Βάρυνε η ανάσα της δικής μου γης. Ακούω τα υπόγεια σινιάλα σαν σειρήνες αδικοχαμένων τόπων.Τα αγάλματα μπορούν να μαρτυρήσουν την ιερότητα των στιγμών αλλά σωπαίνουν στην λευκή μαρμάρινη λήθη τους.Κάπου εκεί συναντιέται ο νους με το μεγαλείο των ανθρώπινων και το σκοτεινό των χρόνων. Γερασμένο αιγαιοπελαγίτικο κύμα, ξεθωριασμένο από αλμύρα και γαλάζιο, ξαποσταίνει στο σκληρό σώμα του αμόλυντου βράχου.Βάρυνε το σκουριασμένο δόρυ στο χέρι του ανυπότακτου πολεμιστή, και έγινε ανθός σε μικρούς προσωπικούς επιτάφιους.Ιερό χώμα, νερό, ψωμί, και μια σταγόνα ψυχή που ξεχείλισε στο αργυρό κύπελλο του κατά συνθήκη Ιούδα.Πατρίδα με ποιητές στοιχειωμένους σε μοίρες και σε θαύματα, σακατεμένους ποιητές κρυμμένους στα στήθια της ερωτικής Κίρκης. Αργεί ο απογαλακτισμός και τα τείχη δεν περιμένουν τους στίχους για να μην πέσουν.Βάρυνε η ανάσα μου πολύ. Τόσο που αρχίζει και με τρομάζει.Η κοσμοχαλασιά δεν αγγίζει το πεπρωμένο των στεριωμένων αγώνων, μα ούτε μαραίνει το στεφάνι του νικητή.Όλο αγριεύει ο βοριάς σε αυτόν τον τόπο μα ποτέ δεν θυμώνει, μονάχα ξεσκεπάζει το αγαπημένο μου παιδί από τον αιώνιο ύπνο.Βάρυνε η ανάσα η δικιά σας.Ακούω όμως ακόμα τα λαχανιάσματα ενός μελλοντικού δρόμου.Ακούω το φεγγάρι που ονειρεύεται δυνατά πάνω από την κάμαρα μου.Ακούω ακόμα και σένα , που ποτέ δεν είχες κάτι να πεις …Κύμα,βράχος,αίμα,ΑθωςΤα μεγάλα των πραγμάτωνΤα’ αλησμόνητο μες στο νουΜοιρασμένο φως της αστραπήςΜοιράσαμε δίκιαΦέγγω στην νύχτα των θαυμάτων Τα λόγια μείναν μόνο, στην καρδιά σουΚάποιο χέρι, σφράγισε τα δυο χείληΜένει η φλόγα να τρέμειΣε χάνω σε επικίνδυνο αιώναΤώρα που είδα του δειλινού το χρώμα ν’ αλλάζειΣκύβω και κόβω το κακόΣαν μια ανεμώναΑν δεν ήταν το πεπρωμένοΜπορεί και να σ’ ειχα