ελληνική μουσική
    422 online   ·  210.826 μέλη

    Υπάρχουν δίσκοι που δε θες να τελειώσουν, όσες φορές και να τους έχεις ακούσει. Να είναι μοναδικοί, εξαιρετικοί, να κάνουν τον ακροατή να νιώθει απλά υπέροχα. Τέτοιος είναι ο δίσκος Close To The Edge, των Yes. Ένας από τα καλύτερους Progressive Rock δίσκους που φτιάχτηκαν ποτέ.

    Yes - Close To The Edge

    Γράφει ο rollinngstone
    17 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 20 Αύγ 2010

    Λίγα λόγια για το δίσκο:

     

    Οι Yes ήταν μια βρετανική μπάντα συμφωνικού ροκ, που μοίρα της ήταν να δημιουργήσουν ένα από τα ανώτερα επιτεύγματα της μουσικής του 20ου αιώνα. Τα δύο πρώτα άλμπουμ τους ήταν στην ουσία “πειραματικά” και δεν είχαν σχεδόν καμία σχέση με αυτά που θα ακολουθούσαν. Με την κυκλοφορία του Fragile του 1971 οι Yes, μετατράπηκαν σε ένα από τα πολύ μεγάλα ονόματα της Progressive Rock μουσικής. Η πραγματική καταξίωση όμως ήρθε το 1973 με την κυκλοφορία του Close To The Edge. Τότε ήταν που έγιναν ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα συμφωνικού ροκ στον κόσμο.

    Τα κομμάτια του δίσκου γραμμένα κυρίως από τους Jon Anderson – vocals, Steve Howe – Guitar και Chris Squire – bass, ήταν με μια λέξη αριστουργήματα. Η συνθέσεις είναι μοναδικές, οι ενορχηστρώσεις και η ηχογράφηση έχουν γίνει με προσοχή και μεγάλη επιμέλεια. Σίγουρα ο δίσκος πρόκειται για ένα από τα καλύτερα και πιο αξιοθαύμαστα άλμπουμ που έχουν φτιαχτεί ποτέ.

    Με το που βλέπεις το συγκεκριμένο δίσκο, το μυαλό σου κατ' ευθείαν ταξιδεύει. Και αυτό γιατί το εξώφυλλο καταπράσινο και λιτό, μας παραπέμπει αμέσως σε εξωτικά τοπία γεμάτα ομορφιά, πράγμα που έρχονται να επιβεβαιώσουν τα κομμάτια του δίσκου, γεμάτα λυρισμό και ήχους που παραπέμπουν τους ακροατές σε τόπους παραμυθένιους γεμάτους με ειδυλλιακά τοπία. . Το ομώνυμο κομμάτι είναι, μάλιστα εμπνευσμένο από ένα βιβλίο ενός συγγραφέα του Herman Hesse, ονόματι Siddharta. Κάθε τραγούδι είναι ένας μουσικός παράδεισος, που κρύβει μέσα του..... έναν παράδεισο!!

    Ομοιότητες του δίσκου, μπορούμε να δούμε και σε άλλες μεταγενέστερες δουλειές των Yes. Καμία όμως κατά τη γνώμη μου δεν φτάνει τον συγκεκριμένο δίσκο. Έναν δίσκο να τον πιεις στο ποτήρι, που λέμε. Έναν δίσκο χαρούμενο, αέρινο, πραγματικά υπέροχο.

     

     

    Τα τραγούδια του δίσκου

    Ο δίσκος αποτελείται από τρία μέρη. Τρία εξαιρετικά κομμάτια, καθένα με διαφορετικό στυλ και ύφος, αλλά όλα καταπληκτικά. Αρχίζει με το ομώνυμο Close To The Edge, το πιο μεγάλο μέρος του δίσκου, αλλά κατά τα άλλα δεν μπορείς να το βαρεθείς με τίποτα. Στην αρχή δεν ακούγεται τίποτα. Έπειτα σιγά σιγά ακούγονται ήχοι από πουλιά και από νερά που πέφτουν ακατάπαυστα. Εντελώς ξαφνικά τότε μπαίνει μια ηλεκτρική κιθάρα παιγμένη από τον Steve Howe, με μια παράξενη μελωδία, αλλά γοητευτική και μαγευτική. Είναι κάτι σαν το μεγάλο “μπαμ” του κομματιού, που το περιμένεις, αλλά δεν ξέρεις πότε θα έρθει. Ενδιάμεσα ακούγονται και φωνές, ξωτικά ίσως ενός δάσους που έρχονται να ενωθούν μαζί με τα πουλιά και το νερό που πέφτει. Τότε είναι που ξεκινά η κύρια μελωδία που την παίζει η κιθάρα. Είναι μια αλλαγή πραγματικά αξιοθαύμαστη αφού το κομμάτι αλλάζει με έναν ξαφνικό, αλλά ταυτόχρονα ομαλό τρόπο. Αρχίζει μετά το τραγούδισμα του Jon Anderson, που είναι πάρα πολύ καλό, σε ένα ρυθμικό τέμπο. Μέχρι που μπαίνει το εξαίρετο ρεφρέν και τότε είναι που αρέσει στον ακροατή το κομμάτι. “Close to the edge, down by the corner”, τραγουδά ο Anderson και τι άλλο να πεις!!!

    Τα καλά όμως μόλις άρχισαν. Έπειτα επανέρχεται το παράξενο σολάρισμα της κιθάρας, στην αρχή του κομματιού και η μελωδία αλλάζει, γίνεται πιο χαρούμενη και πιο όμορφη. Έπειτα ξανακούμε το ρεφρέν ,αλλά τότε προστίθενται τρεις ακόμα στίχοι, που το κάνουν ακόμα καλύτερο. Το κομμάτι τότε επιστρέφει στο αρχικό του γρήγορο τέμπο, μέχρι που φτάνει πάλι στο ρεφρέν και σε μια ακόμα εκπληκτική πανέμορφη μελωδία, με ωραίο τραγούδισμα από τον Anderson. Τότε έρχεται ένα συνθεσάιζερ σόλο παιγμένο με απαράμιλλη δεξιοτεχνία από τον Rick Wakeman, τον πληκτρά της μπάντας. Μια αιθέρια μελωδία, αντιπαραβαλλόμενη με σταγόνες νερού που πέφτουν, θαρρείς σε ένα σπήλαιο.

    Τότε έρχεται το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, μέρος του κομματιού. Ο Chris Squire, τραγουδά ,με την ζεστή μαλακή φωνή του, μια εξαιρετική ήρεμη μελωδία, μαζί με τον Anderson, ο οποίος λέει συνέχεια “I get down, I get up”, με τέτοιο τρόπο όμως που δε θες να τελειώσει με τίποτα. Είναι με λίγα λόγια το “ψυχεδελικό” μέρος του κομματιού και το πιο όμορφο. Κάθε φορά που το ακούω χαλαρώνω και νιώθω να πετάω στα σύννεφα!! Ξαφνικά τότε, ακούγεται ο ήχος ενός εκκλησιαστικού οργάνου (!) και το κομμάτι μεταλλάσσεται, γίνεται πιο μεγαλοπρεπές. Ύστερα ξαναμπαίνει το ήρεμο μέρος που χάνεται κατ' ευθείαν με τον δυνατό ήχο του εκκλησιαστικού οργάνου. Τότε ακούγεται και ένας παραμορφωμένος ήχος, και πριν καλά καλά το καταλάβεις, επανέρχεται το αρχικό γρήγορο μέρος με το συνθεσάιζερ να κυριαρχεί και να σολάρει με τον καλύτερο τρόπο. Ο κύριος Wakeman εδώ μπορώ να πω δίνει ρέστα!!!.

    Εδώ γράφεται ο επίλογος του κομματιού. Ο Anderson τραγουδάει ξανά εκείνη την αρχική ρυθμική μελωδία. Τότε το κομμάτι αλλάζει ακόμα μια φορά και μετατρέπεται σε επιβλητικό. Μετά έρχεται το ρεφρέν πιο όμορφο και πιο εξαίρετο από ποτέ και με επαναλαμβανόμενα “I get down, I get down”, το αριστουργηματικό αυτό κομμάτι φτάνει στο τέλος του με τον ίδιο τρόπο που ξεκίνησε, με ήχους από πουλιά και νερά που πέφτουν από ψηλά. Όλο το κομμάτι είναι μια ζωγραφιά. Μια παλέτα ήχων, που δημιουργούν την ψευδαίσθηση στον θεατή ότι φεύγει από το σπίτι του και πάει αλλού, σε τόπους μακρινούς και παρθένους.

    Μετά από αυτό το μέρος του δίσκου, ακούμε το δεύτερο μέρος το And You And I, τόσο καλό όσο το προηγούμενο, μπορεί και περισσότερο σε κάποια σημεία. Αρχίζει με μια ακουστική κιθάρα να παίζει, τυχαία θαρρείς νότες μέχρι που μπαίνει το κεντρικό θέμα, που αν και αποτελείται από λιγοστές νότες, αλλά είναι υπέροχο. Ύστερα το κομμάτι γίνεται πιο ρυθμικό, η κιθάρα και το συνθεσάιζερ επικρατούν και αρχίζει ο Anderson να τραγουδά ντύνοντας με τη φωνή του μια εκπληκτική μελωδία. Απλή αλλά μοναδική. Αμέσως μετά η μελωδία αλλάζει. Γίνεται πιο επιβλητική, αλλά εξίσου ωραία και έπειτα το κομμάτι επιστρέφει στο χαρούμενο παλιό ύφος του.

    Τότε όμως γίνεται το μεγάλο “μπαμ”. Βιολιά μπαίνουν για να ντύσουν το κομμάτι με τον ήχο τους και αυτό γίνεται χίλιες φορές καλύτερο, όχι όμως ότι δεν ήταν. Ακούγονται , μάλιστα, και ήχοι από το συνθεσάιζερ, που αποτελούν και την κύρια μελωδία. Μετά από αυτό το πανέμορφο ορχηστρικό μέρος, ο Anderson τραγουδά ξανά το κουπλέ, αλλά πιο επιβλητικά και με πιο αριστοτεχνικό τρόπο. Εντελώς ξαφνικά, επιστρέφει και η ακουστική κιθάρα, αλλά παίζοντας πιο ρυθμικά σε συνδυασμό με το αρχικό κουπλέ του κομματιού, με μικρές όμως διαφορές. Σειρά έχει ένα σόλο ηλεκτρικής κιθάρας, πραγματικά απίστευτο και η ύστερα άλλο ένα συνθεσάιζερ σόλο, με ιδιαίτερα παραμορφωμένο ήχο.

    Έρχεται πάλι η σειρά του Anderson να τραγουδήσει, αλλά τώρα τραγουδάει πιο όμορφα από κάθε άλλη φορά. Έπειτα από ένα μεγάλο ριτενούτο, που όλα τα όργανα παίζουν με έναν μεγαλοπρεπή τρόπο, νομίζεις ότι έρχεται το τέλος του κομματιού, αλλά για μισό λεπτό, πριν γίνει αυτό, ακούγεται μια εξαίσια μελωδία, η οποία διακόπτεται απότομα. Και έτσι εντελώς απρόσμενα το δεύτερο μέρος του κομματιού φτάνει στο τέλος του.

     

    Και μετά από κοντά τριάντα λεπτά λυρισμού και καταιγισμού ηχοχρωμάτων και εικόνων που δημιουργούνται στο μυαλό του ακροατή, έρχεται το τελευταίο μέρος του δίσκου το Siberian Khatrun, το πιο ρυθμικό κομμάτι που έχουμε εδώ. Θυμίζει σε κάποια σημεία Disco, καθώς μπαίνει με έναν τέτοιο ρυθμό, αλλά γρήγορα εξελίσσεται και πηγαίνει σε άλλες μελωδικές φόρμες. Αρχίζει όπως ανέφερα με ένα γρήγορο τέμπο και με ένα ωραίο κιθαριστικό riff. Όταν αρχίζει να τραγουδά και ο Anderson, σου 'ρχεται να σηκωθείς και να χορέψεις!!! Τόσο σε συνεπαίρνει ο ρυθμός. Αφού και εγώ, που δεν είμαι και κανένα άτομο που να του αρέσει πολύ η χορευτική μουσική, αυτό το τραγούδι με ξετρέλανε!!!

    Γρήγορα όμως το κομμάτι χαλαρώνει κάπως. Αλλά για λίγο, καθώς ξαναμπαίνει μετά στα ρυθμικά με το γνωστό προηγούμενο riff και την προηγούμενη μελωδία. Ξαναπερνάει ύστερα στο ήρεμο, για να ξαναχαλάξει και μας πάει στο γρήγορο με χίλια!! Όλα κι όλα, εδώ ο Howe δίνει ρέστα με το παίξιμο της κιθάρας του. Τότε ξεκινά ένα μικρό χαρούμενο μέρος τραγουδισμένο με πολύ όμορφο τρόπο από τον κύριο Anderson και αμέσως εναλλάσσεται και γίνεται ξανά ala Disco με την επανάληψη του κουπλέ.

    Εδώ έχουμε μια μεγάλη χαλάρωση, με δεύτερο πλάνο τα κρουστά, τα οποία παίρνουν ξανά τα πάνω τους στη συνέχεια όταν ξεκινά ένα σόλο κιθάρας και συνθεσάιζερ (αυτά τα δύο μαζί πάνε). Και μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από ήχους και φωνές, το τραγούδι μαζί με τον δίσκο φτάνει στο τέλος του με τον απόηχό του να φτάνει στα αυτιά του ακροατή.

    Κι εδώ τελειώνει το Close To The Edge. Τελειώνει αφήνοντας όλες αυτές τις εικόνες τους ήχους τις φωνές που δημιουργήθηκαν στο κεφάλι του ακροατή να παραμείνουν, μαζί με την ανάμνηση αυτού του εξαίρετου άλμπουμ. Εγώ με το που το άκουσα το αγάπησα. Αγαπήστε το λοιπόν κι εσείς και μην το ξεχάσετε.....

     

     

    Personnel

    Jon Anderson – vocals

    Chris Squire – bass, vocals

    Steve Howe – guitar, vocals

    Rick Wakeman – keyboards

    Bill Bruford – Drums

     

    Πηγή: Wikipedia the free Encyclopedia

     

    Ευχαριστώ για την ανάγνωση.....

     


    Tags
    Μουσικά Είδη:DiscoProgressive RockRockΜουσικά Όργανα:ακουστική κιθάρακιθάραΜουσική Εκπαίδευση:ρυθμός



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #23671   /   04.11.2011, 00:57   /   Αναφορά
    Τι να πεις για τους YES;Ολοκληρωμενοι μουσικοι κανοντας αυτο που τους κατεβηκε το καναν πραξη πραγμα δυσκολο ακομα κ για τοτε