Σκοτείνιασε ο ουρανός και βάφτηκε σε δυο τόνους. Εκεινον του μαύρου καρβουνου και τον άλλον του σκουρου μπλε. Μανιαζει ο αέρας και οι μολυβένιοι ογκοι στο βάθος δεν ξέρεις αν είναι σύννεφα η κύμα. Μπορεί να είναι και το σμιξιμο της θάλασσας και του ουρανού, πρωτογονη κι αρχέγονη ορμή καταστροφής και δημιουργίας. Σαν τα σώματα δυο εραστών που δεν προφταινουν να μιλήσουν παρά μόνο ενώνονται αγρια και λύνουν στη φωτιά του πόθου τη σιωπή τους.
Η καταιγίδα ερχεται. Μυρίζει μπαρούτι ο αέρας και οι αστραπές σκιζουν τη μαυρίλα στα απέναντι βουνά.
Θέλω να βγω εξω στη μανία της φύσης. Να βρέξω κάθε κύτταρο μου με τη λυτρωτική βροχη. Ανατριχιάζω στη βουη του ανεμου..να πάω εκεί να ενώσω μαζί του τη φωνή μου....Μην με ψάξετε. Ακομη κι αν με βρείτε δε θα γυρίσω. Γιατί εκεί έξω η ψυχη μου ειναι ελευθερη...
Έγραψε στο τελευταίο φύλλο του ημερολογιου. Έπειτα άνοιξε την πόρτα, πήρε το κόκκινο άλογο από τον στάβλο και χάθηκε στην καταιγίδα.