…Κατηγορηματικός και αμετάπειστος, κάθε δρόμος φθάνει στο τέλος του. Ασθμαίνοντας, παραληρώντας, με πυρετικά διαλλείματα πεζοδρομίων, διαβάσεων για πεζούς, και φανάρια που σε ρωτούν «τι ώρα είναι»…. For No One…. For No One…. Τι χαμογελάς αγοράκι μου; δεν ήξερες, κι ούτε υπήρχε λόγος να ξέρεις. Σαν τον άλλον, που υπέγραφε αυτόγραφο σε εκείνον, που λίγες ώρες αργότερα θα του φύτευε καυτά εισιτήρια για μια παγερή αθανασία…. I, Me, Mine…. Σε είδα να ποζάρεις κοιτάζοντας επίμονα τον απέναντι τοίχο. Ζάρωσα. Δεν ήξερα ποιος από τους δυό μας είναι η φωτογραφία, και ποιος ο θεατής… Έπειτα, ήρθαν τα σκοτάδια. Σε κάτι καχεκτικά στενάκια, στην τελλουρική Αγκάρθα, δυό σταγόνες βροχής έπιασαν την κουβέντα… Τότε ακριβώς, τα ξόρκια έσπασαν. Και άλλαξες τοίχο…