Σχολώντας χθες έκανα μια στάση για τσιγάρα. Λίγο πιο πέρα από το περίπτερο, στο παρτέρι της πλατείας, καθόταν ένα κοριτσάκι, όχι παραπάνω από 16-17 χρονών. Φορούσε κάτι παλιόρουχα και κουλουριαζόταν, για να προφυλαχθεί από το κρύο και τη βροχή, που είχε αρχίσει να πέφτει.
Έριξα μια κλεφτή ματιά και έκανα να γυρίσω προς το αυτοκίνητο. Εκείνη, με ένα νεύγμα με κάλεσε κοντά της. Απέστρεψα την προσοχή μου και πλησίασα το αυτοκίνητο. Η συναισθηματική φόρτιση, όμως, με γύρισε πίσω. Θυμήθηκα μια εικόνα που δεν λέει να ξεφτίσει από τη μνήμη μου. Ένα πρόσωπο, τόσο αγαπημένο… Αρχισα να τρέμω και χωρίς να το σκεφτώ περισσότερο, πλησίασα την κοπέλα.
Εκείνη, με βλέμμα απλανές, φανερά υπό την εξάρτηση ‘’χημείας’’, σήκωσε το χέρι σαν να ήθελε να πιαστεί από πάνω μου, αλλά δεν μπορούσε να ορίσει ούτε καν αυτή την τόσο απλή κίνηση.
- Έχεις ένα τσιγάρο?
- Στριφτό, θες?
Με ένα νεύγμα γεμάτο απόγνωση, απάντησε καταφατικά. Έτοίμασα ένα τσιγάρο και της το άναψα. Με το ένα χέρι τρεμάμενο, έπιασε το τσιγάρο και το ρούφηξε, σαν να ήθελε απεγνωσμένα να ανασάνει, ενώ με το άλλο χτύπησε το στήθος της δηλώνωντας, ευχαριστώ!
- Γιατί δεν πας σπίτι σου, η βροχή δυναμώνει, ρώτησα.
Με κοίταξε στα μάτια με βλέμμα σαν να της μίλαγα για πυρινική φυσική.
- Δεν έχω... με έδιωξαν.
- Δεν μπορεί, κάπου θα μένεις. Πήγαινε, μην αρρωστήσεις.
Χαμογέλασε ειρωνικά (ήξερα γιατί).
- Νά ‘σαι καλά ρε κύριος. Περιμένω τον φίλο μου, να με πάρει.
- Ναι βέβαια...
Με κοίταξε ξανά στα μάτια. Από το ύφος που το είπα, μάλλον κατάλαβε. Μου χαμογέλασε με συμπάθεια και τα μάτια της δάκρυσαν...
Σηκώθηκα, πήγα και πήρα ένα πακέτο τσιγάρα και γύρισα σε αυτήν.
- Κράτα τα. Μπορεί να σου χρειαστούν.
- Όχι, ευχαριστώ. Ο φίλος μου...
- Καλά, κράτα τα μέχρι νά ‘ρθει.
- Ευχαριστώ, κύριος. Έκανε να με αγκαλιάσει... τραβήχτηκα.
Έβγαλα το μπουφάν και την τύλιξα.
- Όχι, δεν...
Έβαλα το δάχτυλο στα χείλη, την κοίταξα...
- Δεν ακούω κουβέντα! Εγώ έχω αυτοκίνητο, εσύ θα πουντιάσεις εδώ που στέκεσαι.
- Θα στο ξαναδώσω. Το πρωι θα σου το φέρω, αλήθεια.
- Ναι... βέβαια!
Έφυγα. Δεν ήξερα αν θέλω να κλάψω, δεν ήξερα αν έπρεπε να φύγω. Ξέρω όμως, ότι είχα τέτοιο σφύξιμο στην καρδιά, που δεν με άφηνε καλά καλά να ανασάνω. Της αφιερώνω, μέρος από στιχάκια που είχα γράψει τότε... 17 χρόνια πριν....
Μεσ’ το κρύο ένα πρωί
κελαηδούσε ένα πουλί.
Κελαηδούσε κι έλεγε
τον πόνο του και έκλαιγε.
Ήτανε, λέει, ένα παιδί
δίχως αγάπη και στοργή.
Φίλους δεν είχε ή συγγενείς
γιατί ήτανε ναρκωμανής...
14 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr Template design by Jorge |