Ηλιαχτίδες
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται./Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε.
18 Ιουνίου 2013, 09:13
Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα…
Μενέλαος Λουντέμης  

…Το ξυπόλυτο αγόρι έφτασε τώρα στο γεφύρι όπου αντάμωναν ο δρόμος με τον ποταμό και κάνανε σταυρό. Από δω θα περάσει, να χωθεί στους σκούρους μαχαλάδες. Απ' αυτό το παλιό γεφύρι που τα θεμέλια του τρέμουνε απ' το βιαστικό νερό. Αυτό το ποτάμι από αύριο θα μπει στη μικρή του ζωή.

Γιατί, πιο κάτου, πάει και ποτίζει τις μικρές λεύκες, που ζώνουνε τον αυλόγυρο του σκολειού. Κυλά και φέρνει γύρω το κάτασπρο χτίριο και το τυλίγει σαν νερογάλαζη φασκιά. Από δω φαίνεται καλά η κόκκινη σκεπή του, οι δυο κολόνες που στέκονται ολόρθες μπροστά στην πόρτα του, τα φαρδιά του παράθυρα. Όμορφα που θα είναι εκεί μέσα από αύριο... Τα παιδιά θα μπορούν να 'χουνε από ένα κασκέτο με κουκουβάγια στο κεφάλι και να μιλούν μεγαλίστικα.

Το σκολειό αυτό ήταν ολόιδιο με το ‘νειρό του. Έτσι άσπριζαν οι τοίχοι του κι έτσι έφεγγαν τα παράθυρα του τις νύχτες της μοναξιάς. Έτσι φαίνονταν απ' το χορταρένιο στρώμα του...

Ποιο ήταν αυτό το αγόρι; Μα ποιο άλλο; Ο Κρηφ. Είχε ακόμα στη γλώσσα του τη στιφάδα της μοναξιάς. ... Ο Κρηφ είναι τώρα μεγάλος. Σε λίγο θα γιομίσουν τα μαγουλά του χνούδι. Τρία σωστά χρόνια πέρασαν από τότε. Και το παιδί ψήλωσε, ψήλωσε και χλώμιανε κι άλλο, μα δε βάρυνε. Βασανίστηκε κι άλλο, μα δε γλυκάθηκε. Όλα αυτά τα χρόνια ψαχούλεψε να βρει λίγη ζεστασιά. Πλήρωσε για το ψωμί του άγουρο ιδρό που ακόμα μύριζε γάλα. Να ποιο ήταν το αγόρι. Ο Κρηφ του παλιού βιβλίου που δε βρήκε το χωριό με τα χαρούμενα παιδιά γιατί τα σύννεφα που κυνηγούσε ήταν λυτά και φεύγανε.

Τι έκανε λοιπόν όλα τούτα τα χρόνια; Τίποτα. Μάζευε γνώση και φαρμάκι. Ήθελε να είναι καλός και δεν ήξερε. Ήθελε να γυρέψει το Μάικωβο μα τον γέλασαν οι δρόμοι. Τι λοιπόν να κάνει; Μια μέρα κάθισε και παίδεψε το κεφάλι του. Το 'βαλε κάτω και το παίδεψε, το 'πλεξε όπως είδε να κάνουν οι γύφτοι με το καλάθι. Στο τέλος το βρήκε: Θα 'πιανε φιλία με τα βιβλία. Θα γύρευε να μάθει αποκεί, αυτά που του 'κρυβαν οι μεγάλοι πίσω απ' τα μουστάκια τους. Θα ΄πιανε αγάπες με τις ζουγραφιές, με τα παραμύθια που λέγανε αυτοί οι μικροί χάρτινοι «παππούδες» που κάθονται στα γόνατα σου και σου λένε τις ιστορίες τους χωρίς καμώματα και παρακάλια.

Μα στο χωριό, που δούλευε παραπαίδι, δεν είχε χαρτοπουλειά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρακαλέσει κανένα μπάρμπα απ' αυτούς που κατεβαίνανε στην πολιτεία και πουλούσανε το καλαμπόκι τους να του φέρει ένα. Και μια μέρα αυτό έγινε. Έπιασε έναν τέτοιο γερούλη, του 'βαλε στη χούφτα καναδυό μεταλλίκια και, «σε παρακαλώ», του λέει,  «αν βρεις, εκεί που πας, κανένα βιβλίο που να λέει καλές ιστορίες, πάρτο μου. Ε; Πολύ θα σε περικαλέσω, όμως...».

Έβαλε ο παππούς τα μεταλλίκια στην απαλάμη του, τα πασπάτεψε με το δάχτυλο, αναποδογύρισε ένα, για να δει τι έχει από κάτω... έστρωσε με το δάχτυλο τα μουστάκια του... και του τα 'δωσε πίσω. «Πάρτα, του λέει. Αν τα χαρτιά λένε καλά παραμύθια… μου τα λες και μένα και ξεχρεώνουμε. Αν, πάλι, δε λένε, θα σου πάρω ένα αυτί. Ε;...» Το παιδί τρόμαξε. Ο γέρος τότε έβαλε τα γέλια... «Άιντε, άιντε... Σύχασε... είπε. Δε σου παίρνω αυτί, σου παίρνω ένα μεταλλίκι. Σύμφωνοι;»

Σε τρεις μέρες του 'φερε ένα χαρτί, λίγο πιο χοντρό, απ' το βαγγέλιο, και του το 'δωσε. «Το πασπάτεψα από παντού, λέει στο παιδί. Δε βγαίνει τίποτα. Για πάρτο σύ, μην  πά’ και σε γνωρίζει και συνεννοηθείτε.»

Το παιδί τ' άνοιξε τρέμοντας. Ήταν σα μικρό σπιτάκι. «Ιστορία Σεβάχ του Θαλασσινού» έλεγε το ξωφυλλό του. Αυτό ήταν! Το παιδί έπεσε πάνου στο βιβλίο με τα μούτρα. Και το διάβαζε, το διάβαζε ολόκληρο το χειμώνα. Το διάβαζε και ξανά το διάβαζε και πάλι το ξαναδιάβαζε, και το 'μαθε νεράκι. Κείνος ο μπάρμπας, που του το 'χε φέρει, τ' άκουε και τρέμανε τα μουστάκια του. Όμορφο βιβλίο. Μόνο που είχε μια παραξενιά. Έλεγε την ιστορία του μονάχα σ' όποιον ήθελε.

Ώσπου να κλείσει κείνη η χρονιά, είχε καταπιεί κι άλλα καμιά δεκαριά βιβλία. Τότε πήρε να γίνεται λόγος για κείνο το παραπαίδι, σ' όλα τα σπίτια. Το ‘μάθε κι ο δάσκαλος, και μια μέρα του παράγγειλε να πάει να τον δει. Βάζει, λοιπόν, ένα παστρικό πουκάμισο και πάει.

- Α, έλα δω... του κάνει ο δάσκαλος. Εσύ είσαι που λες τα παραμύθια;

- Δε φταίω γω... έκανε το παιδί.

- Και ποιος σου είπε ότι φταις; Καλά καμωμένα είν’ αυτά που κάνεις. Μα γιατί δεν έρχεσαι να σε γράψουμε να μάθεις και γράμματα του σκολειού; Ε; Δεν τ' αγαπάς;

Γράμματα του σκολειού! Αν τ' αγαπούσε! Μα υπήρχαν πιο γλυκά γράμματα! Πώς όμως να τα μάθει; Αυτός μάθαινε γράμματα του ποδαριού, γράμματα της τρεχάλας, μιαν αράδα εδώ και μιαν εκεί. Μαζί με τα δαμάλια. Να βοσκάνε κείνα γρασίδι κι αυτός βιβλίο. Αν τ' αγαπούσε λέει! Τι λόγια είν’ αυτά που λες, κυρ-δάσκαλε! Μα πόσα κομμάτια θα γίνει ένα τόσο δα ανθρωπάκι; Βλέπεις, τα σκολειά σ' αυτό τον κόσμο είναι όλα σκολειά της μέρας. Ανοίγουνε τις πόρτες τους μαζί με τα μαντριά. Πού να πάει; Εδώ ή εκεί;

Πάει λοιπόν με το κοπάδι. Και παίρνει λίγο χρήμα, που είναι πηχτός ιδρός. Το μαζεύει λίγο λίγο, όπως το μερμηγκάκι το σπόρο. Έχει κάτι σχέδια... Σκοπεύει, σα μαζέψει κάμποσα, να πάει σ' ένα δάσκαλο και να του πει «να, πάρε, και δως μου γράμματα, γράμματα καλά όμως, του σκολειού...» Έχει την ελπίδα ότι έτσι δε θα τον διώξουν. Έχει ακουστά για τους δασκάλους ότι είναι καταδεχτικοί άνθρωποι και δε θα τον αποπάρουνε.

Και, τώρα, να ο δάσκαλος ήρθε μοναχός του. Η καλή του τύχη τον έφερε μπροστά του. Και τι;... Δάσκαλος αληθινός, με γυαλιά! Και τον καλάει και στο σπίτι του. Ώρα ήταν λοιπόν. Πιάνει κι αυτός το σακάκι του και το κουνάει.

- Τ' είν’ αυτό; ρωτάει ο δάσκαλος.

- Χρήματα.

- Πού τα 'βρες;

- Τα κέρδισα.

- Και γιατί τα κουνάς;

- Είναι για γράμματα. Μα δεν είναι πολλά.  Άμα τα κάνω μπόλικα, θα τα φέρω εδώ να μου μάθεις. Μπορεί να γίνει αυτό κυρ-δάσκαλε;

- Αν μπορεί;...

Ο δάσκαλος έβαλε τη γροθιά του στο μάτι για να διώξει ένα σκουπίδι. Ύστερα κοίταξε το παιδί βαθιά στα μάτια.

- Λοιπόν... πήγε να του πει.

Η φωνή του ήταν κάπως αλλιώτικη, έτσι λιγάκι σαν βραχνή.

- Άστα... Άστα εκεί είπε, και πήγαινε... Αύριο, που θα παχνίσεις τα δαμάλια σου, έλα... του λέει.

- Να πάρω πλακοκόντυλο, δάσκαλε; Να πάρω χαρτιά, μολύβια;

- Όχι, όχι, καλό μου παιδί... πώς είναι τ' όνομα σου;

- Μέλιος.

- Όχι, Μέλιο. Και πάλι ήταν αλλαγμένη η φωνή του, πιο πολύ αλλαγμένη και πιο βραχνή.

Το παιδί στάθηκε λίγο. Ύστερα άδειασε την τσέπη του στο τραπέζι κι έφυγε. Ο δάσκαλος ούτε γύρισε να το δει. Αφανίστηκε να κοιτά έξω απ' το παράθυρο, σαν να ξεφύτρωσε ξαφνικά εκεί έξω κάνας καινούργιος κόσμος και πάσκιζε να τον μάθει.

.............................................................

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

 

 

- Στείλε Σχόλιο


Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
yokor
ΓΙΩΤΑ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ εν ανεργία, ΜΑΜΑ εν ενεργεία, φοιτήτρια μεταπτυχιακού τμήματος δημιουργικής γραφής ΕΑΠ
από ΦΛΩΡΙΝΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yokor

...Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε για κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!



Tags

25η Μαρτίου 28η Οκτωβρίου E-book Άνευ Άχρηστες γνώσεις και χρήσιμες πληροφορίες Αγαπημένες ιστοσελίδες Αινίγματα Αλέκος Παναγούλης Αλληλεγγύη Ανθρωπιά Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη Ανθολογία πεζού ποιήματος Ανθρωπιά Ανθρωπιά Αλληλεγγύη Ανθρωπιά-Αλληλεγγύη Από άλλα ιστολόγια Από άλλες σελίδες Από αρχείο περιοδικών-εφημερίδων Από τα (παλιά) Ανθολόγια του δημοτικού Από τα (παλιά)Ανθολόγια του δημοτικού Από τη λαϊκή μας παράδοση Αποσπάσματα από βιβλία Βιβλία Βιβλία μας Βιβλίο Γιάννης Ρίτσος Γιορτή της μητέρας Γιώτα Γραμματική της φαντασίας Γραφή Γρηγόριος Ξενόπουλος Διηγήματα Διηγήματα και ιστορίες Δικό μου Εαρινή Ισημερία Εικαστικά Έλληνες ποιητές Ελληνίδες ποιήτριες Ελληνική Λογοτεχνία Ελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο μία εικόνα Ένα κείμενο μία εικόνα Επέτειος 17ης Νοεμβρίου Επέτειος Πολυτεχνείου Επικαιρότητα Εργαστήριο συγγραφής-εκδόσεις Αλάτι Ευχάριστα :) Ευχάριστα :) Ευχές Ηλιαχτίδες Ηλιαχτιδογενέθλια Ημερολόγια Θρησκευτικές γιορτές Ιστορίες Μπονζάι Ιστορίες να σκεφτείς Καλωσόρισμα! Κόκκινη κλωστή δεμένη... Κόκκινη κλωστή δεμένη… Κυρά-Σαρακοστή Λαογραφία Λεξικό εννοιών Λογοτεχνικά είδη Μάρτης Μεγάλες προσωπικότητες Μενέλαος Λουντέμης Μικρός Πρίγκιπας Μουσικές επιλογές... Μπομπιροκαταστάσεις Μυθολογία Μυθολογία και ζωγραφική Ξένες ποιήτριες Ξένη λογοτεχνία Ξένη Λογοτεχνία Ξένη πεζογραφία Ξένοι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης Οικογενειακές υποθέσεις :P Παγκόσμια Ημέρα Παγκόσμια Ημέρα Παιδικου Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης Παιδικά βιβλία Παιδική λογοτεχνία Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βιας και του Εκφοβισμού Παράξενα και όμορφα Πασκόσμια Ημέρα Βιβλίου Πάσχα Περί παραμυθιών περιοδικό Πλανόδιον Ποίηματα Ποίηση Ποιητικές συλλογές Προσευχή Προσωπικά Πρωτομαγιά Πρωτομηνιά Πρωτομηνιά Αλλαγή εποχής Πρωτομηνιά-αλλαγή εποχής Πρωτοχρονιά Σκέψεις Σπουδαίοι Άνθρωποι Σπουδαίοι άνθρωποι Τα βιβλία μας Τα βιβλία μου Τα παιδία παίζει Τζάνι Ροντάρι Τι να μας πουν κι οι ποιητές... Το πoίημα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Το ποιήμα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Παγκόσμια Ημέρα Φιλόσοφοι Φλωρινιώτικα Χαϊκού Χιόνι Χριστούγεννα Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα... Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα…



Επίσημοι αναγνώστες (25)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links