Την προ-προηγούμενη εβδομάδα, πηγαίνοντας στα Village και μπαίνοντας στην αίθουσα ένιωσα κάπως περίεργα, γιατί ενώ συνήθως οι ηλικίες εκεί πέρα πιάνουν από 15 έως 25, κοινώς η χαρά του παιδιού, όμως για πρώτη φορά είδα έκπληκτος ότι η αίθουσα ήταν σχεδόν όλη γεμάτη από ανθρώπους στα πρώτα –άντα, στα 30+ και στα 30φεύγα, κοινώς η γενιά στην οποία δηλώνω υπερήφανο μέλος και είναι γνωστή ως Generation X (όπου X κατά Mad magazine βγαίνει από το Χεστήκαμε πατόκορφα).
Και τότε συνειδητοποίησα ότι όλοι αυτοί πήγαν για τον ίδιο λόγο που (ξε)σηκωθήκαμε και εμείς, όχι για να δούμε ταινία καθαυτή αλλά για να αποτίσουμε φόρο τιμής σ’έναν από τους ήρωες της παιδικής μας ηλικίας τον John Rambo. Και γράφοντας αυτό αισθάνομαι τη φρίκη των καθηγητών μου στο Πάντειο (και των περισσοτέρων από εσάς βάζω στοίχημα) και ειδικά την καθηγήτρια που μας έκανε Ιστορία του Κινηματογράφου να μου τα χώνει «…τερατούργημα του αμερικανικού πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, γεμάτο φαλλοκρατικά στερεότυπα, βάναυση splatter αισθητική, χαμηλοτάτου επιπέδου, απευθυνόμενο σε ανεγκέφαλους αυτιστικούς 30χρονους που αδυνατούν να ξεπεράσουν την παιδική τους ηλικία!». Το αστείο και πικρό της υπόθεσης είναι ότι κατά βάση μάλλον θα έχει δίκιο.
Αλλά ρε παιδιά σε έναν κόσμο που θα επικρατούσαν τα γούστα ενός μέλους ΔΕΠ του Παντείου, τα παιδιά θα μεγάλωναν με Μπέργκμαν, θα είχαν αφίσες από τον Μελισσοκόμο και θα κουβέντιαζαν στις καφετέριες για το Λιβάδι που δακρύζει, αναλύοντας παράλληλα τον ανεξάρτητο αμερικανικό κινηματογράφο και συζητώντας για τον τελευταίο εκπρόσωπο της ιρανικής κινηματογραφικής σχολής. Εγώ σε καμιά περίπτωση δεν γράφω αυτά για να ακυρώσω τα προηγούμενα και δη τον αμερικάνικο ανεξάρτητο σινεμά, το οποίο γουστάρω και συνεχίζει και βγάζει διαμαντάκια, απλά στον πραγματικό κόσμο που μεγάλωσα εγώ, σχεδόν όλοι την (κατά)βρίσκαμε αφάνταστα με το 1ο alter ego του Σταλόνε τον Τζόν Ράμπο (το 2ο ήταν ο Ρόκι Μπαλμπόα), όπως επίσης βλέπαμε ατελείωτες ταινίες καράτε, κούνγκ-φου, νίντζα, Εφιάλτη στο Δρόμο με τις Λεύκες και Παρασκευή και 13 επεισόδιο 125ο.
Ο Τζόν Ράμπο ήταν στα μάτια μας ήταν ένα raw-model, ένας ήρωας του Καλού, ένας ιππότης ή Ζορρό των 80΄ς μόνο που αντί για πανοπλία, είχε μπαζούκας, αντί για βέλη, μοίραζε αφειδώς σφαίρες που δεν τελείωναν σχεδόν ποτέ (τώρα που το σκέφτομαι ενίοτε είχε και βέλη) και αντί για ευγένεια χαρακτήρα, διέθετε το φονικό ένστικτο ενός Λευκού Καρχαρία (και τα Jaws βλέπαμε επίσης) και σε 4 ταινίες εξολόθρευσε περισσότερο κόσμο απ’ότι η Μαύρη πανώλη, η χολέρα και η πανούκλα μαζί.
Και είναι αστείο πάντως να σκεφτεί κανείς ότι στο Ράμπο III, o υπερ-στρατιώτης αυτός της αστερόεσσας στέλνεται στο Αφγανιστάν (καλόοο), ενάντια στον σοβιετικό ιμπεριαλισμό (τότε μιλούσαν για σύγκρουση υπερδυνάμεων, τώρα για σύγκρουση πολιτισμών, μωρέ σύγκρουση να υπάρχει μακάρι και στα αυτοκινητάκια του Λούνα-Πάρκ) για να βοηθήσει τους φίλους και σύμμαχους Μουτζαχεντίν (αυτό πια! Και έπειτα σου μιλάνε για αταλάντευτη αμερικανική εξωτερική πολιτική).
Το ξέρω και τα είπαμε, αμερικανιά του κερατά, ωμή και ανούσια βία, μιλιταρισμός, ξυλάγγουρο-ηθοποιός και πολλά, πολλά ακόμη, αλλά, δεν έπαυε να διαθέτει την αύρα του μοναχικού λύκου, την γενναιότητα ενός στρατιώτη και την αίγλη που μόνο η 7η Τέχνη μπορεί να δώσει στη πεζότερη και ωμότερη έκφραση της ανθρώπινης δραστηριότητας, δηλαδή στον πόλεμο.
Το ερώτημα όμως μένει…
γιατί μου (και άλλων πολλών) αρέσει ή έστω άρεσε ο Ράμπο;
Απάντηση…
Γιατί πολύ απλά ο Τζόν Ράμπο, αντάμα με τον Ρόκι Μπαλμπόα, τον Ιππότη της ασφάλτου, τον Μαγκάιβερ και άλλους πολλούς, ήταν ένας ήρωας, βγαλμένος από την καλή γιαγιά-τηλεόραση και τον καλό-παππού κινηματογράφο που μας νανούριζαν με μια νέα γενιά παραμυθιών δικής τους έμπνευσης.
Βλέπετε ανήκω σε μια γενιά όπου η εξοικείωση με τον «σπιτικό κινηματογράφο» ξένιζε τους μεγαλύτερους που είχαν μεγαλώσει με τα συνοικιακά σινεμά και αδυνατούσαν να συλλάβουν την επιρροή των πολυμέσων στην καθημερινότητα των παιδιών που ήμασταν τότε, όμοια με εμάς που σήμερα ξενίζουμε με την εξοικείωση των πιτσιρικάδων με το Διαδίκτυο και τα playstation και αδυνατούμε να συλλάβουμε την επιρροή των νέων αυτών πολυμέσων στην καθημερινότητα τους. Και όπου λέω καθημερινότητα προσθέτω και τη σκέψη και τη φαντασία.
Γράφοντας τώρα αυτά, διαπιστώνω για ακόμη μια φορά πόσο πιο δυνατό είναι το συναίσθημα από τη λογική, άλλωστε λένε-και το πιστεύω- ότι η πατρίδα ενός ανθρώπου είναι η παιδική του ηλικία και τα αισθήματα-αναμνήσεις, γεύσεις- μυρωδιές, εικόνες-χρώματα, φιλίες-έχθρες, αποτυχίες-επιτυχίες, έρωτες-μίση, φιλιά και χαστούκια που βιώνει ο καθένας τότε, είναι και αυτά που διαμορφώνουν και τον βασικό χαρακτήρα του.
Ανάλογα με την παιδική ηλικία που’χει κανείς πορεύεται και στη ζωή του, την ίδια την παιδική ηλικία μπορεί να την λατρεύει ή να την μισεί, να την θυμάται με νοσταλγία ή απέχθεια, να επιδιώκει να παραμείνει σ΄αυτήν (γνωστό και ως σύνδρομο Πήτερ-Παν) ή να επιδιώκει να απομακρυνθεί όσο γίνεται πιο μακριά της.
Ένα πράγμα όμως δεν μπορεί να κάνει, να την ΠΡΟΔΩΣΕΙ, προσέξτε προδώσει όχι απαξιώσει, άλλο το ένα άλλο το άλλο. Οι απαξίες είναι το αντίθετο των αξίων και αποτελούν με τη σειρά τους παραδείγματα προς αποφυγή αλλά πάντως παραδείγματα. Η παιδική ηλικία είναι κάτι που το θέλεις ή όχι μένει αναλλοίωτο με το πέρασμα του χρόνου, όσες αλλαγές και αν υποστείς εσύ στο μεταξύ.
Και για να μιλήσω και λίγο για την ταινία, παραδόξως έπιανε το πνεύμα κλείνοντας τον κύκλο με έναν γερασμένο και απογοητευμένο Ράμπο, ανέκφραστο όσο ποτέ άλλοτε, να περνά άσκοπα τον καιρό του στην Ασία αναπολώντας και κακίζοντας τις μάχες του παρελθόντος. Επίσης η ταινία περιείχε μια έξυπνη επιλογή της Βιρμανίας ως τόπο της τελικής μάχης και κυρίως των εικόνων από έναν εμφύλιο ελάχιστα κινηματογραφικές αλλά περισσότερο ντοκυμαντερίστικες (κάλλιστα θα μπορούσε να είναι η Κένυα) και φυσικά σφαίρες, αίματα και μπαρούτι, ικανά να σε λερώσουν ακόμη και μέσα στο σινεμά. Βέβαια όλα αυτά για όποιον είχε δει και τις 3 προηγούμενες γιατί αλλιώς άντε γεια.
Στο τέλος ο 65αρης Τζόν Ράμπο μαζεύει τα μπογαλάκια του και το παίρνει απόφαση να γυρίσει στο χωριό και στο πατρικό του σπίτι στην Αμερική, αφήνοντας για τα καλά τα όπλα πίσω, μόνο που πιστεύω ότι μαζί με τον Ράμπο στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας αποσύρθηκε οριστικά (και καλύτερα να το πάρουμε απόφαση) και η παιδική μας ηλικία. Και όπως λέει πολύ τρυφερά και η καλή μου αδερφή, όταν τώρα πια γυρνάς χτυπημένος από τα μπάσκετ και τα ποδόσφαιρα κανείς δε θα σου λέει υπομονή και θα σου περάσει μέχρι να μεγαλώσεις/να πας στρατό, και το μόνο που θα έχει μείνει είναι …μέχρι να παντρευτείς…αδερφικές κακίες.
10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο