Όταν η ψυχολογία σου είναι στο πάτωμα, η πρώτη λύση είναι να την ανυψώσεις. Φυσικά αυτό είναι δύσκολο γιατί αν ήταν τόσο εύκολο, θα το ‘χες κάνει ήδη. Μια δεύτερη λύση είναι να ρίξεις τη ψυχολογία των γύρω σου, να πηγαίνετε ασορτί…
Αυτό είναι επίσης δύσκολο γιατί θέλει έμπνευση. Αλλά αν είχες έμπνευση θα ασχολιόσουνα με τίποτε άλλο που θα σε ανέβαζε και δε θα χρειαζόταν να ζαλίζεις του καθενός το ταμ τιριρίμ…
Άρα φτάνουμε στην Τρίτη λύση που είναι κι η πιο ενδεδειγμένη. Φτιάχνεις μια εικονική πραγματικότητα που όλοι έχουν τα απόχαλιά τους, και βλέποντας τους να κοπανιούνται σα χαροκαμένοι, θα ‘λεγες κι ευχαριστώ που ‘σαι ζωντανός…
Βάζεις ένα ψυχολογικό θρίλερ. Η τρελλοκοτσιδου- πρωταγωνίστρια, όπως συνηθίζεται, είναι στην κοσμάρα της και ξεκινά για τρελλό weekend στην εξοχή. Μαζί κι ο γκόμενος- άλλο βόδι κι αυτό- ο οποίος είναι στο αμάξι όλο πειράγματα και ζουζουνιές. Για να μην τελειώσει η ταινία σε 10 λεπτά, κουβαλάνε μαζί κι ένα άλλο έρμο ζευγάρι που θα πρέπει να θυσιαστεί στο τάκα-τάκα για τις ανάγκες της τέχνης. Έτσι το μόνο που δεν κάνουν είναι να τραγουδούν στο πίσω κάθισμα «Αυτή η νύχτα μένει…»
Μετά? Ήχοι και τριξίματα, κουρτίνες να κουνιούνται απ’ τα μποφόρια που έρχονται απ’ την τραπεζαρία, και στο πατάρι μια παλιά αποθήκη που έχει να μπει καθαρίστρια από το κραχ του ’29.
Μετά, το έλα να δεις. Το φιλικό ζευγάρι ήδη έχει γίνει αρνάκι του γάλακτος, ενώ κι ο γκόμενος μετά από λίγο κοσμεί το υπνοδωμάτιο του φαντάσματος ως αφίσα. Η τρελλοκοτσιδού— πρωταγωνίστρια ψάχνει να τον βρει μ’ ένα φακό στο σκοτάδι, λες κι έχασε αναπτήρα.
Η συνάντηση της τρελλοκοτσιδού-πρωταγωνίστριας με το φάντασμα, εμπλουτίζεται στο τέλος της ταινίας από έναν εμπνευσμένο και πρωτότυπο διάλογο, στον όποιο διαφαίνονται οι δημοκρατικές ευαισθησίες του φαντάσματος (το συζητά, δεν την τρώει απ’ ευθείας), αλλά και η αυταπάρνηση κι ο ηρωισμός της αλληνής…
- Θα σε φάω
- Εγώ θα σε φάω
- Όχι, εγώ θα σε φάω
- Καλά, θα δούμε. Ξεκινάμε?
Κι αρχίζουν οι καρατιές.
Στο τέλος συνήθως δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Η τρελλοκοτσιδού-πρωταγωνίστρια τρέχει σε κάτι χωματόδρομους σαν παρλιακό, ενώ το φάντασμα στην τελευταία σκηνή του έργου δεν ξέρει τι του γίνεται και μοιάζει να κάνει νοήματα στο σκηνοθέτη, «Να βγω ή να μη βγω?»
Το αποτέλεσμα είναι η «κάθαρση». Η ψυχολογία ανεβαίνει κατακόρυφα, ειδικά αν τηλεφωνήσεις στους δικούς σου και σε διαβεβαιώσουν ότι δε σε ζήτησε κανένα φάντασμα στο τηλέφωνο όσο έλειπες…
Κι είσαι έτοιμος να αντιμετωπίσεις όσους σου χαλάνε τη ψυχολογία κατάφατσα. Χωρίς απειλές, κλάματα ή κατινιές. Απλώς μ’ ένα ρομαντικό weekend στην εξοχή…(χιχιχι)
5 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΖω ένα δράμα...
50 χρόνια μπροστά... Grande Bretagne Haute-culture... see through συντακτικό τζιβάνες ααα... αλλαξοκωλιές Βζζζζουμ Γκόρτσος! Γκόρτσος! Δρακουμέλ Ελλάδα- Αχ πατρίδα μου γλυκειά! Επίκαιρα: Ούτε που τα θυμάμαι Ευτυχισμένοι μαζί Ήταν ωραία στη Μοζαμβίκη... θου κύριε καλλιγραφία αδερφή γιαπί κάργες Καρχαρίες Κοκό κουλτούρα μας να φύγουμε Λίγο καλύτεροι από μένα... λοίμωξη Μάγια η μέλισσα καραμπουζουκλής τσόντα Μελέτη σκιάχτρο Συγγρού Μόγλης μπατανόβουρτσες μπουρμπουλήθρες Μπουτάκια Ντάμπο το ελεφαντάκι ξενΕΡΩΤΩΝ διάλογοι... Οι ηττημένοι της ιστορίας... Όταν ήμουνα παθιάρης... πηγάδι μεγιεμελέ juventus πολυμίξερ αστροφεγγιές captain-Iglo προφήτης Ηλίας φάλαινα Τσε σαμιαμίδι φουλ της ντάμας αστερίας Τις πταίει Ψώνια στο καμπαναριό