"Λαλαλάι λαλαλαλαλαλαλα τραλαλαλααααααααααι"
- Παππούυυυυυυυυυύ, ο παγωτάρης!!! Παππού, παππού, ήρθε ο παγωτάρης!!!
Δεν περίμενα το δεύτερη νότα- ένα συγκεκριμένο απόγευμα των καλοκαιρινών βδομάδων, τα αφτιά μου έπαιρναν το μέγεθος των του Ντάμπο, και την ακοή της Λάσσης (καλό -καλό, κλίνεται μια χαρά! Ω Λάσση μου! :) )- Ακόμα στην αρχή του δρόμου, το ψηλό πολύχρωμο αυτοκινητάκι και η μουσική λατέρνας. Στην πρώτη νότα, που έφτανε ξεκάθαρα στον κήπο της γιαγιάς και του παππού, ό,τι και να παίζαμε, το παρατούσαμε. Μέχρι να φτάσει ο παγωταντζής στην μέση του δρόμου και να σταματήσει, είχε γεμίσει ο δρόμος φωνίτσες κι αγριοφωνάρες.
Και χαλί, απτόητη, η μουσική.
Μόνο που στις μιάμιση το μεσημέρι, εδώ σε αυτόν τον δρόμο, δεν περνάει παγωταντζής. Απλά ακούγεται η τυπική μουσική λατέρνας. Τελευταία φορά, νομίζω, την είχα ακούσει στην Καλαμαριά. Εδώ; Δεν θυμάμαι...
Ο δρόμος μας όμως γέμισε μουσική!
Τρέχω στο παράθυρο. Λάθος. Στέκομαι και κάνω ενάμιση βήμα.
Ένας χαρούμενος άνθρωπος. Με μια μίνι λατέρνα κι ένα αρκουδάκι ψεύτικο. Στα απέναντι παράθυρα βγαίνει κι άλλος κόσμος. Αντικρυστά βλέμματα μισής στιγμής. Τράβηγμα της κουρτίνας πάλι, στα μισά. Μια μελαχροινή κοπελιά, χαμογελαστή, εξαφανίζεται κι επανεμφανίζεται. Πετάει από το παράθυρο νομίσματα. Δεν έχω μία, αυτές τις μέρες. Δυστυχώς, ούτε ένα απλό ευχαριστώ δεν μπορώ να πω στον χαρούμενο άνθρωπο.
Έχει τουλάχιστον μισό αιώνα στις πλάτες του. Τα μαλλιά του, χορεύοντας στον αέρα, θυμίζουν ποιόν άλλον; Τον Άιστάιν. Μικροκαμωμένος ο ανθρωπάκος, με το χρυσοκόκκινο μαύρισμα των Μεσογειακών, που τον ομορφαίνει. Στο μεταξύ, δεν έχει σκύψει να πάρει τα νομίσματα. Κι ας έχουν πέσει ουσιαστικά, μπροστά στα πόδια του.
Η κοπελίτσα του φωνάζει να πάρει τα χρήματα.
Της απαντάει σε σπασμένα γερμανικά.
- Εγώ χαρά θέλω μόνο να φέρω! Είναι τόσο ήσυχοι αυτοί οι δρόμοι. Τόσο καταθληπτικοί!
Και πάλι αντίκρυσμα βλεμμάτων.
Ομορφαίνει ο άνδρας, ακόμα περισσότερο. Απομαγνητίζομαι και τρέχω να προλάβω μια φωτογραφία. Να κρατήσω αυτή την τόσο σπάνια στιγμή, που σίγουρα, θα αργήσει πολύ να ξαναφτάσει παρόμοιά της. Η γερμανική πραγματικότητα μου ψιθυρίζει κακόβουλα "αν δεν καλέσει κανένας κρύος την αστυνομία και τον κλείσουν μέσα για τρελλό!". Πείσμα κι αυθόρμητη μονοπροτάσαια προσευχούλα, να τον προσέχει ο ουρανός.
Επιστρέφω στη μουσική, χαμογελώντας...
και στο παγωτό, που μας αγόραζε μια φορά τη βδομάδα ο παππούς.
Και τότε, αρχίζει άλλο τραγούδι, χωρίς λέξεις. Και η μελωδία, στέλλει σε Μελίνα και Μάνο.
" Aπ' το παράθυρό μου στέλνω
ένα δύο και τρία και τέσσερα φιλιά
που φτάνουν στο λιμάνι
ένα και δύο και τρία και τέσσερα πουλιά
Πώς ήθελα να είχα ένα και δύο
και τρία και τέσσερα παιδιά
που σαν θα μεγαλώσουν όλα
θα γίνουν λεβέντες για χάρη του Πειραιά
Όσο κι αν ψάξω, δεν βρίσκω άλλο λιμάνι
τρελή να με 'χει κάνει, όσο τον Πειραιά
Που όταν βραδιάζει, τραγούδια μ' αραδιάζει
και τις πενιές του αλλάζει, γεμίζει από παιδιά
Aπό την πόρτα μου σαν βγω
δεν υπάρχει κανείς που να μην τον αγαπώ
και σαν το βράδυ κοιμηθώ, ξέρω πως
ξέρω πως, πως θα τον ονειρευτώ
Πετράδια βάζω στο λαιμό, και μια χά-
και μια χά-, και μια χάντρα φυλακτό
γιατί τα βράδια καρτερώ, στο λιμάνι σαν βγω
κάποιον άγνωστο να βρω"
Κι ας ματαίωσα όλα τα σχέδια για το Σκύριακο. Φταίχτης ο καιρός.
Όμορφη γίνηκε η Παρασκευή, εντελώς ξαφνικά.
9 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
αρτικ grow-ups as in push-ups Απορίες Απορίες εκτός τόπου και χρόνου αρτίκ επέτειος ημερολογιακά ημερολογιακα ιδεογραφικά Κύπρου εικόνες Κύπρου είκονες μεταφράσεις της Μωβ μορφές Μορφές Παράφωνοι διάλογοι Σκέψεις σΤίχΟι συνείδηση συνταγές Σφηνάκια σφηνάκια Σφηνάκια! τραγούδια για καλημέρα τραγούδια για καληνύχτα τσάγια Τσάγια! τσάγια! Τσάγια Χαμόγελα