ΜΟΥΣΙΚΗ, ΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΣ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ, ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΞΥΨΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
22 Μαΐου 2015, 00:28
ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ, Ένα διήγημα του Γιάννη Ανδρεόπουλου


Αγαπητοί φίλοι, αγαπητές φίλες, όσο περνούν τα χρόνια, οι αναμνήσεις, ιδιαίτερα οι καλές, γιατί τις κακές δεν θέλω να τις θυμάμαι, μου κατακλύζουν το μυαλό. Έτσι αυτή την φορά θα αφήσω στο blog μου, ένα αυτοβιογραφικό διήγημα, που το αποδίδω με την γλώσσα της αλήθειας. Συνηθίζουμε να λέμε  πως όποιος γράφει, γράφει με την φαντασία του. Η αλήθεια είναι πως ο καθένας που γράφει μετουσιώνει  την πραγματικότητα. Απλά η φαντασία του λογοτέχνη, ενεργεί προσθετικά, ώστε να γίνουν τα γραφόμενά του πιο ελκυστικά. Και εκεί έρχεται η κριτική του αναγν'ωστη.

adreo

 

ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ  

 

 

Εκείνο το πρωινό της πρώτης Αυγούστου, το περίμενα με λαχτάρα από πολλές μέρες πριν. Μία αγωνία  ανάμεικτη με χαρά και χίλια δύο άλλα συναισθήματα με είχαν καταλάβει. Θα πήγαινα στην κατασκήνωση.

Μα αυτό όμως που με είχε κάνει τόσο πολύ να αγωνιώ, ήταν που για πρώτη φορά θα έβλεπα από κοντά ολοζώντανη θάλασσα, που μόνο από τις ζωγραφιές του βιβλίου της Δευτέρας τάξης του σχολείου είχα δει.

Με τη φαντασία μου την έκανα πολύ γαλάζια, πότε γαληνεμένη και πότε  τρικυμισμένη και αφάνταστα αλμυρή. Το έλεγε και η μάνα μου κάθε τόσο τραγουδώντας με την θεσπέσια , γλυκύτατη φωνή της: Θάλασσα, θάλασσά μου αλμυρή .. και έτσι μου έμεινε. Και βέβαια ούτε εκείνη την είχε δει ποτέ της μέχρι τότε.

Έτσι, το πρωινό με βρήκε χωρίς να έχω κλείσει μάτι όλη τη νύχτα.  Απλά έκλεινα τα μάτια μου και σκεπτόμουν. Σκεφτόμουνα το βαθύ της γαλάζιο χρώμα, τη δροσερή της αύρα, τα καράβια που θα την διέσχιζαν και που ήθελα να μπω μέσα σε ένα από αυτά και να ταξιδέψω.  Τα πλατσουρίσματα και άλλα παιχνίδια στην ακρογιαλιά, όταν θα μας πήγαιναν για μπάνιο και χίλια άλλα δυο.

Η μάνα μου αποβραδίς μου είχε ετοιμάσει τα μπογαλάκια μου. Σηκώθηκα στις επτά από το κρεβάτι μου, ντύθηκα και φόρεσα το αγαπημένο μου καπέλο με τις πράσινες και άσπρες ρίγες, που είχε τα χρώματα της αγαπημένης μου ομάδας, που με έκανε να κλαίω, είτε νικούσε, είτε έχανε. Τα χρώματα του Παναθηναϊκού.

Με το καπέλο στο κεφάλι καμάρωνα, λες και ήμουν κάποιος σημαντικός, λες και ήμουν κάποιος που ξεχώριζε από τα άλλα παιδιά. Και βέβαια δεν συνέβαινε αυτό. Ένα απλοϊκό παιδάκι ήμουν. Και  πάντα είχα  ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο, που αντικατόπτριζε την παιδική μου αγνή ψυχή. Γιατί ήμουν καλοσυνάτο,  ήσυχο και χαρούμενο παιδί.

Στις οκτώ παρά τέταρτο αφού με φίλησαν  και με αποχαιρέτησαν η μάνα μου και τα αδέρφια μου, ιδιαίτερα ο σκληρός μεγαλύτερος αδελφός μου, που συνέχεια τσακωνόμασταν για το τίποτα, και  μου έδωσαν τις ευχές τους να περάσω καλά στην κατασκήνωση, με πήρε ο πατέρας μου από το χέρι και με κατέβασε στην πλατεία, όπου περίμενε ένα παλιό μεγάλο φορτηγό. Ένα καμιόνι ανοιχτό που ξέμεινε από τον πόλεμο και ο ιδιοκτήτης του το χρησιμοποιούσε για οτιδήποτε. Εμπορεύματα, ζώα, ανθρώπους…

Καμιά πενηνταριά παιδιά στοιβαχτήκαμε  στην πλατφόρμα του και ένας αγαπημένος ηρωικός δάσκαλος που θα μας συνόδευε, ανέλαβε σαν επικεφαλής την ευθύνη του ταξιδιού.

Λίγο πριν ξεκινήσουμε μας είπε:

-Παιδιά θέλω να είστε υπάκουοι, να κρατά ο ένας τον άλλον και τα μεγαλύτερα παιδιά να προσέχουν τα μικρότερα, μη μας τύχει τίποτα κακό και τραυματιστεί κάποιο παιδί.  Θα είναι μεγάλη δυστυχία για μένα να συμβεί αυτό.

-Στο δρόμο θα τραγουδάμε, θα λέμε αστεία και αν με ακούτε, το απόγευμα θα φροντίσω να σας πάω για μπάνιο στη θάλασσα.

-Ναι κύριε, φωνάξαμε όλοι μαζί.

-Θα είσαστε ήσυχοι; Γιατί θέλω να το ξανακούσω!

-Ναι, επαναλάβαμε όλοι, πιο δυνατά τώρα.

Ήταν φτωχός ο κόσμος τότε και δεν υπήρχαν  πολυτέλειες . Εγώ πρώτη φορά έκανα τέτοιο ταξίδι. Φύγαμε.

Σε όλη την διαδρομή έβλεπα τα πανέμορφα τοπία να διαδέχονται το ένα  το άλλο, καταπράσινα βουνά, κοιλάδες, ανθρώπους να δουλεύουν στα χωράφια, βοσκούς με τα ποίμνιά τους  και ένα σωρό άλλες σκηνές της καθημερινής ζωής της Επαρχίας…

Και ήμουν ευτυχισμένος που είχα τέτοια τύχη, να με αφήσουν οι γονείς μου δηλαδή,  να πάω στην κατασκήνωση. Μάλιστα θεωρούσα πως με άφησαν να φύγω από τα χέρια τους, γιατί είχα μεγαλώσει πια. Έτσι πίστευα.

Σε δύο ώρες και ένα τέταρτο το καμιόνι αγκομαχώντας, έφτασε κοντά  στον προορισμό μας. Το κατάλαβα πως τελειώνει το ταξίδι μας, γιατί από ψηλά,  από μια στροφή του δρόμου αντίκρισα για πρώτη φορά τη θάλασσα.

Σκίρτησε η καρδιά μου. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου, βλέποντάς την μέσα από τα κενά που άφηναν μεταξύ τους οι πλαϊνοί μου, που ήταν μεγαλύτεροι και πιο ψηλοί από μένα.  Και η έκπληξή μου ήταν πολύ μεγάλη.

Η θάλασσα μου φάνηκε σαν μια μεγάλη λεκάνη, γεμάτη με νερό βαμμένο  με γαλάζιο χρώμα,  που το διέκοπταν άσπρες γραμμές, που δημιουργούνταν από τα κύματα, που πρέπει να ήταν πολύ μικρά.

Η αύρα, το δροσερό αεράκι της θάλασσας,  έμπαινε  κατ’ ευθείαν μέσα στα στήθια μου, φέρνοντάς μου το άρωμα της θάλασσας και δίνοντάς μου μια φοβερή ευεξία.

Σε λίγο το αυτοκίνητο πήρε τον ολόισο δρόμο που οδηγούσε στην κατασκήνωση. Πλάι  ήταν τα χωράφια με σπαρτά καταπράσινα, μάλλον καλαμπόκια ήταν.

Το αυτοκίνητο ανέπτυξε ταχύτητα.

Τότε ο αγέρας μου πήρε το αγαπημένο μου καπέλο και αυτό αφού έκανε μερικές ακανόνιστες κινήσεις στον αέρα,  πήγε και προσγειώθηκε σε ένα από τα παρακείμενα καταπράσινα χωράφια.

Άρχισα να κλαίω γοερά και να φωνάζω.

-Το καπέλο μου, το καπέλο μου.

Έντρομος ο δάσκαλος από τον αιφνιδιασμό, προσπάθησε να με πιάσει μήπως και έπαθα κάτι, γιατί δεν κατάλαβε τι συνέβηκε και ο οδηγός ακούγοντας τις φωνές, σταμάτησε το αυτοκίνητο πατώντας απανωτά μικρά φρεναρίσματα, και μειώνοντας σιγά-σιγά ταχύτητα μέχρι που σταμάτησε το αυτοκίνητο, ευτυχώς χωρίς να συμβεί κάτι στα στοιβαγμένα σαν σαρδέλες παιδιά.

Εγώ αμέσως, με μια απότομη κίνηση, ξέφυγα από τα χέρια του δασκάλου και με ένα σάλτο, σαν αίλουρος, πήδηξα από το τεράστιο ψηλό φορτηγό και διατρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα την πλατωσιά του δρόμου, μπήκα στο χωράφι. Από κοντά με κυνηγούσε κι ο δάσκαλος. Αλλά ευκίνητος όπως ήμουν του ξέφυγα και άρχισα να ψάχνω μέσα στα καλαμπόκια, κλαίγοντας συνέχεια, για το καπέλο μου.

Μπορεί να βρει κανείς ένα πράσινο καπέλο μέσα σε ένα καταπράσινο τεράστιο χωράφι;  Όχι βέβαια.

Ο δάσκαλος έφτασε τρέχοντας και με την ψυχή στο στόμα κοντά μου.

-Γιάννο, πάμε να φύγουμε σε παρακαλώ, μου είπε και το πρόσωπό του είχε πάρει το κίτρινο χρώμα του λεμονιού, από τον φόβο του.

-Θέλω το καπέλο μου, του φώναξα κλαίγοντας. Θέλω το καπέλο μου, επανέλαβα.

-Πάει αυτό Γιάννο μου. Θα σου πάρω άλλο εγώ, μου είπε για να με καλμάρει.

Το καπέλο αυτό το είχα αγοράσει στο χωριό, με το τάλιρο που μου έδωσε ο πατέρας μου, επειδή είχα πάρει άριστα  στο απολυτήριο της Δευτέρας τάξης. Μου στοίχισε τρεισήμισι δραχμές.

Με πήρε ο δάσκαλος στην αγκαλιά του και με φίλησε με αγάπη.

-Σιώπα λεβέντη μου,  μου είπε. Θα πάρουμε άλλο. Και η φωνή του ήχησε στ’ αυτιά μου ξεψυχισμένα. Είχε φαίνεται σοκαριστεί. Γιατί εκεί που πρόσεχε να μην του συμβεί κάτι δυσάρεστο, βρέθηκε να με κυνηγάει στο δρόμο και στα χωράφια. Χωρίς να φταίει ο ταλαίπωρος, βρήκε τον μπελά του.

Ησύχασα  με όσα μου είπε ο δάσκαλος.

Μόλις φτάσαμε στην κατασκήνωση, του είπα.

-Θέλω το καπέλο μου, θέλω το καπέλο μου.

Ήταν αδύνατον να μην έχω το καπέλο μου.

Εκείνος γύρισε και μου είπε συγκινημένος.

-Γιάννο μου θα πάω να σου το αγοράσω. Δεν σου λέω ψέματα.

-Θέλω να έρθω κι εγώ μαζί σου. Θέλω να πάρω ένα ίδιο.

Λες και έφταιξε ο άνθρωπος που ο αέρας μου πήρε το καπέλο μου. Αλλά στην ηλικία που ήμουν εγώ και με την αξία που είχα δώσει, άθελά μου βέβαια, σε ένα καπέλο, δεν καταλάβαινα τίποτα.

-Εντάξει, να τακτοποιηθούμε πρώτα και μετά θα πάμε να το πάρουμε μαζί.

-Πρέπει να πάμε, εγώ δεν μπορώ να μην έχω το καπέλο μου.

Πράγματι ύστερα από μία ώρα περίπου πήγαμε στο κοντινό χωριό με τα πόδια, ένα χιλιόμετρο περίπου, πιο πέρα  από την κατασκήνωση.

Ψάξαμε στα μαγαζιά και το βρήκαμε. Ήταν ακριβώς το ίδιο.. και ησύχασα. Θέλησε ο δάσκαλός μου να το πληρώσει, αλλά εγώ δεν το δέχθηκα.

Είχα στην τσέπη μου δέκα δραχμές, που μου έδωσε ο πατέρας μου όταν έφυγα, για να αγοράζω καμιά καραμελίτσα στην διάρκεια των διακοπών.

-Όχι θα το πληρώσω εγώ, είπα στο δάσκαλο. Έχω λεφτά του είπα, σαν να είχα κανένα εκατομμύριο.

Ήμουν περήφανος και δίκαιος από τότε.  Ο φτωχός μου, αγαπημένος δάσκαλος, γύρισε και μου είπε.

-Ας το Γιάννο μου να το πληρώσω εγώ. Εγώ παίρνω μισθό και δεν είναι τίποτα να πληρώσω.

-Όχι, κύριε, επέμεινα εγώ.

Ήξερα πως το χρήμα τότε ήταν δύσκολο και ότι είχε μεγάλη αξία. Το έβλεπα αυτό στο σπίτι μου. Έτσι δεν δέχθηκα να το πληρώσει ο δάσκαλος.

Μετά από όλη αυτή την ιστορία, γύρισα μαζί με το δάσκαλο στην κατασκήνωση γεμάτος χαρά.

Τα επόμενα χρόνια, σαν με συναντούσε  ο δάσκαλος,  με πείραζε, Μέχρι τα βαθειά του γεράματα δηλαδή, μη εννοώντας να ξεχάσει το περιστατικό.

-Το καπέλο μου, το καπέλο μου έλεγε, προσποιούμενος πως κλαίει.

Και εγώ γελούσα. Σκεπτόμενος το χουνέρι που του έκανα εκείνο τον καιρό.

 

 

Από την συλλογή: «Αγαπημένες μου παιδικές  αναμνήσεις»

 

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο


Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
adreo
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσικοσυνθέτης
από ΝΕΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/adreo

Σκοπός του BLOG μου είναι η προώθηση και προαγωγή της ΜΟΥΣΙΚΗΣ, οποιασδήποτε μορφής τέχνης (των λεγόμενων ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ) και του λόγου, (ΠΟΙΗΣΗ, ΣΤΙΧΟΣ, ΔΙΗΓΗΜΑ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ), σχετική αρθρογραφία και προσωπικές απόψεις, κρίσεις και εκτιμήσεις.



Tags

Γάτες να αφυπνιστούμε ολοι ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ www.musicheaven.gr/html/story.php?id=1523 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ



Επίσημοι αναγνώστες (7)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links