Ηλιαχτίδες
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται./Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε.
14 Φεβρουαρίου 2014, 14:50
Μέλιος+Αγράμπελη
Μενέλαος Λουντέμης  

Άμα πεινάς, το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σα φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σα δοξαριά. Τι είναι, τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κ ά τ  ι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη;

Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;

Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τ’ ακούσει κανείς… είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;

Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό, και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!... Τα μωρά ξέρουνε περισσότερα.

Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; είμαι εγώ». Τρελένεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελό του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί α υ τ ό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει;

Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάματα, το ρίχνεις στο τραγούδι. Είσαι μεθυσμένος, και δεν έχεις πιει ούτε στάλα!

Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακκούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άσ’ το να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις… Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα ‘χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι άσκημος. Θα ‘χεις φριχτά ασκημίσει. Αλήθεια… αυτό είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.

Ο Μέλιος ένα πράμα μόνο ξέρει. Πως θέλει κ ά τ ι να πει. Κι ένα πράμα μόνο θέλει: να το πει σε κείνην.

Κείνη τη λένε Αγράμπελη, αλλά αυτό που θέλει να πει, πώς το λένε;

Τη νύχτα η φλόγα του λυχναριού τρέμει σαν πεταλούδα. Στρώνεται ξανά να τη συλλογιστεί. Πρέπει να τα πει. Μα πώς; Φέρνει βόλτες γύρω απ’ όλη της την ύπαρξη, ώσπου να ζαλιστεί. Ύστερα παίρνει να της γράψει: «Αγράμπελη». Τι ωραία θα ήταν, να μπορούσε να σταματήσει εδώ… «Στο χωριό τώρα είναι άνοιξη… Τα χόρτα είναι πολύ ψηλά. (Γιατί το είπε τώρα αυτό; Τι σχέση έχει, που τα χόρτα είναι ψηλά;). Ν’αγαπάς και τα χόρτα να είναι ψηλά… Ήθελα να σου πω για το φεγγάρι. Από δω είναι πολύ ωραίο. Ξέρεις;… Μια μέρα στο χωριό ήρθε ένας μ’ ένα βιολί. Το βράδι έπαιξε στο καφενείο. Οι χωριάτες πίνανε και λέγανε «αχ…». Τραγουδούσαν κιόλα με κάτι λυπημένα μάτια. Στο τέλος ο μουσικός πήρε το βιολί στην αγκαλιά, το φιλούσε κι έκλαιγε «Πολυξένη… Αχ, Πολυξένη…», έλεγε, ύστερα αποκοιμήθηκε στην καρέκλα. Μα τα χείλη του έλεγαν ακόμα μόνα τους… «Πολυξένη… Πολυξένη… Πολυξένη…».

Το πρωί τον ρώτησαν, τι του είχε κάνει αυτή η Πολυξένη; Είπε: «κάτι μου έκλεψε». Πρώτη φορά έβλεπα κάποιον να τον κλέβουν κι κείνος ν’ αγαπά τον κλέφτη.

Οι χωριάτες ησυχάσανε απ’ την απάντησή του και δεν τον ξαναρώτησαν. Εγώ όμως έσκασα. Παραφύλαξα λοιπόν να τον πετύχω μόνον. «Μπάρμπα… του λέω, τι σου ‘κλεψε;». –«Ποια; Η Πολυξένη;». –«Ναι, τι σου ‘κλεψε και κάνεις έτσι;». –«Τι μου ‘κλεψε; Μια κ λ ω σ τ ή…». –«Και τι ψυχή έχει μια κλωστή;». –«Έχει, παιδί μου, έχει… Άσε, να μεγαλώσεις και θα μάθεις. Καπνίζεις;». –«Όχι». –«Βλέπεις να κάνεις τίποτις ο καπνός;». –«Ναι, βήχα…». –«Άσε, θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις…». Δεν ξέρω τι πουν αυτά… Αγράμπελη, μα έχω σκοπό, άμα μεγαλώσω, να πάρω ένα βιολί. Τα καφενείς είναι γιομάτα χωριάτες, που λένε «αχ…».

Αγράμπελη… δεν ήξερα τι να κάνω. Μα δεν μπορούσα να μη σου γράψω. Θυμάμαι έναν Παραπονιάρη. Τώρα το παραμύθι κείνο είναι πολύ μακριά, αλλά είναι παντού τόσα αγόρια… Δε θέλω να σου θυμίσω το γάμο μας, αλλά εγώ δεν τον ξεχνώ ποτέ. Γράψε μου αν σου αρέσουν ακόμη τ’ άλογα… γιατί είμαι αποφασισμένος να πάρω ένα. Θα γράψω ένα βιβλίο και θα κερδίσω πολλά λεφτά, και αυτά θα γίνουν όλα. Σε παρακαλώ, όμως, να μην το μάθει κανείς. Θέλω να ‘χουμε το μυστικό μας μόνο εμείς οι δυό. Τώρα πια τα ‘μαθες όλα. Ό, τι έχω θα σ’ τα λέω όλα.

Έχω κι άλλο μεγάλο σχέδιο. Το καλοκαίρι που θα κλείσουνε τα σκολειά, θ’ ανέβω στα βουνά, να κάνω το δάσκαλο στα βλαχάκια. Είναι κανονισμένο αυτό και μόνο τη δική σου γνώμη θέλω. Όλα σ’ τα είπα, Αγράμπελη… Προχτές πήγα να κάνω σε κάποιον κάτι κακό. Τότε σε θυμήθηκα και ντράπηκα. Θέλω να με συχωρέσεις, Αγράμπελη, γι’ αυτό που έκανα, κι εγώ θα κάνω ό, τι θέλεις. Θέλω να τελειώσω το γράμμα μου και δεν μπορώ. Μοναχά να ξέρεις ότι δεν έχω κανέναν άλλον στον κόσμο… και πως ό, τι και να μου κάνουνε, εγώ δε θα θυμώνω, γιατί θα θυμάμαι εσένα. Δε θα κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Θα περιμένω το γράμμα σου».

Το δίπλωσε και τ’ ακούμπησε στην καρδιά του. Ό, τι ήθελε, ας γινότανε. Κείνος θα της το ‘δινε, κι ας ρήμαζαν όλα. Να της το δώσει. Μα πώς, όμως; Πώς;

Να τη σταματήσεις στο δρόμο και να της πεις «πάρ’ το, αυτό είναι για σένα» και κείνη να κοκκινίσει, να γίνει παπαρούνα, να μπερδευτούνε, να μην ξέρουνε τι να κάνουνε…

Αδύνατο. Μα τότε λοιπόν; Τίποτε. Εδώ χρειαζότανε μια απόφαση γερή και γλήγορη. Θα ‘γραφε στο πανώγραμμα φαρδιά-πλατιά τ’ όνομά της και θα το ‘βαζε κρυφά μες στα βιβλία της… κι από κει κι ύστερα ας αποφάσιζε ο θεός και οι άγγελοι –που κάνουνε πως δεν ξέρουνε τίποτα και τα ξέρουνε όλα. Κι έτσι κι έγινε. Μα, μόλις τα ταχτοποίησε όλα και κατέβηκε στο διάλειμμα, άρχισαν να τον κυνηγάνε οι φόβοι. Αν το γράμμα παράπεφτε; Αν, πριν το πάρει κείνη στα χέρια της, πριν το δει, το μυριζότανε καμιά άλλη; Οι φόβοι άρχισαν να τον αγκυλόνουνε σαν καυτά σουβλιά. Σκέψου… Τα γλυκά του «φυλαχτά», αυτά που δεν ήθελε ούτε να τα μαντέψουν, να τα πάρουν ξένα χέρια, να τα σέρνουν οι ξένες βρώμικες γλώσσες, να τα ξεφτιλίζουν στους δρόμους. Να… τώρα, αυτές οι «κουβάρες» των κοριτσιών είναι δυνατό να κάνουν τίποτα άλλο;… Σκαρώνουν κι όλας τη συνομωσία. Αδύνατο πια να ξαναπατήσει σ’ αυτό το σκολειό. Κι έπρεπε να φύγει κι απ’ την πόλη, το δίχως άλλο. Όμορφα γραμματάκια… Αντίο. Αλλά δεν μπορούσε να μην της το γράψει κείνο το γράμμα. Πώς το λένε! Δεν μπορούσε να μην της το στείλει… Δεν μπορούσε τα λουλούδια να μοσκοβολάνε τόσο πολύ, το ποτάμι να κυλά τόσο αθώα, κείνος να ‘χει σκοπό να γράψει ένα βιβλίο, ν’ αγοράσει άλογο, να πάρει βιολί… και κείνη να μην ξέρει τίποτα… Πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Όχι. Καλύτερα που ήρθε έτσι. Καλύτερα να το μάθαιναν κι όλοι οι άλλοι, παρά να μην το ξέρει ούτε α υ τ ή.

Αυτή τη στιγμή κείνη δεν ξέρει τίποτα. Κάνει περίπατο «αλαμπρατσέτα» με την Καλιοντζή και μιλά μαζί της χαμηλά χαμηλά. Τι της λέει, και πάνε να της φύγουν τα γυαλιά απ’ το τέντωμα των ματιών της; Αχ… αν ήξερε! Θ’ ανέβαινε τώρα απάνω και θα ‘τρεχε στο θρανίο της, όπως το διψασμένο αρνάκι στο νερό. Θα το ‘κανε αλήθεια –για στάσου- θα τα ‘κανε αυτά, κείνο το πουλί, για κείνον; Γιατί; Τι τον είχε;

«Τον βλέπετε αυτόν με το ντρίλι; Μου ‘στειλε γράμμα για γάμο. Εγώ αυτόν; Ας γελάσω χα χα χα…». Να ποια ήταν η τραγωδία… Νομίζεις, κύριε, ότι έχει τόσο ωραία μάτια, για να κοιτάζουν εσένα; Η τάξη είναι γιομάτη ομορφόπαιδα. Οι τσέπες τους κουδουνίζουν σαν εκκλησιές. Δεν είναι ψέμα. Κερνοβολάνε όλη την τάξη, και μερικές φορές πετάνε και καμιά πόστα απ’ το παράθυρο, έτσι για να δείξουνε ότι για τα λεφτά δεν τους νοιάζει.

Είναι κι ένας με ωραία χωρίστρα, μαλλιά ξανθά, με σταχτιά μάτια και με στόμα… να, σαν κόκκινο κεράσι. Τον λένε Κοντολέων. Το ξέρει πως όλες μιλούν γι’ αυτόν. Αφήνει να τον διαλέγουν όλες κρυφά για δικό τους, και κείνος δε διαλέγει καμιά. Ξέρει τη δύναμή του, και γι’ αυτό περπατά ψηλομύτικα και σφυρίζει. Άμα θέλει αυτός, έτσι δα να κάνει, σου την κάνει τη Σταμίρη να τρέχει ξοπίσω του, σαν κουταβάκι δεμένο απ’ την αλυσίδα του.

Σ’ αυτόν θα πάει πρώτο να δείξει το γράμμα. «Κοίταξε, τι μου ‘γραψε αυτός. Τι τα πέρασε τα μούτρα του; Αυτό θέλω να ξέρω». Ο Κοντολέων θα νιώσει μια ξιπασμένη λύπη γι’ αυτόν και θα τον κάνει να σκίσει τα ρούχα του. Μεγάλες συμφορές τον βρήκαν τον καημένο το Μέλιο. Ήταν για να σκάσει… Μα τον λυπήθηκε ο μπαρμπα-Θόδος και χτύπησε την κουδούνα.

Ώσπου να φτάσει στην τάξη, κόντεψε να χάσει στη σκάλα την ψυχή του. Κάθισε στο θρανίο σαν κατηγορούμενος. Σε λιγο έφτασε η ώρα να μπουν και τα κορίτσια. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής του. Η ματιά, που θ’ άλλαζαν στο σύντομα πέρασμά της, του ‘φτανε για όλη τη μέρα, και για όλη τη νύχτα. Του έφτανε να πλαγιάσει νηστικός και να κοιμηθεί σαν ευτυχισμένος θεός.

Πέρασε… Πρώτα προχωρούσε το γλυκό της άρωμα, κατόπι αυτή. Μα… Θεέ μου… τον κοίταξε; Τι έγινε; Πώς μπερδεύτηκε σήμερα έτσι; τον κοίταξε, ή όχι; Σκότωνε, έδερνε το νου του. Πώς δεν πρόσεξε αυτό το σημαντικό πράμα; Πώς του ξέφυγε έτσι σαν αστραπή;

Γύρισε πίσω κάτι δραματικά μάτια. Κείνη ήταν κατάχλωμη και κοιτούσε επίμονα και συλλογισμένα τον αντικρινό της τοίχο. Έχωσε το λαιμό της στο γιακά του. Τώρα θα σήκωνε το χέρι της και θα τον μαρτυρούσε. Ξανακοίταξε. Κείνη ακριβώς την ώρα κάτι είχε σκύψει να της πει η Καλιοντζή και κείνη την έσπρωξε με τον αγκώνα της νευριασμένα. Μα δεν ήταν πια χλωμή. Ήταν κόκκινη σα ρόδι. Ας τελείωνε και αυτή η ώρα… Ο μπαρμπα-Θόδος έχει το νου του να ποτίζει φλισκούνι τη Ζουμπουλιά, και διόλου δε σκέφτεται τι τραβάει ο φίλος του απάνω. Ας τελείωνε η ώρα. Πότε, λοιπόν θα τελείωνε κι αυτή η ώρα; Πώς τεμπέλιασαν και ψόφησαν, έτσι ξαφνικά, όλα; Πώς παραξένιασε ο κόσμος; Να, τώρα θα έπρεπε να σηκωθεί ο μπαρμπα-Θόδος, να τινάξει τη φουστάνα του, να στρώσει λίγο το μουστάκι του και ν’ αρπάξει την κουδούνα. Φταίει ο Αλμπέρ… Το βρήκε! Αυτός φταίει, που σβαρνάει το μάθημά του σαν τροκάνα… Σε μια στιγμή τα μικρά του ματάκια σταμάτησαν απάνου του… «Τι έχεις, λοιπόν, mon ami;». –«Βιάσου… βιάσου… βιάσου… φώναζαν τα μάτια του Μέλιου… Βιάσου! Τίποτ’ άλλο».

Τα ματάκια ρωτούσαν πάντα ανήσυχα και συμπονετικά. Κρίμα… τόσα αδερφικά μάτια και να μην ξέρουν καλά ελληνικά.

Τέλος η κουδούνα φώναξε με την πιο σκληρή της φωνή.

-«Entracte», είπε ο Αλμπέρ. Περάστε ευγενικά όλοι εις το αντράκτ.

Οι «Πέρσες» χύθηκαν σαν τρόχαλα.

-Γλυκά… φώναζε ο Αλμπέρ. Βαδίζετε γ λ υ κ ά…

Κανείς δεν έβγαζε τι πήγαινε να πει αυτό. Αλλά όλοι τον καταλάβαιναν.

«Ναι»… είπε η Αγράμπελη, καθώς περνούσε. Η φωνή της έτρεμε σαν τέλι. Ο Μέλιος κοίταξε μην το ‘λεγε στην Καλιοντζή. Όχι. Η Καλιοντζή ήταν πίσω. Τότε;… σ’ αυτόν; Όχι. Δεν το έλεγε σ’ αυτόν; Η τάξη άδειαζε. Τι ήθελε να πει με κείνο το «ναι..» της;

Στο δρόμο βάδιζε σα διαλυμένος ίσκιος. Σ’ έναν καθρέφτη είδε τα μάτια του. Τι κρεμασμένα που ήταν… Κάποτε είχε δει ένα πρόβατο, που του περνούσαν μαχαίρι. Τα μάτια του δεν ήταν τόσο πολύ κρεμασμένα. Όλη την ημέρα ο Μέλιος κλωθογύριζε σαν πουλί που το τυφλώσανε. Δεν άγγιξε ούτε ψίχουλο. Μόνο σε κάνα δυό βρύσες πήγε και ποτίστηκε. Οι βρύσες της πολιτείας τρέχανε καλόγνωμα για όλους. Μπούζια ήταν τα νερά τους τώρα την άνοιξη. Μερικές τραγουδούσαν κιόλας κάτι βουνίσια λιανοτράγουδα. Τα μεσάνυχτα πάλι γουργούριζαν σα νεροφίδες. Είχε μαζί τους γνωριμίες… Από τότε που νυχτοπερπάταγε, φορτωμένος απ’ τα πρωινά βάσανα της ζωής.

Από τότε που τον πήραν οι δρόμοι, στρατιωτάκι του πρώιμου πόνου, έτσι όπως γύρευε να τινάξει από πάνω του την πέτρα που τον σκέπαζε.

Κα τώρα ήρθε η αγάπη. Ήταν πιο βαριά. Πιο αβάσταχτη. Κάτι σαν αναμμένο μαχαίρι, και σα χάιδεμα με σπαρτίνες και γαρούφαλα. Δυνατό σα μπόρα και μαλακό σαν αφρός. Τραγούδι, σφάξιμο, και παραζάλη. Αβέβαιο σαν κύμα, και σίγουρο σαν την ανατολή. Ό, τι πεις κι ό, τι δεν πεις… Κοντινό σαν το χέρι σου και μακρινό σαν άστρο.

Η γριούλα στο σπίτι του έκανε τη «γητειά». –«Καλύτερα να πήγαινε κανείς από βόλι, παρά από “αβάσκαμα”». Έτσι έλεγε. Έβαλε σ’ ένα πιάτο καθαρό νερό, μουρμούρισε με πόνο κάτι, ύστερα βούτηξε το δάκτυλό της στο λάδι και το ‘σταξε πάνω απ’ το πιάτο. Ευθύς τα μάτια της γούρλωσαν κι άρχισε να κάνει το σταυρό της και να ευχαριστάει το Θεό.

-Δόξα σοι ο Θεός… Δόξα σοι ο Θεός… Δόξα σοι ο Θεός, έλεγε. Ποποπό, κοίτα ένα μάτι! Μπα, που να της έβγει σαν πεταλίδα, όποια και να το ‘κανε –ήμαρτον!

-Τι είναι, γιαγιά;

-Τι είναι… Αμ, δε γλέπεις; Το λάδι σκόρπισε σαν μπαρούτι. Καλά που το προφτάξαμε, αλλιώς θα ‘κανε «πατ», έχω δει κι άλλα τέτοια.

Έτρεξε κι η Ερασμία, σαν ανήσυχο πουλί, κι έσκυψε από πάνω του.

-Τι σε έτρεξε, τζιεράκι μου; Να σε κάνουμε κατιτίς, να γιάνεις. Μεγάλωσες πια. Κι έτσι τζιλβελής που γίνηκες, «τραβάς». Σε αφήνει, ύστερις, το κακό μάτι; Πώς να σ’ αφήκει, για…;

Ο Μέλιος δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουε για το «κακό μάτι» μα το ίδιο, ως τότε, δεν τον είχε πειράξει ποτές. Στο χωριό σκάζανε, δαμάλια, απορρίχνανε γυναίκες, αρρώσταιναν κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά. Το κακό μάτι το ‘χε μια χηρευάμενη, που της θέρισε το σόι της όλο ο Χάρος. Κανένας δεν την άφηνε να ζυγώσει σε σπίτι. Μα το μάτι κείνης δούλευε όξω, στο δρόμο.

Οι δυό γυναίκες, σαν τελειώσαν τις «γητειές», τον καπνίσανε με χριστολούλουδα, που είχαν πάρει απ’ τον Επιτάφιο, και κατόπιν τον βάλανε να γείρει στο μιντέρι και του αρχίσανε τα κανακέματα.

-Ως αύριο το πρωί θα είσαι γερός σαν το μπρισίμι… του είπε η Ερασμώ.

-Κι αν δε γιάνω;

Τότε η Ερασμώ έσκυψε το κεφάλι της χαμηλά.

-Τότε θα είναι σεβντάς, φως μου, σεβντάς, σεβντάς…

-Τι θα πει αυτό;

-Έρως, αγοράκι μου… Έρως… Έρως… Αχ…

............................

 ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-Ένα παιδί μετράει τ' άστρα

- Στείλε Σχόλιο


Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
yokor
ΓΙΩΤΑ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ εν ανεργία, ΜΑΜΑ εν ενεργεία, φοιτήτρια μεταπτυχιακού τμήματος δημιουργικής γραφής ΕΑΠ
από ΦΛΩΡΙΝΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yokor

...Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε για κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!



Tags

25η Μαρτίου 28η Οκτωβρίου E-book Άνευ Άχρηστες γνώσεις και χρήσιμες πληροφορίες Αγαπημένες ιστοσελίδες Αινίγματα Αλέκος Παναγούλης Αλληλεγγύη Ανθρωπιά Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη Ανθολογία πεζού ποιήματος Ανθρωπιά Ανθρωπιά Αλληλεγγύη Ανθρωπιά-Αλληλεγγύη Από άλλα ιστολόγια Από άλλες σελίδες Από αρχείο περιοδικών-εφημερίδων Από τα (παλιά) Ανθολόγια του δημοτικού Από τα (παλιά)Ανθολόγια του δημοτικού Από τη λαϊκή μας παράδοση Αποσπάσματα από βιβλία Βιβλία Βιβλία μας Βιβλίο Γιάννης Ρίτσος Γιορτή της μητέρας Γιώτα Γραμματική της φαντασίας Γραφή Γρηγόριος Ξενόπουλος Διηγήματα Διηγήματα και ιστορίες Δικό μου Εαρινή Ισημερία Εικαστικά Έλληνες ποιητές Ελληνίδες ποιήτριες Ελληνική Λογοτεχνία Ελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο μία εικόνα Ένα κείμενο μία εικόνα Επέτειος 17ης Νοεμβρίου Επέτειος Πολυτεχνείου Επικαιρότητα Εργαστήριο συγγραφής-εκδόσεις Αλάτι Ευχάριστα :) Ευχάριστα :) Ευχές Ηλιαχτίδες Ηλιαχτιδογενέθλια Ημερολόγια Θρησκευτικές γιορτές Ιστορίες Μπονζάι Ιστορίες να σκεφτείς Καλωσόρισμα! Κόκκινη κλωστή δεμένη... Κόκκινη κλωστή δεμένη… Κυρά-Σαρακοστή Λαογραφία Λεξικό εννοιών Λογοτεχνικά είδη Μάρτης Μεγάλες προσωπικότητες Μενέλαος Λουντέμης Μικρός Πρίγκιπας Μουσικές επιλογές... Μπομπιροκαταστάσεις Μυθολογία Μυθολογία και ζωγραφική Ξένες ποιήτριες Ξένη λογοτεχνία Ξένη Λογοτεχνία Ξένη πεζογραφία Ξένοι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης Οικογενειακές υποθέσεις :P Παγκόσμια Ημέρα Παγκόσμια Ημέρα Παιδικου Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης Παιδικά βιβλία Παιδική λογοτεχνία Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βιας και του Εκφοβισμού Παράξενα και όμορφα Πασκόσμια Ημέρα Βιβλίου Πάσχα Περί παραμυθιών περιοδικό Πλανόδιον Ποίηματα Ποίηση Ποιητικές συλλογές Προσευχή Προσωπικά Πρωτομαγιά Πρωτομηνιά Πρωτομηνιά Αλλαγή εποχής Πρωτομηνιά-αλλαγή εποχής Πρωτοχρονιά Σκέψεις Σπουδαίοι Άνθρωποι Σπουδαίοι άνθρωποι Τα βιβλία μας Τα βιβλία μου Τα παιδία παίζει Τζάνι Ροντάρι Τι να μας πουν κι οι ποιητές... Το πoίημα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Το ποιήμα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Παγκόσμια Ημέρα Φιλόσοφοι Φλωρινιώτικα Χαϊκού Χιόνι Χριστούγεννα Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα... Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα…



Επίσημοι αναγνώστες (25)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links