Πριν από κάτι χιλιετίες(δυο, τρεις θα σας γελάσω) ο Σωκράτης και ο Γλαύκων κατηφόριζαν κατά τον Πειραιά για να πάνε σε μια θρησκευτική γιορτή(τοπικό happening όπου μαζεύονταν όλοι οι μαϊντανοί της εποχής). Αφού η γιορτή τελείωσε και την τιμήσαν τη Θεά αποφάσισαν να επιστρέψουν στην Αθήνα. Καθώς τραμ δεν υπήρχε και τα ταξί-άμαξες απεργούσαν έπρεπε να κάνουν όλη την διαδρομή με τα πόδια.
Στην πορεία πέρασαν έξω απ΄το σπίτι του Κέφαλου, γνωστού φραγκάτου της εποχής. Έτυχε να κάνει barbeque στην πίσω αυλή της βίλας(διότι το δίπατο ανάκτορο δεν το λες σπιτάκι!). Ο Σωκράτης όντας σε μια προχωρημένη ηλικία είχε κουραστεί από το περπάτημα. Βλέπει την επιγραφή "the party is here" και αποφασίζει να παραβρεθεί.
Κόσμος και κοσμάκης είχε μαζευτεί στο σπίτι του Κέφαλου. Συνοπτικά αναφέρω ότι το μισό σόι του Πλάτωνα και το άλλο μισό του Κέφαλου ήταν εκεί. Ο Σωκράτης, που ήταν φίρμα για την ικανότητά του να βγάζει τους πάντες από τα ρούχα τους(με την καλή έννοια πάντα), είδε ότι το γλέντι δεν τραβούσε και αποφάσισε να δώσει λίγο σασπενς στην υπόθεση. Έτσι άρχισε να μιλά για την δικαιοσύνη, την μεταθανάτια ζωή και άλλες βλακείες που μόνο μεθυσμένοι άνθρωποι μπορούν να τις παρακολουθήσουν. Κατασκεύασε λοιπόν μια νοητική πόλη εκ θεμελίων και άρχισε να παραθέτει τις απόψεις του.
Κάποια στιγμή, και αφού είχε ήδη φτάσει τους δέκα τόμους, αποφάσισε να μιλήσει για τον Ηρ(όχι δεν πρόκειται για μουγκρητό ή άλλον ακατανόητο ήχο, όνομα είναι!). Ο Ηρ έκανε το στρατιωτικό του όταν ξαφνικά ξέσπασε μια μάχη και, ω! τι έκπληξη, σκοτώθηκε. Έμεινε στο πεδίο της μάχης δέκα μέρες(είχε ξεχάσει να φορέσει το GPS και δεν τον βρίσκανε). Τελικά τον βρήκαν την δωδέκατη μέρα και όταν το σώμα του είχε αρχίσει να παίρνει την απόχρωση του σάπιου μήλου. Και ενώ ήταν έτοιμοι να τον κάψουν(κηδείες, φέρετρα και κόλυβα ανακαλύφθηκαν αργότερα) ξαφνικά ο πεθαμένος ανοίγει τα μάτια και αρχίζει να τους διηγείται πως είναι η ζωή στην απέναντι όχθη.
Σε γενικές γραμμές το όλο σκηνικό ήταν σαν κατασκήνωση. Οι ψυχές μαζεύονταν σε ένα απέραντο λιβάδι(όχι στο Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι, αυτό είναι από άλλο μεταγενέστερο έργο) και περνούσαν από μία μίνι δίκη. Κρίνονταν για όλη τη ζωή τους και ανάλογα τιμωρούνταν ή περνούσαν καλύτερα απ'ό,τι όταν ήταν ζωντανοί. Οι αμαρτωλοί βλαστημούσαν την ώρα και τη στιγμή που απέθαναν ενώ οι συνετοί και δίκαιοι έψαχναν τρόπους να βγάλουν εισιτήρια διαρκείας.
Τέλοσπάντων, μετά οι ψυχές πήγαιναν στον Λείμωνα(τουριστικό χωράφι που σε high season δεν έβρισκες ούτε αντίσκηνο) και έμεναν εκεί για εφτά ημέρες(με ημιδιατροφή και πρωινό). Μετά έμπαιναν σε πουλμανάκια και πήγαιναν σε έναν ακαταλαβίστικο τόπο με εντυπωσιακά οπτικά εφέ.
Παντού φως(ντάλα μεσημέρι) σαν κίονας. Ο ξεναγός τους είπε ότι αυτό ήταν το κέντρο του σύμπαντος που ένωνε γη και ουρανό. Κάπου στο ενδιάμεσο υπήρχε μία αιωρούμενη άτρακτος, η άτρακτος της Ανάγκης(κάτι σαν το φωτιστικό στη μέση του δωματίου). Προεξείχαν από αυτή εφτά σφόνδυλοι που συνεχώς πήγαιναν γύρω γύρω(κάτι σαν τα τρενάκια στου Allou Fun Park). Πάνω στους σφόνδυλους κάθονταν οι Σειρήνες που προφανώς δεν ζαλίζονταν απ΄το μανιασμένο γύρω γύρω καθώς τραγουδούσαν ακατάπαυστα. Την κυκλική κίνηση την ήλεγχαν οι κόρες της Ανάγκης, οι Μοίρες. Ήταν τρεις, η Λάχεσις, η Κλωθώ και η Άτροπος(η μητέρα Ανάγκη δεν είχε και μεγάλη φαντασία με τα ονόματα. Θα μπορούσε βέβαια να είναι και χειρότερα...).
Οι ψυχές λοιπόν κάθε χίλια χρόνια έπρεπε να επιστρέψουν στη ανθρώπινη μορφή τους. Αυτό γινόταν με μια απλούστατη διαδικασία που έμοιαζε με την κλήρωση του Τζόκερ. Έμπαιναν οι ψυχές στη σειρά και τραβούσαν έναν κλήρο. Τους κλήρους τους είχε η Λάχεσις. Αριθμός Τζόκερ ήταν συνήθως ο κλήρος που έδινε την ανθρώπινη μορφή ενός βασιλιά...
Αφού λοιπόν τραβούσε η κάθε ψυχή τη ζωή που της αναλογούσε, ξανάμπαιναν στα πουλμανάκια και πήγαιναν σε έναν ξερότοπο. Εκεί υπήρχε ένα ποτάμι, ο Αμέλητας ποταμός(κατάλληλος για καγιάκ ιδιαίτερα την άνοιξη). Έπιναν λίγο από το νερό του και μονομιάς ξεχνούσαν τα πάντα. Τα μεσάνυχτα της ίδιας μέρας-και ενώ οι ψυχές έκαναν κάμπινγκ στις όχθες του ποταμού-ακουγόταν κάποια παράξενη βοή, η γη τρανταζόταν(κάτι σαν το Γκοτζίλα ένα πράγμα) και οι ψυχές αναπηδούσαν προς τα πάνω. Μέσω αυτής της διαδικασίας έμπαιναν στα καινούργια τους σώματα και ξεκίναγαν έναν καινούργιο κύκλο ζωής χωρίς να θυμούνται τίποτα απ'όσα έζησαν πριν.
Ο Ηρ, για ανεξήγητους ακόμα λόγους, δεν ήπιε το νερό του ποταμού και επέστρεψε πίσω στην αρχική του μορφή(μάλλον ήταν νεκροφάνεια...). Τα διηγήθηκε όλα αυτά στο έκθαμβο πλήθος και η συνέχεια χάνεται δια μέσου των αιώνων.
Τέτοια τους έλεγε ο Σωκράτης και κατέληξε να πίνει κώνειο για να ξεχάσει...αφού λοιπόν τα είπε όλα αυτά ο Σωκράτης και αφού λίγο αργότερα συγχωρέθηκε, έρχεται ο Πλάτωνας και τα καταγράφει! Και σαν να μην έφτανε αυτό, αφήνει και την τελευταία του επιθυμία γραμμένη σε κίτρινο χαρτάκι post-it! Ποια ήταν αυτή; Να γίνουν τα έργα του εξεταστέα ύλη για τις Πανελλήνιες...
9 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΑδέσποτα Για γέλια μπορεί και για κλάματα Διάλογοι Εκρήξεις Μελαγχολικά Περί πολιτικής Ποιήματα Στιγμές έμπνευσης Στιγμές καθημερινότητας Στοχασμοί Συναυλίες Ταινίες Τραγούδια