Ακόμα θυμάμαι το δρόμο που μεγάλωσα, να είναι χωματόδρομος. Γεμάτος κοτρόνες και λακκούβες. Ελάχιστες οι φορές που γυρνούσα σπίτι δίχως ματωμένα γόνατα, δίχως καταλερωμένα ρούχα.
Η γειτονιά πολύ φτωχή, μα όχι μίζερη. Στα μάτια τα δικά μου, και των άλλων παιδιών της ηλικίας μου τουλάχιστον, αυτοί οι δρόμοι, -ο δικός μου και ο διπλανός- ήταν η αυλή του παραδείσου. Μπάλα, σφεντόνες, κυνηγητό, ακόμα και μερικοί πετροπόλεμοι για την τιμή των όπλων.
Κι ύστερα…μεγαλώσαμε.
Κάποιοι άλλαξαν γειτονιά. Κάποιοι άλλαξαν μόνο εξωτερικά, κάποιοι και μέσα τους. Μα πάντα χαιρετιόμασταν με ένα αλλιώτικο βλέμμα, κάτι σαν κωδικό συμφωνημένο από τότε. Σαν κάτι που μας έδενε κρυφά.
Κι ύστερα… κάποιοι άρχισαν να φεύγουν με έναν τρόπο διαφορετικό, που όταν είμαστε παιδιά δεν τον υπολογίζαμε καθόλου.
Πρώτος απ’ όλους ο Θανάσης, το μεγαλύτερο και πιο τρυφερό παιδί της παρέας. Κι ύστερα κι άλλοι.
Έναν από αυτούς, αποχαιρετώ απόψε.
Ένα κοντό παντελονάκι λιγότερο.Και μια μπαλιά που πήγε κατευθείαν στον ουρανό. Καλό ταξίδι, Αντώνη.
8 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΣκέψεις... Αναφορές σε τραγούδια... Ελεύθερη γραφή και δοκίμια... Λογοτεχνία Σκέψεις Στίχοι μου Στίχοι μου... σχόλια Χιούμορ χιούμορ Χιούμορ...