ελληνική μουσική
    541 online   ·  210.821 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Βιβλίο & Μουσική

    Έντεκα μικροί φόνοι

    Δημοσιεύουμε σήμερα με την άδεια της συγγραφέως, Bάσιας Τζανακάρη, το πρώτο διήγημα, από το βιβλίο "Έντεκα μικροί φόνοι"-Ιστορίες εμπνευσμένες από τραγούδια του Nick Cave, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο και ήταν υποψήφιο στις λίστες του περιοδικού Διαβάζω για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα.

    Έντεκα μικροί φόνοι

    Γράφει ο Σπύρος Αραβανής (spiroos)
    63 άρθρα στο MusicHeaven
    Δευτέρα 24 Αύγ 2009

    Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου διαβάζουμε:

    Τι κοινό έχουν ένας καλός γιoς, μια σκελετωμένη κούκλα, ένα θρησκόληπτο χωριό, ένας εκλεπτυσμένος τελάλης, μια ξεπεσμένη πόρνη, ένας παρανοϊκός επιστήμονας, μια καταθλιπτική, ένας επίδοξος εραστής, μια μπαργούμαν που υποφέρει από αϋπνίες, ένας φοβισμένος φούρναρης και ο Διάβολος; Είναι όλοι θύτες ή θύματα στις φονικές ιστορίες που ξετυλίγονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου. Οι ήρωες της Βάσιας Τζανακάρη ξεπήδησαν από τη φαντασία της καθώς άκουγε και ξανάκουγε τους δίσκους του Nick Cave.


    Από τους οργισμένους Birthday Party ως τους παθιασμένους Bad Seeds και τους σαρκαστικούς Grinderman, ο Nick Cave έχει φτιάξει, όπως λέει ο ίδιος, «έναν κόσμο όπου συμβαίνουν πράγματα ακραία και ρομαντικά», ένα σύμπαν γεμάτο καταραμένες φιγούρες που βασανίζονται από τα πάθη τους με υπόκρουση μερικά από τα συγκλονιστικότερα τραγούδια που έχουν γραφτεί από καταβολής Rock.

     

    TOYΠEΛO

    (Μια ιδέα από το «Tupelo»)

     

     

    M’ακολουθεί. Είναι ακριβώς από πάνω μου. Το νιώθω να κατεβαίνει όλο και πιο απειλητικό. Oι τρεις αιώνιοι ακόλουθοί του, η αστραπή, η βροντή κι ο κεραυνός, δεν έχουν δείξει ακόμη τα δόντια τους, αλλά αυτό συνεχίζει να με καταδιώκει, πιο βαρύ, πιο πυκνό, πιο σκούρο από οποιοδήποτε σύννεφο έχω δει ποτέ μου. Oι τρίχες στα χέρια μου σηκώνονται, καθώς μου φαίνεται ότι παίρνει ανθρώπινη μορφή, μοιάζει με θυμωμένο σαμάνο έτοιμο να ξεστομίσει κατάρες. Δεν θέλω καν να σκέφτομαι τι θα γίνει όταν συγκρουστεί με την οργή του ποταμού.

    Μ’ ένα σάλτο βγαίνω από την άσφαλτο και προσγειώνομαι στο χωράφι του γερο-Τομπάιας. Δεν θα τον πειράξει. Τα χωράφια φέτος ήταν πιο ξερά από κάθε άλλη χρονιά, κι εξάλλου έχασα τα παπούτσια μου με τόση ώρα τρεχάλα, οπότε πόση ζημιά μπορεί να του κάνω; Χώμα και πέτρες μού γρατζουνάνε τις πατούσες, αλλά συνεχίζω να τρέχω γιατί το σύννεφο μ’ έχει πάρει στο κατόπι και τίποτα δεν φαίνεται να το σταματάει. Τρέχω και κρατάω σφιχτά κολλημένο στον κόρφο μου έναν μπόγο. Τον έχω χώσει μέσα από το γιλέκο μου και το ’χω κουμπώσει ώστε να είναι ακόμα πιο ασφαλής. Σφίγγω τα κουρέλια πάνω μου και η καρδιά μου χτυπάει δυνατά καθώς έρχεται κοντά με μιαν άλλη, την καρδιά αυτού του μικροσκοπικού πλάσματος που η μοίρα έφερε στο δρόμο μου και που τώρα είναι τυλιγμένο σε σκισμένα σεντόνια και βρόμικα πουκάμισα.

    Συνεχίζω να τρέχω με συνοδοιπόρους μου τα πλάσματα της φύσης. Oι ακρίδες πηδάνε μπροστά μου, τρομαγμένες, και τα πουλιά πετάνε χαμηλά και βιαστικά, φεύγουν πολύ πιο γρήγορα από εμένα, γίνονται μαύρες κουκκίδες στον μαβή ορίζοντα. Τα κοράκια που μέχρι πριν από λίγο λιάζονταν ατρόμητα πάνω στα σκιάχτρα μοιάζουν να κοιτάνε με μισό μάτι την καταστροφή που έρχεται να τους βγάλει από τη ραστώνη τους. Φεύγουν κι αυτά, μα όχι βιαστικά, τα κοράκια δεν φοβούνται τίποτα, είναι οι αγγελιοφόροι του Σατανά. Σίγουρα όμως δεν τους αρέσει να τους χαλάει κανείς την ησυχία τους.

    Τρέχω άτσαλα. Ήδη έχω καταπατήσει τρία διαφορετικά χωράφια· μοιάζουν τόσο μεταξύ τους, όλα νεκρά, με μερικές ξεραμένες πόες που δεν μπορώ καν να φανταστώ τι φυτά σκόπευαν να γίνουν, κι ένα κοκκινόχωμα που βάφει τα πόδια μου και με κάνει να βήχω.

    Σκαρφαλώνω το φράχτη της Ίντι Μάρσντεν, σφίγγοντας τον μικρό καλά επάνω μου, προσγειώνομαι στις ντοματιές της, διασχίζω το στενό δρομάκι που οδηγεί στα σκαλοπάτια του σπιτιού της και χτυπάω την πόρτα. Ανοίγει και με κοιτάζει για ένα λεπτό πίσω από τη σήτα, χωρίς να μιλήσει. Το στόμα μου χάσκει, ένα ορθάνοιχτο παράθυρο στα μέσα μου που της επιτρέπει να καταλάβει τι συμβαίνει. Μένω έτσι λίγο ακόμα για να καταπιώ κι άλλο αέρα – το τρέξιμο με εξουθένωσε. Η Ίντι Μάρσντεν μάς αφήνει να περάσουμε, κοιτώντας αγχωμένα δεξιά αριστερά. Ετοιμάζει χλιαρό γάλα για τον μικρό και βάζει μπροστά μου ένα πιάτο με μπισκότα κι ένα φλιτζάνι τσάι. Της ρίχνω μια ματιά γεμάτη προσμονή και απογοήτευση. Βαριαναστενάζει και ξαναπηγαίνει στην κουζίνα. Όταν επιστρέφει, κουβαλάει ένα πιάτο κρεατόσουπα. Τρώω λαίμαργα και τσαπατσούλικα, πιτσιλώντας τα αξύριστα μάγουλά μου, ενώ εκείνη ταΐζει τον μικρό και μονολογεί:

    «Δεν έπρεπε να ανακατευτείς σ’ αυτό. Τι δουλειά έχεις εσύ μ’ ένα παιδί; Με παιδί; Εσύ;».

    Εγώ. Εγώ είμαι αυτό που ονομάζουν ο τρελός του χωριού. Βέβαια δεν είμαι τρελός, αλλιώς δεν θα ήμουν σε θέση να το παραδέχομαι, σύμφωνα με τη θεωρία ότι κανείς τρελός δεν αναγνωρίζει ούτε παραδέχεται την τρέλα του. Είμαι απλώς παράξενος για τα δεδομένα του Τούπελο. Έφτασα μες στη νύχτα, διάλεξα να μείνω στο πιο απομονωμένο σπίτι και δεν συναναστράφηκα ποτέ με κανέναν. Oι περισσότεροι νομίζουν ότι είμαι ηλίθιος, όμως δεν είναι αλήθεια. Κάποτε είχα μια κανονική δουλειά και δική μου οικογένεια. Μετά όλα χάθηκαν. O παλιός μου εαυτός θα ήταν πολύ πιο αποδεκτός. O τωρινός είναι λίγο περίεργος. Nα, θέλω να πω, μου αρέσει να κάνω βόλτες αργά τη νύχτα και να σιγοτραγουδάω μόνος μου, αλλά και στην εκκλησία πηγαίνω και ούτε ενοχλώ κανέναν. Βοηθάω τους αγρότες σε διάφορες δουλειές και αμείβομαι αρκετά ώστε να έχω ένα πιάτο στο τραπέζι μου πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Πολλές φορές οι γυναίκες τους μου φέρνουν μηλόπιτες και σούπες. Μα και οι ίδιοι οι αγρότες μού φέρονται με συμπάθεια και λύπηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είχαν δικαίωμα να κάνουν ό,τι έκαναν, και θα τους μισώ πάντα γι’ αυτό.

    Η Έλσι ήταν η μεγαλύτερη από τρία αδέρφια και είχε αναλάβει τη φροντίδα των άλλων δύο όταν πέθαναν οι γονείς τους. Το περασμένο φθινόπωρο έκλεισε τα δεκαοκτώ. Ήταν όμορφη, με έναν αγροτικό τρόπο – μακριά ξανθά μαλλιά, φακίδες στη μύτη και το βλέμμα αυτών που δεν έχουν γευτεί την κακία του κόσμου. Ήταν πολύ ευγενική και καλοσυνάτη και όλοι τη συμπαθούσαν – ή τουλάχιστον αυτό νόμιζε. Εγώ πίστευα ότι μάλλον τη λυπόντουσαν. Γι’ αυτό και αποφάσισαν να γιορτάσουν τα δέκατα όγδοα γενέθλιά της μ’ ένα μεγάλο φαγοπότι. Έτσι κι έγινε. Μαζευτήκαμε λοιπόν στο σπίτι της Έλσι. Όλοι είχαν φέρει φαγητό –εκτός από εμένα– και στρωθήκαμε αμέσως στο τραπέζι. Αργά το βράδυ, κι ενώ η εορτάζουσα χόρευε με τα αδέρφια της, ένας ξένος εμφανίστηκε στην είσοδο της αυλής. Ήταν περαστικός, είπε, και δεν είχε πού να μείνει. Όλοι δίστασαν και σταύρωσαν τα χέρια εκτός από την Έλσι, που χαρούμενη και μισομεθυσμένη τον προσκάλεσε στο σπίτι της. Κατάλαβα ότι οι υπόλοιπες κοπέλες ζήλεψαν που θα τον φιλοξενούσε εκείνη.

    Την επόμενη μέρα ξεβοτάνιζα τον κήπο μου, όταν αντιλήφθηκα την Έλσι. Πολλές φορές ερχόταν σπίτι μου και συζητούσαμε για διάφορα. Μου άρεσε να την ακούω να μιλάει. Αυτήν τη φορά όμως το πρόσωπό της έλαμπε.

    «Χένρι» μου είπε «είμαι ερωτευμένη».

    Χαμογέλασα αυθόρμητα.

    «Και πού είναι τώρα;»

    «Έφυγε, αλλά δεν έχει σημασία. Είμαι σίγουρη ότι θα έχω για πάντα κάτι δικό του».

    Χάιδεψε την κοιλιά της και το χέρι της έμεινε εκεί για πολλή ώρα.

    Σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται από πάνω μας. Μπήκαμε βιαστικά στο σπίτι, και η Έλσι ετοίμασε τσάι ενώ μου έλεγε πως την προηγούμενη μέρα η ζωή της απέκτησε πραγματικό νόημα. Λόγια ερωτευμένων, κάτι θυμόμουν κι εγώ. Έμεινα να κοιτάζω αφηρημένα έξω απ’ το παράθυρο τα σύννεφα να απομακρύνονται.

     

     

    Η κοιλιά της Έλσι φούσκωνε μέρα με τη μέρα, όπως φούσκωνε και η οργή των κατοίκων. Μια θρησκευόμενη κοινότητα δεν ανέχεται μια έγκυο γυναίκα χωρίς σύζυγο. Στο παντοπωλείο ο κύριος Γουέιν την κοίταζε με μισό μάτι, στο δρόμο τα παιδιά τής τραβούσαν τα μαλλιά, και στην εκκλησία οι γυναίκες την προσπερνούσαν αδιάφορες. Ακόμα κι εμένα με κοίταζαν με δυσπιστία γιατί συνέχιζα να της μιλάω πρόσχαρα, αλλά λέγανε «Τρελός είναι, τι περιμένεις;» και δεν μου έδιναν σημασία.

    Το βράδυ της 7ης Ιουλίου η ζέστη ήταν τόσο έντονη, που νόμιζες ότι οι τοίχοι των σπιτιών θ’ άρχιζαν να ξεφλουδίζουν και να σκάνε. Εκείνο το βράδυ κλήρωσε στην Έλσι να γεννήσει το παιδί του ξένου της. Δυο τρεις γυναίκες, ανάμεσά τους οι σύζυγοι του πάστορα και του γιατρού, ήρθαν να τη βοηθήσουν. Εμένα με έκλεισαν απέξω, μαζί με τ’ αδέρφια της. Άκουγα κραυγές και τσιρίδες, και φανταζόμουν το ήρεμο πρόσωπο της μικροκαμωμένης κοπέλας να κοκκινίζει και τα μάτια της να γουρλώνουν. Κι ύστερα άκουσα το κλάμα ενός μωρού. Για μια στιγμή συγκινήθηκα, δεν πρόλαβα όμως καν να σκεφτώ τίποτα παραπάνω, καθώς έντρομες οι γυναίκες όρμησαν έξω ουρλιάζοντας: «Είναι Σατανάς! Είναι το παιδί του Διαβόλου!».

    Σηκώθηκα πάνω και, κρατώντας τα παιδιά από το χέρι, μπήκα στο δωμάτιο. Το μωρό ήταν πανέμορφο. Είχε ένα ολοστρόγγυλο κεφαλάκι με λίγο χνούδι, μπλε μάτια, όπως όλα τα μωρά, και, όπως κανένα άλλο μωρό, μια ουρά. Μια ουρά σάρκινη, τόσο μακριά όσο και ολόκληρο το σωματάκι του. Είχα ακούσει γι’ αυτή την ανωμαλία. Ήξερα όμως ότι ήμουν ο μόνος σε ολόκληρο το Τούπελο που γνώριζε κάτι τέτοιο.

    Τα αδέρφια της Έλσι άρχισαν να κλαίνε. Εκείνη τότε, μιλώντας πολύ ήρεμα, τους είπε ότι ήρθε η ώρα να φύγουν, πως ήταν μεγάλα παιδιά πια, κόντευαν τα δεκαπέντε, και πως έπρεπε να πάνε να ζήσουν με τα ξαδέρφια τους στο Τσέστερβιλ. Μου ζήτησε να τα βοηθήσω να φτιάξουν από μια βαλίτσα κι έφυγαν το ίδιο βράδυ.

    Η Έλσι φαινόταν να έχει πλήρη συναίσθηση της κατάστασης. Με παρακάλεσε να πάρω το μωρό στο σπίτι μου. Η ίδια δεν μπορούσε να κουνηθεί.

    «Δεν έχω δυνάμεις να κάνω τίποτε απόψε» μου είπε ήσυχα. «Αν αύριο είμαι καλύτερα, θα έρθω για τον μικρό, αλλά σήμερα δεν μπορώ να τον φροντίσω».

    Αφού τον θήλασε, τον πήρα αγκαλιά και πήγα σπίτι μου.

    Όλο το βράδυ δεν κοιμήθηκα για να τον προσέχω. Ξαφνικά, θα ’ταν δεν θα ’ταν πέντε τα ξημερώματα, μια λάμψη φώτισε τα τζάμια στα δυο μπροστινά μου παράθυρα. Στο βάθος, πίσω από δέντρα και στέγες σπιτιών, πορτοκαλιές φλόγες ανακατεύονταν με το μαύρο του ουρανού. Ετοιμάστηκα να πάω να δω τι συμβαίνει, όταν κατάλαβα. Αυτό που καιγόταν δεν ήταν άλλο από το σπίτι της Έλσι. Ξέσπασα σε άγρια κλάματα κι άρχισα να σπάω ό,τι έβρισκα γύρω μου. Ύστερα σώπασα και χαμογέλασα ευχαριστημένος: O μικρός ήταν μαζί μου. Δεν είχαν πετύχει το σκοπό τους. Όλοι αυτοί οι ανόητοι που πίστεψαν ότι το παιδί ήταν ενσάρκωση του Σατανά δεν κατάφεραν να ξορκίσουν το κακό. Μόλις ξημέρωσε, τον τύλιξα σε κάτι πανιά και, με την ελπίδα ότι δεν θα με έπαιρνε κανένα μάτι, έφυγα. Θα πήγαινα στο σπίτι της Ίντι Μάρσντεν, που πάντα με συμπαθούσε και ήταν ανοιχτόμυαλη – ίσως επειδή ήταν ανύπαντρη και είχε ζήσει χρόνια στη Nέα Υόρκη πριν έρθει στο Τούπελο. Ύστερα, από εκεί, θα έφευγα κι εγώ για τη Nέα Υόρκη.

     

     

    Τώρα η Ίντι με κοιτάζει στενοχωρημένη, χτυπώντας νευρικά τα δάχτυλά της στο λευκό τραπεζομάντιλο.

    «Πού θα πας; Τι θα κάνεις τώρα;»

    Δεν μπορώ να της πω τίποτα συγκεκριμένο. Το μόνο που ξέρω είναι ότι πρέπει να σώσω τον μικρό.

    Ένα απότομο χτύπημα στην πόρτα μάς κάνει και τους δύο να αναπηδήσουμε. Η βροντερή φωνή του Έρνι Γουέιν διαπερνάει το χοντρό ξύλο:

    «Ίντι Μάρσντεν, άνοιξε! Δεν είναι θέλημα Θεού να κρύβεις το γιο του Σατανά».

    Η Ίντι δεν μιλάει. Μια μικρή φλέβα πετάγεται στο μέτωπό της και καταλαβαίνω πως είναι θυμωμένη. Μισεί τόσο πολύ αυτήν τη θρησκόληπτη κοινωνία, που, αν αυτήν τη στιγμή ανοίξει το στόμα της, ποιος ξέρει τι θα πει. Με πιάνει από το χέρι και με οδηγεί στην πίσω πόρτα. Κοιτάζουμε δεξιά αριστερά, με φιλάει στο μέτωπο, κι ύστερα πηδάω από τη βεράντα και τρέχω. Πάλι τρέχω.

    Αυτήν τη φορά δεν με κυνηγάει μόνο το σύννεφο. Με κυνηγάει ένα ολόκληρο χωριό. Γυρίζω το κεφάλι μου για να δω τι γίνεται. Nαι, πράγματι, βλέπω δεκάδες κατοίκους, οπλισμένους με φτυάρια και τσουγκράνες, να τρέχουν ξοπίσω μου φωνάζοντας και βρίζοντας, συνοφρυωμένοι και με μισάνοιχτα στόματα. Παίρνω βαθιές ανάσες και τρέχω ακόμα πιο γρήγορα. Είναι ένας αγώνας δρόμου. Μπροστά εγώ, φοβισμένος και αποφασισμένος, έπειτα οι χωρικοί, διψασμένοι για φόνο στο όνομα του Χριστού, και τελευταίο το σύννεφο, γρήγορο και σίγουρο. Το αισθάνομαι πάνω από το κεφάλι μου. Έχει χαμηλώσει επικίνδυνα. Τα σωθικά του ανακατεύονται λίγο κάνοντας έναν βροντερό θόρυβο κι αρχίζει να φτύνει πάνω μας σταγόνες βροχής.

    O μικρός τρομάζει και κλαίει. Στα τριάντα μέτρα βλέπω μπροστά μου το δάσος. Το νερό πέφτει πάνω μου και στο έδαφος, σηκώνει σκόνη. Τα ρούχα μου κολλάνε στο δέρμα μου. O λαιμός μου ξεραίνεται. Το κοκκινόχωμα σιγά σιγά γίνεται λάσπη και δεν μπορώ να στηριχτώ άλλο στα γυμνά μου πόδια. Γλιστράω. Πέφτω ανάσκελα, με τον μικρό ακόμη σφιχτά πάνω στο στέρνο μου, και για μια στιγμή νιώθω ότι ο θάνατος είναι κοντά. Ξέρω ότι έρχονται να με τιμωρήσουν, να σκίσουν τις σάρκες μου με τα χοντροκομμένα εργαλεία τους και να ξεκολλήσουν τον μικρό από την αγκαλιά μου λες και πρόκειται για κάποιο δυσώδες απόστημα του κορμιού μου. Τον κοιτάω ίσα μες στα μπλε του μάτια, του φιλάω το κεφάλι και, σφίγγοντάς τον άλλη μια φορά πάνω μου, παραδίνομαι. Παραδίνομαι στους ανελέητους χριστιανούς και στην ανελέητη φύση, που αστράφτει, μπουμπουνίζει και ρίχνει έναν κεραυνό. Δεν πέφτει μακριά, δεν είναι απ’ αυτούς που βλέπει κανείς σε απόσταση. Πέφτει ακριβώς μπροστά μου, μια λεπτή φωτεινή γραμμή που σκίζει τον ουρανό σαν χαρτί και καίει τα κεφάλια των χωρικών, που σωριάζονται μες στη λάσπη, ενώ τα μέλη τους αναδίδουν μια μυρωδιά σχεδόν ευχάριστη. Δεν καίγονται όλοι, σίγουρα όμως διακρίνω τον Έρνι Γουέιν και κάνα δυο φίλους του, τις γυναίκες του πάστορα και του γιατρού και μερικά παιδιά. Δεν νιώθω οίκτο για τα παιδιά, ήταν σκληρά με την Έλσι, ανόητα, φανατισμένα, και να τώρα που κείτονται νεκρά, όμοια με θύματα κάποιου άγριου Ινδιάνου που τους πήρε το σκαλπ. Oι υπόλοιποι έχουν μείνει να κοιτάζουν με τα μάτια ορθάνοιχτα. Κι ύστερα το έκπληκτο, έντρομο βλέμμα τους πέφτει σ’ εμένα. Έχω σηκωθεί όρθιος, ανασαίνω γρήγορα και κρατάω τον μικρό στην αγκαλιά μου. Δεν κλαίει πια. Η ουρά του ξεφεύγει από τα πανιά και ξετυλίγεται παράλληλα με το πόδι μου. Oι κάτοικοι αφήνουν ένα συλλογικό «Α!» και μετά οπισθοχωρούν φοβισμένοι. Πισωπατάω, μπαίνω στο δάσος και χάνομαι.

     

     


    Tags
    Μουσικά Είδη:RockΚαλλιτέχνες:Nick Cave



    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #26735   /   21.02.2013, 16:07   /   Αναφορά

    μα τι έγινε στο τέλος?? ή απλά.. αυτό είναι το τέλος??

    #27243   /   13.05.2013, 20:55

    ζητώ συγνώμη για το παρόν άτοπο σχόλιο!