοκέντητο φόρεμά της και τη μαλαματένια ζώνη με το σμαραγδένιο θηλυκωτήρι και τα χρυσά της παπουτσάκια και ό, τι στολίδια είχε, και την έντυσε πάλι με τα βρώμικα κουρέλια της. Ύστερα ξεκάρφωσε τις δυο σειρές μαργαριτάρια που στερέωναν τα μαλλιά της, και χύθηκαν αυτά ολόχρυσα περιτυλίγοντάς την σαν ατίμητος μανδύας.

Η βασιλοπούλα δε μίλησε. Ό, τι κι αν της έκαναν, τους απαντούσε εκείνη με την ατάραχη ματιά της.

Οι κλέφτες άναψαν φωτιά και κάθησαν γύρω να φάνε, αφού πρώτα έδεσαν τη βασιλοπούλα από τα μαλλιά σ’ ένα δέντρο για να μην τους ξεφύγει.

-Τι να την κάνουμε τώρα αυτήν; ρώτησε ένας  δείχνοντας τη βασιλοπούλα με το δάχτυλο.

-Να την πάμε στο παλάτι και να πούμε πως τη βρήκαμε στο δάσος, πρότεινε ο αρχιληστής. Θα μας δώσουν φλουριά για αμοιβή.

-Τι κουτός! τσίριξε η γριά’ θα πει αυτή πως δεν είναι αλήθεια και θα σε χώσουν μέσα.

-Καλύτερα να τη σκοτώσουμε, πρότεινε άλλος.

-Αμέ τότε τι την κλέψαμε; ρώτησε ο αρχιληστής. Ο λόγος είναι για να βγάλομε κι ένα κέρδος για τον κόπο μας.

-Να σας πω, είπε το αγόρι. Φορτώστε την στο καράβι του θείου μου που φεύγει αυτές τις μέρες, και πουλήστε την στους Φράγκους.

-Καλά λες, γιόκα μου, είπε η γριά’ με την ομορφιά της θα πιάσει κάμποσα φλουριά.

Όλοι συμφωνήσανε πως αυτό ήταν το καλύτερο, και αφού έφαγαν και ήπιαν τόσο που μέθυσαν, πλάγιασαν γύρω από τη φωτιά να κοιμηθούν.

-Έχε έννοια την κοπέλα, μάνα, είπε ο αρχιληστής.

-Κοιμήσου ξέγνοιαστος, γιόκα μου, αποκρίθηκε η γριά’ δε μου ξεφεύγει εμένα, την έχω καλά δεμένη.

Σε λίγο όλοι κοιμούνταν, εκτός της γριάς που φύλαγε, και της βασιλοπούλας που την έτρωγε η έννοια του στόλου και του ξένου βασιλιά.

Έβρεχε και φυσούσε δυνατά, και, η γριά, μολονότι φορούσε τα πλούσια φορέματα της βασιλοπούλας, εκρύωνε όμως, και κάθε τόσο ρουφούσε από μια γουλιά για να ζεστάθει, ώσπου λίγο-λίγο μέθυσε κι αυτή και έπεσε να κοιμηθεί, αφού πρώτα βεβαιώθηκε πως τα μαλλιά της βασιλοπούλας ήταν σφιχτά δεμένα στο δέντρο και πως το σκοινί που βαστούσε τα χέρια της ήταν γερό.

‘Όταν ένιωσε η βασιλοπούλα πως όλοι κοιμούνταν βαριά, κοίταξε να δει πως μπορούσε να ξεφύγει.

Κανείς δεν φαίνουνταν’ μόνο οι κλέφτες και η γριά ρουχάλιζαν γύρω της. Βοήθεια από κανένα δεν μπορούσε να περιμένει, αλλά το θάρρος της δεν το έχασε…

(συνεχιζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
03 Φεβρουαρίου 2015, 15:02
Το κουτσό λελέκι
Ένα κείμενο  μία εικόνα  

Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας φτωχός γεωργός. Είχε ένα μικρό χωραφάκι, και μέρα νύχτα δούλευε σ’ αυτό, για να μπορέσει να ζήσει.

Μια ανοιξιάτικη μέρα, καθώς όργωνε τη γη, βλέπει να πετάει ίσια καταπάνω του ένα κάτασπρο λελέκι. Πετούσε, όμως, κάπως περίεργα, θαρρείς και τρέμαν τα φτερά του. Ο γεωργός παραξενεύτηκε, παράτησε τη δουλειά του και το κοίταζε. Ξαφνικά το πουλί δίπλωσε τις φτερούγες του κι έπεσε δίπλα του σαν πέτρα.

Ο φτωχός γεωργός πλησίασε προσεκτικά το λελέκι και είδε πως η μια φτερούγα του ήταν σπασμένη. Λυπήθηκε το δύστυχο πουλί, το πήγε στο σπίτι του, άλειψε την πληγή με αλοιφή και έδεσε τη φτερούγα.

 Το λελέκι άρχισε να συνέρχεται. Κάποια μέρα, ένιωσε τις δυνάμεις του να ξαναγυρνούν κι άρχισε να φτερουγίζει. Τότε ο φτωχός γεωργός το πήγε στο χωράφι, το άφησε και είπε:

«Πέτα, άσπρο λελέκι, ας είσαι ελεύθερο και ευτυχισμένο!»

 Πέρασε ένας χρόνος. Ο γεωργός και πάλι δούλευε στο χωράφι του. Σε μια στιγμή είδε ξανά το άσπρο λελέκι. Εκείνο τον πλησίασε πετώντας και του έριξε τρία σπόρια από καρπούζι.

Ο φτωχός γεωργός φύτεψε τους σπόρους και γρήγορα φύτρωσαν οι καρπουζιές. Αυτό είναι το δώρο του άσπρου λελεκιού, σκεφτόταν καθώς καμάρωνε τα όμορφα φυντάνια.

Το καλοκαίρι πέρασε μέσα σε δουλειές. Ωρίμασαν και τα καρπούζια. Τρία ήταν όλα κι όλα, όμως έγιναν τόσο πελώρια που δεν μπορούσες να τ’ αγκαλιάσεις και με τα δυο χέρια.

Προσπάθησε ο γεωργός να σηκώσει ένα καρπούζι, μα ήταν ασήκωτο, δεν μπορούσε να το ξεκολλήσει  απ’ τη γη.

Τότε πήρε ένα καροτσάκι, φόρτωσε σ’ αυτό και τα τρία καρπούζια και τα πήγε στο σπίτι. Με τέτοια καρπούζια, σκέφτηκε, πρέπει να καλέσω τους γείτονες, να τους κεράσω. Μαζεύτηκαν οι καλεσμένοι γείτονες, συγγενείς και παιδιά από τους γύρω δρόμους. Ο νοικοκύρης άρχισε να κόβει το καρπούζι. Δεν κοβόταν όμως. Δοκίμασε να κόψει το δεύτερο καρπούζι, ύστερα το τρίτο, μα δεν κόβονταν με κανέναν τρόπο.

Σήκωσε τότε το χέρι του και μ’ όλη του τη δύναμη έδωσε μια με το μαχαίρι. Το καρπούζι έτριξε, άνοιξε στα δύο, κοιτάνε μέσα και τι να δουν: γεμάτο χρυσά νομίσματα! Μείναν όλοι  μ’ ανοιχτό το στόμα. Ο νοικοκύρης άνοιξε και τ’ άλλα δυο καρπούζια•  και σ’ αυτά υπήρχε χρυσάφι. Γεμάτος χαρά, το μοίρασε σχεδόν όλο στους καλεσμένους του. Εκείνοι, ικανοποιημένοι, γύρισαν  στα σπίτια τους.

Δίπλα στο γεωργό ζούσε ένας πλούσιος που ήταν μεγάλος πλεονέκτης. Σκέφτηκε λοιπόν: ο γείτονάς μου ήταν όλη του τη ζωή φτωχός και ξαφνικά πλούτισε σε μια μέρα. Πρέπει να μάθω πιο είναι το μυστικό των καρπουζιών του.

Έτσι, μια και δυο, ο άπληστος πλούσιος πηγαίνει επίσκεψη στο γείτονα.

«Πες μου, καλέ μου φίλε», του λέει, «πώς πλούτισες, ποιο είναι το μυστικό των καρπουζιών σου; Πες μου, μη μου το κρύβεις, βλέπεις εμείς οι δυο είμαστε γείτονες, κι από δω και στο εξής θα γίνουμε και καλοί φίλοι.»

Ο γεωργός δεν έκρυψε τίποτα. Του τα διηγήθηκε όλα, όπως ακριβώς έγιναν.

Ο πλούσιος γύρισε τρέχοντας στο σπίτι του. Εγώ πρέπει να ‘χα τέτοιες καρπουζιές, σκεφτόταν. Εγώ θα ‘ξερα καλά τι να τις κάνω, και με κανέναν δε θα μοιραζόμουν το χρυσάφι!

Νωρίς το άλλο πρωί πήγε στο χωράφι του και είδε το άσπρο λελέκι. Στεκόταν στο ένα του πόδι και λαγοκοιμόταν ήσυχα.

Πρέπει να το γιατρέψω, σκέφτηκε ο πλούσιος. Δεν είναι όμως πληγωμένο… Τι να κάνω; … Θα του σπάσω το πόδι κι ύστερα θα το κάνω καλά!

Πήρε ο πλούσιος ένα μακρύ ραβδί, κρυφοζύγωσε προσεκτικά το λελέκι και το χτύπησε με το ξύλο στο πόδι. Το λελέκι έπεσε κάτω.  Το άρπαξε ο πλούσιος στην αγκαλιά του και το πήγε στο σπίτι του. Εκεί, άλειψε με αλοιφή το τραύμα του κι έδεσε το σπασμένο του πόδι.
Πέρασε καιρός. Το λελέκι έγινε καλά, άρχισε να περπατάει, όμως κούτσαινε.

Ο πλούσιος το πήγε στο χωράφι, το άφησε, κι εκείνο πέταξε ψηλά. Ο πλούσιος του φώναξε:

«Γύρνα την άνοιξη και φέρε τρεις σπόρους καρπουζιού, μην τον ξεχνάς: εγώ σ’ έκανα καλά!».

Όταν μπήκε η άνοιξη ο πλούσιος πήγαινε κάθε μέρα στο χωράφι και περίμενε το άσπρο λελέκι. 

Όμως αυτό δε φαινόταν πουθενά. Ο πλούσιος άρχισε να θυμώνει:

«Άδικα το ‘κανα καλά αυτό το ανόητο πουλί! Και ξόδεψα και τόση τροφή!»

Να, όμως που ένα πρωινό φάνηκε το άσπρο λελέκι. Πετώντας πλησίασε τον πλούσιο και του έριξε τρεις σπόρους καρπουζιού. Η καρδιά του πλούσιου πήγε να σπάσει από τη χαρά του: τώρα θα γίνω ο πιο πλούσιος απ’ όλους στα μέρη μας, σκέφτηκε.

Φύτεψε τους σπόρους στη γη. Μετά από λίγο ξεπρόβαλαν τα βλαστάρια, βγήκαν τα κοτσάνια, άνθισαν τα λουλούδια… Κι ήρθε ο καιρός που τα καρπούζια ωρίμασαν. Τρία ήταν όλα κι όλα, όμως ήταν τόσο πελώρια που και με τα δυο χέρια δεν μπορούσες να τ’ αγκαλιάσεις. Φόρτωσε ο πλούσιος και τα τρία καρπούζια σ’ ένα καροτσάκι και τα πήγε στο σπίτι του.

Όμως όχι, εγώ δεν θα καλέσω κόσμο είπε στον εαυτό του. Κανείς δε θα δει πόσο χρυσάφι έχω!...

Στο σπίτι έκλεισε τις πόρτες, πήρε ένα τεράστιο μαχαίρι και το έμπηξε με ορμή στο πιο μεγάλο καρπούζι. Έτριξε το καρπούζι, άνοιξε στα δύο κι από μέσα ξεχύθηκε ένα σμάρι σφήγκες που βούιζαν αγριεμένες.  Όρμηξαν στον πλούσιο, τον κύκλωσαν από παντού κι άρχισαν να τον τσιμπάνε! Ο πλούσιος άρχισε να χτυπιέται, φώναζε, βρήκε με δυσκολία την πόρτα, μόλις και μετά βίας τράβηξε τον σύρτη, πετάχτηκε στο δρόμο και, τρέχοντας σαν τρελός, πήρε των ομματιών του.

Για πολύ καιρό μετά απ’ αυτό θυμόταν το κουτσό λελέκι.

Όσο για το γείτονά του, εκείνος ζούσε με άνεση, όμως δεν ξεχνούσε την περασμένη του ζωή και πάντα βοηθούσε τους φτωχούς.

Το κουτσό λελέκι, Λαϊκά παραμύθια των Ουζμπέκων, Εκδόσεις Μάλις και Σύγχρονη Εποχή, 1989, απόδοση: Μ. Βατάγκιν.


Κάθε βδομάδα η νηπιαγωγός-συγγραφέας Γιώτα Κοτσαύτη επιλέγει ένα κείμενο παιδικής λογοτεχνίας (παραμύθι ή ποίημα), διήγημα ή αποσπάσματα από βιβλία αγαπημένων λογοτεχνών.

Από τον Δεκέμβριο του 2014 φιλοξενούνται στη στήλη και ανέκδοτα κείμενα νέων δημιουργών.

Ένας εικονογράφος ή ζωγράφος καλείται να κάνει μία εικόνα με βάση το κείμενο που θα αναλάβει.


Περιμένουμε τις εικόνες, τις προτάσεις, αλλά και τις ιστορίες σας στην ηλεκτρονική διεύθυνση yotakotsafti1@yahoo.gr

...

Τη σημερινή εικόνα έκανε ο Άρης Πασματζής.

Γεννήθηκε στις 12/10/1983 στην Πάτρα όπου και ζει.

Σπούδασε Μηχανολόγος-Μηχανικός στο ΑΤΕΙ Πατρών.

Από μικρός έδειξε ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και σε ηλικία 10 ετών παρακολούθησε για ένα χρόνο μαθήματα στον Φυσιολατρικό σύλλογο Πάτρων, όπου και συμμετείχε στην ετήσια έκθεσή του στο Δημοτικό Θέατρο της πόλης.

Παράλληλα με το σχολείο παρακολούθησε γραμμικό και ελεύθερο σχέδιο για την εισαγωγή του στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Από τότε η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ήταν σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Μέχρι και τον Αύγουστο του 2014. Τότε τον «ανακάλυψε» ο κύριος Κώστας Λεούσσης, Καλλιτέχνης και Καλλιτεχνικός Επιμελητής Εκθέσεων και του άνοιξε τον δρόμο των εκθέσεων με τη συμμετοχή του στις  “ΑΕΝΑΕΣ ΠΝΟΕΣ”, που έλαβαν χώρα στην Ποσειδωνία Σύρου.
Παράλληλα ασχολείται με τη διακόσμηση, καθώς και με χειροποίητα κεριά και λαμπάδες, όλα ζωγραφισμένα στο χέρι.

Αυτή την περίοδο ετοιμάζεται για δύο εκθέσεις ζωγραφικής, στη Γλυφάδα και την Αράχωβα.


Η σελίδα του Άρη στο facebook:

https://www.facebook.com/pages/Art-Passion-ARIS/1574251766137022

Με αγάπη από τη Φλώρινα,

Γιώτα Κοτσαύτη.

Η σελίδα της στήλης «Ένα κείμενο, μία εικόνα» στο facebook:


https://www.facebook.com/pages/%CE%88%CE%BD%CE%B1-%CE%BA%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF-%CE%BC%CE%AF%CE%B1-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B1/253798364810713?ref=bookmarks

- Στείλε Σχόλιο
02 Φεβρουαρίου 2015, 10:03
Καλημέρα
Το ποίημα της εβδομάδας  

Τι ωραίο να λες

 γελαστά «καλημέρα!».

Καλημέρα μανούλα,

καλημέρα πατέρα…

 

Καλημέρα σκυλάκι

γάτα, κότα και χήνα.

 Καλημέρα σας δέντρα,

τριαντάφυλλα, κρίνα.

 

Καλημέρα στον ήλιο,

 στα βουνά πέρα ως πέρα.

Τι ωραίο να ξυπνάς

 και να λες «καλημέρα!».

 

ΝΤΙΝΑ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ, Ποιήματα για παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας, εκδόσεις Δια βίου.

Καλημέρα, καλή εβδομάδα :)

- Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
yokor
ΓΙΩΤΑ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ εν ανεργία, ΜΑΜΑ εν ενεργεία, φοιτήτρια μεταπτυχιακού τμήματος δημιουργικής γραφής ΕΑΠ
από ΦΛΩΡΙΝΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yokor

...Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε για κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!



Tags

25η Μαρτίου 28η Οκτωβρίου E-book Άνευ Άχρηστες γνώσεις και χρήσιμες πληροφορίες Αγαπημένες ιστοσελίδες Αινίγματα Αλέκος Παναγούλης Αλληλεγγύη Ανθρωπιά Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη Ανθολογία πεζού ποιήματος Ανθρωπιά Ανθρωπιά Αλληλεγγύη Ανθρωπιά-Αλληλεγγύη Από άλλα ιστολόγια Από άλλες σελίδες Από αρχείο περιοδικών-εφημερίδων Από τα (παλιά) Ανθολόγια του δημοτικού Από τα (παλιά)Ανθολόγια του δημοτικού Από τη λαϊκή μας παράδοση Αποσπάσματα από βιβλία Βιβλία Βιβλία μας Βιβλίο Γιάννης Ρίτσος Γιορτή της μητέρας Γιώτα Γραμματική της φαντασίας Γραφή Γρηγόριος Ξενόπουλος Διηγήματα Διηγήματα και ιστορίες Δικό μου Εαρινή Ισημερία Εικαστικά Έλληνες ποιητές Ελληνίδες ποιήτριες Ελληνική Λογοτεχνία Ελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο μία εικόνα Ένα κείμενο μία εικόνα Επέτειος 17ης Νοεμβρίου Επέτειος Πολυτεχνείου Επικαιρότητα Εργαστήριο συγγραφής-εκδόσεις Αλάτι Ευχάριστα :) Ευχάριστα :) Ευχές Ηλιαχτίδες Ηλιαχτιδογενέθλια Ημερολόγια Θρησκευτικές γιορτές Ιστορίες Μπονζάι Ιστορίες να σκεφτείς Καλωσόρισμα! Κόκκινη κλωστή δεμένη... Κόκκινη κλωστή δεμένη… Κυρά-Σαρακοστή Λαογραφία Λεξικό εννοιών Λογοτεχνικά είδη Μάρτης Μεγάλες προσωπικότητες Μενέλαος Λουντέμης Μικρός Πρίγκιπας Μουσικές επιλογές... Μπομπιροκαταστάσεις Μυθολογία Μυθολογία και ζωγραφική Ξένες ποιήτριες Ξένη λογοτεχνία Ξένη Λογοτεχνία Ξένη πεζογραφία Ξένοι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης Οικογενειακές υποθέσεις :P Παγκόσμια Ημέρα Παγκόσμια Ημέρα Παιδικου Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης Παιδικά βιβλία Παιδική λογοτεχνία Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βιας και του Εκφοβισμού Παράξενα και όμορφα Πασκόσμια Ημέρα Βιβλίου Πάσχα Περί παραμυθιών περιοδικό Πλανόδιον Ποίηματα Ποίηση Ποιητικές συλλογές Προσευχή Προσωπικά Πρωτομαγιά Πρωτομηνιά Πρωτομηνιά Αλλαγή εποχής Πρωτομηνιά-αλλαγή εποχής Πρωτοχρονιά Σκέψεις Σπουδαίοι Άνθρωποι Σπουδαίοι άνθρωποι Τα βιβλία μας Τα βιβλία μου Τα παιδία παίζει Τζάνι Ροντάρι Τι να μας πουν κι οι ποιητές... Το πoίημα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Το ποιήμα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Παγκόσμια Ημέρα Φιλόσοφοι Φλωρινιώτικα Χαϊκού Χιόνι Χριστούγεννα Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα... Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα…



Επίσημοι αναγνώστες (25)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links