ελληνική μουσική
    524 online   ·  210.834 μέλη
    αρχική > Μουσική Εγκυκλοπαίδεια

    Ρυθμός



    Τυχαίος Όρος: Διαπασών οξεία

    Ρυθμός στη μουσική, είναι η συμμετρική διαδοχή χρονικών διαρκειών με κάποια τάξη. Είναι με άλλα λόγια η ακριβής επανάληψη της χρονικής διάρκειας ενός μέρους του μέτρου και γενικά η αυστηρή τήρηση του Χρόνου (βλ σχετικά στη λέξη «Χρονος (tempo) στην εγκυκλοπαίδεια μουσικών όρων του MH).
    Η λέξη ρυθμός χρησιμοποιήθηκε ως μουσικός όρος ήδη από τον 4ο αι. π.Χ. όταν πρώτος τον μελέτησε ως μουσικό όρο ο Αριστόξενος. Ο Πλάτων ορίζει το ρυθμό ως εξής: «τη δη της κινήσεως τάξει ρυθμός όνομα είη» (Νόμοι Β΄, 665 Α) (δηλαδή ρυθμός ονομάζεται η τάξη της κίνησης). Στην αρχαία ελληνική ποίηση ο ρυθμός με τον οποίο γράφονταν τα μέλη ήταν ο προσωδιακός, ο οποίος στηριζόταν στο ιδιαίτερο μελωδικό τονισμό των συλλαβών, βάσει της διάκρισης των τελευταίων σε μακρές και βραχείες συλλαβές. Επρόκειτο δηλαδή για την με ορισμένη τάξη κανονική εναλλαγή μακρών και βραχείων συλλαβών, από τις οποίες οι μεν προφέρονταν με μεγαλύτερη και οι δε με μικρότερη διάρκεια. Δηλαδή δεν λαμβανόταν υπόψη ο τόνος των λέξεων και της φράσης (Θυμίζουμε τη διάκριση βραχέων και μακρών φωνηέντων : βραχέα (ε,ο), μακρά (η, ω και όλοι οι δίφθογγοι εκτός από τους αι και οι όταν αυτοί βρίσκονταν στο τέλος της λέξης, οπότε ήταν βραχείς). Υπήρχαν επίσης και τα δίχρονα (α,ι,υ) τα οποία άλλοτε προφέρονταν ως μακρά και άλλοτε ως βραχέα, κατά τον προσωδιακό τονισμό).
    Στην εκκλησιαστική υμνογραφία κατά τον Γ΄ και Ε΄ αι. αρκετοί υμνογράφοι, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Γρηγόριος Θεολόγος ο Ναζιανζηνός κ.α. συνέθεσαν ύμνους κατά τον αρχαίο προσωδιακό ρυθμό, ωστόσο ήδη από τους προχριστιανικούς χρόνου, η προσωδία είχε αρχίσει να εγκαταλείπεται. Ο ρυθμικός πεζός λόγος θα καταλήξει να διαμορφώσει τα τονικά μέτρα στη συνέχεια.
    Ο τονικός ρυθμός λοιπόν εμφανίζεται στην εκκλησιαστική υμνογραφία και κατ’ επέκταση στα εκκλησιαστικά μέλη ήδη από τον 4ο αι. Ο ρυθμός αυτός στηρίζεται στον τονισμό των λέξεων και στην ποσότητα των συλλαβών. Εδώ δηλαδή ο μετρικός και ο γραμματικός τόνος δεν συμπίπτουν πάντοτε αλλά μόνον όταν η μετρικώς τονιζόμενη συλλαβή φέρει και το γραμματικό τόνο. Γι αυτό και σε ένα εκκλησιαστικό μέλος δεν έχουμε πάντα τον ίδιο ρυθμό, καθώς ούτε τα μέτρα του αποτελούνται από τον ίδιο αριθμό χρόνων. Ο καλύτερος δε εκπρόσωπος αυτής της νέας ποιητικής τέχνης είναι ο Ρωμανός ο Μελωδός. Να σημειώσουμε δε ότι σε 3 μόνο συνθέσεις της εκκλησιαστικής ποίησης συναντάται ο κλασικός προσωδιακός ρυθμός (κανόνες Χριστουγέννων, Θεοφανείων και Πεντηκοστής που αποδίδονται στον Ιωάννη Δαμαστκηνό)
    Γενικότερα στη μουσική ο ρυθμός προκύπτει από τα μέτρα κι έτσι από το είδος αυτών χαρακτηρίζεται και αυτός. Έτσι έχουμε δίσημο ρυθμό (σε αντιστοιχία προς το διμερές μέτρο της ευρωπαϊκής ή μέτρο δύο χρόνων ή δίσημο μέτρο της βυζαντινής), τρίσημο κ.ο.κ., ενώ ειδικότερα στη βυζαντινή μουσική η διάκριση των ρυθμών γίνεται και μεταξύ των απλών και συνεπτυγμένων, σε αντιστοιχία και πάλι με τη σχετική διάκριση των μέτρων της βυζαντινής μουσικής σε απλά και συνεπτυγμένα (βλ. σχετικά και στη λέξη «μέτρο» στην εγκυκλοπαίδεια μουσικών όρων του ΜΗ).Να σημειώσουμε επίσης ότι στη βυζαντινή μουσική σε τονικό ρυθμό (δηλαδή δίσημο, τρίσημο και τετράσημο) ψάλλονται τα σύντομα ειρμολογικά μέλη, όπως και τα χερουβικά, τα κοινωνικά και τα άξιον εστί. Σε συνεπτυγμένο ρυθμό πάλι ψάλλονται τα αργά ειρμολογικά μέλη, οι αργές καταβασίες, οι αργές δοξολογίες, τα αργά κεκραγάρια, τα αργά πασαπνοάρια, οι πολυέλεοι, το Μακάριος ανήρ κ.α. Ο συνεπτυγμένος ρυθμός ειδικά στα αργά μέλη δίνει ευχάριστη και ρέουσα ρυθμική αγωγή και καλλίτερη απόδοση του τονικό ρυθμού.




    Βιβλιογραφία: Διονυσίου Παναγόπουλου, «Μέθοδος Βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής», 1995
    Γιώργου Διαμαντή «Η κλασική Θεωρία της Μουσικής», εκδ Νάκα, 2001
    Σακελλαρίου Ν. Θεοδώρου, «Εισαγωγή στη φιλολογία της μουσικής», εκδ. Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
    Διαμαντή Μαυραγάνη, «Μουσική Ανθοδέσμη», 1968
    Δημητρίου Βερυκίου, «Η μετρική της χριστιανικής υμνογραφίας», 1998
    Δ. Λυπουρλή, «αρχαία ελληνική μετρική», εκδ. Παρατηρητής 1983





    επιστροφή

    9905