ελληνική μουσική
    811 online   ·  210.850 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Μάθημα Σολφέζ με τη... Σέβη Τηλιακού!

    Η στιχουργός Σέβη Τηλιακού ξεδιπλώνει την ιστορία πίσω από τις αθάνατες επιτυχίες που έγραψε...

    Μάθημα Σολφέζ με τη... Σέβη Τηλιακού!

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    224 άρθρα στο MusicHeaven
    Παρασκευή 10 Μαΐ 2013

    Η στιχουργός και συγγραφέας Σέβη Τηλιακού ξεδιπλώνει την ιστορία πίσω από τις αθάνατες επιτυχίες που έγραψε και μας ξεναγεί σ' ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο...

    Μάθημα Σολφέζ με τη... Σέβη Τηλιακού!Γεννημένη στην Αθήνα αλλά μεγαλωμένη στη Ρόδο, η Σέβη Τηλιακού έζησε στο πανέμορφο νησί των Δωδεκανήσων από τριών μηνών έως 20 ετών. Έκτοτε έμεινε στην Αθήνα, εργάστηκε στην Ολυμπιακή Αεροπορία για πέντε χρόνια και έπειτα σε διάφορες άλλες δουλειές, και ανάμεσα σ' όλα αυτά έγραψε στίχους σε αξέχαστα τραγούδια όπως τα “Μάθημα Σολφέζ” (Πασχάλης,Robert Williams,Μπέσσυ Αργυράκη, Μαριάννα Τόλη), “Το Κορίτσι του Μάη” (Olympians), “Πάλι Θα Κλάψω” (Μαρινέλλα), “Αν Μια Μέρα Σε Χάσω” (Πασχάλης), “Έι Καζανόβα” (Βίκυ Λέανδρος), “Αγοράζω Παλιά” (Λάκης Τζορντανέλλι), “Το 'Πε Το Ναι” (Περικλής Περάκης), “Σκόρπια Φιλιά” (Μπέσσυ Αργυράκη) και πάρα πολλές άλλες τεράστιες επιτυχίες...
    Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στις 15 Απριλίου του 2013 στην οικία της.

    Πώς μπήκατε στη στιχουργική κα Τηλιακού;
    Σ.Τ.: Εγώ έγραφα από πολύ μικρή. Θα το ακούσεις από πολλούς αυτό. Κι εγώ έγραφα από το Δημοτικό. Συνέχισα στο Γυμνάσιο με έμμετρες μεταφράσεις της Ιλιάδας και της Οδύσσειας, μετά έγραφα για τα φλερτ μου διάφορα ποιήματα, μετά δεν έγραφα για τα φλερτ αλλά για τον εαυτό μου, και κάποια στιγμή μετά, ωριμάζοντας βέβαια, αφού είχα έρθει και δούλευα στην Ολυμπιακή, αλλά και μετά την Ολυμπιακή, συνέχιζα να γράφω διάφορα πράγματα, τα οποία όμως δεν είχα ποτέ αξιολογήσει για να πω ότι αυτά είναι για στίχους ή αυτά είναι για έκδοση ποιητική. Τίποτα. Απλά έγραφα για να μου φεύγει το μεράκι. Όταν γέννησα και το δεύτερο παιδί μου, την κόρη μου, κλείστηκα στο σπίτι ένα διάστημα και η μόνη δραστηριότητα που μπορούσα να κάνω για να ξεφύγω ήταν να γράφω στίχους. Οι παρέες ερχόντουσαν στο σπίτι τότε, γιατί εμείς δεν μπορούσαμε να βγαίνουμε πολύ συχνά, κι έτσι απλά μία απ' αυτές τις βραδιές λέω “παιδιά, να σας διαβάσω κάτι ποιήματα που 'χω γράψει, να περάσει η ώρα μας, να γελάσουμε” κ.λπ. Και τα διάβασα. Ο πρώην άντρας μου ήταν ο Σπύρος ο Ράλλης, ο οποίος ήταν παραγωγός για πολλά χρόνια στην ΕΛΛΑΔΙΣΚ, που έγινε μετά Polygram. Και οι φίλοι μας ήταν μέσα από το δισκογραφικό χώρο. Κάποιος, λοιπόν, πήγε και το κάρφωσε ότι “ξέρεις, η Σέβη Τηλιακού γράφει στίχους”. Είχε δει δείγματα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος για μένα είναι ο νονός μου στη δισκογραφία, και μου έγραψε ένα σημείωμα: “Έχεις πολύ φλόγα μέσα σου. Συνέχισε να γράφεις”.

    Για ποιά χρονιά μιλάμε τώρα;
    Σ.Τ.: Μιλάμε για το 1967. Πράγματι, έκανα μία σειρά στίχων και τους πήρε τότε ο Γιώργος Μαργιολάς, ένας πολύ καλός λαϊκός συνθέτης. Ο Μαργιολάς μελοποίησε τα 4 πρώτα μου τραγούδια, τα οποία τραγούδησε η Θάλεια η Θεσσαλονικιά. Τότε υπήρχαν στο ραδιόφωνο οι εκπομπές των δισκογραφικών εταιριών. Με τον Γιώργο κάναμε κι άλλα τραγούδια, τ' άκουσε και ο Κώστας Χατζής και μου λέει “δως μου κι εμένα δυο-τρία”, του 'δωσα πράγματι τρία, εκ των οποίων το ένα το λέει ακόμα τώρα, δεν το 'χει βγάλει ποτέ από το ρεπερτόριό του, το “Στο Πέτο Μου Έβαλα Λουλούδι Της Χαράς”, μετά έμπλεξα με τη Βίκυ, την οποία γνώρισα και γίναμε φίλοι...

    Εννοείτε τη Βίκυ Λέανδρος.
    Σ.Τ.: Ναι. Τότε με τη Βίκυ, σε δύο ταξίδια που κάναμε με τον άντρα μου στην Ευρώπη και βρεθήκαμε στη Γερμανία, δεθήκαμε πάρα πολύ. Άρεσε στον Λέανδρο πολύ ο τρόπος που έγραφα για τη Βίκυ (σ.σ. το πραγματικό επώνυμο της Βίκυ Λέανδρος είναι Παπαθανασίου. Λέανδρος είναι το μικρό όνομα του πατέρα της, ο οποίος και έχει γράψει πάρα πολλές επιτυχίες). Κάναμε μαζί κάπου 70 τραγούδια. Δηλαδή 6-7 LPs είναι σχεδόν δικά μου. Από κει και μετά ήρθε η Μαρινέλλα, η Τζένη Βάνου, ο Πασχάλης με τους Olympians στην αρχή και μετά μόνος του, ο Λάκης Τζορντανέλλι, ο Γιώργος Χατζηνάσιος με τον οποίο γράψαμε πάρα πολλά τραγούδια, ο Νάκης Πετρίδης που είχαμε μία στενή συνεργασία για πάρα πολλά χρόνια... Έτσι ξεκίνησα κι έφτασα κάθε τόσο να δίνω τραγούδια, να με παίρνουν τηλέφωνο, “δώσε μου κάτι” και τελικά κατέληξα να έχω γράψει, με βάση το μηχανογραφημένο ρεπερτόριο που μου στέλνει η ΑΕΠΙ, κάπου 823-824 τραγούδια. 40 χρόνια κράτησε αυτό το πράγμα κι ήταν πολύ ωραία χρόνια. Δούλευα τα προς το ζην σε εμπορικές επιχειρήσεις και παράλληλα τα βράδια έγραφα -είχα χωρίσει εν τω μεταξύ το δεύτερο με τρίτο χρόνο. Μου στέλνανε μία κασέτα και μου λέγανε “έχει 5-7 τραγούδια μέσα, αν μπορείς αύριο το βράδυ έχουμε στούντιο”. Πολλά τα έγραφα στη δουλειά μου.

    Δηλαδή, στα περισσότερα τραγούδια ήταν ήδη έτοιμη η μουσική;
    Σ.Τ.: Όχι. Απλά από ένα σημείο και μετά, όταν μπήκα μέσα και ξέφυγα απ' αυτό το “δώσε μας στίχους να γράψουμε μουσική”, με “εκβιομηχανοποιήσανε”. Μου στέλνανε τις κασέτες, παράλληλα μ' αυτά που έδινα εγώ στο Γιώργο, το Νάκη και σ' όλους τους άλλους. Και έγραφα συνέχεια. Δηλαδή έφτασα να γράφω 50-60 τραγούδια το μήνα, που βγαίνανε με διάφορους τραγουδιστές. Κι αυτό κράτησε 40 χρόνια.

    Δεν είναι εύκολο αυτό.
    Σ.Τ.: Καθόλου εύκολο δεν ήτανε. Εκεί ξεκίνησα τον καφέ και το τσιγάρο, γιατί το να δουλεύεις μέχρι τις 5, να γυρνάς στο σπίτι στις 7, να κοιτάς τα παιδιά σου -ευτυχώς είχα τη μητέρα μου που τα φρόντιζε όλη την ημέρα- και μετά το βράδυ να πρέπει να καθίσεις και να γράψεις... και τι να γράψεις. Δεν είναι πάρε τα τιμολόγια και τσεκάρισέ τα ή κάνε μια αντιγραφή. Είναι βάλε κάτω μια κασέτα με μουσικές, βρες θέματα, να μην είναι και τα ίδια, να 'ναι και καλά και γραφ'τα. Εκεί, λοιπόν, δούλεψε καφετιέρα και πακέτο τσιγάρα πολύ άγρια.

    Και ξενύχτι;
    Σ.Τ.: Πάρα πολύ! Τελείωνα στις 5 με 5μιση το πρωί, όταν κλείνανε τα μάτια μου και δεν άντεχα άλλο, και αν δεν είχα τελειώσει τα 'παιρνα μαζί με το κασετοφωνάκι και πήγαινα στη δουλειά. Διευθυντής μου ήταν ο τωρινός άντρας μου! (γέλια) Οπότε μια χαρά! Έκανα όλες τις δουλειές μου. Ήμουνα συνεπέστατη.

    Δεν σας έπαιρνε ο ύπνος στη δουλειά;
    Σ.Τ.: Όχι. Είχα πάρα πολλή ενέργεια μέσα μου. Και ακόμα έχω, δόξα τω Θεώ. Και σηκωνόμουνα στις 7 η ώρα να πάω στη δουλειά. Αυτό κράτησε όπως σου είπα περίπου 40 χρόνια. Για περίπου 4 χρόνια δεν έγραψα καθόλου. Μετά ξαναξεκίνησα με πιο νέους. Με τον Νίκο Βεντουράτο, τη Μαριέτα, τον Βαγγέλη Σπανακάκη, έκανα κάποιες δουλειές ώσπου μπούχτησα πια γιατί είχε φτάσει η δισκογραφία να μην είναι πια αυτή που ήξερα εγώ. Εγώ δεν χρειάστηκε ποτέ να πάω να κάνω υποβολή στίχων για να μου τους εγκρίνουνε. Μου λέγανε “στείλε μας πέντε στίχους”, έστελνα πέντε, διάλεγαν τους τρεις. Δεν πήγαινα να πω “ξέρετε κάτι...”. Δεν σήκωσα ποτέ τηλέφωνο στη ζωή μου να πω σε κάποιον συνεργάτη “έχω στίχους, θες να τους δεις;”. Ποτέ. Το είχα κανόνα αυτό. Και είδα μετά πως εξελίχθηκε όλο το πράγμα. Έφτασε μία εποχή πολύ δυσάρεστη για τη δισκογραφία, όπου κάθε τραγουδίστρια και τραγουδιστής που ήθελε να κάνει καριέρα, ή που νόμιζε ότι είναι τραγουδιστής, έβρισκε και κάποιον να τον χρηματοδοτήσει, πήγαινε και στις εταιρίες κι έλεγε “εγώ πληρώνω, βγάλτε μου δίσκο”, και έφτασε στο σημείο που μου ήρθανε δυο-τρεις που μου είπανε “να σας πούμε εμείς τι τραγούδια να μας γράψετε”. Όχι ευχαριστώ πολύ δεν θα πάρω. Με εξαγρίωσε αυτό το πράγμα, δηλαδή η απαξίωση του στιχουργού τελείως, να μου δίνει εντολή ο τραγουδιστής ή η τραγουδίστρια, δεν τους θίγω μ' αυτό που θα πω αλλά οι περισσότεροι δεν ήξεραν που γράφεται το ντο στο πεντάγραμμο. Ή δεν είχαν διαβάσει ένα βιβλίο στη ζωή τους και ήθελαν να έχουν τον πρώτο λόγο στο στίχο. Είπα “τέρμα παιδιά, εγώ δεν ξαναγράφω στίχους”.

    Παρόλα αυτά, υπάρχουν κορυφαίοι τραγουδιστές ή τραγουδοποιοί που δεν έχουν πάει ποτέ σε ωδείο και είναι αυτοδίδακτοι.
    Σ.Τ.: Μα δεν μιλάμε γι' αυτούς! Αυτοί οι άνθρωποι είναι οι προικισμένοι της ιστορίας. Εγώ θαυμάζω πάρα πολύ τα συγκροτήματα των νέων παιδιών που βγαίνουνε, ή τους σολίστες (σ.σ. παρεμπιπτόντως, ο γιος της Σέβης Τηλιακού, Γιώργος Ράλλης, είναι ο drummer των Κίτρινων Ποδηλάτων). Υπάρχουν πάρα πολλοί που θαυμάζω και ευτυχώς που υπάρχουν γιατί το ελληνικό τραγούδι θα είχε καταστραφεί. Εκείνη τη συγκεκριμένη εποχή όμως, που εγώ σταμάτησα, γινόταν αυτό που περιέγραψα πριν. Μιλάμε περίπου για το 1985-1986, όπου κυριαρχούσε πολύ το λαϊκό “λεζάντα”, δηλαδή γράφανε δύο στίχους. Κάποιος μου είπε κάποια στιγμή “πολλά λόγια, κυρία Τηλιακού. Εμείς θέλουμε δυο φράσεις”. Εγώ αυτό δεν μπορούσα να το κάνω και το σταμάτησα. Ύστερα έχασα την αδερφή μου, η οποία ήταν 10 χρόνια μικρότερη από μένα. Ήδη είχα γνωρίσει τον άντρα μου και είπα “παιδιά εγώ δεν μπορώ πια...”. Πληγώθηκα από το θάνατό της γιατί έφυγε άσχημα. Την είχα μεγαλώσει σχεδόν εγώ και λέω δεν μπορώ πια να γράφω στίχους ούτε να συναναστρέφομαι με ανθρώπους αδαείς. Αυτοί που είναι αξιόλογοι σήμερα, σαν αυτοί που είπες, δεν έχουν ανάγκη από μένα. Δεν έχουν ανάγκη από κανένα. Διότι γράφουν τη μουσική, ξέρουν τι θέλουν να πουν με το στίχο τους, τον λένε και τον τραγουδάνε, άλλος καλύτερα άλλος χειρότερα, αλλά πάντως με αυθεντικότητα. Αυτό είναι ένα κομμάτι της δισκογραφίας που είναι εκτός κριτικής. Αλλά όλοι οι άλλοι γράφανε τα ίδια και τα ίδια κι ερχόντουσαν και μου λέγανε “να κάτι σαν κι εκείνο” ή “να κάτι σαν το άλλο”. Εγώ δεν δούλεψα ποτέ μου έτσι. Εγώ ήθελα πάντα αυτό που γράφω να είναι φρέσκο, δροσερό, πρωτότυπο, να 'το χω σκεφτεί εγώ, και να μη μου το έχει υποβάλει κανένας. Και είπα “φτάνει πια με τους στίχους”. Με πόνεσε η απώλεια της αδερφής μου και είχα υποσχεθεί να γράψω κάτι γι' αυτήν. Το ξεκίνησα πέντε χρόνια μετά το θάνατό της. Πέθανε το 2002, και το 2007 ξεκίνησα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο, το “Όταν Η Μικρή Μου Αδερφή...”, που ήταν στη μνήμη της. Στην ουσία είναι ένα οδοιπορικό της αδερφής μου και μέσα απ' αυτό όλη η ιστορία της οικογένειας με ιστορικά στοιχεία της Δωδεκανήσου, την ενσωμάτωση κ.λπ. Δεν έχει κανένα μυθιστορηματικό στοιχείο. Είναι 100% μία αληθινή ιστορία, γεγονότα που είναι απλά δραματοποιημένα από μένα. Όταν, λοιπόν, μαθεύτηκε από κάποιους φίλους ότι γράφω ένα βιβλίο, μου έρχεται μία μέρα ένας εκδότης, ο Μιχάλης Παπαδόπουλος, ο οποίος είχε τότε μουσικές εκδόσεις και αποφάσισε να κάνει κι ένα τμήμα πεζογραφίας, κι ήθελε κάτι από ένα όνομα λίγο γνωστό, να είναι κάτι καλό κ.λπ. Ήρθε, λοιπόν, ένα μεσημέρι, κάθισε εκεί στον καναπέ, μία ώρα τον χάσαμε, δεν μιλούσε, και μου λέει “το θέλω!”. Εγώ δεν το 'χα τελειώσει ακόμα, ούτε είχα σκεφτεί να το εκδώσω. Έλεγα ότι θα πω στα παιδιά “βάλτε ρεφενέ να το εκδώσουμε”, έτσι σαν παρακαταθήκη. Το πήρε, το εξέδωσε, κι όταν πήρε το στικάκι για να μεταφέρει τα κείμενα, είχα μέσα και δύο κεφάλαια από ένα επόμενο βιβλίο που το 'χα αρχίσει από πολύ παλιά και το 'χα ξαναπιάσει. Μου λέει “το θέλω κι αυτό! Δεν ξέρω τη συνέχεια αλλά τα δύο κεφάλαια μού λένε ότι είναι καλό και το θέλω”. Κι ήταν “Η Βέρα Στο Βυθό”. Είχε την ατυχία ν' αρρωστήσει, έκλεισε η εκδοτική Καλλιέπεια, εγώ όμως είχα μπει στο λούκι πια και με το που τελείωνα ένα βιβλίο είχα έτοιμο το επόμενο. Το τρίτο (σ.σ. “Αν Είχες Φύγει Πιο Νωρίς”) το έδωσα στον Μελίχρυσο και πήγε πολύ καλά. Και το τέταρτο, “Τα Όνειρα Τα Πλέκεις Με Το Βελονάκι”, το έδωσα στο Έναστρον, όπου θα δώσω και το επόμενο. Κάποιοι φίλοι, λοιπόν, μου ανοίξανε στο Facebook μία σελίδα και άρχισε ο κόσμος να μου λέει ότι “εσείς μας μεγαλώσατε”, “εμείς χορέψαμε μ' εσάς”, “εμείς ερωτευτήκαμε”, “εμείς λυπηθήκαμε”, “εμείς κλάψαμε” και κάτι τέτοια, κι έτσι πορεύομαι...

    Δεν παραιτηθήκατε, λοιπόν.
    Σ.Τ.: Δεν μπορώ να παραιτηθώ Κωνσταντίνε. Έχω μέσα μου ένα σκουλήκι που μ' έχει κρατήσει και μ' έχει βοηθήσει. Και τώρα που τα παιδιά μεγαλώσανε και δεν έχουνε ανάγκη, τον περισσότερο καιρό είμαι μόνη μου με τον άντρα μου. Δεν μπορώ να κάθομαι όμως και να πω “τι θα σου σιδερώσω σήμερα”, “τι θα σου μαγειρέψω”... Μαγειρεύω και τα κάνω όλα, αλλά όταν τελειώσω υπάρχει μέσα μου αυτό το βράσιμο που δεν μ' αφήνει να ησυχάσω. Θέλω κάτι να κάνω, κάτι μέσα από τη ψυχή, όχι με τα χέρια.

    Πάμε τώρα ένα ταξίδι στο παρελθόν μέσα από τα τραγούδια σας, πολλά εκ των οποίων απ' ό,τι πρόσεξα είναι διασκευές ξένων τραγουδιών.
    Σ.Τ.: Ναι αλλά έχω γράψει στίχους και σε έντεχνα τραγούδια που έχουν μείνει αθάνατα. Όπως το “Πάλι Θα Κλάψω” με τη Μαρινέλλα σε μουσική του Νάκη Πετρίδη, το “Σ' Αγάπησα Για Μια Φορά” του Σταμάτη Κόκοτα σε μουσική του Γιώργου Χατζηνάσιου, “Οι Αμαρτίες Μου” της Τζένης Βάνου, έχω πάρα πολλά τραγούδια, πέρα από τις διασκευές, που είναι original. Οι διασκευές είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος της δουλειάς μου και δεν τις υποτιμώ καθόλου γιατί δεν πήρα ποτέ το τραγούδι και είπα “τι λέει, να γράψω κάτι παρόμοιο”. Εγώ έγραφα κάτι δικό μου, αυτό που έβγαζε από μέσα μου η μουσική και όχι ο στίχος.

    Πάλι Θα Κλάψω” (Μαρινέλλα, 1969)
    Σ.Τ.: Πριν το “Πάλι Θα Κλάψω” είχα γνωρίσει την πρώτη μου μεγάλη επιτυχία με το τραγούδι “Ο Κολωνακιώτης”. Πολύ μεγάλη επιτυχία. “Αν είσαι φίλε Κολωνακιώτης κι αριστοκράτης” με τη Μαρινέλλα. Ακόμα είναι στα προγράμματα στα ελληνικά μαγαζιά της Αμερικής. Και μετά ήρθε το “Πάλι Θα Κλάψω” μ' ένα πολύ ωραίο flip side, “Κοιμήθηκε Ο Καλός Μου”, και μετά ήρθανε δύο τραγούδια που ερμήνευσε για πρώτη φορά η Μαρινέλλα τη βραδιά του γάμου της με τον Βοσκόπουλο, στη Φιλελλήνων, στο ΣΤΟΡΚ. Το “Ανάποδα Μετράς” και το “Λέσα Γιαλέσα”. Αυτά τα δυο ήταν σ' ένα δισκάκι, του Χατζηνάσιου η μουσική, και μετά ήρθε ο Χατζής και μετά ήρθανε όλα τ' άλλα. Πολλοί όταν ακούσανε το “Πάλι Θα Κλάψω”, επειδή συνέπεσε λίγο μετά να χωρίσω, με ρωτάγανε τα επόμενα χρόνια αν το έγραψα για μένα. Στην πραγματικότητα το έγραψα πριν το χωρισμό. Αλλά κοίτα να δεις τι είναι το ένστικτο. Ήξερα ότι δεν θα ήμουν με τον άντρα αυτόν για πάντα. Το ήξερα τουλάχιστον τρία χρόνια πριν συμβεί. Κάτι δεν πήγαινε με μένανε καλά, γιατί εγώ τον διέλυσα τον γάμο. Εκείνος έκανε τη “λαδιά” αλλά τον γάμο τον διέλυσα εγώ. Και κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι δεν πρόκειται να γεράσω μ' αυτόν τον άνθρωπο, γι' αυτό και όταν χώρισα δεν το πήρα και κατάκαρδα. Ήμουν ήδη εξοικειωμένη με την ιδέα. Το έγραψα, λοιπόν, στον πάγκο της κουζίνας, ένα βράδυ με την κόρη μου δίπλα, μικρούλα στο καρεκλάκι. Κατευθείαν, τακ, τακ, τακ, και τελείωσε. Σαν να έλεγα σ' ένα τηλεφώνημα κάτι. Και το πήρε ο Νάκης (Πετρίδης) και το έκανε τραγούδι. Τους στίχους τους έδωσα κατευθείαν στο Νάκη γιατί είχαμε γράψει ήδη κάποια λαϊκά τραγούδια μαζί. Και το “23 Απρίληδες” με τη Μαρινέλλα πάλι σε μουσική του Νάκη ήτανε. Μου είπε, λοιπόν, για το “Πάλι Θα Κλάψω” ότι είναι καταπληκτικό τραγούδι. Μ' έπαιρνε τηλέφωνο μετά και μου έλεγε “άκου πως έγινε το τραγούδι” και μου το έπαιζε στο πιάνο και του έλεγα “Πάρα πολύ ωραίο. Τέλειο!”. Αλλά βέβαια αυτό που άκουγα εγώ από το τηλέφωνο δεν είχε καμία σχέση με το ενορχηστρωμένο που άκουγα μετά στο στούντιο. Στο οποίο στούντιο, πρέπει να σου πω, πήγαινα πάντα. Στην αρχή όχι τόσο, αλλά μετά από μία νίλα που έπαθα με τον Βαγγέλη τον Πιτσιλαδή, που έγραφα σ' ένα στίχο “ο ουρανός δεν ζήτησε ποτέ να πάρει πληρωμή για όσο φως σκορπάει στη γη” και, όταν βγήκε ο δίσκος, εκείνος ένιωσε ότι έπρεπε να το διορθώσει και να το κάνει πιο κυριλέ και το 'γραψε “ο ουρανός δεν ζήτησε ποτέ να πάρει αμοιβή για όσο φως σκορπάει στη γη” και τσατίστηκα τόσο πολύ που τον δίσκο τον άκουσα εκείνο το βράδυ, τον έκλεισα στ' αρχείο μου και δεν τον ξανάκουσα! Γιατί το “πληρωμή” είναι μία καθημερινή λέξη, εντάξει; Η αγάπη δεν πληρώνεται. Αυτό είναι το ένα. Το να πεις “η αγάπη δεν αμοίβεται” είναι άλλο. Πάει αλλιώς. Είναι πιο..., πως να στο πω βρε παιδί μου, δεν έχει καμία ποιητικότητα μέσα του. Κι εκνευρίστηκα κι από τότε πήγαινα πάντα στο στούντιο, ακριβώς για να μην μου κάνουνε πάλι καμιά τέτοια λαδιά. Όταν γινόταν η ηχογράφηση του “Πάλι Θα Κλάψω” ήμουνα στο στούντιο από πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Γιατί ήτανε από τα πρώτα μου τραγούδια κι ήτανε η Μαρινέλλα, η οποία για πολλά χρόνια ήτανε, κι ακόμα είναι, φίλη μου, αλλά τότε είχαμε μία πολύ στενή επαφή, ερχότανε στο σπίτι, της μαγείρευα μοσχαράκι με κάστανο, που της άρεσε πάρα πολύ, κοκκινιστό κρασάτο... Πάρα πολύ φίλοι. Μετά χώρισα εγώ, εκείνη ακολούθησε την καριέρα της, μετά είχα τραβήγματα δικά μου, κι έτσι δεν βρισκόμαστε πια τόσο πολύ, αργά και που ένα τηλεφώνημα, μια επαφή κ.λπ. Από τη στιγμή που του 'δωσα του Νάκη το στίχο του “Πάλι Θα Κλάψω” κι έγραψε τη μουσική, μου είπε ότι αυτό είναι για τη Μαρινέλλα. Ότι θα γίνει επιτυχία δεν το περίμενα. Εγώ έπαθα μία πλάκα ακούγοντας τη Μαρινέλλα, όπως και όλους, τον Χατζή, τον Πασχάλη κ.λπ., να τραγουδάνε τραγούδια μου. Η Μαρινέλλα ήταν κάτι εξαιρετικό όμως, έτσι; Τραγούδησε μερικά από τα ωραιότερα τραγούδια μου και εκτός δισκογραφίας στα προγράμματά της, όπως στον “Ιππόδρομο” που τραγουδούσε ένα καλοκαίρι και είπε δύο καταπληκτικά τραγούδια μου, τα οποία δεν δισκογραφήθηκαν. Αλλά εμένα με συγκλόνιζε τον πρώτο-δεύτερο χρόνο, το να πηγαίνω το πρωί στη δουλειά μου με το αυτοκίνητό μου ας πούμε, να ανοίγω το ραδιόφωνο και ν' ακούω τα τραγούδια μου. Απίστευτη εμπειρία! Δεν το πίστευα. Χοροπηδούσα μέσα στο αυτοκίνητο. Το “Πάλι Θα Κλάψω” είναι πια “εθνικός ύμνος”. Το έχω βρει στο YouTube σε τουλάχιστον 12 εκτελέσεις. Και μιλάω από νέους. Εντάξει η Μαρινέλλα. Εντάξει κάποιοι παλιότεροι. Αλλά το άκουσα κι από νέα κορίτσια. Επίσης έχει μπει και σε ταινία, στο “Ησαΐα Μη Χορεύεις”, με τον Λάμπρο Κωνσταντάρα και τη Μάρω Κοντού.

    Σ' Ευχαριστώ, Σ' Ευχαριστώ” (Σταύρος Ζώρας, 1969)
    Σ.Τ.: Με τον Σταύρο Ζώρα συνεργαστήκαμε για πολλά χρόνια, με διακοπές αλλά και με συνέχεια μετά, και γράψαμε πάρα πολλά τραγούδια. Ωραία τραγούδια. Ήτανε εξαιρετικό παιδί, εξαιρετικός συνεργάτης, πολύ τρυφερός άνθρωπος, πολύ δοτικός. Από τους λίγους συνεργάτες, από τους ελάχιστους, που έκλαψα όταν έμαθα το θάνατό του. Ήτανε πολύ χαμηλών τόνων, ανέκαθεν καλός οικογενειάρχης, έκανε την καριέρα του για κάποια χρόνια αλλά εξαιτίας διάφορων προβλημάτων σταμάτησε πολύ νωρίς.

    Κρίμα Το Μπόι Σου” (Μαρινέλλα, 1970)
    Σ.Τ.: Γυριζότανε μία ταινία με πρωταγωνιστές πάλι τον Κωνσταντάρα και τη Κοντού (“Κρίμα Το Μπόι Σου”). Με πήρε, λοιπόν, τηλέφωνο ο Γιώργος (Χατζηνάσιος) και μου λέει, χωρίς να μου 'χει δώσει μουσική, θέλω ένα τραγούδι κεφάτο, λίγο πικάντικο, λίγο έτσι, λίγο αλλιώς, να το βάλουμε στην ταινία. Του λέω “Εντάξει. Ποιοί παίζουν;”. “Οι τάδε κι οι τάδε”. “Τί λέει το σενάριο;”. “Περίπου αυτό και τα λοιπά”. Λέω “Εντάξει”. Εγώ τον Κωνσταντάρα τον λάτρευα. Μου άρεσε πάρα πολύ. Γελούσα πολύ μαζί του. Κι επειδή υποτίθεται ότι στην ταινία την είχε “πατήσει” με την Κοντού και τον έφερνε βόλτα, έγραψα το “Κρίμα Το Μπόι Σου”. Έρχεται ο άντρας μου, ήταν ακόμα παραγωγός τότε, του λέω “διάβασε να μου πεις τι λες γι' αυτό, αν κάνει για την ταινία” και μου λέει “Τι μπούρδα είναι αυτή! Τί βλακείες είναι αυτές που έχεις γράψει εδώ μέσα;” (γέλια). Του είπα “Άσε, θα μου πει κι ο Γιώργος”. Το δίνω στον Γιώργο και μου λέει “Ρε Σέβη, τίποτα καλύτερο δεν θα μπορούσες να γράψεις! Τέλειο! Τέλειο! Τέλειο!”. Κι ακόμα το τραγουδάνε. Υπήρχε και μία αντιπαλότητα με το σύζυγο. Δηλαδή, εκείνος ήταν παραγωγός, εγώ ξαφνικά άρχισα να γράφω στίχους, και όταν πρωτοδήλωσε ότι η γυναίκα του γράφει στίχους δεν περίμενε την εξέλιξη. Εγώ κράτησα το πατρικό μου -και καλά έκανα, δεν ήθελα να το αλλάξω- και του λέγανε “η Σέβη Τηλιακού είναι η γυναίκα σου;” “Ναι” και τότε ο Νίκος Αντύπας, που ήταν διευθυντής στηνPolygram,του είχε πει “κύριε Ράλλη, όχι πάνω από 5 τραγούδια το χρόνο, για να μην μας πούνε ότι επειδή έχει άντρα τον παραγωγό, βγάζει τραγούδια”. Κι εγώ άρχισα να γράφω ανεξέλεγκτα από τη στιγμή που χώρισα.

    Πες Μου Πως Μπορείς” (Βίκυ Λέανδρος, 1970)
    Σ.Τ.: Αυτό είναι το “Ne Me Quitte Pas”του Jacques Brel. Είναι από μία σειρά τραγουδιών που γράφτηκαν μέσα σε πολύ λίγο χρόνο. Είναι μέσα και το “Μου Λείπεις”. Αυτά τα τραγούδια που έγραφα για τη Βίκυ στα ελληνικά, τα γράφανε πρώτα στη Γερμανία ο Λέανδρος, με το ψευδώνυμο Mario Panas, με τον στιχουργό Klaus Munro. Μου τα δίνανε και τα έγραφα εγώ στα ελληνικά και βγαίνανε οι δίσκοι ταυτόχρονα. Δεν βγαίνανε δηλαδή πρώτα στη Γερμανία και μετά στην Ελλάδα. Κι εκεί μέσα είχαμε γράψει εκπληκτικά τραγούδια για τη Βίκυ. Για 10 χρόνια σχεδόν ήμουνα αποκλειστικά με τη Βίκυ.

    Το τραγούδι του Jacques Brel το είπε κι ο Πάριος με άλλους στίχους.
    Σ.Τ.: Κι εδώ είναι μία ιστορία... Ξέρεις ότι αυτά δεσμεύονται σαν πνευματικό δικαίωμα. Από τη στιγμή που το 'χεις γράψει κι έχει δισκογραφηθεί, ο στιχουργός θεωρείται δημιουργός. Πολύ περισσότερο που δεν έχω κάνει μετάφραση αλλά έχω γράψει πρωτότυπο στίχο. Κάποια στιγμή, λοιπόν, με φώναξε ο Μίνως Μάτσας στο γραφείο του και μου λέει “Ο κύριος Πάριος θέλει να τραγουδήσει το “Ne Me Quitte Pas” στα ελληνικά”. Ο Πάριος θα το αφιέρωνε στη Σόφη Παππά, με την οποία ήτανε ζευγάρι εκείνο το διάστημα. Και μου είπε ο Μάτσας ότι ο Πάριος ήθελε να βάλει δικούς του στίχους επειδή οι στίχοι που τραγουδάει η Βίκυ είναι πάρα πολύ ωραίοι αλλά δεν ταιριάζουν για έναν άντρα. Λέω “Κοιτάξτε να δείτε. Τι θέλετε να κάνω τώρα εγώ;”. “Να δώσετε την άδεια να γράψει στίχους και να το τραγουδήσει”. Το συζητήσαμε έτσι σε κανά δυο-τρία ραντεβού, ρώτησα κι εγώ κάτι απόψεις, και καταλήξαμε στο ότι “εντάξει, δεν θέλω εγώ να φέρω εμπόδιο αν θέλει ο Γιάννης να κάνει ένα δώρο, ας πούμε, στην αγαπημένη του. Αλλά με προϋποθέσεις. Η προϋπόθεση είναι ότι θα μου δώσετε κάποια αμοιβή για να σας δώσω την άδεια και η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι θα το πει ο Γιάννης με τους δικούς του στίχους που θέλει, αλλά μόνο στο δίσκο. Δεν θα βγάλει άλλο δίσκο ξανά και ξανά με το ίδιο τραγούδι, ούτε θα το λέει στις πίστες”.

    Να “θαφτεί” δηλαδή το τραγούδι -για να κάνω το συνήγορο του διαβόλου.
    Σ.Τ.: Δεν ήθελε να της το κάνει δώρο; Μετά αρχίσαμε “να το πει και στην πίστα;”, “να το πει και αλλού;”. Εγώ είχα κάνει τη δουλειά μου, είχα πάρει τα λεφτά μου, είχα το συμβόλαιο με την απαγόρευση και λέω “εντάξει ρε παιδιά. Ας το πει όπου θέλει. Δε βαριέσαι”. Τελικά, όμως, το λέει ο Πάριος αλλά της Βίκυ είναι της Βίκυ. Θέλω να πω ότι οι νέοι τη Βίκυ θυμούνται μ' αυτό το τραγούδι.

    Το Κορίτσι Του Μάη” (Olympians, 1970)
    Σ.Τ.: Το “Κορίτσι του Μάη” ήταν ένα τραγούδι που ήθελαν να πουν οι Olympians,το ήθελε πάρα πολύ ο Πασχάλης, και ήταν το πρώτο τραγούδι που έγραψα για τον Πασχάλη. Γνωριστήκαμε σ' ένα εστιατόριο στην Κριεζώτου, ο Πασχάλης ήταν νεαρούλης τότε, 20-21 χρονώ, και μου λέει: “Θέλω το “Venus”στα ελληνικά”. Του λέω “εντάξει”. Ήταν η εποχή των χίπις και σ' αυτό το πνεύμα έγραψα “Το Κορίτσι Του Μάη”. Τρελάθηκε ο Πασχάλης. Μ' αυτό το τραγούδι έγινε χαμός. Μιλάει για έναν νεαρό που ερωτεύθηκε μια κοπέλα που ήταν χίπισα και του 'κανε το “βαρύ πεπόνι”. Δεν πάτησα πάνω στους στίχους της πρώτης εκτέλεσης. Αυτό δεν το έκανα ποτέ. Αν είχα τη δυνατότητα θα αφαιρούσα τη φωνή και θ' άκουγα μόνο τη μουσική. Όλες οι διασκευές μου είχαν δικό μου στίχο. Για το “Ουρανέ Που Περνάς”, που είναι το “Country Roads”του John Denver, γράψανε πολλοί ότι οι στίχοι είναι ανώτεροι από τους original.

    Mammy Blue” (Πασχάλης, 1971)
    Σ.Τ.: Ο Πασχάλης ήθελε ένα τρυφερό τραγουδάκι και μου ζήτησε το “Mammy Blue”. Σε διασκευές εγώ δεν έδωσα ποτέ ιδέα “κάνε αυτό σαν διασκευή”. Οι διασκευές ήταν αυτό που λέμε “παραγγελία στη βιομηχανία”. Όπως και το “Sugar Love” που το κάναμε “Ήταν Άνοιξη” και πολλά άλλα που κάναμε με τον Πασχάλη και τη Μπέσσυ Αργυράκη ήταν παραγγελίες.

    Έι Καζανόβα” (Βίκυ Λέανδρος, 1972)
    Σ.Τ.: Αυτό ήτανε μία καθαρά δική μου ιδέα. Είχα τις μουσικές που θα γράφανε στη Γερμανία κι έγραψα το “Έι Καζανόβα”. Ακόμα ακούγεται αυτό το τραγούδι. Το είπε κι η Καλομοίρα στο Fame Story.

    Η Συντροφιά Μας” (Olympians, 1972)
    Σ.Τ.: Κι αυτό είναι διασκευή, και πάλι κατόπιν παραγγελίας από την εταιρία για να γράψω στίχο. Τη χρονιά που βγήκε ήταν τρίτο στη δεκάδα των επιτυχιών εκείνης της χρονιάς ανάμεσα σε εννιά λαϊκά! Κοίταξε Κωνσταντίνε, σε όλα αυτά τα χρόνια που έγραφα τραγούδια, μέσα στο τροχάδην που έκανα -γιατί μου στέλνανε τις κασέτες και έπρεπε να γράψω για τον Α, τον Β κ.λπ.,- έγραφα πάντα και δύο-τρία τραγούδια από αυτά που ήθελα εγώ. Από αυτά που με προβλημάτιζαν με βάση τον περίγυρό μου τον κοινωνικό, τα συμβαίνοντα κ.λπ. Είχανε γράψει τότε πολλές φορές ότι είμαι η στιχουργός του έρωτα. Εγώ δεν ήμουν η στιχουργός μόνο του έρωτα. Είμαι προβληματισμένο άτομο στα κοινωνικά από πολύ-πολύ νέα. Όμως τα κοινωνικά τραγούδια που έγραφα και τα βάζανε στους δίσκους, γιατί εθεωρούντο ότι ήτανε μία άλλη νότα μέσα στο δίσκο, σπάνια γινόντουσαν τότε γνωστά. Εκ των υστέρων άρχισαν να τα ανακαλύπτουν. Έγραφα κοινωνικό τραγούδι με τον τρόπο που γράφω τώρα κοινωνικά σχόλια με σάτιρα. Αλλά σάτιρα όχι της μπούρδας, σάτιρα γελαστική και καυστική ταυτόχρονα. Αυτό, όμως, δεν το πρόσεξαν ποτέ και γι' αυτό δεν με είδαν ποτέ σαν κάποια που είχε να πει και κάτι παραπάνω από ωραία τρυφερά λόγια. Γι' αυτό και σκέφτομαι με τον Νίκο Βεντουράτο, από το Μουσικό Θέατρο, να μαζέψω όλα μου τα προβληματισμένα τραγούδια και να τα βάλουμε σε 2-3 CD. Μόνο αυτά. Όχι τα ερωτικά τραγούδια, όχι τα χαβαλετζίδικα, όχι τα χαρούμενα. Μόνο αυτά. Ξέρεις ένα τραγούδι του Παπακωνσταντίνου που λέει “Ένα καράβι, παλιό σαπιοκάραβο”; Εγώ πριν από 25 χρόνια έχω γράψει ένα τραγούδι που λέγεται “Το Πλοίο Μας Σαλπάρει” και μιλάει για τον κοινωνικό ρατσισμό και λέει: “Αν είσαι γιος του Ήλιου ή παιδί της συννεφιάς”, δηλαδή αν είσαι λευκός ή μαύρος, “αν ρούχα ξεφτισμένα ή βελούδινα φοράς / αν χώμα να φυτέψεις την ελπίδα σου ζητάς / αν έχασες το δρόμο σου και ξέχασες που πας” και στο ρεφρέν “Το πλοίο μας σαλπάρει για λιμάνι μακρινό / αν θέλεις στο ταξίδι μας να 'ρθείς, σε προσκαλώ / κοντά μας θα 'σαι πάντα αν το προτιμάς / αν θες τιμόνι κράτα ή αν θες μας τραγουδάς”. Αυτά τα τραγούδια τα ξέρουνε όσοι ασχολούνται. Γνωστά σαν το “Κρίμα Το Μπόι Σου” δεν έγιναν ποτέ. Γι' αυτό θέλω να τα βγάλω. Γιατί τώρα μου λένε “Εσύ έχεις τέτοιο προβληματισμό, γράφεις τέτοια πράγματα, και στα τραγούδια σου είσαι τόσο τρυφερή”. Και τους λέω “παιδιά, δεν ήμουν πάντα τρυφερή στα τραγούδια μου”. Είναι κι άλλα πιο σκληρά. Λένε πολλές φορές “τραγουδάμε χαβαλέ γιατί αυτό θέλει ο κόσμος”. Μα δεν θέλει αυτό ο κόσμος! Όταν του δίνανε Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο ή Μούτση, τα άκουγε ο κόσμος. Άρα δεν φταίει ο κόσμος.

    Μόνο Εσύ” (Βίκυ Λέανδρος, 1972)
    Σ.Τ.: Η Βίκυ Λέανδρος είχε πάρει το πρώτο βραβείο στη Eurovision με το “Apres Toi” κι εγώ έγραψα τους ελληνικούς στίχους. Έχω γράψει και σε άλλα τραγούδια της Eurovision. Υπήρξε μία εποχή που όλοι ερχόντουσαν σε μένα. Είχαν αντιληφθεί ότι οι διασκευές που έκανα δεν ήτανε μετάφραση του στίχου ούτε εξωθούσα το στίχο προκειμένου να έρθει κοντά στο θέμα του original. Εγώ έκανα 10 χρόνια βιολί θεωρία και όργανο, και η μουσική μού μιλάει. Έπαιρνα τη μουσική και έγραφα αυτά που ήθελα να γράψω. Ερχόντουσαν, λοιπόν, όλοι σε μένα. Καινούργιοι, παλιοί, πιο παλιοί... Μία περίοδο είχα στα χέρια μου το 80% περίπου αυτού που λέμε Pop και ελαφρού τραγουδιού. Το “Apres Toi” ήταν το πρώτο βραβείο και η Βίκυ έπρεπε να το πει και στα ελληνικά καθώς είχε αποφασίσει να το βάλει και στον ελληνικό δίσκο. Κι έτσι έγραψα το “Μόνο Εσύ”.

    Το Τραγούδι Μου” (Πασχάλης, 1974)
    Σ.Τ.: Είναι μία μελωδία που μου άρεσε πάρα πολύ, το “Prison Song” του Graham Nash, και μου βγήκε αυτός ο στίχος χωρίς λόγο, έτσι αυθόρμητα. Κι έγινε ένα πάρα πολύ ωραίο τραγούδι. Το τραγούδι το διάλεξε ο Πασχάλης μαζί με τον Φίλιππο Παπαθεοδώρου, τον παραγωγό. Ο Πασχάλης έπαιρνε πάντα τη γνώμη του Φίλιππου. Για μένα ο Φίλιππος είναι ο καλύτερος παραγωγός που πέρασε ποτέ από τα μουσικά πράγματα της Ελλάδας. Ήξερε τη δουλειά του πολύ καλά. Ο Φίλιππος, που ήτανε ο παραγωγός στους περισσότερους δίσκους που κάναμε με τον Πασχάλη, αλλά και μαζί με τον Λέανδρο στους δίσκους της Βίκυς, μου είπε “Ρε Σέβη, δεν έχω βουρκώσει σε στούντιο άλλη φορά, παρά μ' αυτό το τραγούδι”. Με ενδιέφερε πάντα, Κωνσταντίνε, ο στίχος που θα γράψω πρώτα-πρώτα να έχει δομή. Δηλαδή δεν ήθελα να γράψω αρλούμπες και να γεμίσω αράδες κι άντε ψάξε βρες τι θέλω να πω. Όχι. Όπως και στα βιβλία μου. Αυτό που θέλω να πω, θα το πω. Δεν θα σε βάλω εγώ στη διαδικασία να ψάχνεις στο μυαλό μου τι βλακεία σκέφτηκα και να σε προ(σ)καλώ να την ξεδιαλύνεις. Ήθελα ο στίχος μου να 'χει δομή. Ήθελα να 'χει ευπρέπεια, δηλαδή να μην χρησιμοποιώ λέξεις μπανάλ και κακόηχες. Δεν μ' ενδιέφερε απόλυτα η ρίμα. Σε πολλά τραγούδια μου μεταγενέστερα, θα δεις ότι δεν παίζω απόλυτα με τη ρίμα. Ανάλογα με το τραγούδι. Όπως προχώρησε η μουσική και βγήκε με μελωδικές φράσεις ασύνταχτες, έτσι έγραψα κι εγώ το στίχο χωρίς να νοιάζομαι για τη ρίμα. Αρκεί να είναι σε στυλ μπαλάντας. Επίσης ήθελα να γράφω αυτό που γεννιότανε μέσα μου. Δεν το μέτρησα ποτέ μέσα μου. Ας πούμε “μου ήρθε αυτό. Θα πιάσει ή δεν θα πιάσει;”. Όχι, δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι. Μου ήρθε, άρα είναι αυτό που πρέπει να γράψω. Είναι το ένστικτο. Είναι το αυθόρμητο. Είναι η ψυχή, αυτή που πρέπει να βγει. Αυτό θα το γράψω. Υπάρχει ένα τραγούδι μου σε μουσική του Γιώργου Νιάρχου, που τραγούδησε ο Πασχάλης, με τίτλο “Εν Υψίστοις Θεός”. Είναι μια προσευχή. Αλλά προσευχή που τραγουδιέται και δεν σε σοκάρει σαν προσευχή. Είναι κραυγή ανθρώπινη. Υπάρχουν πολλά τέτοια τραγούδια που από τους λίγους προσέχτηκαν και από τους πολλούς πέρασαν απαρατήρητα. Αυτά, λοιπόν, θα τα βγάλω κάποια στιγμή.

    Ω Μαρία” (Πασχάλης, 1974)
    Σ.Τ.: Είναι ένα ανάλαφρο τραγουδάκι. Το 'χε γράψει ο Λέανδρος και ήταν η πρώτη προσπάθεια του Πασχάλη στα γερμανικά. Ήταν την εποχή που ο Πασχάλης ήταν στα φόρτε του, και ο Λέανδρος, που είχε πολλούς καλλιτέχνες που προωθούσε και μανατζάριζε -και όχι μόνο τη Βίκυ- σε συνεννόηση με την Polygram ήθελε ν' ανοίξει μια πόρτα για διεθνή καριέρα στον Πασχάλη. Κι αυτό ήταν το πρώτο τραγούδι που έκανε ο Πασχάλης, και μάλιστα με το όνομα Konstantin, σε 45άρι. Κι αμέσως το βγάλαμε και στα ελληνικά. Χαρούμενο τραγουδάκι.

    Το 'Πε Το Ναι” (Περικλής Περάκης, 1975)
    Σ.Τ.: Ήτανε μία περίοδος, που εγώ επειδή είμαι νησιώτισσα κι επειδή μου αρέσει πολύ το νησιώτικο, όχι αυτό που τραγουδάνε οι... αλλά το νησιώτικο με το σωστό ρυθμό του, τη σωστή του μελωδία, τη σωστή του φρεσκάδα κ.λπ., είχα γράψει μία σειρά τραγουδιών, όπως “Το Γιόκα Σου Λιμπίστηκα” με την Κλειώ Δενάρδου, που χάλασε κόσμο, το “Ανατολή” επίσης με την Κλειώ Δενάρδου, το “Λέσα Γιαλέσα” με τη Μαρινέλλα, το “Καραβοκύρη Βάλε Μπρος” που τραγούδησε η Δήμητρα Γαλάνη κ.α., που ήταν σε νησιώτικο ρυθμό. Και με γλώσσα που άγγιζε. Και βγήκανε πολύ ωραία τραγούδια. Σ' αυτό το στυλ, λοιπόν, γράφτηκε και το “Το 'Πε Το Ναι”. Επίσης πολύ μεγάλη επιτυχία τότε. Σου λέω χάλαγε κόσμο! Χωρίς υπερβολή, τότε τα τρία τραγούδια στα πέντε ήτανε δικά μου. Χαμός γινότανε.

    Αγοράζω Παλιά” (Λάκης Τζορντανέλλι, 1976)
    Σ.Τ.: Το τραγούδι αυτό το ανέβασε κάποιος και έγραψε “πιο διαχρονικό τραγούδι δεν μπορεί να έχει υπάρξει”. Είναι ακριβώς η εποχή μας και είναι γραμμένο 37 χρόνια πριν. Το “Αγοράζω Παλιά” ήτανε το “Aie” (σ.σ. των Black Blood), ένα Latin-disco τραγούδι, του οποίου μου φέρανε τη μουσική κι έγραψα το στίχο. Πήρε ο Γιώργος Χατζηνάσιος και μου λέει: “αυτόν το στίχο ήθελα να μου τον έχεις δώσει σ' εμένα”. Ο Τέρενς Κουίκ είχε γράψει σε μία σελίδα κριτικής, που κρατούσε τότε στην εφημερίδα του, ότι είναι το τραγούδι με τους πιο ελληνικούς στίχους. Στο τραγούδι αυτό καυτηριάζω όλα τα στραβά που ακόμα και σήμερα ισχύουν. Δεν ισχύουν; Γι' αυτό ο άλλος λέει ότι είναι ίσως το πιο διαχρονικό τραγούδι. Εγώ επειδή είμαι κυκλοθυμικό άτομο μπορεί να με πιάσεις σε πολύ τρυφερές στιγμές και να σε κάνω να κλάψεις στο πάτωμα, όπως στο τραγούδι της Αλέκας Κανελλίδου σε μουσική του Τζικ ΝακασιάνΜε ξέχασες όπως ξεχνάνε τα παλιά παιχνίδια τα παιδιά”, μία Αλέκα τόσο τρυφερή, μ' εκείνη τη βραχνάδα, που πραγματικά πέφτεις στο πάτωμα, κι απ' την άλλη όταν με πιάνει ο θυμός και αλλάζω πρόσωπο μπορώ να σου πω τα πιο σκληρά πράγματα με την πιο μεγάλη ειρωνεία.

    Από τις πολλές διασκευές ξένων τραγουδιών, μεγάλος αριθμός αποτελούν τα τραγούδια της Eurovision.
    Σ.Τ.: Αυτά ήτανε τραγούδια, πως να στο πω, καθιερωμένα. Ήτανε θεσμός. Τα πρώτα τραγούδια της Eurovision και τα διακριθέντα της Eurovision είχανε ελληνικούς στίχους της Σέβης Τηλιακού. Τελείωσε. Το “Τζέκινς Χαν”, το “Ναι”, που ήτανε το ιταλικό “Si”, “Το Πουλί Και Το Παιδί”, ούτε που θυμάμαι πόσα... Τα 'χουνε πει η Μπέσσυ Αργυράκη, η Χριστίνα, ο Τέρης Χρυσός, η Βίκυ Λέανδρος, πολλοί.

    Και φτάνουμε στο 1977 όταν ακολουθείτε την αντίστροφη διαδρομή και γράφετε πια ένα τραγούδι για τη Eurovision. Το “Μάθημα Σολφέζ”.
    Σ.Τ.: Ήτανε από τις λίγες φορές που με πήρε ο Γιώργος (Χατζηνάσιος) τηλέφωνο και μου λέει: “Ρε Σέβη, έχεις στίχους;”. Λέω “έχω”. Κάπου είχε ξεμείνει προφανώς από στίχους. Μου λέει: “Δεν τα παίρνεις, να 'ρθεις να πιούμε κανά καφέ;”. Έμενε στου Παπάγου και είχε το στούντιό του στο υπόγειο του σπιτιού του. Μου λέει, λοιπόν, “Δεν τα παίρνεις, να ρίξω καμιά ματιά;”. Ο Γιώργος συνεργαζόταν και με τον Νίκο Βρεττό και με τον Γιώργο Κανελλόπουλο. Αλλά εκείνη την περίοδο ποιος ξέρει τι του 'τυχε και μου λέει “Έχω ξεμείνει. Πάρε το κλασέρ σου και έλα”. Πήγα, λοιπόν, και τα κοίταξε. Πριν τα κοιτάξει, μου λέει:
    - Να σου παίξω κάτι; Έχω μία μελωδία και θέλω να μου πεις αν μπορείς να γράψεις κάτι πάνω κει.

    Καμία σχέση ή αναφορά για τη Eurovision. Του λέω:
    - Παίξ'το μου.

    Και μου παίζει στο πιάνο τη μουσική. Μου το έπαιξε έτσι πολύ απλωτά και μετά άρχισε το ρεφρέν σε στακάτο και του λέω:
    - Ρε συ Γιώργο, αυτό είναι πολύ ωραίο τραγούδι.

    Ήτανε λίγες μέρες πριν λήξει η προθεσμία υποβολής αιτήσεωνγια το διαγωνισμό της Eurovision. Του λέω:
    - Γιατί δεν το στέλνουμε στη Eurovision;
    - Άντε ρε, που θα το στείλουμε στη Eurovision.
    - Βρε Γιώργο, είναι πάρα πολύ ωραίο τραγούδι. Πάρα πολύ χαρούμενο, πάρα πολύ ρυθμικό.
    - Σοβαρά το λες; Σ' αρέσει;
    - Μ' αρέσει!

    - Κάτσε να δούμε τι λένε και οι άλλοι!

    Φωνάζει τον Φίλιππο Παπαθεοδώρου, έρχεται ο Φίλιππος. Φωνάζει τον Πασχάλη, τρέχει ο Πασχάλης. Φωνάζει και τον Robert Williams και τους λέει: “Ελάτε εδώ. Κάτι συζητάμε με τη Σέβη”. Έρχονται, λοιπόν, οι τρεις, το ακούνε και τρελαίνονται. Ενθουσιάστηκε ο Γιώργος Χατζηνάσιος και είπαμε να βάλουμε τη Μαριάννα Τόλη και τη Μπέσσυ Αργυράκη να το πούνε χορωδιακά, αν και ακόμα δεν είχανε γραφτεί στίχοι! Λέω “Θα το πάρω να γράψω τους στίχους και το θέμα θα είναι μουσικό”. “Ναι, εντάξει!”. Πήγα, λοιπόν, σπίτι και είχαμε καταλήξει ότι θα έγραφα τους στίχους και αν δεν τους άρεσαν θα έγραφα άλλους και θα το στέλναμε το τραγούδι στη Eurovision. Πάω εγώ στο σπίτι ενθουσιασμένη και είχα ήδη την ιδέα. Επειδή έχω κάνει μουσική και έχω κάνει βιολί, είπα “αυτό είναι ένα μάθημα σολφέζ”. Και το γράφω περνώντας μέσα μουσικούς όρους όπως “presto”, “avanti” κ.λπ. Του λέω του Γιώργου:
    - Πως θα κάνουμε ρε συ Γιώργο το ρεφρέν; Δεν βγαίνει καλά. Να το αφήσουμε όπως είναι, με νότες;
    - Ναι, να το αφήσουμε νότες Σέβη!

    Το φτιάχνει, το δοκιμάζει και λέει:
    - Πάρα πολύ ωραίο!
    - Και θα το βγάλουμε με τίτλο “Μάθημα Σολφέζ”!

    Τ' ακούσανε, τρελαθήκανε και μετά μοιραστήκανε τις φράσεις. Και ποια θα έφτανε μέχρι πάνω κει τη φωνάρα; Η Μπεσσάρα! Φοβερή η Μπέσσυ! Έβγαλε μία κορώνα φοβερή! Εγώ είμαι και άτομο που άμα κάνει αίτηση δεν περιμένω, δεν καίγομαι να περιμένω ένα αποτέλεσμα θετικό. Και με παίρνει στο τηλέφωνο ένα βράδυ ο Γιώργος και μου λέει:
    - Ξέρεις κάτι;
    - Πέστο.
    - Πάμε
    Wembley! (σ.σ. εκεί διεξήχθη ο διαγωνισμός τραγουδιού της Eurovision το 1977).
    - Πάτε γιατί εγώ δεν μπορώ να 'ρθω.

    Εκείνη την περίοδο έστηνα ένα μαγαζί στην πλατεία της Νέας Σμύρνης με χαλιά, μοκέτες κ.λπ. και δεν μπορούσα να λείπω. Άλλωστε την Αγγλία την έχω δει 100 φορές, τι να πήγαινα να κάνω; Πήγανε λοιπόν, ενώ εγώ ήμουνα καλεσμένη στην ΕΡΤ το βράδυ της Eurovision για να παρακολουθήσουμε έγχρωμα τον διαγωνισμό -τότε δεν υπήρχαν ακόμα έγχρωμες τηλεοράσεις στα σπίτια. Η ελληνική επιτροπή ήταν κάτω στο ισόγειο και συνεδρίαζε. Με το που άρχισε η ψηφοφορία, είχαμε μπροστά μας το ταμπλό και ήμαστε καμιά 40αριά άτομα οι επίσημοι προσκεκλημένοι, το “Μάθημα Σολφέζ” ερχότανε πρώτο για τουλάχιστον ένα τέταρτο. Μετά πλακώσανε κάτι άλλοι, πήγε δεύτερο, πήγε τρίτο, ξαναπήγε δεύτερο... μεγάλη αγωνία... και μετά τελευταία ψήφιζε η ελληνική επιτροπή. Ήμαστε τέταρτοι και από κάτω μας ήταν το Μονακό. Και ψηφίζει η ελληνική επιτροπή και δίνει το 12άρι στο Μονακό και μας σαλτάρει και πάμε εμείς πέμπτοι κι αυτοί τέταρτοι. Αυτοί βέβαια δεν είχανε ιδέα πώς διεξαγότανε η ψηφοφορία, όπως γινόταν συνήθως, γιατί τώρα μαγειρεύονται αλλιώς, και τους λέγαμε “τι κάνατε βρε παιδιά τελευταία στιγμή;”. Αυτοί πιστεύανε ότι το τραγούδι του Μονακό δεν άξιζε και δεν θα το είχε ψηφίσει κανείς και έριξαν εκεί το 12άρι για να 'ναι σίγουροι! Και την πατήσαμε. Αλλά το “Μάθημα Σολφέζ” σάρωσε, χάλασε κόσμο. Το πήρε και ο Paul Mauriat και το έκανε στο δίσκο του με βιολιά, όπως συνήθιζε, πολύ ωραία. Εγώ δεν το θεωρώ, βέβαια, την κορυφή της καριέρας μου. Άλλα τραγούδια μου θεωρώ κορυφή. Απλά το θεωρώ μία επιτυχημένη και ευτυχή συγκυρία. Έκανε 25 χρόνια να ισοφαρίσει το ρεκόρ. Και το πέτυχε η Κλεοπάτρα.

    Τότε ήμουνα εγώ στην επιτροπή της Eurovision που έδινε τους πόντους!
    Σ.Τ.: Α, ναι; Και χάρηκα πάρα πολύ! Είπα “Δόξα τω Θεώ” γιατί μ' άρεσε και το τραγούδι πάρα πολύ, το “Όλου Του Κόσμου Η Ελπίδα”. Τότε έκανα ραδιόφωνο στους Νέους Ορίζοντες στη Νέα Σμύρνη και το 'χα πει ότι η Κλεοπάτρα θα πάρει πολύ καλή θέση.

    Οφείλω να πω ότι σε αντίθεση μ' αυτό που νόμιζε ο κόσμος, εμείς στην κριτική επιτροπή τη βλέπαμε την εξέλιξη της ψηφοφορίας! Πάντως αν και το τραγούδι της Κλεοπάτρας πήρε επίσης την 5η θέση, θεωρείται ότι έσπασε το ρεκόρ του “Μάθημα Σολφέζ” επειδή οι χώρες που συμμετείχαν ήταν περισσότερες. Αλλιώς, ως θέση, το ρεκόρ το έσπασαν οι Antique με το “Die For You”.
    Σ.Τ.: Ε, από τότε άρχισε να φαίνεται περισσότερο η Ελλάδα. Στη δική μας εποχή, οι ιθύνοντες ποντάρανε περισσότερο στα ονόματα, χώρια ότι τη Eurovision την είχανε γραμμένη κανονικά. Δεν κάνανε έξοδα περιοδείας, δεν κάνανε έξοδαpromotion,και πηγαίνανε και γυρίζανε άναυδοι. Όταν άρχισαν να το παίρνουν σοβαρά για ένα διάστημα και να ξοδεύουν και να κάνουν κάποιες κινήσεις, τότε εντάξει.

    Τώρα παρακολουθείτε τη Eurovision, τον Αγάθωνα ας πούμε τον ακούσατε;
    Σ.Τ.: Ο Αγάθωνας δεν μ' αρέσει. Μ' αρέσει να πάω να πιω το τσιπουράκι μου και να τον ακούσω, αλλά να τον δω στη Eurovision νομίζω ότι κάνει κακό στον εαυτό του. Εγώ δεν κρίνω αν μ' άρεσε το τραγούδι ή αν μ' άρεσε ο Αγάθωνας, εγώ κρίνω τη γενική εικόνα. Η γενική εικόνα αν την έβλεπα πάνω σε μία ελληνική σκηνή θα ήταν αλλιώς. Και αν τη φανταστώ, όπως πρέπει να τη φανταστώ, στηEurovision...δεν ξέρω... Αλλά επειδή εγώ δεν είμαι και πολύ καλός κριτής, κρίνω με το συναίσθημα και είμαι και πολύ αυστηρή καμιά φορά, μπορεί να κάνω λάθος και να γίνει καμιά έκπληξη που να μην την περιμένουμε.

    Σκόρπια Φιλιά” (Μπέσσυ Αργυράκη, 1977)
    Σ.Τ.: Αυτό είναι το “A Far L' Amore Comincia Tuτης Raffaella Carra, από το οποίο το μόνο που πήρα είναι τη λέξη “Scoppia” που την έκανα “Σκόρπια”. Βγήκε πολύ ωραίο τραγούδι και επίσης επιτυχημένο. Αυτά τα τραγούδια που λες τώρα άφησαν εποχή στους παλιούς και τα λένε και καινούργιοι σήμερα.

    Αν Μια Μέρα Σε Χάσω” (Πασχάλης, 1978)
    Σ.Τ.: Είναι τραγούδι του Julio Iglesias. Τότε του έγραψα του Πασχάλη τέσσερα τραγούδια-διασκευές και το “Αν Μια Μέρα Σε Χάσω” είναι το ένα από αυτά. Μ' αυτό ακόμα και σήμερα γίνεται χαμός. Και το έγραψα αμέσως. Άκουγα τη μουσική και αφηνόμουνα. Δεν σκεφτόμουνα ποτέ τι να γράψω. Η μουσική μού μιλάει πάρα πολύ εμένα. Δεν την ακούω ξώφαλτσα. Έχω αρνηθεί να γράψω τραγούδια επειδή δεν μου άρεσε η μουσική. Τους τα έστελνα πίσω και τους έλεγα “δεν μπορώ παιδιά, δώστε τα αλλού”. Άμα δεν μ' αρέσει η μουσική, αν δεν μου κάνει κλικ να μου βγάλει κάτι, τι να κάτσω να γράψω.

    Κοπακαμπάνα” (Πασχάλης, 1978)
    Σ.Τ.: Σαν θέμα μου άρεσε γιατί είχε το θεατρικό μέσα του κι αυτό προσπάθησα να αποδώσω. Μου άρεσε η ιστορία και την είπα με δικά μου λόγια. Και μου άρεσε γιατί, όπως είπα, ήταν πολύ θεατρικό και με βοήθησε να δώσω θεατρικότητα στο στίχο.

    Μόνο Εσύ, Μόνο Εσύ” (Πασχάλης και Μπέσσυ Αργυράκη, 1978). Βλέπουμε ότι ενώ ξεκινήσατε τη δεκαετία του 1960 με λαϊκά και ελαφρολαϊκά τραγούδια, στη συνέχεια έχουμε μία μεγάλη σειρά από Pop επιτυχίες.
    Σ.Τ.: Ξέρεις τι έπαθα Κωνσταντίνε; Εγώ δεν δέχτηκα ποτέ να κάνω συμβόλαιο με μία εταιρία. Ποτέ. Είναι κι αυτό μέσα στις αρχές μου. Δεν θέλω δεσμεύσεις, ακριβώς για να έχω την ευχέρεια να γράφω στη Μαρινέλλα, να γράφω στη Δήμητρα, αλλά να γράφω και στον Τζορντανέλλι που ήταν αλλού, στη Music Box τότε. Δεν ήθελα να γράψω ένα τραγούδι και να πω “αχ αυτό ας το 'λεγε ο τάδε” και να μην μπορώ να το δώσω. Και έτσι έγραφα αβέρτα και μου 'βγαινε.

    Απ' όλα αυτά τα τραγούδια που γράψατε, υπάρχει κάποιο που να το πιστεύατε πολύ αλλά τελικά να μην έγινε επιτυχία;
    Σ.Τ.: Όχι, δεν μπορώ να το πω. Όσα τραγούδια είπα ότι θα γίνουν επιτυχία, έγιναν. Το 1987 πήρα το 1ο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης μ' ένα τραγούδι που το είχα γράψει ένα χρόνο πριν για να το στείλω στη Eurovision. Τη μουσική την έγραψε ο Ζακ Ιακωβίδης και το είχε ερμηνεύσει η Ελένη Δήμου. Είχε κάνει τόσο καλή δουλειά, που η Ελένη ήταν σίγουρη ότι θα επιλεγεί το τραγούδι και βρήκε μέχρι και την τουαλέτα που θα έβαζε! (γέλια). Δεν επελέγη τελικά και επελέγη το “Μοιάζουμε” που τραγούδησε ο Τάκης Μπινιάρης σε στίχους της Μάρω Μπιζάνη. Το τραγούδι λεγόταν “Καληνύχτα Παιδί”. Δεν το περάσανε. Ένα χρόνο μετά ήθελε να πάει στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ο Γιάννης Γαρδέλης, ένας εξαιρετικός τραγουδιστής που δεν κράτησε πολύ, σε μουσική του Χρήστου Κωνσταντινίδη. Κι έδωσα στον Χρήστο αυτό το στίχο. Ψήφισαν 52 νομαρχίες και βγήκε πρώτο, σαν σύνολο, σαν ενορχήστρωση, σαν στίχος και σαν μουσική. Ήταν τότε υπουργός ο Παπαθεμελής, μας έδωσε τα λουλούδια, τα διπλώματα και λοιπά, βγήκε και σε δίσκο, αλλά η εταιρία που έβγαλε το δίσκο έκλεισε! Κι αυτό το τραγούδι είναι γραμμένο για σήμερα.

    Υπάρχει κάποιο τραγούδι στο οποίο γράψατε τους στίχους και έγινε επιτυχία χωρίς να το περιμένετε;
    Σ.Τ.: Κοίταξε να δεις, επειδή εγώ πάντα έγραφα με γνώμονα τη δική μου αισθητική και ό,τι έγραφα μου άρεσε, αλλιώς δεν θα το έγραφα, πίστευα ότι θ' αρέσει και στον κόσμο. Άλλα αρέσανε και άλλα δεν αρέσανε. Πολλά από αυτά που περίμενα να αρέσουνε, αρέσανε πράγματι, ας πούμε όταν έβγαλα το “Σ' Αγάπησα Για Μια Φορά” του Κόκοτα περίμενα ότι θα αρέσει. Όπως και άρεσε. Αλλά κάποια άλλα τραγούδια που περίμενα πως θ' αρέσουν περάσανε στο ντούκου γιατί μέσα σε 12 τραγούδια κάποια άλλα τραβήξανε το ενδιαφέρον και μετά μείνανε πίσω. Εκείνο που μπορώ να σου πάντως, είναι ότι -κι αυτό είναι το δικό μου παράσημο στον εαυτό μου- μέσα σε τόσα τραγούδια, σε τόσα είδη, λαϊκό, πολύ λαϊκό, έντεχνο,Pop, Rock,θεατρικό -γιατί έκανα και στην τηλεόραση στίχους για την εκπομπή της ΕΡΤ “Πράγματα και Θαύματα” με την Πωλίνα, την Κατιάνα Μπαλανίκα κ.λπ., έκανα του Γιώργου Μαρίνου προγράμματα με δικά μου νούμερα στη Μέδουσα- δεν ντρέπομαι για κανένα απ' όσα έχω γράψει. Θέλω να πω ότι καμιά φορά στη ζωή μας λέμε “καλά το έκανα αυτό” και για κάποιο άλλο “τι το 'θελα και το 'κανα”. Στα τραγούδια προσπάθησα να μην αφήσω πίσω κάτι που δεν θα με αντιπροσώπευε ολοκληρωτικά. Γιατί κάποια τραγούδια άλλων προσβάλλουν τη νοημοσύνη μου.

    Από τους νέους δημιουργούς ξεχωρίζετε κανέναν;
    Σ.Τ.: Εγώ έχω λατρεία, δεν ξέρω αν τον θεωρείς νέο ή παλιό, με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Τα τραγούδια του μ' αρέσουν, άλλα γράφει αυτός, άλλα του τα γράφουν, αλλά όταν ακούω Μαχαιρίτσα είναι σαν να μιλάει μέσα στην καρδιά μου. Εάν σου πω ότι η Λίνα Νικολακοπούλου δεν μ' αρέσει θα είμαι ψεύτρα. Μ' αρέσει. Αλλά όχι πάντα. Της αναγνωρίζω ότι δημιούργησε σχολή στο στίχο. Καινούργια σχολή. Είναι άτομο αξιόλογο, είναι αξιόλογη η δουλειά της, άλλα της τραγούδια μ' αρέσουν εξαιρετικά, με τρελαίνουν, άλλα με απωθούν. Και νομίζω πως το ίδιο νιώθει και ο κόσμος. Και αυτή η απόλυτη αποδοχή, έχω την εντύπωση ότι από την αρχή στηρίχτηκε από την διάθεση του ανθρώπου, του ακροατή γενικά, να δοθεί σε κάτι που του κάνει εντύπωση σαν καινούργιο, σαν καινοφανές, κάτι που σε προκαλεί να το καταλάβεις. Γιατί αν πιάσεις κάποιους στίχους της είναι μες στην ασυναρτησία. Άλλοι είναι βγάλε την ψυχή μου να την πάρεις. Πάντως της αναγνωρίζω ότι πραγματικά έδωσε άλλη στροφή στο στίχο και το έκανε άξια. Πολύ άξια. Μ' αρέσει πάρα πολύ, επίσης, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης. Μ' αρέσει και σαν φωνή.

    Δεν είναι, όμως, πολύ επαναλαμβανόμενος;
    Σ.Τ.: Αυτό ήθελα να σου πω. Όσο προχωράει χάνεται εκείνη η γοητεία που είχαν τα πρώτα του τραγούδια. Υπάρχουν πολλοί που κάνουν αξιόλογη δουλειά. Η Χαρούλα και η Δήμητρα, που δεν είναι αυτό καθ' αυτό στιχουργοί, όταν γράφουν στίχο, και η μια και η άλλη, τα δίνουν όλα. Αυτό μ' ενδιαφέρει εμένα, να μπορώ να νιώσω πράγματα όταν ακούω ένα στίχο.

    Υπάρχει κάποιος τραγουδιστής για τον οποίο θα θέλατε πολύ να είχατε γράψει στίχους αλλά δεν έτυχε;
    Σ.Τ.: Με πολλούς θα ήθελα να έχω γράψει αλλά, όπως ξέρεις πολύ καλά, εδώ και χρόνια στη δισκογραφία υπήρχαν, και υπάρχουν ακόμα, “ομάδες”. Αυτές αυτοεξυπηρετούνται. Εκ των έσω. Οι τραγουδιστές για τους οποίους θα 'θελα να γράψω αλλά δεν έγραψα, έχουν κι αυτοί την αυλή τους. Εγώ πάλι που δεν είμαι του “χτύπα την πόρτα να σου ανοίξουν” αλλά “άσε να σου χτυπήσουν την πόρτα οι άλλοι” δεν τόλμησα ποτέ να προσπαθήσω να παρέμβω και να μπω μέσα σ' αυτό. Όσο ήμουνα στο χώρο, δόξα τω Θεώ, δεν μου λείπανε οι προσφορές. Από τη στιγμή που σταμάτησα και μετά, πάλι είχα προσφορές και αναγκάστηκα να πω “παιδιά, για μένα τελείωσε ο στίχος”. Πρόφατα έγραψα κάποιους στίχους με τον Νίκο Βεντουράτο, για μία εκδήλωση που έκανε για τα παιδιά με καρκίνο, και τα βιβλία μου. Για μένα τελείωσε ο στίχος Κωνσταντίνε μου.

    Τώρα που έχετε βγει από το χώρο, μετράτε τους πραγματικούς σας φίλους; Πόσοι από τους παλιούς σας συνεργάτες κρατάνε ακόμα επαφή μαζί σας;
    Σ.Τ.: (δείχνει με τα δάχτυλά της πέντε). Αυτοί, άντε να 'ναι κι άλλοι δύο.

    Θέλετε να τους κατονομάσετε;
    Σ.Τ.: Ο Πασχάλης, η Μπέσσυ Αργυράκη -αυτοί που αν κάνω καιρό να τους τηλεφωνήσω, μου τηλεφωνούνε- ο Λάκης Τζορντανέλλι, ο Σταύρος Ζώρας όσο ζούσε, ο Στέλιος Σωτηρίου, με τον οποίο είχαμε κάνει δύο παιδικούς δίσκους καταπληκτικούς μαζί με τον Μάικ Ροζάκη, ο Τέρης Χρυσός και η Τζένη Βάνου. Η Βάσια Ζήλου, παρόλο που δεν συνεργαστήκαμε ποτέ, ήρθε στην παρουσίασή μου και τραγούδησε αυτό το τραγούδι της Αλέκας, το “Με Ξέχασες”, και ξέσχισε. Ήρθε και ο Πασχάλης για δύο τραγούδια και τραγούδησε τέσσερα με την κιθάρα του. Έγινε ένας χαμός. Είναι οι φίλοι που ξέρω πως άμα σηκώσω τηλέφωνο και πω “ξέρεις κάτι, θέλω αυτό, μπορείς;”, άμα μπορούν θα το κάνουν.

    Μη μου πείτε, πάντως, ότι δεν γράφετε ακόμα στίχους.
    Σ.Τ.: Γράφω στίχους αλλά δεν πρόκειται να τους δώσω ποτέ. Εκτός από μία φορά που έδωσα στίχο στη Λένα Φίλιππα, που της το είχα υποσχεθεί, και το τραγούδησε, όταν είπα “τελείωσα”, τελείωσα.

    Μάθημα Σολφέζ με τη... Σέβη Τηλιακού!

    Τώρα, λοιπόν, αφοσιωθήκατε στα βιβλία.
    Σ.Τ.: Τώρα τα βιβλία. Κι ό,τι βρούνε οι κληρονόμοι μου στα αρχεία από στίχους, έχουν τη δική μου την εξουσιοδότηση να τα διαχειριστούνε ανάλογα με την κρίση τους. Το θλιβερό ξέρεις ποιό είναι; Με πήρανε ένα μεσημέρι τηλέφωνο από τον Alpha και μου λένε:
    - Είστε η κυρία Τηλιακού;
    - Μάλιστα.
    - Η στιχουργός;
    - Μάλιστα.
    - Τη Μάρω Μπιζάνη την ξέρατε; (σ.σ. Η Μάρω Μπιζάνη ήταν στιχουργός, η οποία έγραψε μεταξύ άλλων το “Αμ Δε” με την Τζένη Βάνου, “Αν Γυρίσεις Αν” Γιάννης Πουλόπουλος, “Άσε Με Να Σ' Αγαπάω” Λίτσα Διαμάντη, “Αυτός Ο Άνθρωπος” Ρίτα Σακελλαρίου, “Ο Τραγουδιστής” Γιώργος Νταλάρας, “Τα Μαύρα Μάτια Σου” Μανώλης Αγγελόπουλος κ.α.).
    - Βεβαίως. Είναι συνεργάτης και φίλη. Γιατί ρωτάτε;
    - Γιατί πέθανε και θέλουμε να 'ρθείτε αύριο στο δελτίο να μιλήσετε γι' αυτήν.
    - Ποιοί θέλετε;
    - Εμείς στο δελτίο.
    - Εσείς στο δελτίο την ξέρατε τη Μάρω Μπιζάνη;
    - Όχι. Ξέρουμε ότι ήταν στιχουργός και μάθαμε ότι πέθανε.
    - Κι επειδή πέθανε;
    - Λέμε να της κάνουμε ένα αφιέρωμα στο δελτίο.
    - Τώρα; Πότε της κάνατε τελευταία φορά αφιέρωμα όσο ζούσε;

    Έμεινε και με άκουγε. Και της λέω:
    - Άκου να δεις. Δεν θα με ξαναπάρεις τηλέφωνο. Εντάξει; Αν θέλεις να μάθεις για την Μάρω τη Μπιζάνη θα πάρεις αλλού να σου πούνε. Και καλά θα κάνετε εσείς που μόνο το θάνατο κυνηγάτε, αυτούς τους ανθρώπους που πριν γεννηθείτε προσφέρανε στο ελληνικό τραγούδι, να τους θυμάστε όταν είναι ζωντανοί και μπορούνε να χαρούνε αυτό που θα τους προσφέρετε. Τώρα της Μάρως της Μπιζάνη, και κακώς κάνατε και μου το 'πατε με τέτοιο τρόπο ότι πέθανε, ό,τι και να της πείτε και όποιο διθύραμβο και να της πλέξετε δεν θα τ' ακούσει.

    Είπα κάποτε πως άμα συμβεί αυτό σε μένα λυπάμαι που δεν θα 'μαι εδώ να γελάσω: γιατί όταν θα πεθάνω -θα 'ρθει η ώρα, δεν θα 'ρθει;- θα αρχίσουν όλοι να ψάχνουνε τις αφιερώσεις, το ποια ήμουνα, το τι έκανα, το ποια τραγούδια έγραψα, θα αρχίσουνε οι συνθέτες να λένε “έχει ανέκδοτα να τα γράψουμε” κ.λπ. Αυτό είναι θλιβερό. Τους λέω, λοιπόν, με σύμβουλο τον Νίκο Βεντουράτο και τη δική σας την κρίση, παιδιά διαχειριστείτε τα όπως νομίζετε. Εγώ, όμως, όχι πια...

    Κωνσταντίνος Παυλικιάνης





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #27231   /   11.05.2013, 21:32   /   Αναφορά

    Άψογο μπραβο Κωσταντίνε !!!

    CHE
    #27255   /   18.05.2013, 10:31

    Ευχαριστώ πολύ AlfaWolf!


    #27234   /   12.05.2013, 16:23   /   Αναφορά

    Ενδιαφέρουσα και καλογραμμένη συνέντευξη με μια αξιόλογη στιχουργό, που εχει γράψει στίχους σε γνωστά και αξέχαστα τραγούδια.


    Μας θύμισε μια εποχή που το ελληνικό τραγούδι είχε  κάτι να πεί. Και που παρακολουθούσαμε τις συμμετοχές της χώρας μας στη Γιουροβίζιον με ενδιαφέρον και συγκίνηση.


    Συγχαρητήρια και ευχαριστίες στον συντάκτη.

    CHE
    #27259   /   19.05.2013, 10:05

    Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια!


    #27235   /   12.05.2013, 17:23   /   Αναφορά

    Από τους ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ όχι μονάχα με το Α κεφαλαίο αλλά όλη η λέξη.Την κυρία Σέβη δεν την εκτιμώ απλώς,την αγαπάω.Είναι διακριτική,αληθινή και πάντα κοντά σε όλους μας.Απίστευτα δοτικός άνθρωπος....πραγματικά όταν τυγχάνει να συζητάω για εκείνη, νιώθω ότι δεν έχω λόγια τόσο πλούσια...Ο Θεός να την έχει καλά κι εκείνη και την οικογένειά της και να συνεχίσει να μας χαρίζει την υπέροχη (γραφή-ψυχή) της!!


    Καταπληκτική συνέντευξη κι αξίζουν συγχαρητήρια και στους δυο σας!!!


    Κυρία Σέβη....ακόμα μία φορά έχετε απεριόριστα τον σεβασμό και την αγάπη μου!

    CHE
    #27266   /   20.05.2013, 07:40

    Σ' ευχαριστώ πολύ Ειρήνη για τα καλά σου λόγια. Σου εύχομαι καλή συγγραφική επιτυχία.


    #27240   /   13.05.2013, 10:23   /   Αναφορά

    Κωνσταντίνε,σ' ευχαριστώ για την υπέροχη,ζεστή φιλοξενία!! Να είσαι πάντα καλά και πάντα κοντά στο τραγούδι και τους ανθρώπους του!!! Ένα ευχαριστώ κι' από μένα στους φίλους για τα ζεστά σχόλια!! Καλημέρα σε όλους!{#emotions_dlg.clap}

    CHE
    #27288   /   23.05.2013, 07:00

    Εγώ ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σας, για την τιμή που μου κάνατε και για τα αθάνατα τραγούδια που γράψατε!