Κραυγή σε ώρα πρωινή μεθυσμένη σκέψης παραπαιόμενη σαθρή στον αέρα.
Δεν ξύπνησε από ύπνο βαρύ. Δεν κοιμήθηκε ευτυχής.
Ξαφνιασμένος δεν είναι, μπροστά του φαντάσματα ζωντανεύουν κινούνται ανάμεσα στις υπάρξεις και τις σκοτεινιάζουν μαραίνουν το φως.
Η ανευθυνότητα σε μίγμα αμάθειας
ξετσιπωσιάς βολικής προσκόλλησης στα μυστικά υποταγή
υποταγή δειλία φόβος φόβος φόβος πόνος
πρέπει να μάθεις να σου αρέσει
πόνος σωματικός λιωμένα θέλω, αποδιαρθρωμένη συνείδηση καμένη ζωή.
Μέλλον, μάλλον σκοτεινιάζουν, μαραίνουν το φως και το φως καίει δεν το μπορούν, δ
εν ανέχονται να το βλέπεις.
Στη δουλειά ένα πιάτο φαγητό κι αυτό κρύο
το Κρεβάτι εκεί χάμω κλείνεις τα ματιά για λίγο,
δεν ζεις πολύ δεν χαμογελάς ο φόβος είπαμε ο φόβος κυριαρχεί πρέπει να κυριαρχεί.
Πρέπει να φοβάσαι εμένα εσένα το διπλανό, το αφεντικό ζητά πειθαρχία.
Τώρα το σύστημα τέλειωσε δε αντέχει άλλο
οι πυραμίδες με την αρχαία λάμψη τους δεν θα του δανείσουν άλλη.
Θα πεθάνει όχι γιατί θα το σκοτώσω εγώ μα έχει πεθάνει ήδη
γιατί τι είναι ζωή;
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι