Σίγουρα θα έχετε ακούσει, όχι μόνο τους άλλους αλλά και τον εαυτό σας, να σιχτιρίζει την τύχη του, να γκρινιάζει και να μεμψιμοιρεί. Και, ξέρετε, όσο περνάνε τα χρόνια και κάνεις φλασμπακ, σε συνδυασμό με συγκρίσεις με άλλους, αντί να σου έρχεται μια διάθεση αυτοκριτικής πρώτα και αποδοχής μετά, σου βγαίνει μια πίκα με ζήλια και με το ανικανοποίητο, ρίχνοντας πάντα το φταίξιμο στους άλλους, ή γενικά στις “συνθήκες”. “Ε, ρε έτσι και είχα λεφτά, να δεις τι θα έκανα”, “Αν τα πράγματα ήταν αλλιώς θα σπούδαζα / θα πήγαινα στο εξωτερικό / θα γινόμουν φίρμα / θα…οτιδήποτε”, “Εγώ, μικρός είχα ταλέντο, να δεις τι πιάνο έπαιζα, αν συνέχιζα…” (αλλά όμως μεγάλε, ΔΕΝ συνέχισες…), και το πιο κλισέ που θα έχετε σίγουρα ακούσει αλλά και πει, “Θέλω να ζωγραφίσω / να γράψω / να διαβάσω λογοτεχνία / να … οτιδήποτε, ΑΛΛΑ δεν έχω χρόνο”.
Το ξέρω, πολλοί θα διαφωνήσετε. Όλα αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από φτηνές, μα πολύ φτηνές, από το πανέρι στην Αιόλου ένα πράμα, δικαιολογίες. ΔΕΝ εξαιρώ τον εαυτό μου. Οπωσδήποτε, οι συνθήκες οι ευνοϊκές βοηθούν, όπως και κάποιες ατυχίες μας πάνε πίσω, μας δυσκολεύουν αλλά δεν μας εμποδίζουν. Και έχω πολλά παραδείγματα γι αυτό. Όμως αν υπάρχει ταλέντο και θέληση μπορείς να ξεπεράσεις τις δυσκολίες, θα βρεις και το χρόνο για να κάνεις αυτό που θες. Αυτά όλα είναι άλλοθι για την οκνηρία μας ή για να καλύψουμε τη μετριότητά μας και εν τέλει να παρηγορήσουμε και να ψευτοδικαιολογήσουμε τον εαυτό μας.
Ένα από τα πιο χτυπητά παραδείγματα είναι η ιστορία του διάσημου γλύπτη, του Γιαννούλη Χαλεπά (φωτό), που ίσως κάποιοι την ξέρετε, αλλά αν δεν τη ξέρετε, διαβάστε τη, νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς γεννιέται στον Πύργο της Τήνου το 1851 σε οικογένεια μαρμαροτεχνιτών, που έχουν παράδοση στο νησί. Από μικρός εκδηλώνει το ταλέντο του στη γλυπτική, και στα 18 του, το 1869 πηγαίνει στην Αθήνα στη σχολή Καλών Τεχνών για σπουδές. Το ταλέντο του είναι εμφανές, και του δίνεται υποτροφία να φύγει για τη Γερμανία, για το Μόναχο, το 1873. Στο τρίτο όμως έτος των σπουδών, του κόβουν την υποτροφία για να τη δώσουν σε κάποιον ευνοούμενο του κομματάρχη του νησιού (Γκόρτσος-Γκόρτσος) που του χρωστούσε ρουσφέτι (Ω ναι, αγαπητοί μου! μπορεί το 1876 να συνέβαιναν αυτά στη Ψωροκώσταινα αλλά τώρα το 2008 στην ισχυρή Ελλάδα της ευρωζώνης, επικρατεί πλήρης αξιοκρατία και διαφάνεια…). Ο Χαλεπάς, απογοητευμένος επιστρέφει στην Αθήνα. Αυτή την περίοδο, την “κλασικίζουσα”, φιλοτεχνεί και την περίφημη κοιμωμένη του που βρίσκεται στο Α’ νεκροταφείο, κατόπιν παραγγελίας της οικογένειας της 17χρονης νεκρής Σοφίας Αφεντάκη. Αυτή η ιστορία με την υποτροφία, σε συνδυασμό με κάποια ερωτική απογοήτευση, του στοίχισε πολύ και ο Χαλεπάς αρχίζει να δείχνει σημάδια παράνοιας, κλείνεται μέσα, γελά χωρίς λόγο και το 1878 παθαίνει ισχυρό νευρικό κλονισμό, παίρνει το σφυρί και καταστρέφει κάμποσα έργα του. Υπάρχει και ο θρύλος, ότι δήθεν τρελάθηκε επειδή αν η κοιμωμένη τέντωνε τα πόδια της αυτά θα περίσσευαν από το κρεβάτι. Η κατάστασή του με τα χρόνια χειροτερεύει, και οι δικοί του, του απαγορεύουν να ασχολείται με τη γλυπτική γιατί νομίζουν ότι αυτή ευθύνεται. Αποφασίζουν να τον κλείσουν στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας το 1888. Οι Κερκυραίοι, ξέρουμε καλά τι σημαίνει αυτό. Ακόμα και τέρας λογικής να είσαι, αν περάσεις από κει τη σχιζοφρένεια την έχεις στο τσεπάκι. Υγρασία, κελιά, πρωτόγονες μέθοδοι “θεραπείας”, ξύλο, τότε ούτε η ψυχιατρική ως κλάδος της Ιατρικής δεν υπήρχε καλά-καλά, οι φύλακες μεταχειρίζονταν τους ασθενείς σα ζώα. Ό, τι ο Χαλεπάς με τα ελάχιστα υλικά προσπαθούσε να φτιάξει, οι φύλακες το κατέστρεφαν αμέσως. Όταν το 1901 πεθαίνει ο πατέρας του, η μάνα του πάει και τον παίρνει από το ψυχιατρείο και επιστρέφουν στην Τήνο. Στην εκεί μικρή κοινωνία, ο Χαλεπάς γίνεται ο κλασικός τρελός του χωριού, ο τρελο-Γιάννης. Τα παιδιά τον κοροϊδεύουν και γελάνε μαζί του, κάνει τον νεροκουβαλητή, βόσκει πρόβατα, μαζεύει τις γόπες να καπνίσει από το χώμα. Η μάνα του, του απαγορεύει οποιαδήποτε ασχολία με γλυπτική και σχέδιο και κλειδώνει το υπόγειο του σπιτιού όπου ήταν το οικογενειακό εργαστήρι. Η μάνα του πεθαίνει το 1916. Ο Χαλεπάς στα 65 του πλέον και μετά από 38 χρόνια απραξίας, 15 εκ των οποίων έγκλειστος σε ψυχιατρείο, την ίδια μέρα της κηδείας της μάνας του, ανοίγει το υπόγειο και αρχίζει να δουλεύει. Σε πολύ λίγο καιρό θεραπεύεται εντελώς και η καλλιτεχνική Αθήνα τον δέχεται με θαυμασμό. Όχι μόνο συνέχισε να δουλεύει, αλλά αλλάζει και το στυλ του ακολουθώντας τα καλλιτεχνικά ρεύματα της εποχής. Ο Γιαννούλης Χαλεπάς ο Δάσκαλος, πλέον, συνεχίζει να δημιουργεί, προσπαθώντας να κερδίσει τα χρόνια που έχασε, να διοργανώνει και να συμμετέχει σε εκθέσεις. Πεθαίνει το 1938, στα 87 του, αναγνωρισμένος και τιμημένος.
Γι΄ αυτό λοιπόν, μη ξανακούσω κανα κλαψομ%$*η να γκρινιάζει ότι “δεν έχει χρόνο” ή ότι φταίει “η κακούργα η κενωνία, που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει στα τάρταρα!”10 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
βιογραφίες επιστήμη μουσική χιούμορ σχέσεις χιούμορ παιδί