Πώς μου ήρθε αυτό κυριακάτικα; Απλά ήθελα να γράψω δυο πραγματάκια για τον αγαπημένο μου Έλληνα συγγραφέα - και παραγνωρισμένο κατά την άποψη μου.
Ήμουν στο μεταπτυχιακό στο Πάντειο και ένας εξαίρετος κατά τ’ άλλα καθηγητής μας ρώτησε ποιόν Έλληνα συγγραφέα προτιμούμε και γιατί, τον Τσιφόρο απάντησα εγώ, γκριμάτσα από τον προφέσορα ελάτε τώρα και σας είχα για πιο σοβαρό… γιατί δηλαδή κύριε καθηγητά ο άνθρωπος μέσα από τα αστεία έγραψε τα πιο σοβαρά πράγματα και κάθε του έργο με κάνει και γελάω, κάτι που δε θα έλεγα για τον Βασιλικό ας πούμε (παρεμπιπτόντως ο αγαπημένος του προφέσορα – Πάντειο τι περιμένεις) και τα ανέκδοτα μας κάνουν και γελάμε αλλά δεν τα θεωρούμε και σοβαρά έργα, εσείς σίγουρα όχι κύριε καθηγητά γιατί εγώ τα ανέκδοτα τα θεωρώ πολύ σημαντικές εκφάνσεις της ανθρώπινης διανόησης – για να μην συνεχίσω, αφού η συζήτηση έγινε ολίγον τι κώλος, το πιάσατε το πνεύμα φαντάζομαι …
Ο Νίκος Τσιφόρος υπήρξε συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης και δημοσιογράφος, ή τουλάχιστον γι’ αυτές του τις ιδιότητες έγινε γνωστός, καθώς ακόμη υπήρξε δικηγόρος, δημόσιος υπάλληλος και ναύτης. Η τελευταία του ιδιότητα μας δίνει και ένα σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητας του, βλέπετε ήταν γόνος ματσό οικογένειας, καλόπαιδο της εποχής και όπως όλα τα μεγαλοαστά του τότε σπούδασε νομικά και μετά νάσου και στο διαχρονικό Greek Dream, δηλαδή ο μεγαλοδιορισμός στο Δημόσιο και όχι όπου και όπου, αλλά στο καραβυσματικό και κλασσικά αργόμισθο Ελεγκτικό Συνέδριο, εκεί κωλοβάρεσε για δυο χρονάκια αλλά ανήσυχο πνεύμα ών, παράτησε το μισθουλάκο και την δημοσιοϋπαλληλική απραγία και…μπαρκάρισε (φαντάζομαι τη σκηνή στον Πειραιά, Γιε μου που πάς; Μάνα πηγαίνω στα καράβια…), ταξιδιάρικια ψυχή βλέπετε.
Και από εκεί και πέρα στη ζωή του έκανε ό,τι γούσταρε και τον γέμιζε και κυρίως έγραφε, έγραφε, έγραφε και η σούμα έβγαλε 31 βιβλία με διηγήματα και θεατρικά, 49 σενάρια και σκηνοθεσίες και ων ουκ έστιν αριθμός δημοσιεύματα σε εφημερίδες και περιοδικά, πολυγραφότατας δεν μπορεί να πεί κανείς. Χαρακτηριστικές ταινίες ήταν «Ο θησαυρός του Μακαρίτη», «Η Ωραία των Αθηνών» και «Ο Κλέαρχος η Μαρίνα και ο κοντός»
Το σήμα κατατεθέν στο γράψιμο του ήταν ένα απίθανο ανακάτεμα της μάγκικης, της καθαρευουσιάνικης και γενικά της καθομιλουμένης σε ένα τρόπο χαρακτηριστικά τσιφορικό (έκτοτε πολλοί μιμητές της δεκάρας προσπάθησαν να τον μιμηθούν – και της αφεντιάς μου συμπεριλαμβανομένης – αλλά ομολογουμένως με αρκετή ανεπιτυχία). Κατά τη γνώμη μου το στυλ που τον καθιέρωσε προέρχεται και από το κορυφαίο του έργο «Τα Παιδιά της Πιάτσας», εκεί ο άνθρωπος έδωσε ρέστα, χρησιμοποίησε για πρώτη φορά την αργκό του υποκόσμου της εποχής σε ένα γοητευτικό και βαθιά ηθογραφικό έργο όπου η ζωντάνια της γλώσσας μας δείχνει πολύ παραστατικά και τον τρόπο σκέψης, συμπεριφοράς και τρόπου ζωής των ανθρώπων του τότε – και κύριε καθηγητά πολύ πιο διεισδυτικά απ’ ότι οποιαδήποτε ιστορικοκοινωνιολογική μελέτη θα μπορούσε ποτέ να δώσει – και παρεμπιπτόντως το βιβλίο αυτό είναι απολαυστικότατο...
Θα μπορούσα ακόμη να αναφέρω τα ιστορικά του έργα όπως τις φοβερές και τρομερές Σταυροφορίες του, όπου ποτέ ξανά η Ιστορία δεν παρουσιάζεται τόσο έξυπνα και χιουμοριστικά ή ακόμα και τα ταξιδιωτικά του, που κατά τη γνώμη μου είναι εφάμιλλα με του Καζαντζάκη αλλά και πιο ευκολοανάγνωστα και αστεία ρε αδερφέ – συγνώμη γι’ αυτό κύριε καθηγητά - αλλά δεν είναι στην πρόθεση μου να γράψω την βιογραφία του, μου αρκεί να τον διαβάζω.
Με λίγα λόγια ο Νίκος Τσιφόρος, ήταν με τη σειρά του ένας μαγκίτης πρώτης, αλανιάρικη ψυχή, που κατάφερε κάτι που ανάθεμα και αν το έχει καταφέρει κανας βαρυσήμαντος προφέσορας, δηλαδή με αστείο τρόπο να παρουσιάσει πράγματα πολύ σοβαρά,
Respect!
Και για όσους δεν έχει τύχει να συναντηθούν με το έργο του παραθέτω ένα απόσπασμα από τα Παιδιά της Πιάτσας,
«… Έτσι λοιπόν τη βόλεψε ο Σταμάτης ο Κάντας, μέγας σήμερα μεταξύ των παιδιών της πιάτσας στο κεφάλαιο «ζητιανιά». Κι επειδή έξω από ένα υπόγειο της οδού Σκουφά, εκεί στον ’η-Διονύση την έστηνε τις Κυριακές, να ο αυθεντικός του μονόλογος, όπως τον λέει δυνατά σκεφτόμενος την ώρα που περιμένει να να σκολάση ο ’γιος και να του δώσουνε ελεημοσύνη οι πονόψυχοι. Κατεβασμένα τα πατζούρια του υπογείου, ο Σταμάτης απ’ έξω και μέσα από τα πατζούρια δυο – τρείς εμείς και ο Σταμάτης, Αμλέτος σωστός να λέει μόνος του και δυνατά χωρίς να ξέρει ότι ακούγεται – Όπου να΄ ναι σκολάει – ’ντε ρε…άντε ρε τι κάνετε; Όλα τα λέτε; ’στε μερικά (αφορά τα λόγια της λειτουργίας)...Έχουμε και δουλειές...Καλή γειτονιά...Αυτός εκεί (ένας άλλος ζητιάνος), τι θέλει σήμερα δω πέρα; Καινούργιος; Θα του σπάσω το κεφάλι...Φύγε βρέ! Φύγε βρέ ! Εδώ έχουμε δικαιώματα... Ορίστε, έρχονται…τι θα της πώ αυτής; Γριά είναι...Θεός σχωρές τα πεθαμένα της θα της πώ. Δεν θα δώση πενηνταράκι θα δώση…Καρμίρω τρομάρα της...Θεός κλπ. Μπα! Δίφραγκο έδωσε… βλέπεις ο άνθρωπος γελιέται καμμιά φορά…είδες η τσουρόγρια;…’λλος, αυτός δίνει δίνει…τον κακό σου τον καιρό, φοράς και κολλάρο…δεν έδωσε … να σου... το κολλάρο κερατά…δεν ντρεπόμαστε…να η μικρή…, αυτηνής θα της πώ ένα καλό γαμπρό…τάλλαρο…ποιός ξέρει τι εύκολα τα κονομάει…τσουλιά…Πόσα έχουμε Σταμάτη; Εκατό εφτά…άντε να τα κάνω εκατό πενήντα και να φύγω, διότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να είναι και πλεονέχτης…Θεός σχωρέστον…μερσί καλημέρα σας βοήθεια σας, άντε να χαθής...Τώρα θα πάω σπίτι, πλύσου θα μου πή η Ουρανία …δεν πλένομαι μωρή, δεν πλένομαι, έχω λεφτά και μένω άπλυτος, άει στο διάολο, άμα δε σ’ αρέσει βρές άλλον,...Θεός σχωρέστον…δίφραγκο έδωσε…βλέπεις που πέσαμε έξω;…να αυτή χήρα, είναι χήρα…να της πώ για τον μακαρίτη…μπα, τον έχει τον μακαρίτη, σκοτίστηκε, πόσα έχουμε εκατό ογδόντα…να τα κάνω διακόσια και θα φύγω, λόγω τιμής Παναγίτσα μου στα διακόσια φεύγω…αυτόν στη γωνιά θα τον σκοτώσω γω… ξού βρε ξού…τι θέλεις εδώ;…Μια ελεημοσύνη…δεν έδωσε…κακό αυτοκίνητο να σε κόψη…σκατόγρια...το βράδυ θα δουλέψη μπουζούκι, θα τα σπάσω…θα βάλω και τα καφέ…Κυριακή σου λέει έχουμε, να αυτός…τάλλαρο δίνει, τάλλαρο…δεν έδωσε...γιατί ρε χαλέ; Αφού μου το χρωστάς…Πόσα έχουμε διακόσια είκοσι…Παναγίτσα μου στα διακόσια πενήντα φεύγω…τι φταίω γώ, αφού έπεσα θύμα σήμερα… Παιδί της πιάτσας κι ο Σταμάτης. Που πουλάει κάτι παραπάνω απ’ όλα τα άλλα παιδιά. Ούτε αγριάδα, ούτε μαγκιά. Ένα κομμάτι οικόπεδο στον Παράδεισο για σας και για μένα και για όλα τα κορόιδα που πιστεύουνε στην ανωτερότητα και στα ευγενικά αισθήματα, το αιώνιο εμπόριο για κατανάλωση των χαζών»
Γεια χαραντάν και σαλάμ αλέκουμ ρε αρκουδόμαγκες και καλή Κυριακή αμα λάχει να΄ούμε
10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο