ελληνική μουσική
    718 online   ·  210.832 μέλη
    Πολλοί, έχουν αποκαλέσει τον Johnson “πατέρα του Rock ‘n’ roll”. Από όλους τους Bluesmen, ο Robert Johnson (1911-1938) ήταν ο πιο σπουδαίος και ο πιο παραγωγικός. Παρ’ όλο που δεν έζησε πολλά χρόνια για να προλάβει να γίνει τόσο δημοφιλής όσο άλλοι καλλιτέχνες του Blues, η μουσική του επηρέασε έναν αριθμό καλλιτεχνών του Rock οι οποίοι με τη σειρά τους, άλλαξαν τη ροή της Rock μουσικής ιστορίας. Μερικοί, βρίσκουν ενδιαφέρον στον θρύλο πίσω από τον “Θρύλο”: Συνέταιρος του Διαβόλου. Την ψυχή του για να παίζει ακόμα και ….νεκρός.

    Αλλά ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, είναι η πραγματικότητά του. Παρ’ όλο που λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του, η μουσική του παραμένει, και ανάμεσα στους κιθαριστικούς κύκλους του Rock ‘n’ Roll, αλλά και στις συζητήσεις των Blues fans, το όνομα Robert Johnson είναι πασίγνωστο όσο και αξιοσέβαστο. Για πολλούς ήταν ένας περιπλανώμενος και περιπλανιόταν με τέτοια ταχύτητα, που σπάνια είχε κανείς την ευκαιρία να τον συναντήσει ….ξανά! Μόνο η οικογένειά του (η ετεροθαλής αδελφή του Carrie Spencer, ο πατριός του Dusty Willis) και ελάχιστοι παιδικοί του φίλοι (R. L. Windum, Willie Brown, Son House, Ike Zinnerman, Robert Lockwood, Johnny Shines, Don Law και John Hammond), γνωρίζουν λεπτομέρειες από τη ζωή του...
    Γράφει ο Γιώργος Μπιλικάς (Orfeus)
    223 άρθρα στο MusicHeaven
    Σάββατο 28 Μαΐ 2005
    Βιογραφία

    Ο Charles και η Harriet Dodds και ο Gabriel και η Lucinda Brown Majors, γεννήθηκαν σε καθεστώς σκλαβιάς. Οι Dodds στην North Carolina και οι Majors στο Mississippi. Τα παιδιά τους, ο Charlie Dodds Jr. και η Julia Ann Majors, γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν στο Hazlehurst του Mississippi, τον Φεβρουάριο του 1889.

    O Charlie Dodds Jr. έγινε ένας επιτυχημένος farmer και έκανε με τη γυναίκα του Julia 6 κόρες, ένα γιο και άλλους δύο γιους με την ερωμένη του Serena. Εξ αιτίας όμως αυτού του γεγονότος, αναγκάστηκε να φύγει από το Mississippi και να εγκατασταθεί στο Memphis γύρω στο 1907 με το όνομα Spencer.
    Μετά την επιτυχημένη του διαφυγή, ειδοποίησε την ερωμένη του Serena και την σύζυγό του Julia να έρθουν στο Memphis, αλλά η Julia προτίμησε να μείνει στο Mississippi και στις 8 Μαΐου του 1911, γεννήθηκε ο Robert Johnson από την Julia και τον Noah Johnson. Η περιπλάνηση όμως του Robert μπήκε ήδη στα …..σκαριά. Η μητέρα του αποφάσισε να πάει στο Memphis και να ζήσει με τον ακόμα νόμιμο σύζυγό της Charles Spencer, που βρέθηκε τελικά να ζει με μία σύζυγο, μία ερωμένη, με παιδιά και από τις δύο, συν τον μικρό Robert που είχε πάρει το όνομα Spencer. Παρ’ όλο που οι δύο γυναίκες δεν είχαν μεταξύ τους προβλήματα, η μητέρα του Robert αργότερα, αποφάσισε να αφήσει τα παιδιά της και να αναζητήσει τη ζωή της αλλού. Έτσι, το Memphis ήταν η έδρα του Robert Spencer μέχρι που ο Charlie Spencer αποφάσισε να τον επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία ζούσε 20 μίλια έξω από το Memphis, παντρεμένη με τον Willie "Dusty" Willis (1918).

    Ο Robert Spencer έδειξε από τα παιδικά του χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μουσική και άρχισε μαζί με τον φίλο του R. L. Windum, να παίζουν τα Blues με φυσαρμόνικα και άρπα. Κάπου εκεί, έμαθε και για τον πραγματικό του πατέρα και από τότε, άρχισε να συστήνεται ως Robert Johnson. Δεν υπήρξε ποτέ καλός μαθητής και ένα πρόβλημα που είχε με τα μάτια του, τον ανάγκασε να παρατήσει το σχολείο. Η ετεροθαλής αδελφή του Carrie, του χάρισε ένα ζευγάρι γυαλιά, αλλά δεν τα φόρεσε ποτέ. Πολλοί συνεργάτες του αργότερα, έλεγαν πως έχει "one bad eye". Προς τα τέλη της δεκαετίας του 20, η κιθάρα τον είχε κερδίσει οριστικά και είχε εγκαταλείψει τις φυσαρμόνικες και τις άρπες (1928). Αγαπημένο του τραγούδι το "How Long-How Long Blues" του Leroy Carr.

    Κάπου εδώ, η ζωή του Robert ….σοβάρεψε. Ο γοητευτικός νεαρός Robert ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στις γυναίκες και τον τριγύριζαν πολλές. Μία όμως τράβηξε την προσοχή του και της έκανε πρόταση γάμου (Φεβρουάριος 1929).

    Ακόμα και αν έπαιζε μουσική, ακόμα και αν μάθαινε συνεχώς καινούργια πράγματα για την κιθάρα και το Blues, δεν ονειρευόταν τίποτα άλλο από το να ζήσει την ήσυχη ζωή του farmer μαζί με τη γυναίκα του Virginia που έμεινε έγκυος το καλοκαίρι του 1929. Ο Robert ένοιωθε πολύ υπερήφανος που θα γινόταν πατέρας, αλλά αυτή η υπερηφάνεια, δεν κράτησε πολύ. Η Virginia και το μωρό, πέθαναν στη γέννα τον Απρίλιο του 1930. Η Virginia ήταν μόνο 16 ετών. Αν κάτι μπορούσε να πάρει τον Robert από αυτή τη θλίψη, ήταν η μουσική. Σε λιγότερο από δύο μήνες από αυτό το γεγονός, ο Robert μαζί με τους Son House, Willie Brown και Charlie Patton, πήγαν στο Wisconsin να ηχογραφήσουν για την Paramount Records.
    Ο House, ήταν ο Bluesman και ο δάσκαλος. Το ίδιο και ο Brown. Έμαθε πολλά απ’ αυτούς και τους ακολουθούσε όπου πήγαιναν. Πολύ γρήγορα, αντιλήφθηκε πως ότι κι’ αν ήθελε να γίνει, θα είχε και τη μουσική κοντά του. Μαζί του. Μέσα του. Έτσι, μ’ αυτή τη σκέψη στο μυαλό, αποφάσισε να ψάξει να βρει τον αληθινό του πατέρα. Το μόνο που είχε να κάνει, ήταν να ταξιδέψει νότια σε απόσταση 210 μιλίων, εκεί που η μητέρα του τον είχε γεννήσει. Στο Hazlehurst του Mississippi. Όσο κι’ αν φαίνεται περίεργο, αυτή η απόσταση του πήρε ….καιρό. Στην περιπλάνησή του αυτή, γνώρισε τον Ike Zinnerman που έγινε κάτι σαν μάνατζερ. Γνώρισε ακόμα και την Callie που την παντρεύτηκε τον Μάιο του 1931 κρατώντας το γάμο αυτόν κρυφό από τους …πάντες.

    Ο Ike Zinnerman γεννήθηκε στο Grady της Alabama και έλεγε στη γυναίκα του, ότι έμαθε να παίζει κιθάρα στα νεκροταφεία, καθισμένος τα μεσάνυχτα επάνω στους τάφους. Μπορούσε να παίζει μουσική Blues σε οποιαδήποτε περίπτωση και ο Robert που το ήξερε αυτό, “επισύναψε” τον εαυτό του μαζί του στα επόμενα χρόνια και τον κρατούσε μέχρι αργά τη νύχτα για να μαθαίνει απ’ αυτόν ότι μπορούσε.
    ¶ρχισε μάλιστα να κουβαλάει ένα μπλοκάκι μαζί του για να γράφει τα τραγούδια του και πήγαινε στα δάση τις νύχτες όπου τραγουδούσε πάντα στον ίδιο τόνο μέχρι να φτιάξει το τραγούδι όπως αυτός το ήθελε. Τις Κυριακές έβαζε την πρόβα σε πράξη και έπαιζε για τον κόσμο από το απόγευμα, μέχρι αργά το βράδυ. Έκανε πολύ συχνά ωτο-στοπ παίζοντας από πόλη σε πόλη και η Callie που της άρεσε να χορεύει, τον ακολουθούσε χορεύοντας όταν εκείνος έπαιζε.

    Αλλά ο Robert δεν εισέπραξε σεβασμό με ….αφθονία. Από τότε που έγινε επαγγελματίας μουσικός, εισέπραττε φθόνο απ’ αυτούς που έπρεπε να εργάζονται στις φυτείες καθημερινά κάτω από τον ήλιο για πολλές ώρες. Δεν ήταν σκληρός χαρακτήρας. Ο Robert Johnson ήταν μικροκαμωμένος, είχε μακριά και ευέλικτα δάχτυλα, υπέροχα χέρια, κυματιστά μαλλιά και έδειχνε πολύ μικρότερος ακόμα και από την μικρή του ηλικία. Δεν ήταν ο τύπος που απαιτούσε σεβασμό. Είχε ξεκαθαρίσει πως απαιτούσε από τη ζωή, πολλά περισσότερα από αυτά που οι άλλοι ήθελαν ή ζητούσαν. Φορούσε πάντα όμορφα ρούχα και καλογυαλισμένα παπούτσια και κυκλοφορούσε με μία γυναίκα που κανείς δεν ήξερε ότι ήταν γυναίκα του. Πολλοί είπαν, ότι ο σεβασμός που εισέπραξε ο Robert ήταν ο σεβασμός που του έπρεπε σαν κιθαρίστας και τραγουδιστής του Blues.

    Υπέγραφε με τα αρχικά R. L. και όταν του έλεγαν ότι αυτά τα αρχικά παραπέμπουν στον μεγαλύτερο αδελφό του Robert Lonnie (που ήταν επίσης σπουδαίος μουσικός), απαντούσε ότι η μητέρα του τον είχε ονομάσει Robert Leroy, γιατί της άρεσε το όνομα Leroy.

    Αυτή η μετακίνηση στο νότιο Mississippi στις αρχές του 1930, ήταν πολύ σημαντική, γιατί επηρέασε και σημάδεψε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εξέλιξε το μουσικό του ταλέντο στο Hazlehurst, και όταν συνειδητοποίησε ότι μπορεί να κάνει ακόμα περισσότερα, εγκατέλειψε τη μητέρα του και πήρε την Callie να πάνε στο Delta, αγνοώντας τους πάντες. Από τότε, ούτε εκείνη, αλλά ούτε και κανείς άλλος από την οικογένειά του το είδε ξανά.

    Οι δάσκαλοί του Son House και Willie Brown, είχαν μείνει έκπληκτοι από την εξέλιξη του ταλέντου του. Τους είχε ξεπεράσει και τους δύο. Μία εξαιρετικά δραστήρια μουσική πόλη στο Delta, ήταν το Arkansas και ο Robert έκανε αυτή την πόλη βάση για όλη την υπόλοιπη σύντομη ζωή του. Ταξίδευε σε κοντινές αποστάσεις, παίζοντας στις γωνίες των δρόμων, αλλά και όταν -πολύ σπάνια- βρισκόταν μακρύτερα, δήλωνε πάντα το Arkansas, σαν ιδιαίτερη πατρίδα του.

    Όλοι οι μεγάλοι μουσικοί της εποχής, πέρασαν από εκεί. Ο Sonny Boy Williamson, ο Robert Nighthawk, οElmore James, ο Honeyboy Edwards, ο Howlin' Wolf, ο Hacksaw Harney, ο Calvin Frazier, ο Peter "Memphis Slim" Chatman, ο Johnny Shines και πολλοί άλλοι και ο Robert είχε την ευκαιρία να τους συναντήσει, να παίξει μαζί τους και να τους επηρεάσει μουσικά. Μπορούσε πλέον να παίζει τα πάντα. Προστάτευε όμως το στυλ και τον τρόπο του ιδιαίτερα. Δεν έδειχνε σε κανέναν πως έπαιζε τα τραγούδια του και όταν τον ρωτούσαν “πώς το παίζεις αυτό;” Απαντούσε "σαν κι’ εσένα". Όταν έβλεπε κάποιον να κοιτάζει τα χέρια του έντονα και προσεκτικά την ώρα που έπαιζε, σταματούσε το τραγούδι στη μέση και εξαφανιζόταν για μήνες. Δεν ήθελε να ξέρει κανείς τη μέθοδο που κούρδιζε την κιθάρα του και δεν το έλεγε ούτε στους μαθητές του. Το ταλέντο του ήταν ασυνήθιστο. Μπορούσε να ακούσει ένα τραγούδι μόνο μία φορά και μετά, ήταν έτοιμος να το παίξει στο κοινό και μάλιστα χωρίς πρόβα. Δεν έκανε ποτέ πρόβες τώρα πια – αναφέρει ο Johnny Shines- αλλά όταν ερχόταν η ώρα να παίξει, ήταν έτοιμος όσο ποτέ.

    Ο Robert ήρθε σε επαφή με πάρα πολλούς ανθρώπους (στο μεταξύ η γυναίκα του είχε πεθάνει) και οι μισοί τουλάχιστον απ’ αυτούς, ήταν γυναίκες και ήταν όλες τρελαμένες μαζί του. Οι άλλο μισοί, ήταν οι άντρες τους, που ήταν τρελαμένοι με τις γυναίκες τους και ζήλευαν τον Robert ο οποίος είχε ένα ιδιαίτερο ταλέντο με τις γυναίκες. Μία ατάκα, και ήξερε αμέσως εάν θα προχωρούσε μαζί της ή όχι. Έτσι, σε όποια πόλη πήγαινε, είχε εξασφαλισμένη τη διαμονή του.

    Έπαιζε χαρτιά στις λέσχες και κάπνιζε, αλλά είχε έναν έλεγχο σ’ αυτά και δεν ήταν καθημερινές του συνήθειες. Αυτό που δεν μπορούσε να ελέγξει, ήταν το αλκοόλ και όταν έπινε πολύ, έμπλεκε συχνά σε καυγάδες. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν θεωρήθηκε μέθυσος ή αλκοολικός. Πολύ συχνά κλεινόταν στον εαυτό του και μελετούσε την κιθάρα του με τις ώρες, αλλά με ένα –δύο ποτά, γινόταν αμέσως η ψυχή της παρέας.

    Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, ο Robert Johnson ήταν πλέον ένας ξακουστός επαγγελματίας μουσικός και ήθελε να ηχογραφήσει δίσκους όπως οι δάσκαλοί του Willie Brown, Son House, και Charlie Patton. Υπέγραψε έτσι ένα συμβόλαιο με τον H. C. Speir που είχε ένα μουσικό κατάστημα στο Mississippi, αλλά και ένα studio για ηχογραφήσεις. Πολλές φορές, οι εταιρίες δίσκων τον μίσθωναν για την ανακάλυψη ταλέντων. Η Paramount –για παράδειγμα- είχε κάνει πολλές ηχογραφήσεις νέων καλλιτεχνών, σύμφωνα με τις συμβουλές του Speir, ο οποίος σύστησε τον Robert Johnson στην American Record Company που μετά από την audition, τον πήγε κατ’ ευθείαν στο San Antonio για να ηχογραφήσει. Η πρώτη του ηχογράφηση, ήταν το "Terraplane Blues" που του έδωσε ακόμα μεγαλύτερη φήμη και μπήκε στη λίστα της εταιρίας για να κάνει ακόμα 6 δίσκους. Η φήμη του ήταν τώρα τεράστια και είχε πλέον τη δική του μπάντα.

    Τον Ιούλιο του 1938, ο Robert πήγε στο Robinsonville για να παίξει σε ένα μαγαζί που το έλεγαν "Three Forks". Σ’ αυτό το μαγαζί ο Robert γνώρισε μια γυναίκα και έπαιξε για τελευταία φορά.

    Το να είσαι επαγγελματίας μουσικός ήταν πολύ επικίνδυνο εκείνη την εποχή. Οι μουσικοί σε μισούσαν εάν έπαιζες καλύτερα απ’ αυτούς, οι γυναίκες σε μισούσαν εάν κοίταζες κάποια άλλη και οι άντρες σε μισούσαν επειδή όλες οι γυναίκες κοιτούσαν εσένα. Έπρεπε να είσαι πολύ προσεκτικός ιδιαίτερα εάν δεν πρόσεχες με ποια γυναίκα μιλάς. Και ο Robert ήταν θρυλικός γι’ αυτό. Η αγάπη του για τις γυναίκες ήταν τόσο μεγάλη που δεν δίσταζε να αγκαλιάζει όποια του άρεσε αδιαφορώντας για το εάν είναι μόνη της ή όχι.

    Ο Robert πήγε εκεί για να παίξει μερικά Σαββατόβραδα μαζί με τον "Honeyboy" Edwards. Ένα Σαββατόβραδο απ’ αυτά, ήρθε για μία έξτρα εμφάνιση ο Sonny Boy Williamson. Ο "Honeyboy" θα ερχόταν μετά τις 22:30 και έτσι για τα όσα συνέβησαν και που κόστισαν τη ζωή του Robert, είναι πληροφορίες που δόθηκαν από τον Sonny Boy.

    Υπήρχε πολύ κέφι εκείνο το βράδυ. Μουσική, χορός και δύο σπουδαίοι καλλιτέχνες στην κορυφή του γεγονότος. Ο Robert, παίζοντας φλερτάριζε με την γυναίκα που είχε γνωρίσει εκεί, αλλά δεν ήξερε, δεν πρόσεξε και τελικά δεν πρόλαβε να μάθει, ότι ήταν η γυναίκα του ιδιοκτήτη του μαγαζιού.
    Ο Sonny Boy έβλεπε τον Robert να φλερτάρει, αλλά ταυτόχρονα παρατήρησε να υπάρχει κάποια ανησυχία ανάμεσα στο κοινό. Στο διάλειμμα, ο Robert και ο Sonny Boy πήγαν στη μπάρα και σε μια στιγμή, κάποιος πρόσφερε στον Robert ένα ανοιχτό –μισό- μπουκάλι ουίσκι. Ο Robert έκανε να πιει αλλά ο Sonny Boy του το πέταξε από τα χέρια, λέγοντας: "Μην πίνεις ποτέ από ένα ανοιχτό μπουκάλι. Δεν ξέρεις τι μπορεί να έχει μέσα". Ο Robert εκνευρίστηκε και του απάντησε: "Κι’ εσύ, να μην πετάξεις ποτέ ξανά ένα μπουκάλι, όταν αυτό βρίσκεται στα χέρια μου". Έτσι και έγινε. Όταν σε λίγο ένα δεύτερο μπουκάλι προσφέρθηκε ξανά στον Robert, ο Sonny δεν μπορούσε να κάνει τίποτα άλλο από το να τον παρακολουθεί να πίνει και να ελπίζει…….

    Δεν πέρασε πολύ ώρα. Ανέβηκαν πάλι για να παίξουν, αλλά ο Robert δεν μπορούσε να τραγουδήσει. Ο Sonny πήρε το μικρόφωνο, αλλά αμέσως μετά, ο Robert σταμάτησε και βγήκε έξω σφαδάζοντας από τους πόνους. Το μπουκάλι, είχε μέσα στρυχνίνη.

    Ήταν νέος και αρκετά δυνατός και θα μπορούσε ίσως να αντισταθεί στη δηλητηρίαση. Ήταν όμως πολύ αργά. Τον ταλαιπωρούσε και μία πνευμονία για την οποία δεν υπήρχε θεραπεία πριν από το 1946. Ήταν 16 Αυγούστου του 1938.

    Στο μεταξύ, ο John Hammond οργάνωνε συναυλία στη Νέα Υόρκη και έστειλε τον Don Law να ψάξει και να φέρει τον Robert Johnson να παίξει στο Carnegie Hall. Ο Hammond έλεγε ότι ο Johnson είναι ο σπουδαιότερος μουσικός από όλους και ο Law προσπαθούσε να τον πείσει, ότι ο Johnson θα έχει πολύ τρακ μπροστά σε τόσο κόσμο και δεν θα τα καταφέρει. Ο Law έστειλε τον Oerle να έρθει σε επαφή με τον Johnson και όπως ήταν επόμενο, τους έφερε τα νέα.

    Ο Robert Johnson μελετάει από τότε την κιθάρα του στο νεκροταφείο Little Zion Church του χωριού Money στο Mississippi.

    11 δίσκους 78 στροφών (γραμμοφώνου) πρόλαβε να κάνει ο Johnson στη διάρκεια της σύντομης ζωής του. 11 δίσκοι και 29 συνθέσεις, ήταν αρκετοί για να τον καθιερώσουν και να τον περιβάλλουν με δόξα.

    Δημοφιλέστατες διασκευές τραγουδιών του, έχουν ηχογραφήσει ο Eric Clapton, οι Led Zeppelin, οι Rolling Stones, ο Elmore James, οι Red Hot Chilli Peppers και πολλοί άλλοι.


    Tags
    Μουσικά Είδη:AmericanBluesRockΜουσικά Όργανα:ΆρπαφυσαρμόνικακιθάραΚαλλιτέχνες:CharlieAlabamaEric ClaptonLed Zeppelin



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #2293   /   28.05.2005, 13:53   /   Αναφορά
    Aντί σχολίου:



    "I'm goin' to California from there to Des Moines, Iowa,

    Somebody will tell me that you need my help someday, cryin'

    Hey, hey, baby, don't you want to go?

    Back to the land of California, to my sweet home Chicago.
    "



    ::bier::
    #2295   /   28.05.2005, 17:33
    Well, I followed her to the station

    with a suitcase in my hand,

    Yeah, I followed her to the station

    with a suitcase in my hand,

    Well, it’s hard to tell, it’s hard to tell,

    but all true love’s in vain.



    When the train come in the station

    I looked her in the eye,

    Well, the train come in the station

    I looked her in the eye,

    Well, I felt so sad and lonesome

    that I could not help but cry.



    :bier:

    #2294   /   28.05.2005, 15:31   /   Αναφορά
    Μα είναι αλήθεια: «παίζει» ακόμα και νεκρός...
    #2296   /   28.05.2005, 17:34
    When the train left the station,

    it had two lights on behind,

    Yeah, when the train left the station,

    it had two lights on behind,

    Well, the blue light was my baby

    and the red light was my mind.



    All my love’s in vain.

    All, all my love’s in vain.



    :bier:

    #2298   /   29.05.2005, 01:52
    "Νεκρός...";!

    #2299   /   29.05.2005, 01:53   /   Αναφορά
    Τις ευχαριστίες μου, γιά την ανάπτυξη του θέματος Ορφέα !
    #2300   /   29.05.2005, 02:30
    Σπήλιο μου.....



    Πάρε μια μπύρα...