Την ξαναείδα σήμερα το πρωί. Έβαλα πρώτα κατάμαυρο καφέ στην κόκκινη κούπα και, κρατώντας την, πλησίασα την μπαλκονόπορτα του σαλονιού. Αρχικά μια ματιά κάτω στο δρόμο κι έπειτα ακριβώς απέναντι, στο ύψος των ματιών μου. Μια γύρα στα διαμερίσματα της άσχημης, κίτρινης πολυκατοικίας μήπως και μου κεντρίσει κάτι την προσοχή.
Αυτό είναι. 5ος όροφος. Μια γυναίκα με μπόλικα χρόνια στην πλάτη της. Λεπτοκαμωμένη, άσπρα μαλλιά, ανοιχτόχρωμη ρόμπα. Μια γυναίκα…και ένας καθρέφτης, σαν εκείνους τους χειρός σε σχήμα οβάλ. Με το δεξί χέρι κρατούσε τον καθρέφτη, με το αριστερό χάιδευε το πρόσωπό της. ’γγιζε το λαιμό της τραβώντας τον προς τα κάτω, έστρωνε τα φρύδια της κι έφτιαχνε τα μαλλιά της προσεκτικά, με αργές κινήσεις. Δεν μπορούσα παρά να κολλήσω για λίγα λεπτά πάνω της, έτσι γλυκιά που έδειχνε πίσω από το τζάμι.
Οκ. Αφαιρέθηκα. Και το προχώρησα. Έτσι όπως τη χάζευα σκεφτόμουν ότι δεν με ενοχλεί καθόλου να αλλάξω εντός, εκτός ή όπου. Ή τουλάχιστον το αποδέχομαι πλήρως, αφού έτσι κι αλλιώς δεν μπορώ να το αποφύγω.
Εσύ. Εσύ μπορείς να μην αλλάξεις; Μπορείς να κρατήσεις αυτά που αγαπώ πάνω σου και κυρίως μέσα σου; Τα υπόλοιπα κάνε τα ό, τι θες.
Ο εγωισμός μου απεφάνθη. Εγώ θα αράζω σε μια πολυθρόνα με τα πόδια ψηλά, μασουλώντας φύλλα δάφνης και θα αφήνω τον χρόνο ελεύθερο να με αλλοιώνει και να με μεταλλάσσει όπου του κάνει κέφι κι εσύ θα τρέχεις να τον εξαγοράσεις.
Πάντα ήμουν εξαιρετική στις μοιρασιές.
Υ.Σ. : Ευχαριστώ τον ακατάληπτο για τη βοήθεια.
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο