Κι ανατολή ζεμάταγε το βλέμμα όποιου κοίταζε αντίκρυ τον ήλιο.
Κι ο ήλιος δεν ξεστράτιζε στο δρόμο του.
Πάταγε γερά βαριά σαν βασιλιάς σαν εξουσιαστής κυβερνήτης σήμερα και αύριο.
Μένει ξανά η ανέμη μόνη, γυρνά ακανόνιστα τυχαία χωρίς πρόγραμμα
δεμένα νήματα στην άκρη του φεγγαριού χλωμά κίτρινα,
λεωφόροι αδιάβατοι όμορφα πυροτεχνήματα στολίζουν την καρδιά σου
δεμένα λόγια σε καρδιές ραγισμένες σε βράχια άχαρα ριγμένες.
Κι θάλασσα με αλμύρα πότισε το αίμα το μυαλό με τις γοργόνες ξόβυζιες
να χορεύουν τα βράδια στα αδέσμευτα όνειρα που ξαμολιούνται αλάνια και φωνάζουν χωρίς να τα ακούνε
οι άλλοι που βλέπουν τα ίδια ανομολόγητα βασανιστικά
ίδια με τον ήλιο τον κοσμοκράτορα τον πούστη
που δίνει φώς και δύναμη στους δυνάστες αυτούς με τα μαστίγια τους επιβλητικούς άρχοντες,
ευφραίνεσαι τα δροσερά απογεύματα με την μικρή κυρία που σε μάζεψε στην αγκαλιά της
σκύβεις ευλαβικά κάτω από τις σταγόνες της βροχής που πότισε το μέλλον
κλαίγοντας στην νύχτα που δε ξημέρωνε για να χορτάσει τον ύπνο
τα ξυπνητήρια φωνάζουν κοιμήσου
σήκω χόρεψε πιες κρασί κόκκινο παλιό δέσε τα μάτια πάνω στα νέα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων
χάιδεψε τη γάτα σου μια τρομερή μικρούλα.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι