ελληνική μουσική
    693 online   ·  210.832 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > No_Music

    Σπίθες μες τη νύχτα

    Σπίθες μες τη νύχτα



    Ενότητες
    Μερος Α
    Μερος Β
    Γράφει ο Astron
    24 άρθρα στο MusicHeaven
    Κυριακή 11 Ιαν 2009

    Μερος Α

    Το σκοτεινό δωμάτιο ήταν η μόνη του συντροφιά. Γερμένος σε μια παλιά πολυθρόνα δίπλα απ’ το παράθυρο έκλεινε τα μάτια και αναπολούσε περασμένες ιστορίες και γεγονότα που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή του.



    Ο παγωμένος χειμωνιάτικος αέρας της νύχτας έβρισκε πάντα κάποιο τρόπο να μπαίνει στο σπίτι και να γαργαλάει τις λιγοστές τρίχες που είχαν απομείνει στο κεφάλι του. Σαν υπενθύμιση ότι ήταν ζωντανός, μα για πόσο καιρό ακόμα; Ούτε ο ίδιος θυμόταν πια την ηλικία του, δεν είχε σημασία. Εκατομμύρια αναμνήσεις τον κύκλωναν σε μια αδυσώπητη νοσταλγική θύελλα. Κι όσο κι αν πάλευε, έμοιαζε ανήμπορος να τις συγκρατήσει και να τις βάλει σε τάξη. Οι αναμνήσεις μπερδεύονταν έτσι μεταξύ τους και έφτιαχναν ένα πολύχρωμο κουρέλι, το κουρέλι της ζωής του, γεμάτο μπαλώματα και κενά, δίχως να ξέρει πια εάν τα γεγονότα συνέβησαν έτσι όπως τα θυμόταν. Τα πρόσωπα που αγάπησε, τα μέρη που ταξίδεψε, οι εποχές, όλα περασμένα, όλα ανύπαρκτα. Ήταν άραγε όνειρα ή αλήθεια;

    Ξαφνικά μια νεανική φωνή που ερχόταν απ’ έξω διέκοψε την περισυλλογή του.
    -Παππού! Παππού είσαι εδώ;
    Χτυπήματα πάνω στην ξύλινη πόρτα συνόδεψαν τη φωνή.
    -Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα; προσπάθησε να ψιθυρίσει ο γέρος δίχως να ακουστεί καθόλου. Μάταια προσπαθούσε να θυμηθεί κάποιο πρόσωπο στο οποίο ταίριαζε τούτη η φωνή.
    -Άνοιξέ μου να σου πω τα χρόνια πολλά, μπήκε το νέο έτος παππού! συνέχισε παρακλητικά ο νεαρός.
    Ήταν πια σίγουρος ότι δεν ήταν πρόσωπο της φαντασίας του. Τα χτυπήματα στην πόρτα ήταν πέρα για πέρα αληθινά, αφού έκαναν τα κλειδιά που κρέμονταν στην κλειδαριά να τρέμουν και να κουδουνίζουν. Έκανε να σηκωθεί με δυσκολία, ζάρωσε το πρόσωπό του απ’ την προσπάθεια. Βήμα-βήμα προχώρησε προς την πόρτα και ακούμπησε διστακτικά το χέρι στο πόμολο. Η πόρτα άνοιξε.

    -Ευτυχισμένο το νέο έτος! είπε ο νεαρός, μα μόλις αντίκρισε το γέρο τρεμούλιασε η φωνή του. Είχαν περάσει τα χρόνια, ο χειμώνας ήταν βαρύς και η κατάσταση του γέρου είχε χειροτερέψει. 
    -Από εδώ κοντά είμαι, γείτονας, είπε προσποιητά θέλοντας να κρύψει την αμηχανία του. Να παππού, σου έφερα λίγα σοκολατάκια να γλυκαθείς! 
    Στο δεξί του χέρι κρατούσε κουτί με λαμπερό περιτύλιγμα ενώ το αριστερό του κρεμόταν αμήχανα στο πλάι. Ο γέρος έστεκε σκυφτός, αμίλητος, ζαρωμένος. Είχε χρόνια να δεχτεί τέτοια ευχάριστη επίσκεψη. Έκανε να πει ευχαριστώ, μα είχε μείνει κρυσταλλωμένος. Μετά από λίγη ώρα κούνησε τα χείλια του:
    -Σε ευχαριστώ παλικάρι μου. Καλή χρονιά και σε σένα. 
    Πήρε βαθιά ανάσα κι έκανε να κλείσει την πόρτα πίσω του.
    -Ε! Παππού τι κάνεις εκεί; Χρονιάρες μέρες και θα κλειστείς μέσα; Έλα έξω να γιορτάσουμε το νέο χρόνο, βάλε τα καλά σου κι έλα, θα περάσουμε ωραία!
    «Βάλε τα καλά σου». Πόσο καιρό είχε να ακούσει αυτή τη φράση ο γέροντας… Θυμήθηκε λαμπερούς γάμους, δεξιώσεις, γιορτές και επίσημες συναντήσεις περασμένων χρόνων. Συλλογίστηκε για λίγο τα λόγια του νέου και ξάφνου έβαλε τα γέλια!
    -Ε λοιπόν δε ξέρω τι άνθρωπος είσαι εσύ νεαρέ μου, αλλά θα σου κάνω τη χάρη!
    Τι είχε να χάσει ο γέροντας; Απ’ την απέραντη μοναξιά του σκοτεινού σπιτιού του, οτιδήποτε ήταν προτιμότερο. Με όσο γοργό βήμα του επέτρεπε η ηλικία του χώθηκε μες το σπίτι ψάχνοντας τα καλά του ρούχα που θα ήταν καταχωνιασμένα σε κάποιο παλιό ντουλάπι.

    Μετά από λίγη ώρα, στολισμένος με καπέλο, σακάκι, παντελόνι, και με άρωμα παλιάς κολόνιας βγήκε και πάλι έξω. Είχε αρχίσει να χιονίζει πυκνές νιφάδες και η πόλη είχε φορέσει τα πρώτα άσπρα της.
    -Να ‘μαι λοιπόν… έκανε να πει χαμογελώντας με τη βραχνή γέρικη φωνή του, μα στάθηκε. Κοίταξε τριγύρω. Δεν υπήρχε κανείς. Ο νέος είχε εξαφανιστεί. Προσπάθησε απεγνωσμένα να διακρίνει τη μορφή του μέσα στις χιονονιφάδες, μα δε φαινόταν πουθενά. Η κατάλευκη άδεια εικόνα έπεσε σαν τσεκουριά στην καρδιά του γέρου. Πόση ανάγκη είχε από λίγη συντροφιά τούτες τις ώρες... Και όλα αυτά τα σαδιστικά παιχνίδια της φαντασίας του έκαναν τη θλίψη του αβάσταχτη. Μα πριν προλάβει να σκουπίσει τα μάτια, άκουσε ανάλαφρα βήματα στο χιόνι.
    -Είστε έτοιμος; ακούστηκε μια γλυκιά γυναικεία φωνή λίγα μέτρα στα δεξιά του. Στις ομορφιές σας είστε βλέπω!
    Ο γέρος ήταν αποφασισμένος ότι δεν θα άφηνε την πεινασμένη φαντασία του να τον εξαπατήσει και πάλι. Έκλεισε τα μάτια και αυτοσυγκεντρώθηκε, προσπάθησε να τη διώξει απ’ το μυαλό του. Μα το άρωμά της ήταν τόσο έντονο, τόσο θηλυκό που δεν μπόρεσε να αντισταθεί και την κοίταξε. Ντυμένη με ένα κατακόκκινο φόρεμα που λαμπίριζε, η πανέμορφη γυναίκα τον κοιτούσε με μεγάλα ολόγλυκα μάτια. Τα μαλλιά της χάιδευαν τους γυμνούς της ώμους λες και ήταν έργο αριστοτέχνη ζωγράφου, και τα χείλη της έμοιαζαν πλασμένα για φιλιά.
    -Ποιο είναι το όνομά σας; συμπλήρωσε η γυναίκα πριν προλάβει ο γέρος να πει κουβέντα.
    -Λα…Λάμπρος, είπε διστακτικά. Εσύ πάλι ποια είσαι; Που είναι το παλικάρι που μου είπε να…
    -Μην ανησυχείτε καθόλου κύριε Λάμπρο, τον διέκοψε η γυναίκα. Θα περάσουμε υπέροχα απόψε, είστε έτοιμος;
    -Ε-Έτοιμος! αναφώνησε με πείσμα ο γέρος, σκεπτόμενος ότι δεν είχε τίποτα να χάσει.
    Η κοπέλα τού έπιασε γλυκά το χέρι και τον οδήγησε σιγά σιγά προς ένα αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στην άκρη του δρόμου. Του άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού, και μετά από ένα δύσπιστο βλέμμα ο γέρος κάθισε αναπαυτικά στο κάθισμα.

    Το ταξίδι διήρκεσε αρκετή ώρα μέχρι που φτάσανε έξω από ένα θεόρατο κτίριο.
    -Λοιπόν; είστε έτοιμος για ένα ρομαντικό δείπνο; είναι όλα έτοιμα, είπε η κοπέλα γλυκά, σχεδόν παρακλητικά.
    -Δείπνο;
    Άλλη μια λέξη που έφερνε χιλιάδες αναμνήσεις στο μυαλό του γέρου. Μα δεν προλάβαινε τώρα να τις συλλογιστεί, έπρεπε να δώσει γρήγορα μιαν απάντηση. Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Η κοπέλα του έγνεψε να την ακολουθήσει και εκείνος δειλά μπήκε μαζί της στον ανελκυστήρα. Μετά από λίγη ώρα βρέθηκαν στον τελευταίο όροφο του ουρανοξύστη, σε έναν χώρο που έμοιαζε εντελώς μαγικός και παραμυθένιος σα να είχε βγει απ’ τα ομορφότερά του όνειρα. Απαλή ρομαντική μουσική συνόδευε το φως των κεριών που ήταν τοποθετημένα διακριτικά σε διάφορα σημεία της αίθουσας. Έξω απ’ τα παράθυρα φαινόταν μονάχα το χιόνι που έπεφτε ακατάπαυστα. Η προσοχή του γέρου αμέσως στράφηκε στο κέντρο του χώρου όπου βρισκόταν μονάχα ένα τραπέζι με δυο σερβίτσια και δύο καρέκλες τοποθετημένες αντικριστά. Κάθισαν και οι δύο δίχως να πούνε λέξη. Δεν άργησε να φανεί ο σερβιτόρος φέρνοντας ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί και δύο κρυστάλλινα ποτήρια.
    -Σας περιμέναμε, είπε χαμογελώντας.

    Ο γέρος έστεκε βουβός συλλογιζόμενος πόσο απίθανα έμοιαζαν όλα όσα συνέβαιναν τούτη τη νύχτα. Όταν έφυγε ο σερβιτόρος, ο γέροντας έβαλε τα γέλια.
    -Τι συμβαίνει κύριε Λάμπρο; ρώτησε με ενδιαφέρον η κοπέλα.
    -Αχ πανούργα φαντασία μου, απάντησε εκείνος γελώντας πικρά, μη νομίζεις ότι θα με νικήσεις, ξέρω ότι σε λίγο θα βρίσκομαι ξαπλωμένος στην πολυθρόνα του σπιτιού μου και ότι όλα αυτά είναι άθλια γεννήματά σου!
    -Ακόμα να καταλάβετε ότι όλα όσα συμβαίνουν είναι αληθινά;
    Ο γέρος την κοίταξε καχύποπτα. Όλες οι αισθήσεις του έλεγαν ότι πράγματι έλεγε την αλήθεια, αλλά δεν θα άντεχε άλλη απογοήτευση, δε θα άντεχε άλλα παιχνιδίσματα του φαντασμένου μυαλού του. Η κοπέλα βλέποντας την αμφιβολία στα μάτια του γέροντα έσκυψε και έβγαλε το κόκκινο γοβάκι που φορούσε. Οδήγησε το γυμνό της πόδι αργά στο γόνατό του και με τα απαλά της δάχτυλα το χάιδεψε περιπαικτικά. Ο γέρος έμεινε άναυδος. Η κοπέλα ήταν πράγματι αληθινή! Όσο κι αν είχαν περάσει τα χρόνια, όσο ταλαιπωρημένο και φθαρμένο απ’ τον χρόνο κι αν ήταν το μυαλό του, ήξερε να αναγνωρίσει το άγγιγμα μιας γυναίκας. Έκανε να κρατήσει στη χούφτα του το νεανικό πόδι της κοπέλας σαν πολύτιμο δώρο. Μα μόλις είδε τα γέρικα ρυτιδωμένα χέρια του γεμάτα σκούρα στίγματα και πεταγμένες φλέβες δίπλα στο πέλμα της δίστασε. Ένιωσε σα να την εκμεταλλευόταν, σα να μόλυνε την ομορφιά της νεότητας. Μα το γλυκό και λάγνο βλέμμα της ήταν αρκετό για να ξεπεράσει κάθε τέτοια περιττή ενοχή.
    -Ποια είσαι, γιατί μου φέρεσαι τόσο καλά; 
    -Πείτε ότι είμαι μια φίλη απ’ τα παλιά, που απλά θέλει να είστε ευτυχισμένος, απάντησε εκείνη με τη ζεστή της φωνή.
    Ο γέρος έστεκε απορημένος να θαυμάζει την απαράμιλλη ομορφιά της κοπέλας ενώ εκείνη του χαμογελούσε με τα μάτια της σα να τον αγκάλιαζε στοργικά. Δίχως προειδοποίηση η κοπέλα άρχισε να βγάζει το φόρεμά της, από πάνω προς τα κάτω, αποκαλύπτοντας πρώτα το στήθος της και στη συνέχεια το πανέμορφο κορμί της. Τέτοια ανείπωτη, τέλεια ομορφιά δεν είχε δει σε ολόκληρη τη ζωή του ο γέροντας. Τα μάτια του σα θαρραλέοι θαλασσοπόροι όργωναν κάθε σπιθαμή του κορμιού της αντλώντας απέραντη ευχαρίστηση. Το γυμνό σώμα της κοπέλας όπως παιχνίδιζε το φως των κεριών έμοιαζε με εξαίσιο άγαλμα των αρχαίων χρόνων και το στήθος της γινόταν σύμβολο στοργής και έρωτα μαζί. Σαν όλη η ομορφιά του κόσμου να είχε συναχθεί σε τούτο το κορμί καρτερικά μέσα στους αιώνες και να φανερωνόταν τώρα ξαφνικά μπροστά του. Ο γέρος βούρκωσε…
    -Τι πάθατε; Ρώτησε η κοπέλα ανήσυχα και έκανε να του πιάσει τα χέρια. Λυπάστε;
    -Όχι, αγαπημένη μου κοπέλα. Δάκρυα χαράς είναι αυτά που βλέπεις. Μα αν λυπάμαι για κάτι είναι που τελειώνουν οι μέρες μου, που δε θα μπορώ να απολαμβάνω πια τις ανεξάντλητες ομορφιές της ζωής…
    Η κοπέλα χαμογέλασε παρηγορητικά. Μα το χαμόγελό της τού υπενθύμισε πόσο τυχερός ήταν που βρισκόταν μαζί της, σε αυτό το παραμυθένιο δείπνο.
    -Σε ευχαριστώ που μου θύμισες πόσο όμορφη είναι η ζωή, συμπλήρωσε συγκινημένος και ήπιε μια γουλιά κρασί απ’ το ποτήρι του.
    Η κοπέλα φόρεσε και πάλι το λαμπερό κόκκινο φόρεμα και μετά από λίγο ο σερβιτόρος έφερε τα γεύματα τους. Πιατέλες γεμάτες νόστιμα φαγητά πλημμύρισαν το τραπέζι και ο γέρος δε δίστασε να δοκιμάσει.
    -Για πες μου σε παρακαλώ, της είπε χαμογελώντας μετά από λίγο. Τι είναι ανώτερο; Η ζωή ή η γυναίκα;
    -Μα η ζωή είναι γυναίκα! απάντησε με σιγουριά η κοπέλα.
    Ο γέρος έγνεψε καταφατικά και ένα μεγάλο χαμόγελο ευτυχίας σχηματίστηκε στα χείλη του. Πόσο δίκιο είχε! Η ομορφιά της ζωής έμοιαζε με την ομορφιά της γυναίκας τόσο πολύ που μπλέκονταν οι δυο έννοιες συχνά στο μυαλό του.
    Η συζήτηση συνεχίστηκε για ώρα, μέχρι που η κοπέλα κοίταξε το ρολόι της.
    -Είναι ώρα να φύγουμε.
    -Να φύγουμε; Για πού; ρώτησε έκπληκτος ο γέρος.
    -Έχει και συνέχεια η νύχτα ετούτη κύριε Λάμπρο, ελάτε πάμε.

    Ο γέρος ακολούθησε και όταν βρέθηκαν και πάλι έξω, δίπλα στο αυτοκίνητο στεκόταν ο νεαρός που είχε χτυπήσει αρχικά την πόρτα του γέρου.
    -Γεια σου καπετάνιε! φώναξε ο νέος γελώντας και άνοιξε τα χέρια διάπλατα για να αγκαλιάσει το γέροντα.
    -Εσύ! Σε έχασα λεβέντη μου, εξαφανίστηκες!
    -Μην ανησυχείς παππού, έλα, μπες στο αυτοκίνητο και πάμε.
    Ο γέρος κοίταξε με ανησυχία την κοπέλα που θα άφηναν πίσω, μα όταν εκείνη του χαμογέλασε διαλύθηκε κάθε αμφιβολία μέσα του και ακολούθησε τον νέο γεμάτος προσμονή.

    Επόμενο: Μερος Β



    Tags
    Μουσικά Όργανα:ακορντεόνβιολίκιθάρα


    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    Administrator
    #17565   /   11.01.2009, 14:07   /   Αναφορά
    Astron, πέρα από τις πράξεις της κοπέλας και του παλικαριού, είναι και μερικά κείμενα, σαν το δικό σου, που μπορούν ν' αλλάξουν ζωές :)
    #17566   /   11.01.2009, 20:39   /   Αναφορά
    τι να πω! τελειο χιια μπραβο ! συγγραφεας εισαι? αν οχι πρεπει να ασχοληθεις ! εχεις μεγαλο ταλεντο! και παλι μπραβο!
    #17569   /   12.01.2009, 04:04   /   Αναφορά
    Πολυ ομορφο Astron!!! Με συγκινησε ειλικρινα η ιστορια σου αυτη...(σνιφ-σνιφ).

    Συνεχισε να γραφεις! Σ' ευχαριστουμε... :o)
    #17571   /   12.01.2009, 14:10   /   Αναφορά
    Α! Πέθανε στο τέλος! Δεν το περίμενα!

    Τι όμορφο κείμενο, Astron! Και από λογοτεχνικής άποψης και από νοηματικής! Σίγουρα υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι όπως αυτό το ζευγάρι..

    Μπράβο και πάλι μπράβο!
    #17572   /   12.01.2009, 15:28   /   Αναφορά
    Πολύ ωραία ιστορία! Νομίζω ότι μου άρεσαν πιο πολύ τα σημεία με τις εναλλαγές μεταξύ του νέου και της κοπέλας.....
    #17573   /   12.01.2009, 18:41   /   Αναφορά
    Υπέροχο κείμενο Αstron!Πραγματικά πολύ ομορφη ιστορία και γραμμένη με τέτοιο τρόπο που σε αγγίζει.Κeep writing :D!!
    #17576   /   13.01.2009, 00:40   /   Αναφορά
    Σας ευχαριστώ πολύ όλους για τα ζεστά σας λόγια...

    Ειλικρινά χαίρομαι πάρα πολύ που σας άγγιξε το κείμενο.
    #17598   /   16.01.2009, 11:14   /   Αναφορά
    Πάρα πολύ όμορφο το κείμενο σου. Με συγκίνησες αρκετά. Κρύβεις αλληγορίες ίσως και άθελά σου. Μου κράτησες αμείωτο το ενδιαφέρον. Δημιουργείς υπέροχες εικόνες που όλοι της έχουμε μέσα μας, αλλά χρειάζεται κάποιος να μας ταρακουνήσει για να τις δούμε.



    Έχω διαβάσει αρκετά και έχω γράψει μερικές ιστοριούλες. Αξίζει να γράφεις. Δεν είναι μόνο η γραφή σου, απλή και μεστή, αλλά και ο τρόπος που οι λέξεις βρίσκουν νόημα μέσα στο κείμενο. Μπράβο σου!



    Αν και ο Νίτσε είναι ο αγαπημένος μου θα κλείσω με μία πρόταση του Πόε

    "Ω, Ανθρώπινη Αγάπη, μας δίνεις στην Γη αυτό που περιμένουμε στον Ουρανό!"
    #17631   /   19.01.2009, 19:41   /   Αναφορά
    Μελαγολικό πολύ..... Αλλά έχει και μια γλύκα το άτιμο !!!
    #22974   /   27.06.2011, 17:13   /   Αναφορά
    μπραβο astron...διαβαζα το κειμενο κ ενιωθα οτι ημουν απο μια μερια κ τα εβλεπα ζωντανα....ενιωθα οτι ημουν μεσα σε ολο το μαγικο ταξιδι του κυρ Λαμπρου..κ στο τελος ομολογω οτι εκλαψα ..θυμηθηκα την γιαγια μου ... να σαι καλα....
    #25161   /   12.08.2012, 05:56   /   Αναφορά

    Πολύ ωραία η ιστορία σου φιλε .Καλή τύχη στα επόμενα ....