Αυτό το postακι έρχεται σε αντιπαραβολή με το «επτά μέρη που έχω ιδιαίτερους λόγους να μισώ» που είχα γράψει παλιότερα, γιατί μίσος και αγάπη είναι αλληλένδετα συναισθήματα,
1. Πατήσια City, τίποτε περισσότερο και λιγότερο από το μέρος που μεγάλωσα, λένε άλλωστε πως η πραγματική πατρίδα ενός ανθρώπου είναι η παιδική του ηλικία και αν ισχύει αυτό τότε τα Πατήσια είναι αναμφισβήτητα η δικιά μου. Ξέρω θα μου πείτε ότι η περιοχή που εκτείνεται δεξιά και αριστερά της οδού Πατησίων, δεν έχει δα και την καλύτερη φήμη του κόσμου αλλά δεν δίνω μια.
Η περιοχή είναι κατεξοχήν αθηναϊκή με όλα τα καλά και κακά που συνεπάγεται αυτό, καθώς μέσα της συνυπάρχουν χτυπητές αντιθέσεις, έχουμε και λέμε από τη μια κυριλέ μεγαλοαστικές πολυκατοικίες και τριώροφα στα Άνω Πατήσια και από την άλλη λαϊκές, χουντικής περιόδου, πολυκατοικίες στα Κάτω Πατήσια και προς την Αχαρνών, ακόμη έχουμε το high class Λεόντειο και απέναντι, την μητέρα όλων των καταλήψεων Γκράβα, τέλος έχουμε ένα πολυπολιτισμικό μωσαϊκό – ειδικά στα νοητά σύνορα με την Κυψέλη- που αποτελείται από Πακιστανούς, Αφρικανούς κάθε λογής, Αλβανούς και διάφορους Σλάβους (στις πολυκατοικίες των Κάτω στεγάζονται και πολλές από τις εξ’ Ανατολής ορμώμενες δεσποινίδες που προσφέρονται για την τέρψη του φιλοθέαμου αθηναϊκού κοινού – το πιάσατε το υπονοούμενο;) και έχουμε και τους Άνωπατησιώτες και Ανωκυψελιώτες που το παίζουν γκάγκαροι και παλιά Αθήνα και έτσι.
Στην πλατεία της Παναγίτσας, στους διαδρόμους και στο αμφιθέατρο της Γκράβας, στην πλατεία Παπαδιαμάντη, στη Χαλεπά, στο ζαχαροπλαστείο της Χαράς στο κλειστό του Σπόρτινγκ και στον παιδότοπο της Τσακασιάνου, έπαιξα, γρατσουνίστηκα, έκανα φιλίες και έχθρες, έδωσα και έφαγα ξύλο, γκομένισα, κουβέντιασα εξαντλητικά για άπαντα τα πάντα, ερωτεύτηκα και απογοητεύτηκα… δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλο μέρος στον κόσμο που να μπορεί να μου δώσει περισσότερα, τα Πατήσια είναι η ΓΕΙΤΟΝΙΑ μου.
Η παραπάνω φωτογραφία είναι από το γήπεδο της ομαδάρας μας του Σπόρτινγκ, όπου όταν πήγαινα Γυμνάσιο κατεβαίναμε σωρηδόν για να υποστηρίξουμε τη θρυλική γυναικεία ομάδα του μπάσκετ που σάρωνε σε τίτλους και πήγε σε 3 ευρωπαϊκά φάιναλ φορ, με επικεφαλής το θηλυκό Γκάλη την Άννυ την Κωνσταντινίδου και παρεπιπτόντως είναι το πρώτο κλειστό γήπεδο της Αθήνας (αυτό του φαίνεται) και έχει καθαγιαστεί – πιστεύτε το- από τον αέρινο Μάικλ Τζόρταν…
2. Το μαγαζί του Μίμη, εδώ θέλω να επιμείνω σε ένα κομμάτι της πατησιώτικης κληρονομιάς μου, το μοναδικό μέρος που πραγματικά υπήρξε στέκι μου και δεν ήταν τίποτε άλλο πέρα από το ουφάδικο της γειτονιάς. Αλλά δεν ήταν μόνο απλά και ξερά ένα μαγαζί με ηλεκτρονικά, παρέπεμπε πιο πολύ σε λέσχη νεότητας, αν και κανένας πολιτιστικός οργανισμός δε θα το έβαζε στα προγράμματα του. Το μαγαζί ήταν ισόγειο, σε αντίθεση με την παράδοση της υπόγας για τα συναφή ιδρύματα, για την ακρίβεια ήταν ένα παλιό μαγαζί με 3 μεγάλα δωμάτια και σχετικά φωτεινό, καθώς έμπαινε φως από τις σκονισμένες τζαμαρίες και η όλη ατμόσφαιρα ήταν ευχάριστη. Καθώς έμπαινες έβλεπες 3 τραπέζια μπιλιάρδου – δυο αμερικάνικα ένα γαλλικό – ένα κάτι σαν καθιστικό, παραδίπλα το ξύλινο ποδοσφαιράκι και πλάι στους τοίχους τα πολύχρωμα μηχανάκια. Η φιγούρα του Μίμη ξεχώριζε μέσα σε όλες, κοντός, αεικίνητος, ηλικία ανάμεσα 60 και 80 και χειμώνα καλοκαίρι με σκούφο ναυτικό, πουλόβερ και γάντια αυτά με τα δάχτυλα έξω, ά! και κατά καιρούς έσκαγαν μύτη κάτι μοντέλα καθαρίστριες άλλο πράγμα!
Στου Μίμη μπορούσες άνετα να αράξεις χαλαρά στις ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες, να γεμίσεις ακόμη παραπάνω τα μονίμως ξέχειλα τασάκια, να παραγγείλεις junk λιχουδιές και να λιώσεις στο παιχνίδι. Σημειωτέον εκεί μέσα πάνω απ’ όλα υπήρχε και επικοινωνία ανάμεσα στους θαμώνες, η βαβούρα, ένα μείγμα μουσικής ραδιοφώνου, μουσικής παιχνιδιών και κουβέντας, ήταν αδιάκοπη, περιέργως όμως καθόλου κουραστική και τα παιχνίδια ήταν απολαυστικά.
Σε αντίθεση με την μοναξιά των ιντερνετοπαιχνιδιών του σήμερα, εκεί αισθανόμασταν μια συντροφικότητα έστω και αν τότε δεν το καταλαβαίναμε – που μυαλό άλλωστε. Μόλις έκλεισε το μαγαζί λόγω Internet και playstation, για να ανοίξει στη θέση του ένα γυμναστήριο για γυναίκες (ειρωνεία δεν είναι;) δεν ξαναβρήκα κανένα μέρος που να αισθάνομαι άνετα, φιλικά, θαμώνας, με λίγα λόγια δεν ξαναβρήκα κανένα στέκι. Και παρεμπιπτόντως από τότε μεγάλωσα και λιγάκι, αυτό είναι που λένε τέλος εποχής.
Λοιπόν επειδή το θεματάκι αυτό τραβάει εις μάκρος θα συνεχίσω αργότερα σε άλλο ποστ
Καλημέρα σε όλους
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο