Συμπληρώθηκαν κιόλας 20 μέρες.
Είναι δύσκολο να το συνειδητοποιήσω. Σαν χτες μου φαίνεται όταν γύρισα. Κι όμως το καλοκαίρι πέρασε μονορούφι. Μια βδομάδα συγύρισμα, ένας μήνας ύπνου, δυο βδομάδες θάλασσας (μετά από 3 χρόνια παρακαλώ), φίλοι, βόλτες, προσαρμογή στο νέο (παλιό) περιβάλλον και στις νέες καταστάσεις. Και ύστερα ο Σεπτέμβριος.
Αγαπημένη εποχή το φθινόπωρο. Ζεστός καφές, μουσική χωρίς λόγια -για να ταξιδέψες αβίαστα εκεί που εσύ θες- και τα χειρόγραφα του Αναγωστάκη. Έτσι, απλά γιατί ο τίτλος τους είναι φθινοπωρινός.
Και μαζί με το όνειρο δειλά δειλά η επαναφορά στην πραγματικότητα. Πρέπει να δω τί θα κάνω. Επαγγελματικά σε πρώτη φάση. Γιατί αυτό είναι το πιο απλό και το πρέπον, το ζητούμενο και αυτό που απαιτείται. Πάσο.
Βροχή και αναζήτηση εργασίας μέσω διαδικτύου. Και οι μνήμες του Λονδίνου να ξυπνούν. Και μαζί τους να έρχεται κι η απαραίτητη -αναμενόμενη και κατα κάποιο τρόπο βεβιασμένη- νοσταλγία. Για τις βόλτες δίπλα στον Τάμεση, την αίσθηση ελευθερίας, κι εκείνα τα κόκκινα διπλά λεωφορεία. Γιατί να μην έχει κι η Αθήνα ένα ποτάμι;
Επιστροφή στην πραγματικότητα είπαμε. Και συγκεκριμένα στο φοιτητικό μου δωμάτιο. Πριν 5 χρόνια μετακομίσαμε με τη μητέρα μου στο Μαρούσι. Αν και το σπίτι μου αρέσει περισσότερο, ακόμα και τώρα η γειτονιά αυτή μου φαίνεται περίεργη. Φιλόξενη κι απόμακρη ταυτόχρονα. Λείπουν οι δρόμοι στους οποίους μεγάλωσα. Το στενό που χωρίζαμε με τον Γ. κάθε μεσημέρι όταν γυρνάγαμε από το σχολείο, οι βατομουριές από τις οποίες τρώγαμε με την Α. και το άδειο κτήμα στο παραπάνω τετράγωνο όπου είχα θάψει στο κρεβάτι μιας κούκλας εκείνο το νεκρό σπουργιτάκι. Και φυσικά το μισογκρεμισμένο σπιτάκι στο δέντρο. Εκείνο στο οποίο είχαμε βρει με τον Χ και την Μ την κλεμμένη βαλίτσα ενός καπετάνιου ένα απόγευμα και γίναμε για λίγο ήρωες. Όπως στα παραμύθια. Κι ήρθε ο καπετάνιος με τη στολή του και μας κέρασε τούρτα παγωτό.
Το δωμάτιο μου.. Το τρίτο κατα σειρά. Το πρώτο στο Χαλάνδρι, αλλά δεν το θυμάμαι. Ήμουν 4 όταν φύγαμε και ως γνωστόν η μνήμη μου είναι πολύ αδύνατη. Έχει αλλάξει αρκετά είναι η αλήθεια, αλλά υπάρχει μια μόνιμη σταθερά. Το κρεβάτι μου. Μια κουκέτα για την ακρίβεια, που την έχω από όταν ήμουν 2. Όλη μου τη ζωή σχεδόν την ξέρει αυτό το κρεβάτι. Και τα όνειρά μου επίσης.
Απέναντι του το πιάνο της γιαγιάς. Κληρονομιά από τη δική της μαμά. Ένα Zimmerman του 1906. Ποιός ξέρει τί να έχει δει κι αυτό το πιάνο; Μαύρο σα νεκροφόρα, αταίριαστο με τον υπόλοιπο χώρο. Εκτός ίσως από τον μετρονόμο του παππού. Μικρασιάτηςο παππούς. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Χαμηλών τόνων, μόνιμα θλιμμένος και λιγομίλητος. Χώρισε με τα αδέλφια του όταν ήρθαν στην Ελλάδα, κατέληξε να ζει σε μια παράγκα 1χ2 δίπλα σε ένα νεκτροταφείο στη Σύρο. Όταν γεννήθηκα φύτεψε για χάρη μου μια συκιά. Μικρή με έβγαζε βόλτα με το καρότσι, μου έφτιαχνε χαρταετούς και μου έκανε τον τροχονόμο στη βεράντα όταν καβαλούσα το πρώτο ποδηλατάκι μου. Τελευταία του επιθυμία να επιστρέψει στη Σύρο πρωτού πεθάνει. Δεν του κάναμε το χατήρι. Αυτός ο παππούς λοιπόν κάποια στιγμή στη ζωή του έπαιζε βιολί. Κι είχε κι έναν μετρονόμο. Τον οποίο έχω τώρα εγώ πάνω από το πιάνο της άλλης γιαγιάς. Και το βιολί του; Ξεχαρβαλομένο, σε κάποια αποθήκη. Χρόνια τώρα κυνηγάω τη μάνα μου να πάμε να μας το φτιάξουν. Έτσι, τιμής ένεκεν.
Αρκετά με τις αναπολήσεις. Επιστροφή στο παρόν είπαμε. Σύνταξη βιογραφικού και συνοδευτικών επιστολών. Εθελοντική εργασία. Μη ρωτάς γιατί. Αναζήτηση αγγελιών. Πρώτη συνέντευξη. Δεύτερη. Τί θα πει πώς με φαντάζομαι σε 10 χρόνια;
Πριν 2 χρόνια έφυγα και είχα μια α ιδέα για τον εαυτό μου. Και χ όνειρα. Πριν 3 μήνες επέστρεψα, με μια κ ιδέα για τον εαυτό μου και όνειρα αλλωτριομένα. Οι γύρω μου λένε ότι ωριμάζω. Στο μυαλό μου όμως η λέξη αυτή ηχεί το ίδιο άσχημα με το συνθηκολογώ/συμβιβάζομαι. Ένα φρούτο ωριμάζει όταν είναι έτοιμο για κατανάλωση. Κι οι άνθρωποι; Πότε είναι έτοιμοι για "κατανάλωση" από την κοινωνία και τους "συνανθρώπους" τους; Μήπως τελικά ωριμάζω δεν σημαίνει τίποτα περισσότερο από "αναγκάζομαι να προσαρμόσω τα θέλω μου στον κοινωνικό μου περίγυρω και τις απαιτήσεις του"; Από πολύ νωρίς ακούω ότι δε μπορώ να τα έχω όλα. Κι ότι θα πρέπει επιτέλους να κατέβω από τα σύννεφα και από τον περίεργο κόσμο μου στην πραγματικότητα. Τί θα γίνοταν όμως αν τελικά μπορούσαμε να τα έχουμε όλα; Και γιατί να πρέπει να κατέβω εγώ και να μην ανέβουν οι άλλοι στον δικό μου κόσμο;
Φαντάζομαι δεν περίμενες να ακούσεις κάτι τέτοιο. Εννοείς επαγγελματικά. Πώς με φαντάζομαι σε 10 χρόνια επαγγελματικά. Δεν έχω ιδέα. Και ποτέ δεν κατάλαβα γιατί είναι τόσο σημαντική αυτή η απάντηση. Αλλά θα σου πω αυτό που θες να ακούσεις. Γιατί έχω ωριμάσει.
Βλέπεις... τώρα πια το σπιτάκι στο δέντρο έχει γκρεμιστεί από μια γιαγιά που την ενοχλούσαν τα παιδιά, το ξεκούρδιστο πιάνο έχει σωπάσει μιας και η εγγονή παράτησε το ωδείο, το βιολί παραμένει σπασμένο κι η συκιά μου έχει μαραθεί γιατί ο παππούς πέθανε.
Κι εγώ;
Εγώ πριν 20 μέρες ξεκίνησα δουλειά και πρόσφατα έκλεισα τα 25. Είμαι καλά, και αισθάνομαι τυχερή για πολλούς λόγους. Αλλά ακόμα βρίσκω καταφύγιο/διέξοδο στο παιδικό κρεβάτι μου και σε ό,τι αυτό συμβολίζει.
'Οτι θυμάμαι χαίρομαι... Deconstructing Steppenwolf London calling Αναποδιές και γκρίνιες Αποδράσεις από την καθημερινότητα Ξεσπάσματα Ψάχνωντας απαντήσεις Μουσικά ταξίδια Πανεπιστημιακά Ταξιδιωτικές εξορμήσεις