ελληνική μουσική
    605 online   ·  210.830 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Δισκογραφία

    Remain in Light: μια ισχυρή επίδραση στην μουσική πρόοδο

    Ένας από τους πιο επιδραστικούς και σημαντικούς δίσκους της δεκαετίας του 80 και με μια σημαντική επίδραση στη σύγχρονη μουσική.


    Ενότητες
    Πρόλογος
    Παρασκήνια
    Τραγούδια
    Αποδοχή και επίδραση
    Γράφει ο rollinngstone
    17 άρθρα στο MusicHeaven
    Τρίτη 15 Φεβ 2011

    Παρασκήνια

    30 χρόνια πριν, στα μέσα ενός καυτού καλοκαιριού, μουσική σχηματίζονταν στην σκέψη τεσσάρων Αμερικανών μουσικών, μιας επιτυχημένης new wave μπάντας με το όνομα Talking Heads. Η επιτυχία του προηγούμενού τους δίσκου, Fear of the Music (1979), τους είχε εμψυχώσει και τους είχε δώσει το έναυσμα να συνεχίσουν. Παρ' όλα αυτά η έναρξη του 1980 αιχμαλώτισε το συγκρότημα στο χείλος της διάλυσης, καθώς οι προσωπικές εντάσεις και διαφωνίες αυξάνονταν.

    Οι ισορροπίες ήταν απολύτως ρευστές και οι δρόμοι του καθενός από τους τέσσερις μουσικούς χώριζαν. Ο David Byrne, προσπαθούσε μαζί με τον Brian Eno να δημιουργήσει το απαύγασμα της πρωτοτυπίας και πειραματισμού, με το όνομα My Life in the Bush of Ghosts (κυκλοφόρησε τελικά το 1981), ο Jerry Harrison εξερευνούσε την ικανότητές του ως παραγωγός σε ένα άλμπουμ της τραγουδίστριας της Soul Nona Hendryx, και το ζευγάρι Tina Weymouth – Chris Frantz ένιωθαν βαθιά παραμελημένοι κάτω από τη δημιουργική σκιά του Byrne, που επισκίαζε οποιαδήποτε άλλη ιδέα ή ικανότητα οποιουδήποτε μέλους του γκρουπ. Η κατάσταση ήταν κρίσιμη και οι Talking Heads βρίσκονταν, κυριολεκτικά, με το ένα πόδι στον γκρεμό.

    Όμως, ξαφνικά όλα άλλαξαν. Οι Weymouth και Frantz είχαν αναπτύξει μια ιδιαίτερη και παράξενη συμπάθεια για τη μαγεία βουντού, καθώς και για την μουσική Reggae, συνεργαζόμενοι με διάφορους κορυφαίους μουσικούς του είδους, όπως τους Sly and Robbie. Το λοιπόν, εγκαταστάθηκαν στο Νασάου στις Μπαχάμες. Ο Byrne ήρθε γρήγορα να τους συναντήσει – μετά από λίγο και ο Harrison - και ο βασικός πυρήνας για τη συνέχεια είχε συμπληρωθεί. Οι τέσσερις συμφώνησαν να εργαστούν ως σύνολο ο καθένας φέροντας τη δική του προσωπική σφραγίδα σε ότι θα δημιουργούσαν και έτσι απαλλάσσοντας από τους ώμους του Byrne το δημιουργικό φορτίο. Σημείο εκκίνησης όρισαν το τραγούδι I Zimbra του προηγούμενου άλμπουμ, ένα χορευτικό και ρυθμικό κομμάτι, στολισμένο με επηρεασμένους από τον ντανταϊσμό στίχους, και ως βασική επιρροή την μουσική afroFunk και γενικότερα τους αφρικάνικους προσανατολισμούς. Οι βάσεις είχαν θεμελιωθεί.

    Ως παραγωγός και μηχανικός του νέου μουσικού πρότζεκτ ορίστηκε ένας από τους βοηθούς του Brian Eno, ο Rhett Davies, ο οποίος, όμως, δεν ήταν πρόθυμος να συνεργαστεί με τους υπόλοιπους. Ο Brian Eno ήταν αρχικά διστακτικός να ασχοληθεί με τη νέα μουσική κατεύθυνση που είχε παρθεί, αλλά σύντομα άλλαξε γνώμη και απροκάλυπτα εμφανίστηκε λίγες μέρες αργότερα στα Compass Point Studios του Νασάου, όπου ηχογραφήθηκαν οι μελωδικές βάσεις του άλμπουμ. Κατά συνέπεια ο Davies παραιτήθηκε.

    Η ατμόσφαιρα στα Compass Point studios ήταν κάτι παραπάνω από χαοτική. Ήταν εκστατική. Τα τέσσερα μέλη του γκρουπ διαβήκαν τις πόρτες του στούντιο, χωρίς καμία απολύτως μουσική ιδέα στο κεφάλι τους. Αυτοσχεδίαζαν συνεχώς, χωρίς καμία απολύτως μελωδική βάση ή κέντρο και όταν κάτι ενδιαφέρον παρουσιαζόταν, το αποθήκευαν. Σε όλη αυτή τη διαδικασία συνέβαλλε και το ταλέντο του Eno, ο οποίος εφάρμοζε συνεχώς της πρωτοποριακές τεχνικές του, προσπαθώντας να αναδείξει τον καλύτερο εαυτό της μπάντας. Ο ίδιος ήθελε να θεωρούνταν από τους υπόλοιπους ως το “πέμπτο μέλος” των Talking Heads, συμβάλλοντας επίσης ενεργά στην όλη ηχογράφηση, τραγουδώντας υποστηρικτικά φωνητικά και συμμετέχοντας στη συγγραφή των τραγουδιών. Γενικά, όλη η διαδικασία μπορούσε να παρομοιαστεί σαν έναν ακροβάτη που βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί. Υπόβαθρο κανένα, σιγουριά για τη συνέχεια μηδενική. Απλά ενθουσιασμός, έμπνευση και θέληση.

    Remain in Light: μια ισχυρή επίδραση στην μουσική πρόοδο

    Η συνέχεια όμως ήταν περισσότερο ζοφερή και λιγότερο ζαχαρώδης από ό,τι είχε προηγηθεί. Η διαδικασία ηχογράφησης μετατέθηκε στη Νέα Υόρκη και συγκεκριμένα στα Sigma Studios, αλλά παρ' όλη την αλλαγή κλίματος και αίσθησης οι γενικές συνθήκες άλλαξαν. Αυτό οφείλονταν κυρίως στην υπερβολική προσπάθεια και θέληση των Eno και Byrne να επιβάλλουν ρυθμό και να σουλουπώσουν το ακατέργαστο καλούπι ρυθμού και μελωδίας που είχε δημιουργηθεί στις Μπαχάμες. Η ιδιαίτερη αυτή επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ τους χωρίς να υπολογίζουν ιδιαίτερα την άποψη των υπολοίπων είχε τις ρίζες του στο ότι οι δυο τους είχαν συνεργαστεί προηγουμένως για την υλοποίηση του My Life in the Bush of Ghosts, μια πειραματική συνεργασία των δύο μουσικών που αποσκοπούσε στην εξερεύνηση ποικίλλων μορφών ηχογράφησης. Ως αποτέλεσμα, αντιμετώπιζαν το Remain in Light ως μια επέκταση του Bush of Ghosts, κάτι που αντιτίθονταν στην αντίληψη των άλλων μελών για το πρότζεκτ. Το συγκεκριμένο γεγονός είχε ως συνέπεια την μετακίνηση και την αφαίρεση πολλών μουσικών μερών που είχαν παιχθεί από μέλη του συγκροτήματος, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια τους και ακόμη την προσωρινή αποχώρηση των Weymouth και Frantz, οι οποίοι είχαν υποστεί την μεγαλύτερη αλλοίωση στα μουσικά τους μέρη.

    Remain in Light: μια ισχυρή επίδραση στην μουσική πρόοδο
    Για την κάλυψη της απουσίας τους, κλήθηκαν επιπλέον μουσικοί για να τους αντικαταστήσουν. Ανάμεσά τους ο τότε κιθαρίστας των Crimson King, Andrian Belew. Ο Belew ήταν ένας διακεκριμένος και πρωτοποριακός κιθαρίστας, με ένα δικό του ιδιαίτερο στυλ παιξίματος, κατά το οποίο συνέδεε την κιθάρα του με synthesizer, ώστε να αποδώσει με ευκολία ποίκιλλους ήχους, που δεν μπορούσαν να αποδοθούν με μια οποιαδήποτε κοινή κιθάρα. Ο ίδιος συμμετείχε σε πολλά από τα κομμάτια του τελικού προϊόντος και επίσης αναζωογόνησε την διαδικασία δημιουργίας του άλμπουμ, όταν το ενδιαφέρον των Byrne και Eno για το όλο εγχείρημα είχε μειωθεί.

    Η ηχογράφηση του άλμπουμ ήταν εξαιρετικά ρευστή και περίπλοκη και το τελικό αποτέλεσμα διαμορφώθηκε έπειτα από πολλές επεξεργασίες, τροποποιήσεις και επαναπροσδιορίσεις του περιεχομένου του κάθε τραγουδιού, γεγονός που κατέστησε το τελικό προϊόν εντελώς διαφορετικό από τα τραχιά, ακατέργαστα θεμέλιά του.

    Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, όλη αυτή η χρονοβόρα διαδικασία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1980. Η διαδικασία ηχογράφησης ήταν πολύπλευρη και σύνθετη, αλλά όχι όμως μηχανική. Σε μια απλή μελωδική βάση που αποτελούνταν κυρίως από μία και μοναδική συγχορδία, προσθέτονταν συνεχώς νέες μελωδικές γραμμές, πολυ-ρυθμοί, dubs και λούπες – καθώς δεν υπήρχε επαρκώς αναπτυγμένη τεχνολογία. Τα όργανα και τα βασικά μελωδικά και ρυθμικά μέρη ηχογραφήθηκαν με τη μία, μέσω μια ασυνεχούς διαδικασίας. Οι όλοι στίχοι προστέθηκαν αργότερα στα Sigma studios στη Νέα Υόρκη. Παρ' όλη, όμως, την αυστηρά δομημένη σύνθεση και μέτρο, βασικό ρόλο έπαιξε το ένστικτο και το υποσυνείδητο των εκτελεστών, καθώς και ο αυθορμητισμός τους, αφού βασικό στοιχείο της ηχογράφησης ήταν ο αυτοσχεδιασμός.

    Ένα από τα βασικά πρόσωπα που συντέλεσαν στην διαδικασία ηχογράφησης, εκτός του παραγωγού ήταν ο μηχανικός Dave Jerden, ο οποίος αντικατέστησε τον Rhett Davies μετά την αποχώρησή του. Ο Jerden ηχογράφησε μεγάλο μέρος των δειγμάτων, χρησιμοποιώντας μια ψηφιακή μηχανή παραγωγής ηχούς (reverb) Lexicon 224, η οποία είχε την ικανότητα να προσομοιώνει διάφορους τύπους περιβάλλοντος, μέσω εναλλακτικών προγραμμάτων και καναλιών. Εκτός του Jerden, βασικό ρόλο στη δημιουργία του δίσκου έπαιξε ο Andrew Belew, ο οποίος εφαρμόζοντας την ιδιαίτερη τεχνική του στο παίξιμο της κιθάρας προσέδωσε μια ιδιαίτερη αίσθηση σε πολλά από τα σημεία του τελικού αποτελέσματος, αλλά και η Nona Hendryx, η οποία κλήθηκε να συμμετάσχει στα υποστηρικτικά φωνητικά. Επίσης, ένα πλήθος παικτών κρουστών οργάνων κρίθηκε απαραίτητος, για την καλύτερη προσέγγιση της αφρικάνικης κατεύθυνσης που είχε παρθεί.

    Παράλληλα, παρ΄ όλη τη τελική διαμόρφωση του ήχου οι στίχοι δεν ήταν απλά υποτυπώδεις αλλά ουσιαστικά ανύπαρκτοι. Ο Byrne είχε αποστραγγίσει και την παραμικρή σταγόνα έμπνευσής από μέσα του, αλλά παρ' όλα αυτά τίποτε ενδιαφέρον δεν παρουσιάζονταν. Για να ξεφύγει από τη... συγγραφική του απόφραξη (“writer's block”, όπως είναι ο διεθνής όρος), εφάρμοσε την τεχνική που χρησιμοποιούσε ο ίδιος ο Eno για τη συγγραφή των στίχων στα δικά του άλμπουμ. Τραγουδούσε τυχαίες λέξεις και φράσεις που δεν είχαν κανένα απολύτως νόημα και έπειτα προσπαθούσε να τους προσδιορίσει νόημα και υπόσταση. Επιπλέον μελέτησε ιδιαίτερα την αφρικάνικη λογοτεχνία – και ιδιαίτερα διάφορα ακαδημαϊκά δοκίμια διαφόρων ερευνητών όπως το African Rhythm And African Sensibility του J.M Chernoff και το African Art In Motion του R.F Thomson. Εκτός αυτού, συνειδητοποίησε ότι οι Αφρικανοί μουσικοί όταν ξεχνούν τους στίχους εφευρίσκουν αυτόματα δικούς τους διασφαλίζοντας τη συνοχή του κομματιού, αλλά και το νόημά του. Οι παραπάνω τρόποι τον βοήθησαν να ξεπεράσει το πρόβλημά του και έτσι ελεύθερα να επικεντρωθεί στην συγγραφή των στίχων, που τελικά αποδείχθηκαν πολύ ενδοσκοπικοί και, επίσης, εξίσου ενδιαφέροντες, όπως θα δούμε παρακάτω.

    Remain in Light: μια ισχυρή επίδραση στην μουσική πρόοδο

    Ένα από τα σήματα κατατεθέν του Remain in Light είναι το χαρακτηριστικό του εξώφυλλο που παρουσιάζει φωτογραφίες των προσώπων των τεσσάρων μελών του συγκροτήματος επικαλυμμένα με κόκκινη μπογιά. Τον σχεδιασμό του εξωφύλλου το ανέλαβαν οι Frantz και Weymouth και για την ολοκλήρωσή του απευθύνθηκαν στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέτης (MIT). Το αρχικό σχέδιο περιελάμβανε την καλλιτεχνική απεικόνιση τεσσάρων πολεμικών αεροσκαφών και αποτελούσε σημείο αναφοράς στον αρχικό τίτλο του δίσκου, Melody Attack και στον πατέρα της Weymouth, αξιωματικό του Αμερικάνικου Πολεμικού Ναυτικού.Remain in Light: μια ισχυρή επίδραση στην μουσική πρόοδο

    Σύντομα όμως το εξώφυλλο αντικαταστάθηκε από απλά πορτραίτα των μελών της μπάντας – συμπεριλαμβανομένου και του Eno, το οποίο όμως αφαιρέθηκε κατά τη διαδικασία – τα οποία είχαν επικαλυφθεί με κόκκινη μπογιά. Το δεύτερο σχέδιο αποτέλεσε και το τελικό και μαζί με το αρχικό εξώφυλλο – που χρησιμοποιήθηκε παρ' όλα αυτά ως οπισθόφυλλο – άλλαξε και ο τίτλος του πρότζεκτ σε Remain in Light, καθώς την τελευταία στιγμή συνειδητοποιήθηκε ότι η ονομασία δεν ταυτίζονταν απόλυτα με το μουσικό περιεχόμενο του άλμπουμ. Το ίδιο το εξώφυλλο αποτελεί ένα από τα πιο εύκολα αναγνωρισμένα στην ιστορία της ροκ και ένα από τα πρώτα σχεδιασμένα εξ' ολοκλήρου μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή στην ιστορία της μουσικής, κάτι σαφώς αξιομνημόνευτο. Έχει αποδεχτεί πάμπολλες θετικές κριτικές μα η πιο αξιοσημείωτη είναι αυτή του ψυχαναλυτή Michael A. Frog, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: “Επρόκειτο για μια αφοπλιστική εικόνα που καταδεικνύει αμφότερα διχασμό και απαλοιφή της ανθρώπινης ταυτότητας” και:Ο ίδιος ο τίτλος του έρχεται σε πλήρης αντίθεση με τις εικόνες των μελών αφού αυτά, καλυμμένα καθώς είναι, είναι πλήρως ανίκανα να παραμείνουν στο φως” (= “remain in light”, αγγλιστί).

    Remain in Light: μια ισχυρή επίδραση στην μουσική πρόοδοΤο ίδιο το εξώφυλλο αποτέλεσε επίσης σημείο διχασμού για την μπάντα. Μετά την επιστροφή των Weymouth και Frantz ανακαλύφθηκε ότι ο Byrne είχε αλλάξει τα credits του άλμπουμ και τα είχε αλλοιώσει έτσι ώστε, ενώ πριν είχε αποφασιστεί ότι θα εμφανίζονταν όλα τα ονόματα των κυρίων συντελεστών σε αλφαβητική σειρά, τώρα αναγράφονταν το εξής: David Byrne, Brian Eno και Talking Heads. Αυτό αποδείχτηκε καταστροφικό για τον εγωισμό των υπόλοιπων μελών. Τελικά πάρθηκαν συμβιβασμοί αλλά η ανακρίβεια επιδιορθώθηκε αργότερα με την ανατύπωση του δίσκου. Όμως, το γεγονός αυτό δεν έβλαψε, ευτυχώς, την ενότητα του συγκροτήματος.

    Η τελική διαμόρφωση του άλμπουμ έλαβε χώρα τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς και ολοκληρώθηκε σε τέσσερις μέρες με την μείξη του μισού μέρους του δίσκου στη Νέα Υόρκη, υπό την επίβλεψη των Brian Eno και του βοηθητικού μηχανικού John Potoker, και του υπόλοιπου στα Eldorado studios του Λος Άντζελες, από τους Byrne και Jerden. Συνεπώς, βρισκόταν στην τελική ευθεία για την αγορά και την κυκλοφορία.

    Κυκλοφόρησε στις 8 Οκτωβρίου του 1980. Μέσα σε πέντε μήνες είχε συμπληρώσει σε πωλήσεις τα 50.000 αντίτυπα, αναρτήθηκε στο νο, 19 του πίνακα Billboard 200 και στο νο. 21 των αγγλικών τσαρτ και στη συνέχεια απονεμήθηκε χρυσό. Παρ' όλο που δεν είχε τεράστιο εμπορικό αντίκτυπο, κέρδισε τις καρδιές των κριτικών και του κόσμου, αλλά επίσης επηρέασε έναν μεγάλο αριθμό συγκροτημάτων που θα εμφανίζονταν στη συνέχεια ή άλλων σημαντικών καλλιτεχνών της εποχής.

    Για τις ανάγκες προώθησής του, ο αριθμός των μελών των Talking Heads αυξήθηκε σε εννέα με την προσθήκη των Adrian Belew (κιθάρα), Bernie Worell και Busta Jones (μπάσσο), Steve Scales (κρουστά), Dolette Mc Donald (υποστηρικτικά φωνητικά). Η συναυλία του συγκροτήματος που πραγματοποιήθηκε στις 23 Αυγούστου στο Heatwave festival του Τορόντο ήταν εκστατική και πανηγυρική και τα νέα κομμάτια έγιναν αμέσως ευρέος αποδεκτά από το κοινό. Η επιτυχία, λοιπόν, του Remain in Light άρχισε από την πρώτη στιγμή. Και ακόμη, στις μέρες μας, συνεχίζεται καθώς πολλοί άνθρωποι το ανακαλύπτουν και μαζί με αυτό ανακαλύπτουν την ένταση και τη θέρμη της μουσικής καθώς και την επίδρασή της στην καρδιά των ανθρώπων.

     

    Επόμενο: Τραγούδια






    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #21895   /   16.02.2011, 09:09   /   Αναφορά
    Πλούσια , εμπεριστατωμένη ενημέρωση .